Απολογούμαι δημόσια. Ναι, είμαι ρυπαντής και ρυπογόνος, πρόξενος αιωρούμενων
σωματιδίων ατελών καύσεων και αιτία της αύξησης δηλητηριωδών μικρογραμμαρίων ανά
κυβικό αέρα. Καίω τζάκι, το ομολογώ και αφήνω το δυσάρεστο οικολογικό μου
αποτύπωμα στον αέρα σας, στα πνευμόνια σας - το λένε οι ειδήμονες και οι
μετρήσεις. Ναι, είμαι κρυουλιάρης και σε οικονομική δυσκολία - μακριά από μένα
οι δικαιολογίες «το ‘κανα για τα παιδάκια μου» ή «αμάρτησα για την ξαδέρφη
μου».
Με το πετρέλαιο απλησίαστο και τα καυσόξυλα είδος πολυτελείας, ξύπνησε ο Νέρων μέσα μου. Πρώτο την πλήρωσε ένα παλιό οικογενειακό σκρίνιο, κειμήλιο της γιαγιάς. Ποτέ δεν κατάλαβα τι το θέλαμε μπάστακα στη μέση του σαλονιού με τ’ ασημικά και τα σερβίτσια στις προθήκες, ένα μικρό ΙΚΕΑ μες το σπίτι, που σχεδόν
αθόρυβα το τεμάχισα μια νύχτα στο πίσω μπαλκόνι. Τα παλιά ξύλα, όταν καίγονται, έχουν άλλη χάρη κι άλλη ζέστη.
Ακολούθησαν οι καρέκλες. Τι τις θέλαμε τόσες; Εντάξει, της τραπεζαρίας τις κράτησα—αν έρθει κανένας άνθρωπος-- αλλά τις υπόλοιπες γιατί; Οι πασάδες κορόιδα ήταν, που την έπεφταν στις μαξιλάρες; Απ’ την άλλη , ποτέ δεν συμπάθησα τα τραπεζάκια, αυτά, που ακουμπάς πάνω διάφορα μπλιμπλίκια και που πάντα βρίσκονται στο βήμα σου, για να τα πάρεις παραμάζωμα. Δεν λυπήθηκα καθόλου όταν τα είδα παρανάλωμα κι αποδείχτηκαν και από χάλια ξύλο και με δυσώδες λούστρο.
Η μεγαλοφυής ιδέα όμως μου ήρθε, όταν έριξα το βλέμμα στις βιβλιοθήκες…Τι τις ήθελα τόσες και μάλιστα με τόσα βιβλία, περιοδικά και έγγραφα; Πρώτα ξεκίνησα να καίω τα πάνω ράφια μαζί με το περιεχόμενο τους. Τα άπαντα του Μάρξ, παλιοκαιρισμένα σε πέντε τόμους τούβλινους κράτησαν το σπίτι ζεστό ένα βράδι ολόκληρο…Δωρεάν συγγράμματα, μελέτες προκάτ και νουβέλες αισθητικής «τι ωραία που περνούσαμε τότε», μπροσούρες και μυθιστορήματα τελευταίας εσοδείας «κλάψτε κόσμε, έφυγε ο γκόμενος», ψηφοδέλτια και κομματικά προγράμματα απέδειξαν, όσο κι αν σιχαίνομαι τη ναζιστική πρακτική, ότι το πέλετ μπροστά τους είναι απλώς οδοντόκρεμα. Παραστατικά τραπεζών, λογιστικά βιβλία περαιωμένων χρήσεων, τεύχη διαφημιστικά και παλιά manual, συμβάσεις και συμφωνητικά, ένα ολόκληρο παρελθόν, μου έδωσαν μια χαρά, πρέπει να πω, όταν τα είδα να καίγονται. Τα είχα πληρώσει και μάλιστα όχι μόνο με χρήματα αλλά και με την εξάρτησή μου απ’ αυτά.
Δυσκολεύτηκα λίγο με το χαρτομάνι από δημοσιεύσεις, επιστολές και φωτογραφίες, που κρατούσα χρόνια – φιλικές , ερωτικές, επαγγελματικές-- αλλά στο τέλος , μπρος στη θαλπωρή της ζέστης, ξεπέρασα κάθε συναισθηματικό ενδοιασμό, να μη πω πως ένιωσα κι ελαφρύτερος. Κάτι λίγα κράτησα πια σ’ ένα ράφι – δυο τομίδια Καβάφη, Θουκυδίδη, κάτι σημειώσεις, που όλο λέω να τις κάνω βιβλίο κι όλο δε στρώνομαι, ένα φελλό από ένα κρασί , που άνοιξα πριν είκοσι και κάτι χρόνια στον Πάνορμο, το απόκομμα απ’ το εισιτήριο της συναυλίας του Peter Gabriel…τι φλόγα να βγάλουν αυτά…
Είναι μόλις Γενάρης και με τη φόρα, που πήρα, το βλέμμα μου περιπλανιέται στο σπίτι. Εκείνες τις εσωτερικές πόρτες των δωματίων δεν τις βλέπω καλά—εξάλλου αν δεν υπάρχει επαφή και διαφάνεια μέσα σ’ ένα σπίτι, πώς να υπάρξει έξω στην κοινωνία. Για τον Φλεβάρη έχω ένα θεματάκι, είν’ αλήθεια, αλλά κάτι θα γίνει , κάτι θα βρω…Εξάλλου από πάντα ήμουν ιδεολογικά σύμφωνος με την καύση των νεκρών…
protagon.gr
Με το πετρέλαιο απλησίαστο και τα καυσόξυλα είδος πολυτελείας, ξύπνησε ο Νέρων μέσα μου. Πρώτο την πλήρωσε ένα παλιό οικογενειακό σκρίνιο, κειμήλιο της γιαγιάς. Ποτέ δεν κατάλαβα τι το θέλαμε μπάστακα στη μέση του σαλονιού με τ’ ασημικά και τα σερβίτσια στις προθήκες, ένα μικρό ΙΚΕΑ μες το σπίτι, που σχεδόν
αθόρυβα το τεμάχισα μια νύχτα στο πίσω μπαλκόνι. Τα παλιά ξύλα, όταν καίγονται, έχουν άλλη χάρη κι άλλη ζέστη.
