Λένε πως η γερασμένη συκιά έχει βαρύ και κακό ίσκιο. Η μαμά του Ρίκου έλεγε μάλιστα πως αν, μες στο κατακαλόκαιρο τύχει κι αποκοιμηθείς ζαλισμένος απ’τον καυτό ήλιο κάτω απ’την πυκνή, πλατιά φυλλωσιά μιας συκιάς πέφτεις σε τέτοιο βαθύ λήθαργο που δύσκολα ξυπνάς. Σκιές, έλεγε, πηδούν το καταμεσήμερο απ’τα κλωνάρια της και κάθονται σα βραχνάς πάνω στο στέρνο σου. Η μαμά του Ρίκου έλεγε ακόμα πως κάθε κλώνος της είναι και μια φωλιά…. φωλιά όχι για ταίρια μικρών πουλιών αλλά φωλιά για κακότροπες νεράιδες και πονηρά στοιχειά…
Αηδίες!Ο τροφαντός Ρίκος, έχοντας τουμπανιαστεί απ’το πολύ φαΐ, είχε ξαπλωθεί κάτω από μια τέτοια “καταραμένη” συκιά και ροχάλιζε του καλού καιρού. Ούτε τον ενδιέφεραν αλλά ούτε και τις πολυκαταλάβαινε όλες αυτές τις σκιαχτικές ιστορίες που σκαρφιζόταν η μαμά του για να τον κρατήσει ήσυχο μέσα στο σπίτι μετά το μεσημεριανό γεύμα. Εκείνος βέβαια, αφού έτρωγε τον αγλέουρα, λούφαζε με πονηράδα στο δωματιάκι του και όταν έβλεπε ότι η λοιπή οικογένεια αποσυρόταν στα ιδιαίτερα διαμερίσματά της για την καθιερωμένη απογευματινή σιέστα, το’σκαγε απ’το παράθυρο της κουζίνας και γύρναγε στους χωματόδρομους του χωριού σαν αλητάκι. Ήταν αναμφισβήτητα ένα ανεξάρτητο παιδί αλλά κι ένας μικρός επαναστάτης. Όπου και να πήγαινε κουβαλούσε επ’ώμου το αυτοσχέδιο, ξύλινο τουφέκι του και βάραγε στο ψαχνό. Μέχρι στιγμής είχε “πυροβολήσει” τον πατέρα του, τη μητέρα του, τη γιαγιά του, τη μεγαλύτερη αδελφή του, το δάσκαλο φυσικής αγωγής και το συμμαθητή του τον Αλέξη. Του Αλέξη, ιδιαιτέρως, του την είχε στημένη στη γωνία επειδή έριχνε κλεφτές ματιές κάτω απ’την ποδίτσα της χαριτωμένης Ελενίτσας τις στιγμές που εκείνη έσκυβε ανυποψίαστη για να φασκιώσει την πάνινη κούκλα της. Ένα άγουρο πρωινό, λοιπόν, ευκαιρίας δοθείσης, ο Ρίκος “πυροβόλησε” τον όμορφο, αδύνατο και ενοχλητικό Αλέξη στο σχολικό προαύλιο. Κατόπιν, πιστεύοντας ότι είχε δώσει την υπέρτατη χαρά στην Ελενίτσα που την απάλαξε απ’τον λιλιπούτειο ηδονοβλεψία, την πλησιάσε για να εισπράξει το ευχαριστήριο φιλί που αναλογεί μόνο σ’έναν ηρωικό σωτήρα του δικού του βελινεκούς. Aντί για φιλί, δυστυχώς, εισέπραξε μια
τσουχτερή μπούφλα! Τότε ο Ρίκος ύψωσε με μένος το πιστό τουφέκι του, φώναξε “ΜΠΑΜ! ΜΠΑΜ!” και “σκότωσε” την αχάριστη Ελενίτσα! Έτσι άδοξα έληξε ο πρώτος μεγάλος του έρωτας.
*
Οκτώ χρόνια αργότερα και κατά το πρώτο έτος της μεταπολίτευσης, ο Ρίκος ήλθε στην πρωτεύουσα με τις ευχές και τη γενναιόδωρη οικονομική στήριξη των εύπορων γονιών του για να γίνει δικηγόρος. Στο πανεπιστήμιο, όμως, τον πλησίασαν κάτι καχεκτικά τζιμάνια και τον μύησαν στα μυστικά του αιώνιου φοιτητισμού, στη μαγεία των μπουάτ και στο ΚΚΕ Εσωτερικού. Σε μια πολιτική συγκέντρωση, μάλιστα, γνώρισε και τη συντρόφισσα Αννούλα. Τότε ήταν που ο Ρίκος ανακάλυψε μια ιδιαίτερα τρυφερή πλευρά του εαυτού του. Άρχισε να γράφει ποιήση. Οι συμφοιτητές του τον φώναζαν “ποιητή”. Εκείνος επέμενε πως αισθανόταν πολύ μικρός για να οικειοποιηθεί έναν τόσο πολυσήμαντο τίτλο. Επέμενε ότι ήταν απλώς ένας ευαίσθητος επαναστάτης. Όπου και να πήγαινε, λοιπόν, κουβαλούσε επ’ώμου το πιστό, ξεφτισμένο σακίδιό του εφοδιασμένο με ξισμένα μολύβια, γόμες, χαρτιά, καπνό, καραμέλες “Τσάρλεστον” για την Αννούλα και ξεμαλλιασμένες φούντες μαριχουάνας για τον επιστήθιο, άλουστο φίλο του και σύντροφο, Γιωργάκη. Στις 19 Ιανουαρίου του 1976, στο πάρτι γεννεθλίων της Αννούλας ο άλουστος, επιστήθιος σύντροφος Γιωργάκης εθεάθη να ανταλλάσσει χυδαία φιλιά με τη συντρόφισσα Αννούλα υπό τη σκέπη ανεμίζοντος φλάμπουρου που έφερε το έμβλημα ενός αιματοβαμμένου σφυροδρέπανου. Εκείνη ήταν η μέρα-ορόσημο που ο Ρίκος απαρνήθηκε τον Μαρξ και τον Λένιν. Εκείνη ήταν η μέρα που έκαψε όλα τα ρομαντικά ποιήματά του και που αποφάσισε να πάρει τις σπουδές του πιο σοβαρά. Την ίδια ζωφερή μέρα, μάλιστα, αποδώθηκε στη Μάργκαρετ Θάτσερ το παρατσούκλι «Σιδηρά κυρία»…
*
Το 1985, ο πολιτικά οργανωμένος- υπό τη σοσιαλδημοκρατική κομματική ομπρέλα- και τάχιστα ανερχόμενος δικηγόρος πλέον, Ρίκος, παρουσιάστηκε στο κέντρο εκπαίδευσης Κορίνθου. Εξαγόρασε αβίαστα εννέα μήνες θητείας προς τριάντα χιλιάδες δραχμές και καθόσον είχε φάει κάτι παραπάνω εκείνες τις μέρες οι γιατροί τον έβγαλαν Ι3 λόγω παχυσαρκίας. Νόμιμος φυγόστρατος πια, αποφάσισε να γιορτάσει τη στρατιωτική απαλλαγή του σε πασίγνωστο σικ ουζερί πλησίον πλατείας Ομονοίας. Εκεί, κάπου ανάμεσα σε ψητές τσιπούρες, μύδια, στρείδια, τηγανιτά καραβιδόψιχα και ξιφίες σουβλάκι έμελλε να κάνει την εμφάνισή της και μια μικρή πλην άνοστη γοργόνα. Μετά από λίγο καιρό, ο Ρίκος, παντρεύτηκε την εν λόγω γοργόνα. Ήταν κόρη γνωστού μεγαλοεφοπλιστή…
*
Κοινωνικά στηριζόμενος απ’την εφοπλιστική ισχύ της συζύγου του και των πλουτοκρατών φίλων της και οικονομικά εξελισσόμενος αλιεύοντας υποθέσεις χρεοκοπίας “προβληματικών” επιχειρήσεων, ο μεγαλοδικηγόρος Ρίκος, αποφάσισε εν έτει 1996 πως διέθετε πλέον τις γνωριμίες, την εμπειρία αλλά και τα “απαιτούμενα εχέγγυα” ούτως ώστε ν’ασχοληθεί και με την εκμετάλλευση ενός ευρύτερου κορβανά, δηλαδή, ν’ασχοληθεί επαγγελματικά με την πολιτική. Στις βουλευτικές εκλογές του Σεπτέμβρη του ίδου έτους, λοιπόν, ο Ρίκος θριάμβευσε. Εκλεγμένος βουλευτής πια, αποφάσισε να γιορτάσει την επιτυχία του σε πασίγνωστη σουβλακερί πλησίον ηλεκτρικού σταθμού Μοναστηρακίου. Εκεί, κάπου ανάμεσα σε γύρο μοσχαρίσιο, ζουμερά κεμπάπ και ξεροψημένες πίτες έμελλε να κάνει την εμφάνισή της και μια μικρή πλην καυτερή πιπεριά ονόματι Δημητρούλα. Ο Ρίκος, διόρισε τον άνεργο αδελφό της Δημητρούλας στο δημόσιο και πήρε την ίδια ως ιδιαιτέρα γραμματέα στο πολιτικό γραφείο του. Σε αυτό το σημείο αξίζει να επισημάνω ότι ο Ρίκος ήταν παντρεμένος και είχε έναν γιο, επτά ετών, που δεν τον ενδιέφερε ούτε και πολυκαταλάβαινε γιατί ο πατέρας του μίλαγε μια τόσο περίεργη γλώσσα και γιατί έβγαινε στην τηλεόραση κι έλεγε τόσα ψέματα. Ο μικρός ήταν ένα πραγματικά ευαίσθητο παιδί και είχε άλλου είδους ανησυχίες… ήθελε να γίνει μπαλαρίνος.
*
13η Ιουνίου, 2011…
Ο Ρίκος ο επαναστάτης δεν λουφάζει πια στο δωματιάκι του μετά από κάθε μεσημεριανό οικογενειακό φαγοπότι αλλά φυγαδεύεται με τη λιμουζίνα του σαν εγκληματίας σε ασφαλή παλάτια μετά από το μεγάλο, πολιτικό φαγοπότι που έφερε τη χώρα του στις παρυφές της χρεοκοπίας. Ο Ρίκος δεν κρατάει πια ξύλινο τουφέκι, ούτε ξεφτισμένο σακίδιο αλλά μια ασπίδα προστασίας που λέγεται δερμάτινος χαρτοφύλακας. Την ασπίδα αυτή έχει μάθει να την υψώνει σωστά, τώρα πια, πάνω απ’το κεφάλι του σε κάθε δημόσια εμφάνισή του. Γνωρίζει καλά πως όταν πέφτει βροχή από γιαούρτια, άδεια μπουκάλια και συνθήματα στην πρώτη γραμμή των αγανακτισμένων στέκονται: η συντρόφισσα Αννούλα, ο επιστήθιος φίλος Γιωργάκης, ο συμμαθητής Αλέξης και η Ελενίτσα μαζί με τους φίλους, τις οικογένειες, τα παιδιά τους και ούτω καθεξής…
*
Επίλογος…
Λένε πως ο παραφαγωμένος πολιτικός, όπως και η γερασμένη συκιά, έχει βαρύ και κακό ίσκιο. Λένε επίσης πως αν, μες στο καταμεσήμερο τύχει κι αποκοιμηθείς ζαλισμένος απ’τα ξύλινα, ψεύτικα λόγια ενός πολιτικού πέφτεις σε τέτοιο λήθαργο που δύσκολα ξυπνάς. Οι περισσότεροι άνθρωποι, έχοντας βιώσει τούτη την ψυχοφθόρα εμπειρία, λένε πως τα χέρια των πολιτικών γίνονται αόρατα σα φαντάσματα και εμφανίζονται ξαφνικά μέσα στις τσέπες του απλού πολίτη! Βεβαίως τα χέρια δε φεύγουν από’κει αν τους βάλεις απλώς τις φωνές αλλά εξαφανίζονται αν τα χτυπάς καθημερινά με όλη σου τη δύναμη. Έτσι λένε…
«Άραγε να είν’όλ’αυτά σκιαχτικές ιστορίες της μαμάς του Ρίκου για να τρομάζουν τα παιδιά και να τρώνε το φαΐ τους;»
Συγκεντρωθείτε! Σε λίγο καιρό η σωστή ερώτηση θα είναι:
«Ποιο φαΐ;»
politismos politis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου