H αρχή «όσο πιο παλιό τόσο πιο καλό», επαυξημένη μάλιστα από την προστιθεμένη αξία της απραξίας, οδηγεί τις πολιτικές μας επιλογές σε ολέθρια λάθη.Οι ιδιοκτήτες μαγαζιών με αντίκες ξέρουν καλά ότι οι αδαείς αρχοντοχωριάτες ρωτούν πρώτα την ερώτηση «του πότε είναι», και ανάλογα με την παλαιότητα δέχονται και την αλμυρότητα της τιμής. Το ίδιο κάνει και ο νεόπλουτος που θέλει να εντυπωσιάσει τη νέα του κατάκτηση στο ακριβό εστιατόριο, και αφού σκανάρει με ύφος εμβριθές τον κατάλογο των κρασιών διαλέγει, φερ’ ειπείν, μεταξύ του μετριότατου Μεντόκ του 1980 και του εξαίρετου του 1989 το πρώτο, ως παλαιότερο και ακριβότερο—το εστιατόριο, που ξέρει σε ποιους απευθύνεται, τα έχει κοστολογήσει φυσικά ανάλογα με την παλαιότητα. Αυτό δηλαδή που δεν ξέρουν οι αδαείς είναι ότι το παλιό δεν είναι αυτόματα καλό, και ιδιαιτέρως δεν ισχύει η αρχή «όσο πιο παλιό τόσο πιο καλό». Για το κρασί, βέβαια, ισχύει ότι σε ορισμένα κρασιά το πάλιωμα κάνει καλό. Σε άλλα όχι, πρέπει να πιωθούν αμέσως. Και σε άλλα, η ποιότητα εξαρτάται από το χρόνο, και μπορεί κάλιστα η χρονιά ν+5 να είναι πολύ πολύ καλύτερη από τη ν.
Στην Ελλάδα ειδικά όμως, αυτή η αρχή του «όσο πιο παλιό τόσο πιο καλό» είναι φαίνεται κομμάτι του συλλογικού μας ασυνειδήτου, και επεκτείνεται σε πολλούς τομείς, και ενίοτε, με επικίνδυνα αποτελέσματα. Η καταγωγή είναι σίγουρα αρχαία, αφού ο μεγάλος ελληνιστής Β. Α. Van Groningen έγραψε το 1953 ένα ολόκληρο βιβλίο για την ψύχωση των Ελλήνων (των αρχαίων φυσικά) με το παλιό, της οποίας αναφέρει ως εμβληματική τη φράση του Αριστοτέλη «τιμιώτατον γαρ το πρεσβύτατον». Κι ας έλεγε ο αιγύπτιος ιερέας στον Σόλωνα ότι οι Έλληνες είμαστε «αεί παίδες», εμείς πάντοτε είχαμε τη μανία της παλαιολατρείας. Αυτή βέβαια η αρχή δε βγήκε στους αρχαίους μας προγόνους σε κακό, και έφτιαξαν έναν πολιτισμό από τον οποίο αντλούμε ακόμη το όποιο ίχνος περηφάνιας μας απομένει. Όμως στη νεότερη Ελλάδα έχει αποτελέσματα ολέθρια όταν εφαρμόζεται άκριτα, ιδιαίτερα μάλιστα όταν αποκτά την καθαρή νεοελληνική μορφή της, η οποία δίνει διπλή αξία στην παλαιότητα, όταν αυτή συνδυάζεται με την επί μακρόν αχρηστία. Κι εδώ νομίζω υπεισέρχεται η κατά βάθος συντηρητική μας ιδιοσυγκρασία, που βλέπει στην αχρηστία μια μορφή αναδρομικής παρθενίας.
Όταν, νεαρός, είχα ασχοληθεί ένα διάστημα ενεργά με το θέατρο είχα παρατηρήσει για πρώτη φορά,
έκπληκτος, το φαινόμενο αυτό στον κόσμο του. Θυμόμουν, για παράδειγμα, από τους γονείς μου, που ήταν θεατρόφιλοι και με γούστο, να αναφέρουν τον μεσήλικα και παροπλισμένο κύριο Χ ως μετριότατο ηθοποιό και αν τον είχα δει κι εγώ, σε καμιά παλιά ταινία, επιβεβαίωνα την άποψή τους. Όσο πιο πολύ μεγάλωνε όμως ο κύριος αυτός, και όσο σπανιότερα έπαιζε, τόσο οι αναφορές του Τύπου ή του θεατρικού χώρου στην υποκριτική του τον ανέβαζαν και περισσότερο σε αξία, αν μάλιστα δεν εμφανιζόταν και καθόλου στη σκηνή ενδιάμεσα (η αναδρομική παρθενία που λέγαμε) οι υπερβολές συναγωνίζονταν η μια την άλλη. Πέντε χρόνια να μην έπαιζε τον έλεγαν «καλό», αν δεν έπαιζε δέκα γινόταν «σημαντικός», κι αν εμφανιζόταν ενδιάμεσα σε καμια ημι-αποτυχημένη παράσταση σε δεύτερο ρόλο έλεγαν ότι «δίδαξε υποκριτικόν ήθος». Αν έμενε ακόμη δέκα χρόνια στο ράφι αναφερόταν πλέον ως «μεγάλος», και όταν πια πέθαινε, υπέργηρος, οι επικήδειοι σε έκαναν να πιστέψεις ότι είχαμε χάσει τον έλληνα Λόρενς Ολίβιε.
Η ίδια ψύχωση, της αυταπόδεικτης αξίας της παλαιότητος, ιδιαίτερα όταν συνδυάζεται με την επί μακρόν απραξία, ισχύει κατά ισχύει κατά κόρον στην πολιτική μας. Όμως αυτή την εύκολη, την αυτόματη σχεδόν αποτίμηση, θα πρέπει να την ξανασκεφτούμε, γιατί τα αποτελέσματά της είναι συχνά ολέθρια. Φυσικά, όπως κάθε μύθος, η αρχή ότι το «παλιό και εν αχρηστία είναι καλό» στηρίζεται σε κάποιες εξαιρέσεις οι οποίες εν συνεχεία λανθασμένα γενικεύονται σε κανόνες ολικής ισχύος. Οι λαμπρότερες τέτοιες περιπτώσεις είναι του Βενιζέλου, με τη θριαμβευτική εκλογική του νίκη το 1928, ύστερα από εννιά χρόνια αυτοεξορίας στο Παρίσι (όπου έκανε παρεμπιπτόντως και τη θαυμαστή του μετάφραση του Θουκυδίδη) με ανάμεσα μια εθνική καταστροφή—στην οποία σίγουρα είχε τις ευθύνες του, κατά πολλούς τεράστιες— και πολλές δικτατορίες. Και βέβαια το ακραίο παράδειγμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή που έφυγε από την πίσω πόρτα το 1963, με ψεύτικο όνομα, νικημένος και εξευτελισμένος, και πήγε στο Παρίσι όπου έμεινε στην απραξία και την αφάνεια (αλλά διάβασε και πέντε βιβλία και άνοιξε κάπως τα μάτια του στο μεταξύ) για να γυρίσει ως θριαμβευτής και εθνοσωτήρας το 1974. Η περίπτωση του Βενιζέλου, και η επιτυχία του Καραμανλή στην αποκατάσταση της δημοκρατίας, και την ένταξή μας στην Ευρώπη, είναι λαμπρά δείγματα της ωφέλειας της αχρηστίας—αλλά, το ξαναλέω, είναι εξαιρέσεις. (Βέβαια εδώ που τα λέμε παρατηρώ ότι και στις δύο περιπτώσεις, η διαμονή των αποδημησάντων έγινε στο Παρίσι, οπότε αναρωτιέμαι μήπως το μυστικό βρίσκεται στον παρισινό αέρα!)
Στα σοβαρά όμως: η γενίκευση συμπερασμάτων από εξαίρετες περιπτώσεις είναι ανόητη, αστήρικτη, και συχνά επικίνδυνη και ολέθρια, όπως άλλωστε βλέπουμε τώρα, σε ένα ακραίο της παράδειγμα: τον Αντώνη Σαμαρά. Ο άνθρωπος έμεινε δεκαέξι χρόνια μακριά από το προσκήνιο, για πολλά από αυτά εκτός πολιτικής εντελώς, και σίγουρα για όλα μακράν οποιασδήποτε βιοποριστικής ή άλλης χρήσιμης ή ψυχωφελούς ασχολίας, και έξαφνα επανήλθε στην κορυφή του κόμματος που είχε εγκαταλείψει καταγγέλοντας το περίπου ως προδοτικό, το 1993, μετά βαΐων και κλάδων, ως σωτήρας. (Τό πόσο σωτήρας είναι, και ποιού, μένει ακόμη να φανεί—ελπίζω όχι των παντοειδών κερδοσκόπων που θέλουν την ταχύτατη επιστροφή μας στη δραχμή.) Τι συνετέλεσε να αλλάξει τόσο πολύ η εικόνα του, ενώ δεν έκανε τίποτε στο μεταξύ; Μυστήριον μέγα!
Αλλά το φαινόμενο δε σταματάει με τον Σαμαρά. Άκουσα πρόσφατα ένα άκρως ενήμερο πολιτικό στέλεχος της ΝΔ να λεει ότι «τσάφ να κάνει ο Κώστας Καραμανλής, αν το θέλει, ξαναπαίρνει το κόμμα την ίδια στιγμή». Έμεινα άφωνος: μα πως γίνεται ο άνθρωπος που έφυγε προ διετίας ως τραγικά αποτυχημένος πρωθυπουργός, έχοντας οδηγήσει τη ΝΔ σε μια άθλια εκλογική αποτυχία, ο κατά πολλούς ολετήρας και της χώρας και, πάντως, του κόμματός του να μπορεί με ένα «τσάφ» να ξανακερδίσει το κόμμα που τον εκπαραθύρωσε. (Για να είμαστε δίκαιοι, αυτοεκπαραθυρώθηκε, αλλά μάλλον για να μην του το κάνουν οι άλλοι.) Μετέφερα λοιπόν την άποψη του πολιτικού στελέχους σε άλλους φίλους γνωρίζοντας τα περί ΝΔ πράγματα, πιο πολύ στο πνεύμα του «κοίτα να δεις τι ακούει κανείς φίλε μου!» Αλλά έκπληκτος άκουσα από όλους ότι αρχικός μου πληροφοριοδότης είχε δίκιο, και πράγματι ο μόνος λόγος που δεν παίρνει ο Καραμανλής το κόμμα, εν μία νυκτί, από τον Σαμαρά, είναι γιατί δεν αποφασίζει να κάνει «τσαφ». (Το γιατί είναι δικό του θέμα.)
Αλλά βέβαια το κουσούρι δεν είναι νεοδημοκρατικό μόνο, αλλά ελληνικότατο και επεκτείνεται σε όλο το φάσμα του σκηνικού. Δεν αντιλέγω, φερ’ ειπείν, ότι ο Κώστας Σημίτης είναι εξυπνότερος από τον Γιώργο Παπανδρέου, ούτε ότι τα χρόνια της πρωθυπουργίας του η (εικονική, όπως φάνηκε εκ των υστέρων) πραγματικότητα της Ελλάδας ήταν πολύ καλύτερη από αυτή της τελευταίας διετίας. Αλλά είμαστε σίγουροι ότι αυτό οφειλόταν στο Σημίτη, και όχι στον πακτωλό των ευρωπαϊκών χρημάτων που έρρεε, και που αντί να χρησιμοποιήσουμε παραγωγικά, τα μοιράσε (η κυβέρνηση Σημίτη) σε ρουσφέτια, βολέματα, κομπίνες, σπατάλες; Τότε, πάντως, φαίνεται ότι δεν είμασταν διόλου σίγουροι ότι είναι καλός, και το κατάλαβε και ο ίδιος ο Σημίτης έγκαιρα, ο παμπόνηρος, για αυτό παρέδωσε το «δαχτυλίδι» στον ΓΑΠ, που δεν ήταν τόσο παμπόνηρος, για να αποφύγει να χρεωθεί ο ίδιος την εκλογική συντριβή.
Εχω κατά συνέπεια κουραστεί να ακούω διάφορους να λένει σήμερα ότι «η μόνη λύση είναι ο Σημίτης» (χώρια αυτοί που αρχίζουν δειλά δειλά να λένε «η μόνη λύση είναι ο Καραμανλής») λες και τα χρόνια που πέρασαν από την πρωθυπουργία του μας έχουν κάνει τελείως να ξεχάσουμε ότι σε αυτά δημιουργήθηκε μεγάλο μέρος του σημερινού χρέους, με την αλόγιστη και απρογραμμάτιστη σπατάλη των Ολυμπιακών, με τα τεράστια σκάνδαλα στην άμυνα και τις τηλεποικωνίες, με την απόλυτη κυριαρχία τριων-τεσσάρων οικονομικών ολιγαρχών στην οικονομική ζωή, σε βαθμό που πολλά φαινόμενα της Ρωσίας του Γιέλτσιν μπροστά τους ωχριούν. (Θυμάμαι φίλους, τίμιους επιχειρηματίες, που τότε ή έκλεισαν ή σχεδόν έκλεισαν τις επιχειρήσεις τους, ή αναζήτησαν διεθνείς αγορές και μόνο, γιατί δε μπορούσαν να επιβιώσουν στις άγριες συνθήκες της οργανωμένης και κεντρικά στηριζόμενης διαφθοράς της εποχής.) Και ακούω σήμερα και για κάποιους υπουργούς του Σημίτη, που είχε βουήξει το πανελλήνιο—νομίζω όχι δίχως λόγο—ότι είναι αγρίως διεφθαρμένοι, που η κακοδιαχείρισή τους και η σπατάλη του στοιβάξαν βουνά χρεών στα κεφάλια μας, να συζητιώνται στα σοβαρά ως πιθανοί εθνοσωτήρες, οι άνθρωποι που θα σώσουν την οικονομία μας από το γκρεμό. Ήμαρτον!
Μα έχουμε τρελαθεί εντελώς, λοιπόν; (Για πολλούς από εμάς βέβαια η ερώτηση είναι ρητορική: σίγουρα ναι, έχουν. Ή, σωστότερα, τους οδηγεί στον παραλογισμό η απελπισία που φέρνει την ανάγκη της ελπίδας, ακόμη και όταν η ελπίδα είναι εντελώς παράλογη.) Πρέπει να το καταλάβουμε όμως: η παλαιότητα και η αχρηστία δε σημαίνουν με κανένα αυτόματο τρόπο ποιότητα. Τα λάθη και τα ατοπήματα και τα κουσούρια και τα εγκλήματα (διαλέγετε και παίρνετε) δεν τα ξεπλένουν κάποια χρόνια ηλιοθεραπείας, τουρισμού, καφενείων, ταξιδιών, ή τένις. Κανείς δε γίνεται με την απραξία του καλύτερος από ό,τι ήταν πλην σπανίων εξαιρέσεων, όπου αυτό συνέβη για ανεπίγνωστους, ή πάντως σύνθετους, λόγους που δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να γενικεύονται. Όχι! Το παλιό δεν είναι αυτόματα και καλό, και τους πολιτικούς μας, παλιούς ή καινούργιους, πρέπει να τους αξιολογήσουμε για αυτό που έκαναν τότε, όταν εν πάση περιπτώσει το έκαναν, χωρίς να προσδίδουμε μαγικές μεταμορφωτικές και εξαγνιστικές ιδιότητες στην ενδιάμεση αργία τους. Όπως η παρθενία δεν επαναποκτάται δια της σεξουαλικής αποχής, έτσι και δε συγχωρούνται κανενός πολιτικού τα λάθη του παρελθόντος, επειδή έμεινε μερικά χρόνια χωρίς την ευκαιρία να κάνει κι άλλα. Ας το έχουμε αυτό όλοι υπ’ όψη μας, όταν αξιολογούμε ανθρώπους από το παρελθόν, για νεα χρησιμοποίηση, στο μέλλον, ιδιαίτερα αυτούς τους τόσο δύσκολους καιρούς, όπου κάθε λάθος μπορεί να αποβεί μοιραίο.
(Κάτι παρόμοιο μπορεί να ειπωθεί βέβαια και για την υπερεκτίμηση του καινούργιου και εντελώς αδοκίμαστου—τη γνήσια παρθενία, σύμφωνα με το παράδειγμά μας—που φαντάζει και αυτό στα μάτια μας μαγικό, τάζοντας μυθικές υποσχέσεις. Παράδειγμα χαρακτηριστικό ο Λουκάς Παπαδήμος. Ο άνθρωπος μπορεί να αποδειχθεί ο καλύτερος πρωθυπουργός της ιστορίας, όπως μπορεί και να αποδειχθεί—όχι ο χειρότερος, γιατί θα έχει σκληρότατο συναγωνισμό!—αλλά πάντως πολύ κακός. Θα δείξει. Όλοι ευχόμαστε να γίνει το πρώτο. Αλλά προς το παρόν δεν έχουμε καμία απολύτως σοβαρή ένδειξη ότι θα πετύχει. Είναι καινούργιος, και δεν έχουμε δει κανένα ακόμη βαθύ προτέρημα, εκτός από όσα του δίνει η προβολή μας σε αυτόν των ελπίδων μας. Προς τι λοιπόν τόση σπουδή κάποιων «να γίνει αμέσως κόμμα με αρχηγό τον Παπαδήμο, γιατί αυτή είναι η μόνη ελπίδα της χώρας»; Που το ξέρουν; Που τον ξέρουν; Ας του δοθεί χρόνος του ανθρώπου, σαφώς ας του δοθεί, μπας και πετύχει τίποτε. Αλλά η πεποίθηση ότι θα είναι σώνει και καλά άριστος δε βασίζεται σε τίποτε περισσότερο από την ελπίδα των απελπισμένων, ψυχική διεργασία που ενώ είναι απολύτως κατανοητή, δεν είναι καθόλου καλός σύμβουλος στην πολιτική.)
koinonikos sundesmos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου