Η συνταγή για την Ελλάδα
Αρθρο του γνωστού για τις «αιρετικές» απόψεις του αμερικανού οικονομολόγου
Εν μέσω της προεκλογικής εκστρατείας στην Ελλάδα τις τελευταίες εβδομάδες, το όνομά μου αναφέρθηκε συχνά σε μέσα ενημέρωσης τα οποία προφανώς το χρησιμοποίησαν ως μέσο για να προωθήσουν τους πολιτικούς τους σκοπούς. Τις περισσότερες φορές οι αναφορές αυτές παραποιούν παλαιότερές μου παρατηρήσεις ή σε κάποια περίπτωση αποδίδουν απλά σχόλια τα οποία ουδέποτε έκανα. Αφού ορισμένα ελληνικά μέσα ενημέρωσης επιλέγουν να με τοποθετούν εντός της δικής σας πολιτικής σκηνής, θα ήθελα να θέσω τα πράγματα στη σωστή τους βάση σχετικά με το τι έχω πει στο παρελθόν και τις πραγματικές μου σκέψεις για την ελληνική οικονομία και το ελληνικό χρέος.
Οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης, το ΔΝΤ και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα πρέπει να συνεργαστούν με την ελληνική κυβέρνηση για να διαχειριστούν την αποπληρωμή του χρέους της χώρας. Απλά μαθηματικά δείχνουν ότι γίνεται ολοένα και πιο απίθανο να μπορέσει η Ελλάδα να αποπληρώσει το χρέος της υπό τους υφιστάμενους όρους και το χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής. Καμία ρεαλιστική πολιτική λιτότητας δεν μπορεί να αλλάξει αυτές τις εκτιμήσεις. Μία χώρα χρειάζεται εισόδημα για να πληρώσει τα χρέη της, αλλά και τα μέτρα λιτότητας ήταν αναγκαία στην Ελλάδα για να βοηθήσουν στην αναδιάρθρωση των υπερβολών μιας μη βιώσιμης αγοράς εργασίας. Το κόστος στην παραγωγή από τη λιτότητα είναι μεγάλο βραχυπρόθεσμα για ένα κράτος που χρειάζεται απελπιστικά να επανέλθει στον δρόμο της ανάπτυξης.
Τον Σεπτέμβριο οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης ενέκριναν την εκταμίευση της δεύτερης δόσης του δανείου των 110 δισ. ευρώ που χορηγήθηκε στην Ελλάδα την περασμένη άνοιξη. Σε αυτή την πιο πρόσφατη ένεση ρευστότητας- 6,5 δισ. ευρώ- το ΔΝΤ πρόσθεσε 2,5 δισ. ευρώ και το σύνολο διαμορφώθηκε σε 9 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, του Γιώργου Παπανδρέου, εφάρμοσε μια εντυπωσιακή, πολιτικά τολμηρή δημοσιονομική προσαρμογή κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους, ιδιαίτερα όσον αφορά τις δαπάνες. Τα φορολογικά έσοδα, αντίθετα, υπολείπονται του στόχου πιέζοντας περισσότερο τις αρχές να επιταχύνουν τους ρυθμούς είσπραξής τους με δεδομένη την ύφεση που γίνεται βαθύτερη και την ευρύτατα διαδεδομένη κουλτούρα της φοροδιαφυγής. Η έλλειψη ελέγχου των δαπανών σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο θέτει συνεχώς σε κίνδυνο τους δημοσιονομικούς στόχους της κυβέρνησης.