Ακολούθησαν οι καρέκλες. Τι τις θέλαμε τόσες; Εντάξει, της τραπεζαρίας τις κράτησα—αν έρθει κανένας άνθρωπος-- αλλά τις υπόλοιπες γιατί; Οι πασάδες κορόιδα ήταν, που την έπεφταν στις μαξιλάρες; Απ’ την άλλη , ποτέ δεν συμπάθησα τα τραπεζάκια, αυτά, που ακουμπάς πάνω διάφορα μπλιμπλίκια και που πάντα βρίσκονται στο βήμα σου, για να τα πάρεις παραμάζωμα. Δεν λυπήθηκα καθόλου όταν τα είδα παρανάλωμα κι αποδείχτηκαν και από χάλια ξύλο και με δυσώδες λούστρο.
Η μεγαλοφυής ιδέα όμως μου ήρθε, όταν έριξα το βλέμμα στις βιβλιοθήκες…Τι τις ήθελα τόσες και μάλιστα με τόσα βιβλία, περιοδικά και έγγραφα; Πρώτα ξεκίνησα να καίω τα πάνω ράφια μαζί με το περιεχόμενο τους. Τα άπαντα του Μάρξ, παλιοκαιρισμένα σε πέντε τόμους τούβλινους κράτησαν το σπίτι ζεστό ένα βράδι ολόκληρο…Δωρεάν συγγράμματα, μελέτες προκάτ και νουβέλες αισθητικής «τι ωραία που περνούσαμε τότε», μπροσούρες και μυθιστορήματα τελευταίας εσοδείας «κλάψτε κόσμε, έφυγε ο γκόμενος», ψηφοδέλτια και κομματικά προγράμματα απέδειξαν, όσο κι αν σιχαίνομαι τη ναζιστική πρακτική, ότι το πέλετ μπροστά τους είναι απλώς οδοντόκρεμα. Παραστατικά τραπεζών, λογιστικά βιβλία περαιωμένων χρήσεων, τεύχη διαφημιστικά και παλιά manual, συμβάσεις και συμφωνητικά, ένα ολόκληρο παρελθόν, μου έδωσαν μια χαρά, πρέπει να πω, όταν τα είδα να καίγονται. Τα είχα πληρώσει και μάλιστα όχι μόνο με χρήματα αλλά και με την εξάρτησή μου απ’ αυτά.
Δυσκολεύτηκα λίγο με το χαρτομάνι από δημοσιεύσεις, επιστολές και φωτογραφίες, που κρατούσα χρόνια – φιλικές , ερωτικές, επαγγελματικές-- αλλά στο τέλος , μπρος στη θαλπωρή της ζέστης, ξεπέρασα κάθε συναισθηματικό ενδοιασμό, να μη πω πως ένιωσα κι ελαφρύτερος. Κάτι λίγα κράτησα πια σ’ ένα ράφι – δυο τομίδια Καβάφη, Θουκυδίδη, κάτι σημειώσεις, που όλο λέω να τις κάνω βιβλίο κι όλο δε στρώνομαι, ένα φελλό από ένα κρασί , που άνοιξα πριν είκοσι και κάτι χρόνια στον Πάνορμο, το απόκομμα απ’ το εισιτήριο της συναυλίας του Peter Gabriel…τι φλόγα να βγάλουν αυτά…
Είναι μόλις Γενάρης και με τη φόρα, που πήρα, το βλέμμα μου περιπλανιέται στο σπίτι. Εκείνες τις εσωτερικές πόρτες των δωματίων δεν τις βλέπω καλά—εξάλλου αν δεν υπάρχει επαφή και διαφάνεια μέσα σ’ ένα σπίτι, πώς να υπάρξει έξω στην κοινωνία. Για τον Φλεβάρη έχω ένα θεματάκι, είν’ αλήθεια, αλλά κάτι θα γίνει , κάτι θα βρω…Εξάλλου από πάντα ήμουν ιδεολογικά σύμφωνος με την καύση των νεκρών…
protagon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου