Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2013

Η αυτοκολακεία ως ιδεολογία. Του Σπύρου Βλέτσα


Τη στιγμή που παρακολουθούμε έκπληκτοι τη μεγέθυνση της πιο αποκρουστικής μορφής της ακροδεξιάς, αξίζει να σταθούμε σε μερικές εκδοχές του ελληνοκεντρικού ανορθολογισμού μέσω του εθνικιστικού και ρατσιστικού λόγου που κυκλοφορεί σε πολλούς και διαφορετικούς χώρους.
 Του Σπύρου Βλέτσα
Στα χρόνια της ευημερίας που προηγήθηκαν, πίσω από κάθε διεθνή επιτυχία ελληνικών ομάδων και αθλητών ξεπρόβαλε ο λόγος περί ανωτερότητας της φυλής, η οποία ανωτερότητα θεωρούνταν μονίμως ως δεδομένη. Ελάχιστοι αναρωτιούνταν για το πού είχε πάει αυτή η υπεροχή στις τόσες προηγούμενες αποτυχίες των Ελλήνων
αθλητών. Ακόμα λιγότεροι διέκριναν στη φυλετική κατάταξη των ανθρώπων τον πυρήνα της ναζιστικής και φασιστικής ιδεολογίας.

Την ίδια περίοδο κάθε ζήτημα που προέκυπτε στην εξωτερική πολιτική της Ελλάδας (μακεδονικό,Ίμιασχέδιο Ανάν) ερμηνευόταν σαν μέρος της επιδίωξης των ξένων μεγάλων δυνάμεων για τη συρρίκνωση του ελληνισμού.

Με όλη αυτή την παράδοση, δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε πώς ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων αναγνώρισε την οικονομική κρίση σαν εθνικό ζήτημα, σαν ένα ακόμη επεισόδιο μέσα στη διαρκή προσπάθεια των ξένων κέντρων να πλήξουν την Ελλάδα και να υποδουλώσουν τον περήφανο λαό της. Οι ξένοι δεν ήταν μόνο τοκογλύφοι αλλά και κατακτητές και όσοι είχαν διαφορετική γνώμη ήταν συνεργάτες των κατακτητών, Γερμανοτσολιάδες. Μόνο στην Ελλάδα η οικονομική κρίση αντιμετωπίστηκε σαν εθνικό ζήτημα. Στην Ισπανία, στην Πορτογαλία ή στην Ιρλανδία δεν βρέθηκε κανείς να μιλήσει για κατοχή, προδότες κ.λπ.

Από τους πρώτους μήνες της κρίσης, ο Γιώργος Παπανδρέου, αντί να πάρει μέτρα που θα μείωναν το έλλειμμα, μιλούσε για επίθεση των αγορών και των κερδοσκόπων εναντίον της Ελλάδας. Έλεγε ότι βρισκόμαστε στο στόχαστρο των αγορών -λες και διάλεξαν εμάς για κάποιο ειδικό λόγο- ενώ απλώς δεν προτιμούσαν πλέον τα ελληνικά ομόλογα εκείνοι που μέχρι τότε μας δάνειζαν, προβλέποντας τη χρεοκοπία.

Από την άλλη πλευρά, ο Αντώνης Σαμαράς συνεχώς προσέφευγε στη βοήθεια του Θεού και της Παναγίας για το ξεπέρασμα της κρίσης. Αν όμως οι θεϊκές δυνάμεις παρενέβαιναν στα οικονομικά ζητήματα των λαών θα ξεκινούσαν από τις πάμφτωχες χώρες της Αφρικής. Εκτός κι αν επιφύλασσαν προνομιακή μεταχείριση στους Έλληνες λόγω της «ιδιαίτερης αξίας τους».

Ακόμη και τμήματα της ελληνικής αριστεράς εγκατέλειψαν την ταξική θεώρηση των πραγμάτων και κατέφυγαν στην εθνική. Τον Φεβρουάριο του 2012 ο Αλέξης Τσίπρας αναφερόμενος στην κυβέρνηση Παπαδήμου, δήλωσε:
«μπορεί οι Ευρωπαίοι να λένε ότι είμαστε όλοι Έλληνες, αλλά μάλλον κάποιοι Έλληνες δεν είναι και τόσο Έλληνες. Αυτοί που μας κυβερνούν». Δεν μίλησε για υπηρέτες των καπιταλιστών, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά για λιγότερο Έλληνες. Έτσι προσχώρησε και εκείνος στους οπαδούς της εθνικοφροσύνης, που χρησιμοποιούν ένα μέτρο του υποτιθέμενου πατριωτισμού τοελληνόμετρο, στο οποίο έχει διαπρέψει κάθε εκδοχή της ελληνικής άκρας δεξιάς, παλιάς και σύγχρονης.

Ο ίδιος πολιτικός λίγους μήνες αργότερα, κατά τη διάρκεια συνέντευξης, έδειξε σε Γερμανό δημοσιογράφο την Ακρόπολη από το γραφείο του και δήλωσε: «ξέρετε; Αυτό είναι το πλεονέκτημά μου απέναντι στην κυρία Μέρκελ. Εγώ από το γραφείο μου έχω θέα σε 2,500 χρόνια ιστορίας της δημοκρατίας κι εκείνη μόνο στο Ράιχσταγκ». Με αυτή τη φράση ο Αλέξης Τσίπρας όχι απλώς επανέλαβε την ανοησία για την προνομιακή διαφοροποίηση των Ελλήνων από τους άλλους λόγω της ιστορίας τους, άλλα παρέβλεψε την ιδεολογία, μια ακόμη βασική παράμετρο της αριστερής θεώρησης των πραγμάτων. Ισχυρίστηκε ότι ο ίδιος είναι πιο πολιτισμένος και πιο δημοκράτης από τη Μέρκελ λόγω της ελληνικής ιστορίας που τον συνδέει κατευθείαν με τον Περικλή, έστω κι αν δηλώνει θαυμαστής δικτατόρων όπως ο Μάο (Mao) και οΚάστρο (Castro). Αντίθετα η Γερμανίδα καγκελάριος και όλοι οι Γερμανοί είναι αιωνίως καταδικασμένοι, όχι για όσα πράττουν οι ίδιοι, αλλά λόγω του παρελθόντος της πατρίδας τους.

Στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης γίνεται από πολλούς αναφορά στην ιστορία της Ελλάδας και στην προσφορά της στον παγκόσμιο πολιτισμό, λες και αυτά θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντίβαρο στα τεράστια οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα μας. Σαν να ήταν ποτέ δυνατό κάποιοι ξένοι να μας εξασφαλίζουν ένα άνετο και υψηλό επίπεδο διαβίωσης, χωρίς αυτό να ανταποκρίνεται στις δυνατότητες της οικονομίας μας μόνο και μόνο λόγω της αξίας των αρχαίων προγόνων μας. Ο Σταμάτης Κραουνάκης δήλωσε για την επίσκεψη Μέρκελ στην Αθήνα: «καλώς ήρθατε Μερκέλα, καγκελάριος, κιγκλιδωματάριος της ευρωζώνης, του κεφαλαίου ιμπρεσάριος, των συμφερόντων τοπαμάριος. Αισχύλος, Σοφοκλής, Ευριπίδης, Αριστοφάνης, Καβάφης, Σολωμός, Γκάτσος, Σαπφώ, Μίκης, Μάνος κι εγώ σου δηλώνουμε: μας χρωστάτε, μωρή μουλαροζαργάνα, δεν χρωστάμε. Αν δεν ήταν οι Έλληνες, Μερκέλα μου, θα' σουν... καπάκι μπίρας».

Και ο Μανώλης Μητσιάς για την ίδια επίσκεψη είπε: «έχετε προφανώς ξεχάσει ότι όταν εσείς ήσασταν ακόμα πάνω στα δέντρα, στην αρχαία Ελλάδα ανέβαιναν τραγωδίες και κωμωδίες, που ως σήμερα παίζονται σε όλο τον κόσμο».

Όλα αυτά μπορεί να ακούγονται γραφικά, αλλά πλέον τα πιστεύουν όλο και περισσότεροι. Πρόκειται για μια ακόμη παρενέργεια της μεγάλης ιδέας που έχουμε για τον εαυτό μας και αποτελούν μέρος της πλήρους έλλειψης αυτογνωσίας που μας χαρακτηρίζει.

Μια προέκταση αυτής της έλλειψης αυτογνωσίας αποτελεί και ο ρατσισμός που υποκρύπτεται στον τρόπο που γίνεται η αναφορά στους μισθούς Βουλγαρίας. Πολλοί μιλούν για τους πολύ χαμηλούς μισθούς της γειτονικής χώρας, αφήνοντας να εννοηθεί ότι οι μισθοί αυτοί ταιριάζουν στους Βούλγαρους, αλλά όχι στους Έλληνες. Η Βουλγαρία είχε την ατυχία στο τέλος του Β' παγκοσμίου πολέμου να βρεθεί στη λάθος πλευρά. Το γεγονός αυτό είχε -εκτός των άλλων- συνέπεια τη μεγάλη καθυστέρηση της παραγωγικής ικανότητας της χώρας σε σχέση με τις χώρες της δυτικής Ευρώπης. Ο πλούτος που παράγεται είναι τόσο λίγος που ακόμη και μια δικαιότερη ανακατανομή του δεν θα βελτίωνε ικανοποιητικά το επίπεδο ζωής. Μάλιστα αποτελεί τραγική ειρωνεία το γεγονός ότι μιλούν για μισθούς Βουλγαρίας και εκείνοι που θρηνούν ακόμη και σήμερα για τη συμφωνία της Βάρκιζας και την ήττα στον εμφύλιο, ανυπομονώντας για τη ρεβάνς.

Ωστόσο ο κίνδυνος είναι υπαρκτός. Αν η Ελλάδα δεν αποκαταστήσει ένα επίπεδο παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας ικανό να στηρίξει το σημερινό βιοτικό μας επίπεδο, μπορεί να κατρακυλήσουμε ακόμη πιο κάτω και από τους μισθούς των γειτονικών χωρών. Διότι αν φτάσουμε στο σημείο να παράγουμε λιγότερο πλούτο από τη Βουλγαρία, πώς θα έχουμε τη απαίτηση να ζούμε καλύτερα; Πώς μπορούμε να συνεχίσουμε να εισάγουμε περισσότερα απ' όσα εξάγουμε; Με τον Αισχύλο και τον Σοφοκλή;

Φυσικά, οι περισσότεροι από εμάς θα προτιμούσαμε μισθούς Δανίας και Σουηδίας και ανάλογο κοινωνικό κράτος. Όμως τα επιτεύγματα των χωρών αυτών είναι αποτελέσματα μεγάλης συλλογικής προσπάθειας και όχι δώρα κάποιας εύνοιας της τύχης ή της ιστορίας.

Το τελευταίο διάστημα γίνεται επίσης λόγος και για μια άλλη υπεροχή μας απέναντι στους λαούς της βόρειας Ευρώπης, αυτή του τρόπου ζωής. Ακούμε συχνά ότι εμείς ξέρουμε να ζούμε, να απολαμβάνουμε τη ζωή, ενώ εκείνοι ξέρουν μόνο να δουλεύουν. Την αντίληψη αυτή εκφράζει με λόγιο τρόπο ο καθηγητής Βασίλης Καραποστόλης: «για τον Γερμανό και τον Ολλανδό το βασικό προσωπικό του επίτευγμα είναι το προϊόν της εργασίας του. Για τον άνθρωπο της Μεσογείου είναι η πράξη του. Θέλει περισσότερο να πράττει, παρά να παράγει. Θέλει να έχει την ικανοποίηση ότι είναι αυτός που ρυθμίζει τη σχέση του με την αδρανή ύλη, αντί να ικανοποιείται με το να υπακούει στην ύλη ώστε να μπορεί να τη δαμάσει στη συνέχεια. Βαθιές διαφορές στο πνεύμα, στις στάσεις των λαών».

Αν κάποιος υπέκυπτε στον πειρασμό της γενίκευσης και έκανε το ίδιο σφάλμα, αποδίδοντας χαρακτηριστικά προσώπων σε ολόκληρους λαούς, θα μπορούσε να αντιτείνει ότι οι βόρειοι θέλουν όντως να παράγουν και εμείς απλώς να καταναλώνουμε.

Οι λαοί, όμως, είναι σύνολα αποτελούμενα από διαφορετικά και συχνά αντιτιθέμενα και αντιφατικά υποσύνολα και δεν μπορούν να καταταγούν με έναν τόσο αυθαίρετο τρόπο σε κατηγορίες. Ο Β. Καραποστόλης αναφέρεται στην πράξη των νοτίων χωρίς να την ορίζει· δημιουργεί μια φανταστική κοινότητα με εξιδανικευμένες ιδιότητες και την αντιπαραβάλει με μια άλλη επίσης φανταστική, αυτή των βορείων.

Αναζητώντας την πράξη στη χώρα μας μπορούμε να διακρίνουμε μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού να επιδίδονται ακόμη και σήμερα σε μια αντικοινωνική κατανάλωση που δεν σέβεται τους κανόνες συμβίωσης και το περιβάλλον. Κραυγαλέα παραδείγματα είναι η χρήση του ιδιωτικού αυτοκινήτου, με την επιθετικότητα πού οδηγεί στην αλληλοεξόντωση των Ελλήνων στα τροχαία ατυχήματα και η απερίγραπτη ρύπανση των παραλιών με σκουπίδια. Αντίθετα, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες -όχι μόνο του βορρά, αλλά και του νότου- η συμπεριφορά της συντριπτικής πλειονότητας των πολιτών είναι πολύ διαφορετική, με σεβασμό στους άλλους και στα συλλογικά αγαθά.

Όλες οι απόψεις, στις οποίες έγινε αναφορά παραπάνω, έχουν ως χαρακτηριστικό την αναγωγή της αυτοκολακείας σε ιδεολογία. Έτσι διευκολύνεται η μετάθεση των ευθυνών. Οι οδυνηρές συνέπειες της οικονομικής κρίσης έγιναν ακόμη χειρότερες από την αδυναμία του πολιτικού συστήματος να τις διαχειριστεί. Σε αυτό το έδαφος γίνεται από πολλούς προσπάθεια η δίκαιη οργή και αγανάκτηση εκείνων που πληρώνουν τις συνέπειες της κατάρρευσης να ενωθεί με το θράσος όσων υπερασπίζονται τα προνόμιά τους. Σαν συγκολλητική ουσία διοχετεύεται από πολιτικούς, δημοσιογράφους και καλλιτέχνες ένα είδος συναισθηματικής αναπηρίας, μέσα από την συνεχή μετατόπιση της κύριας υπαιτιότητας για τα δεινά μας από την ελληνική κοινωνία και το ελληνικό πολιτικό σύστημα στους ξένους, που δήθεν επιβουλεύτηκαν την ευτυχία μας. Ευτυχία την οποία χτίσαμε -κατά ένα μεγάλο μέρος- με τα δανεικά και τις επιδοτήσεις τους.
tvxs.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Απάντηση Λατινοπούλου στις καταγγελίες Μπογδάνου – «Το 8% στις δημοσκοπήσεις πόνεσε πολύ και πολλούς»

Η Αφροδίτη Λατινοπούλου απάντησε στον Κωνσταντίνο Μπογδάνο για τις καταγγελίες περί πλαστών υπογραφών για την ίδρυση του κόμματός της. Η κα ...