Πέμπτη 14 Ιουνίου 2012

Για τη δημοκρατική ισορροπία


Του Ευάγγελου Κ. Τσεκούρα, δικηγόρου
Αποτελεί κεκτημένο του αποτελέσματος των εκλογών της 6ης Μαΐου και είναι προφανής, μέσα από τις απλές συζητήσεις της καθημερινότητας, η επιβεβαίωσή του στις προσεχείς εκλογές ότι η πολύ μεγάλη πλειοψηφία του εκλογικού σώματος είναι αντίπαλη, όχι απλώς αντίθετη, προς αυτό που αποκαλείται «μνημόνιο», σε συνδυασμό με ένα έντονο αίσθημα απέχθειας, όχι απλώς δυσφορίας, στο πολιτικό προσωπικό, που αφ’ ενός διαχειρίστηκε την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας με το γνωστό αποτέλεσμα και αφ’ ετέρου αποδέχθηκε, δίκην προπολεμικής υπηρέτριας, τις επιβληθείσες συνταγές του μνημονίου και κυρίως αυτές της πατριδοκτόνου δανειακής συμβάσεως.
Επειδή η διατήρηση ή όχι (ουσιαστική και νομική) του μνημονίου και της δανειακής συμβάσεως αποτελεί το κύριο και κρίσιμο ερώτημα των προσεχών εκλογών και επειδή με βάση την προφανή καθημερινότητα θα επιβεβαιωθεί, από την κάλπη, η λαϊκή απαίτηση για κατάργηση / αντικατάστασή τους, θα αποτελούσε πολιτικό οξύμωρο η ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από εκείνο το πολιτικό προσωπικό που αποδοκιμάσθηκε επειδή οδήγησε, επέβαλε και υπεστήριξε με περισσό πάθος το μνημονιακό κατασκεύασμα.
Ένα τέτοιο κυβερνητικό μόρφωμα θα οδηγούσε, κάποιον μη γνώστη, σε υποθέσεις για επιβολή κάποιας δικτατορικής εκτροπής το βράδυ των εκλογών, με το άνοιγμα της κάλπης.
Όμως αυτός ο φόβος για ανάδειξη κυβέρνησης σε προφανή δυσαρμονία αλλά και αντιπαλότητα με την όλως νωπή λαϊκή ετυμηγορία προέρχεται όχι από πραξικοπηματίες, αλλά από τον ισχύοντα εκλογικό νόμο, με βάση τον οποίο διενεργούνται και οι επικείμενες εκλογές, κατά τον οποίο δίδεται στο πρώτο κόμμα «φιλοδώρημα» πενήντα εδρών, χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψιν ούτε η συνολική του δύναμη ούτε η διαφορά του από το δεύτερο κόμμα – ακόμη και αν είναι μία (!) ψήφος.

Έτσι, αν ένα από τα μνημονιακά κόμματα προπορευθεί, έστω και με μία ψήφο, του δευτέρου κόμματος και λάβει την ενίσχυση των πενήντα εδρών, θα μπορεί ενδεχομένως να σχηματίσει Κυβέρνηση με τα άλλα μνημονιακά κόμματα για να υποστηρίξει και να εκφράσει μία πολιτική μόλις αποδοκιμασθείσα ή να ισχυρισθεί ότι, «αφού έλαβε το μήνυμα», θα ακολουθήσει τη θέληση της πλειοψηφίας, με σκοπό όμως τη φαλκίδευση και την εξαπάτηση.
Θα αποτελούσε, ουσιαστικώς, μείζονα δημοκρατική εκτροπή, αν αυτοί που επαίροντο ότι, αν δεν επεβάλλετο η τρόικα, έπρεπε οι εμείς ίδιοι οι Έλληνες να την εφεύρουμε και να την αναζητήσουμε και, αν αυτοί που έχουν με προσωπικές υπογραφές δεσμευθεί να ακολουθήσουν πολιτική ευρισκόμενη σε πλήρη και αβυσσαλέα αντίθεση με τη λαϊκή ψήφο, αναλάβουν την λαϊκή εκπροσώπηση ελέω παραλόγου εκλογικού νόμου.
Βεβαίως, η ύπαρξη και μόνο του εκλογικού νόμου, τον οποίο έχουν αποδεχθεί τα συμμετέχοντα στις εκλογές πολιτικά κόμματα – με αυτόν άλλωστε διενεργήθησαν, χωρίς να αμφισβητηθούν τα αποτελέσματά τους και οι προηγούμενες εκλογές – αναιρεί κάθε χαρακτηρισμό περί εκτροπής.
Όμως, αποτελεί ουσιαστικώς κατάφωρη έκφανση εκτροπής που τις συνέπειές της θα τις βιώσουμε ευθύς αμέσως, όταν οι ηρακλειδείς του μνημονίου αναλάβουν τη διακυβέρνηση της χώρας και αυτή θα ασκείται από πρόσωπα με όλως πρόσφατη την αποδοκιμασία στην πολιτική τους, στο ήθος τους, στην ικανότητά τους και στις προθέσεις τους.
Αν θεωρείται η δημοκρατία ως το πολίτευμα που δεν φοβάται τα αδιέξοδα, θα έχει δημιουργήσει, ελέω εκλογικού νόμου, το πλήρες αδιέξοδο.
Η αποφυγή μια τέτοιας εμπλοκής μπορεί να δοθεί μόνον από τους αντιμνημονιακούς ψηφοφόρους που διαθέτουν την γνώση και έχουν αίσθηση της αξίας της δημοκρατικής ισορροπίας ενισχύοντας με την ψήφο τους – παρά τις όποιες επιφυλάξεις – εκείνο το αντιμνημονιακό κόμμα που οι ίδιοι επέλεξαν στις προηγούμενες εκλογές να προπορευθεί και μάλιστα σε ικανή απόσταση από τα άλλα πού είχαν τον ίδιο με αυτά στόχο, ώστε να είναι αυτό που θα ευεργετηθεί με την ενίσχυση των πενήντα εδρών και θα αποκτήσει την δυνατότητα σχηματισμού κυβερνήσεως.
Η παραπάνω οπτική επιβάλλει και στο ευεργετηθέν προπορευόμενο αντιμνημονιακό κόμμα τον σχηματισμό κυβερνήσεως με όλα τα δημοκρατικά αντιμνημονιακά κόμματα ανεξαρτήτως της δεξιάς ή αριστερής τους καταγωγής, προκειμένου να εκφράσει σε όλη την έκτασή της την πλειοψηφούσα λαϊκή βούληση που θα του χρειασθεί περισσότερο από κάθε άλλη φορά ως αρωγός και σύμμαχος.
Σε αντίθετη περίπτωση, που παρ’ ελπίδα οδηγηθούμε σε κυβέρνηση που βάσει όλως προσφάτων εκλογικών αποτελεσμάτων θα βρίσκεται σε κατάφωρη δυσαρμονία όχι μόνον με τη λαϊκή βούληση αλλά και την αισθητική – το καταρρέον πολιτικό προσωπικό είναι πλέον των άλλων και απεχθές – τότε η δημοκρατικές διαδικασίες θα παραδώσουν, κατά ιστορική αναγκαιότητα, τη σκυτάλη στην δυναμική των οδών και στους πολιτικούς στοχασμούς των κατακομβών.
to pontiki

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Προεδρία της Δημοκρατίας και σταθερότητα

Ο Αντώνης Σαμαράς πρότεινε τον Κώστα Καραμανλή για την Προεδρία της Δημοκρατίας και ο Κώστας Καραμανλής το υποδέχθηκε με τη φράση: «Ούτε με ...