Ακόμη μεγαλύτερη περικοπή δαπανών
Στο μεταξύ, ο πληθωρισμός έχει σκαρφαλώσει σε αρκετά υψηλότερα επίπεδα από τις προβλέψεις του αρχικού προγράμματος εξαιτίας της αύξησης των φόρων και του χαμηλού ανταγωνισμού τιμών στις αγορές προϊόντων. Αλλά ενώ καθυστερεί έτσι η προσαρμογή της ανταγωνιστικότητας, συγκρατείται ο λόγος δημοσίου χρέους- ΑΕΠ. Το πραγματικό εργατικό κόστος μειώνεται, αλλά υπάρχουν ακόμη σημαντικά περιθώρια προσαρμογής. Πράγματι η εταιρεία μου, η Roubini Global Εconomics (RGΕ), πιστεύει ότι τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας εμποδίζουν έναν ταχύ αναπροσανατολισμό προς την ανάπτυξη που να στηρίζεται στις εξαγωγές και πως η έλλειψη εθνικής αποταμίευσης απαιτεί ακόμη μεγαλύτερη περικοπή δαπανών σε επενδύσεις για να εξισορροπηθούν οι τρέχουσες συναλλαγές.
Οπως αναμενόταν, η αξιέπαινη απόδοση του δημοσιονομικού μετώπου επήλθε με κόστος μια απότομη κάμψη στην οικονομική δραστηριότητα- μια μείωση της εγχώριας ζήτησης, με την κατανάλωση να πέφτει και τις ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου να βυθίζονται. Η κατάρρευση της εγχώριας ζήτησης και η έλλειψη ανταγωνιστικότητας αυξάνουν τον κίνδυνο μιας αρνητικής σπειροειδούς διαδικασίας, όπου η υπερβολική περικοπή δαπανών οδηγεί σε χαμηλότερα φορολογικά έσοδα και σε επιπλέον μέτρα λιτότητας. Οι διαρθρωτικές αλλαγές για να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα είναι αναπόσπαστο κομμάτι του προγράμματος αλλά για να υλοποιηθούν χρειάζονται περισσότερο χρόνο από τα τρία χρόνια του πακέτου στήριξης. Στην περίπτωση της Γερμανίας τη δεκαετία του ΄90, όπου είχαν υποδεχθεί τις μεταρρυθμίσεις με ενθουσιασμό, χρειάστηκε μία δεκαετία. Το μάθημα: οι περικοπές μισθών και μια προσαρμογή των τιμών είναι απαραίτητα, επιφέρουν όμως υψηλό οικονομικό κόστος.
Τα οφέλη από μια ομαλή αναδιάρθρωση
Χωρίς τη δυνατότητα μιας νομισματικής υποτίμησης ή μιας επιπλέον μεγάλης μείωσης της αξίας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η άποψή μου είναι ότι μια έγκαιρη ομαλή αναδιάρθρωση του χρέους θα ελαχιστοποιούσε τις αρνητικές επιπτώσεις από τους επενδυτές ενώ θα διατηρούσε τη ζωτικής σημασίας πρόσβαση της Ελλάδας στις αγορές (δηλαδή την ικανότητα της κυβέρνησης να δανείζεται), αφού ολοκληρωθεί η αναγκαία δημοσιονομική και διαρθρωτική μεταρρύθμιση. Με βάση το σχέδιο αυτό που μετατρέπει παλαιό δημόσιο χρέος σε νέο καθυστερώντας τον χρόνο ωρίμασης από 5 έως 15 χρόνια, το επιτόκιο διατηρείται κάτω από τα επίπεδα της αγοράς και η αξία του κεφαλαίου παραμένει η ίδια (επιπλέον μιας λογιστικής περιόδου χάριτος). Προηγούμενα πετυχημένης αναδιάρθρωσης χρέους υπάρχουν σε ανάλογες περιπτώσεις (όπως, μεταξύ άλλων, στην Ουκρανία το 1998, στο Πακιστάν το 1999, στην Ουρουγουάη το 2002 και στη Δομινικανή Δημοκρατία το 2005). Η πορεία αυτή θα επιτρέψει να χρησιμοποιηθούν τα κεφάλαια του προγράμματος για πιο παραγωγικούς στόχους της ελληνικής οικονομίας, αντί της τρέχουσας διευθέτησης η οποία χρηματοδοτεί την έξοδο κατόχων ομολόγων που έχουν ωριμάσει. Στην RGΕ πιστεύουμε ότι όσο πιο σύντομα πραγματοποιηθεί μια τέτοια αναδιάρθρωση τόσο το καλύτερο.
Πρόσφατες έρευνες της ΕΚΤ και του ΔΝΤ δείχνουν ότι δεν είναι αναγκαία, επιθυμητή, ούτε πιθανή η χρεοκοπία ενός κράτους μεταξύ των αναπτυσσόμενων χωρών, όπως είναι η Ελλάδα. Στο σημερινό οικονομικό περιβάλλον, η σχολή αυτής της σκέψης υποστηρίζει ότι το πρόβλημα δεν είναι το υψηλό κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, όπως συνέβη σε παλαιότερες περιπτώσεις χρεοκοπίας κρατών, αλλά τα μεγάλα πρωτογενή ελλείμματα ενόψει των σημαντικών υποχρεώσεων του ασφαλιστικού συστήματος και του συστήματος υγείας. Η ανάλυση αυτή διατείνεται ότι το χαμηλότερο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, το οποίο θα προκαλούσε ένα ευρύ «κούρεμα» στους υφιστάμενους κατόχους ομολόγων, δεν θα προσέφερε μεγάλη ανακούφιση.
Δεν θα αντικαταστήσει τις μεταρρυθμίσεις
Εχουν ένα δίκιο. Εχω επανειλημμένως υποστηρίξει ότι μια ομαλή αναδιάρθρωση με ε πέκταση του χρόνου ωρίμασης και σταθερή ονομαστική αξία δεν μπορεί να αντικαταστήσει τις αναγκαίες και επίπονες διαρθρωτικές και δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις τις οποίες έχει αρχίσει η Ελλάδα. Το εναλλακτικό αυτό σχέδιο αποτελεί έναν τρόπο για να εξασφαλιστεί η πρόσβαση στις αγορές και η βιωσιμότητα του χρέους στο τέλος του προγράμματος, όταν η αναλογία χρέους- ΑΕΠ προβλέπεται να αγγίξει το 145% του ΑΕΠ και τα επιτόκια να κινούνται πάνω από 8%, ακόμη και αν όλες οι δεσμεύσεις του προγράμματος έχουν ικανοποιηθεί. Πράγματι, στις 10 Οκτωβρίου, ο διευθυντής του ΔΝΤ Στρος Καν παρουσίασε την πιθανότητα της επέκτασης του χρονοδιαγράμματος αποπληρωμής του ελληνικού δανείου μετά το 2013, αν η Ελλάδα συνεχίσει να ακολουθεί τους όρους του προγράμματος και υπό τις προϋποθέσεις που θα συμφωνήσουν οι εταίροι της ευρωζώνης.
Η Ελλάδα, ίσως αδίκως, προσείλκυσε δυσανάλογα πολλή προσοχή και έλαβε πολύ λίγους επαίνους για τη σοβαρότητα με την οποία έχει αρχίσει τη διαρθρωτική μεταρρύθμιση. Αλλά τα προβλήματα παραμένουν- δεν είναι συνωμοτικό εφεύρημα κατόχων ομολόγων. Για να αντιμετωπιστούν προβλήματα του μεγέθους του χρέους της Ελλάδας- και εδώ μπορούμε να αντικαταστήσουμε οποιονδήποτε αριθμό άλλων χωρών της ευρωζώνης, ή ακόμη και τη Βρετανία, την Ιαπωνία και τις ΗΠΑ- πρέπει να προχωρήσουμε πέρα από πρωτοσέλιδους τίτλους και παραποιήσεις. Ο ελληνικός λαός χρειάζεται μια πορεία προς τα μπρος, όπου οι αγορές θα ανταποκριθούν θετικά και η ελληνική οικονομία θα μπορέσει να επιστρέψει στον δρόμο της ανάπτυξης. Πιστεύω ότι μια ομαλή αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους οδηγεί ακριβώς στον δρόμο αυτό.
Εν μέσω της προεκλογικής εκστρατείας στην Ελλάδα τις τελευταίες εβδομάδες, το όνομά μου αναφέρθηκε συχνά σε μέσα ενημέρωσης τα οποία προφανώς το χρησιμοποίησαν ως μέσο για να προωθήσουν τους πολιτικούς τους σκοπούς. Τις περισσότερες φορές οι αναφορές αυτές παραποιούν παλαιότερές μου παρατηρήσεις ή σε κάποια περίπτωση αποδίδουν απλά σχόλια τα οποία ουδέποτε έκανα. Αφού ορισμένα ελληνικά μέσα ενημέρωσης επιλέγουν να με τοποθετούν εντός της δικής σας πολιτικής σκηνής, θα ήθελα να θέσω τα πράγματα στη σωστή τους βάση σχετικά με το τι έχω πει στο παρελθόν και τις πραγματικές μου σκέψεις για την ελληνική οικονομία και το ελληνικό χρέος.
Οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης, το ΔΝΤ και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα πρέπει να συνεργαστούν με την ελληνική κυβέρνηση για να διαχειριστούν την αποπληρωμή του χρέους της χώρας. Απλά μαθηματικά δείχνουν ότι γίνεται ολοένα και πιο απίθανο να μπορέσει η Ελλάδα να αποπληρώσει το χρέος της υπό τους υφιστάμενους όρους και το χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής. Καμία ρεαλιστική πολιτική λιτότητας δεν μπορεί να αλλάξει αυτές τις εκτιμήσεις. Μία χώρα χρειάζεται εισόδημα για να πληρώσει τα χρέη της, αλλά και τα μέτρα λιτότητας ήταν αναγκαία στην Ελλάδα για να βοηθήσουν στην αναδιάρθρωση των υπερβολών μιας μη βιώσιμης αγοράς εργασίας. Το κόστος στην παραγωγή από τη λιτότητα είναι μεγάλο βραχυπρόθεσμα για ένα κράτος που χρειάζεται απελπιστικά να επανέλθει στον δρόμο της ανάπτυξης.
Τον Σεπτέμβριο οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης ενέκριναν την εκταμίευση της δεύτερης δόσης του δανείου των 110 δισ. ευρώ που χορηγήθηκε στην Ελλάδα την περασμένη άνοιξη. Σε αυτή την πιο πρόσφατη ένεση ρευστότητας- 6,5 δισ. ευρώ- το ΔΝΤ πρόσθεσε 2,5 δισ. ευρώ και το σύνολο διαμορφώθηκε σε 9 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, του Γιώργου Παπανδρέου, εφάρμοσε μια εντυπωσιακή, πολιτικά τολμηρή δημοσιονομική προσαρμογή κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους, ιδιαίτερα όσον αφορά τις δαπάνες. Τα φορολογικά έσοδα, αντίθετα, υπολείπονται του στόχου πιέζοντας περισσότερο τις αρχές να επιταχύνουν τους ρυθμούς είσπραξής τους με δεδομένη την ύφεση που γίνεται βαθύτερη και την ευρύτατα διαδεδομένη κουλτούρα της φοροδιαφυγής. Η έλλειψη ελέγχου των δαπανών σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο θέτει συνεχώς σε κίνδυνο τους δημοσιονομικούς στόχους της κυβέρνησης.
Ακόμη μεγαλύτερη περικοπή δαπανών
Στο μεταξύ, ο πληθωρισμός έχει σκαρφαλώσει σε αρκετά υψηλότερα επίπεδα από τις προβλέψεις του αρχικού προγράμματος εξαιτίας της αύξησης των φόρων και του χαμηλού ανταγωνισμού τιμών στις αγορές προϊόντων. Αλλά ενώ καθυστερεί έτσι η προσαρμογή της ανταγωνιστικότητας, συγκρατείται ο λόγος δημοσίου χρέους- ΑΕΠ. Το πραγματικό εργατικό κόστος μειώνεται, αλλά υπάρχουν ακόμη σημαντικά περιθώρια προσαρμογής. Πράγματι η εταιρεία μου, η Roubini Global Εconomics (RGΕ), πιστεύει ότι τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας εμποδίζουν έναν ταχύ αναπροσανατολισμό προς την ανάπτυξη που να στηρίζεται στις εξαγωγές και πως η έλλειψη εθνικής αποταμίευσης απαιτεί ακόμη μεγαλύτερη περικοπή δαπανών σε επενδύσεις για να εξισορροπηθούν οι τρέχουσες συναλλαγές.
Οπως αναμενόταν, η αξιέπαινη απόδοση του δημοσιονομικού μετώπου επήλθε με κόστος μια απότομη κάμψη στην οικονομική δραστηριότητα- μια μείωση της εγχώριας ζήτησης, με την κατανάλωση να πέφτει και τις ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου να βυθίζονται. Η κατάρρευση της εγχώριας ζήτησης και η έλλειψη ανταγωνιστικότητας αυξάνουν τον κίνδυνο μιας αρνητικής σπειροειδούς διαδικασίας, όπου η υπερβολική περικοπή δαπανών οδηγεί σε χαμηλότερα φορολογικά έσοδα και σε επιπλέον μέτρα λιτότητας. Οι διαρθρωτικές αλλαγές για να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα είναι αναπόσπαστο κομμάτι του προγράμματος αλλά για να υλοποιηθούν χρειάζονται περισσότερο χρόνο από τα τρία χρόνια του πακέτου στήριξης. Στην περίπτωση της Γερμανίας τη δεκαετία του ΄90, όπου είχαν υποδεχθεί τις μεταρρυθμίσεις με ενθουσιασμό, χρειάστηκε μία δεκαετία. Το μάθημα: οι περικοπές μισθών και μια προσαρμογή των τιμών είναι απαραίτητα, επιφέρουν όμως υψηλό οικονομικό κόστος.
Τα οφέλη από μια ομαλή αναδιάρθρωση
Χωρίς τη δυνατότητα μιας νομισματικής υποτίμησης ή μιας επιπλέον μεγάλης μείωσης της αξίας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η άποψή μου είναι ότι μια έγκαιρη ομαλή αναδιάρθρωση του χρέους θα ελαχιστοποιούσε τις αρνητικές επιπτώσεις από τους επενδυτές ενώ θα διατηρούσε τη ζωτικής σημασίας πρόσβαση της Ελλάδας στις αγορές (δηλαδή την ικανότητα της κυβέρνησης να δανείζεται), αφού ολοκληρωθεί η αναγκαία δημοσιονομική και διαρθρωτική μεταρρύθμιση. Με βάση το σχέδιο αυτό που μετατρέπει παλαιό δημόσιο χρέος σε νέο καθυστερώντας τον χρόνο ωρίμασης από 5 έως 15 χρόνια, το επιτόκιο διατηρείται κάτω από τα επίπεδα της αγοράς και η αξία του κεφαλαίου παραμένει η ίδια (επιπλέον μιας λογιστικής περιόδου χάριτος). Προηγούμενα πετυχημένης αναδιάρθρωσης χρέους υπάρχουν σε ανάλογες περιπτώσεις (όπως, μεταξύ άλλων, στην Ουκρανία το 1998, στο Πακιστάν το 1999, στην Ουρουγουάη το 2002 και στη Δομινικανή Δημοκρατία το 2005). Η πορεία αυτή θα επιτρέψει να χρησιμοποιηθούν τα κεφάλαια του προγράμματος για πιο παραγωγικούς στόχους της ελληνικής οικονομίας, αντί της τρέχουσας διευθέτησης η οποία χρηματοδοτεί την έξοδο κατόχων ομολόγων που έχουν ωριμάσει. Στην RGΕ πιστεύουμε ότι όσο πιο σύντομα πραγματοποιηθεί μια τέτοια αναδιάρθρωση τόσο το καλύτερο.
Πρόσφατες έρευνες της ΕΚΤ και του ΔΝΤ δείχνουν ότι δεν είναι αναγκαία, επιθυμητή, ούτε πιθανή η χρεοκοπία ενός κράτους μεταξύ των αναπτυσσόμενων χωρών, όπως είναι η Ελλάδα. Στο σημερινό οικονομικό περιβάλλον, η σχολή αυτής της σκέψης υποστηρίζει ότι το πρόβλημα δεν είναι το υψηλό κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, όπως συνέβη σε παλαιότερες περιπτώσεις χρεοκοπίας κρατών, αλλά τα μεγάλα πρωτογενή ελλείμματα ενόψει των σημαντικών υποχρεώσεων του ασφαλιστικού συστήματος και του συστήματος υγείας. Η ανάλυση αυτή διατείνεται ότι το χαμηλότερο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, το οποίο θα προκαλούσε ένα ευρύ «κούρεμα» στους υφιστάμενους κατόχους ομολόγων, δεν θα προσέφερε μεγάλη ανακούφιση.
Δεν θα αντικαταστήσει τις μεταρρυθμίσεις
Εχουν ένα δίκιο. Εχω επανειλημμένως υποστηρίξει ότι μια ομαλή αναδιάρθρωση με ε πέκταση του χρόνου ωρίμασης και σταθερή ονομαστική αξία δεν μπορεί να αντικαταστήσει τις αναγκαίες και επίπονες διαρθρωτικές και δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις τις οποίες έχει αρχίσει η Ελλάδα. Το εναλλακτικό αυτό σχέδιο αποτελεί έναν τρόπο για να εξασφαλιστεί η πρόσβαση στις αγορές και η βιωσιμότητα του χρέους στο τέλος του προγράμματος, όταν η αναλογία χρέους- ΑΕΠ προβλέπεται να αγγίξει το 145% του ΑΕΠ και τα επιτόκια να κινούνται πάνω από 8%, ακόμη και αν όλες οι δεσμεύσεις του προγράμματος έχουν ικανοποιηθεί. Πράγματι, στις 10 Οκτωβρίου, ο διευθυντής του ΔΝΤ Στρος Καν παρουσίασε την πιθανότητα της επέκτασης του χρονοδιαγράμματος αποπληρωμής του ελληνικού δανείου μετά το 2013, αν η Ελλάδα συνεχίσει να ακολουθεί τους όρους του προγράμματος και υπό τις προϋποθέσεις που θα συμφωνήσουν οι εταίροι της ευρωζώνης.
Η Ελλάδα, ίσως αδίκως, προσείλκυσε δυσανάλογα πολλή προσοχή και έλαβε πολύ λίγους επαίνους για τη σοβαρότητα με την οποία έχει αρχίσει τη διαρθρωτική μεταρρύθμιση. Αλλά τα προβλήματα παραμένουν- δεν είναι συνωμοτικό εφεύρημα κατόχων ομολόγων. Για να αντιμετωπιστούν προβλήματα του μεγέθους του χρέους της Ελλάδας- και εδώ μπορούμε να αντικαταστήσουμε οποιονδήποτε αριθμό άλλων χωρών της ευρωζώνης, ή ακόμη και τη Βρετανία, την Ιαπωνία και τις ΗΠΑ- πρέπει να προχωρήσουμε πέρα από πρωτοσέλιδους τίτλους και παραποιήσεις. Ο ελληνικός λαός χρειάζεται μια πορεία προς τα μπρος, όπου οι αγορές θα ανταποκριθούν θετικά και η ελληνική οικονομία θα μπορέσει να επιστρέψει στον δρόμο της ανάπτυξης. Πιστεύω ότι μια ομαλή αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους οδηγεί ακριβώς στον δρόμο αυτό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου