Η 6η Μαΐου πλησιάζει. Όπως σωστά λέγεται, η επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση είναι η κρισιμότερη στα χρόνια της Μεταπολίτευσης -κάτι που εύκολα μπορεί να καταλάβει κι ένας νέος που δεν έχει ζήσει πολλές εκλογικές διαδικασίες, ακόμα και κάποιος που ψηφίζει για πρώτη φορά. Αρκεί να δει τη δική του καθημερινότητα και πόσο αυτή μεταβάλλεται μέρα με τη μέρα, κυρίως όσον αφορά την κάλυψη των βασικών του αναγκών. Η Ελλάδα είναι από καιρό ένα από τα θύματα της κρίσης –και μάλιστα ίσως βρίσκεται στη δεινότερη θέση, λόγω της ανικανότητας, της απρονοησίας μα, κυρίως, της αδιαφορίας που έχουν επιδείξει οι κύριες πολιτικές δυνάμεις του τόπου, ιδιαίτερα όσοι κυβέρνησαν από το 2004 κι έπειτα, προσπαθώντας κατά κύριο λόγο να εξυπηρετήσουν τα κομματικά τους συμφέροντα. Από τότε που ο κίνδυνος ήταν ακόμα μια μακρινή απειλή μέχρι τη στιγμή που έγινε ορατός, υπήρξε μόνο απραξία και αδράνεια, λες και η χώρα μας ήταν πλήρως θωρακισμένη απέναντι στην κρίση. Οι Έλληνες πολίτες βλέπουν καθημερινά τα εισοδήματά τους, στα ήδη πτωχευμένα νοικοκυριά, να μειώνονται -μα κυρίως συνειδητοποιούν ότι μαζί με τα χρήματά τους εξαντλούνται και όποια ψυχικά αποθέματα τους έχουν απομείνει. Και μέσα σ’ αυτό το κλίμα της απογοήτευσης και της μιζέριας, καλούμαστε σε ελάχιστες μόνο μέρες να εκφραστούμε πολιτικά, ασκώντας το συνταγματικό δικαίωμα του εκλέγειν. Τίθεται λοιπόν για όλους μας το καίριο ερώτημα του πώς ενδείκνυται να ασκήσει κανείς το δικαίωμα αυτό.
Η πρώτη επιλογή που φαίνεται να υπάρχει είναι η υποστήριξη των παραδοσιακών – ευρωπαϊκών βέβαια- πολιτικών πυλώνων του δικομματισμού, ήτοι ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, με την προοπτική της απόκτησης ποσοστού μεγαλύτερου του 50% ώστε να σχηματιστεί κυβέρνηση συνεργασίας από τους δύο. Η αυτοδύναμη-μονοκομματική κυβέρνηση είναι σαφέστατα όνειρο θερινής νυκτός, καθώς και τα δύο αυτά κόμματα εξουσίας, έρμαια των καταστροφικών πολιτικών τους, ακολουθούν το δρόμο της κατάρρευσης. Υπέρ της επιλογής αυτής συνηγορεί μάλλον η κρίσιμη κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα, γεγονός που κατά κάποιους επιβάλλει την ενίσχυση της σταθερότητας. Η ψήφος προς τα δύο μεγάλα κόμματα θα λειτουργήσει αποτρεπτικά σ’ έναν πιθανό κλονισμό του πολιτικού συστήματος, δίνοντας στη χώρα τη δυνατότητα να αποφύγει μια περίοδο ακυβερνησίας που θα καθιστά αδύνατη την εκπροσώπησή της σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι υποστηρικτές της άποψης αυτής, φοβούμενοι τη χειροτέρευση (πόσο πια;) των πραγμάτων, θέλουν να παραμείνουν πιστοί σε ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, μέχρι να κατορθώσει η Ελλάδα να μπει σε ρυθμούς ανάκαμψης κι έπειτα να στραφούν προς την αναμόρφωση του πολιτικού συστήματος. Ο αντίλογος; Το οφθαλμοφανές. Τα δύο κόμματα
εξουσίας είναι (κυρίως) αυτά που ευθύνονται για τη σημερινή κατάσταση. Αλλά πέρα από αυτό, οι κ. Βενιζέλος και Σαμαράς φαίνονται απρόθυμοι να καθίσουν στο τραπέζι και να τα βρουν, προτάσσοντας το συμφέρον της πατρίδας αντί για την πρωθυπουργική καρέκλα. Κι ακριβώς αυτή η έλλειψη διάθεσης για συνεννόηση είναι που αποτελεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο.
Από την άλλη πλευρά, στο πολιτικό προσκήνιο έχουν εμφανιστεί αρκετοί νέοι πολιτικοί σχηματισμοί, ενώ άλλοι ήδη υπάρχοντες και ευρισκόμενοι για καιρό στην αφάνεια, φαίνεται να αποτελούν καταφύγιο για πολλούς. Τα κόμματα αυτά, άλλα με μεγαλύτερα δημοσκοπικά ποσοστά κι άλλα με μικρότερα, διακρίνονται σε εκείνα που τάσσονται υπέρ της ευρωπαϊκής Ελλάδας και του ενιαίου νομίσματος και σε όσα αποτάσσονται την Ευρώπη και επιδιώκουν τον περιορισμό της χώρας στα ενδότερά της.
Το πρώτο ερώτημα είναι: ‘’Αξίζει να δώσει κανείς ψήφο σε κάποιον από τους σχηματισμούς αυτούς; Τι μπορούν να προσφέρουν;’’ Είναι πασιφανές ότι το ‘’μοίρασμα’’ των ψήφων στους αποκεντρωμένους από τα δύο μεγάλα κόμματα σχηματισμούς θα μειώσει τη δική τους πολιτική δύναμη και θα έχει ως αποτέλεσμα την είσοδο στη Βουλή περισσότερων πολιτικών ομάδων. Με αυτόν τον τρόπο, όπως είναι φυσικό, εκπροσωπούνται περισσότερα στρώματα του ελληνικού λαού, υπάρχει πολυφωνία, ενώ κρίσιμες αποφάσεις θα λαμβάνονται με αναγκαία προϋπόθεση τη συγκατάθεση περισσότερων κομμάτων κι όχι μόνο του κυβερνώντος. Είναι, επίσης, φανερό ότι ένα πιθανό εκλογικό αποτέλεσμα που θα ενισχύει τα μικρά κόμματα, παίρνοντας τη δύναμη από τους μεγάλους, θα ανοίξει τον ασκό του Αιόλου προκαλώντας σύγχυση σε όλα τα επίπεδα, προξενώντας το τέλος του υπάρχοντος, ανάπηρου συστήματος αλλά και σηματοδοτώντας την έναρξη της οικοδόμησης του νέου. Θα επικρατήσει χάος στη χώρα, ίσως ακυβερνησία, έντονες αντιπαραθέσεις και διαβουλεύσεις, ενώ είναι πιθανό να βρεθούμε και πολύ κοντά στο ‘’θάνατο’’. Μέσα, όμως, από τη διαδικασία αυτή θα δημιουργηθεί η κατάλληλη βάση για το νέο, το ελπιδοφόρο, αυτό που θα’ναι πλήρως προσαρμοσμένο στις σύγχρονες πολιτικές και κοινωνικές ανάγκες και ταυτόχρονα απαλλαγμένο από τις απαρχαιωμένες πρακτικές που ακολουθούνται σήμερα.
Το δεύτερο ερώτημα είναι αν πρέπει να δοθεί ψήφος στα φιλοευρωπαϊκά κόμματα ή εκείνα που αντιμάχονται την παραμονή στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σ΄αυτό το σημείο αρκούν δύο, μόνον, παρατηρήσεις: 1) Έξοδος από την Ευρωπαϊκή ζώνη σημαίνει επιστροφή στο εθνικό νόμισμα και 2)Επιστροφή στο εθνικό νόμισμα συνεπάγεται παράλληλη υποτίμησή του έναντι του ευρώ. Θυμίζω ότι όταν στην Αργεντινή το εθνικό ‘’Πέζο’’ υποτιμήθηκε 75% έναντι του δολαρίου, το μεγαλύτερο ποσοστό της χώρας βρισκόταν στα όρια της φτώχειας και του υποσιτισμού, με την ανεργία να έχει φτάσει στα ύψη και τις τραπεζικές καταθέσεις να παγώνουν. Νομίζω πως δεν θα θέλαμε να βρεθούμε σε ανάλογη θέση. Είναι συνετότερο να ακολουθήσουμε το παράδειγμα του Στέλιου Ράμφου, ο οποίος πρόσφατα δήλωσε ‘’Ψηφίζω Ευρώπη και όχι Αφρική’’.
Είναι, λοιπόν, αυτά τα κριτήρια που πρέπει να σταθμίσουμε για την απόφασή μας την κρίσιμη ημέρα της 6ης Μαΐου. Πάντως, όπου κι αν κατασταλάξει κανείς, έχω την πεποίθηση ότι πρέπει να δοθεί ένα τελειωτικό χτύπημα στις φωνές που θέλουν την Ελλάδα έξω από την Ευρωπαϊκή Ένωση, σ’ αυτές τις ανεύθυνες φωνές που δεν έχουν καν το θάρρος να αναλάβουν την ευθύνη των θέσεών τους. Είναι ώρα η χώρα να σταθεροποιήσει τον ευρωπαϊκό χαρακτήρα της, είναι η ώρα να τον συνθέσει με το δημοκρατικό της πολίτευμα. Κι αν πρέπει μία φορά να γυρίσουμε την πλάτη στα κόμματα αυτά, πρέπει χίλιες φορές να γυρίσουμε την πλάτη σε όσους είναι εχθροί της δημοκρατίας. Ο κίνδυνος να μπει η Χρυσή Αυγή στη Βουλή είναι ορατός –κι αυτό δεν πρέπει να το επιτρέψουμε.
Ψηφίζουμε, λοιπόν, Ευρώπη, λέμε όχι στους αντιευρωπαϊστές, λέμε όχι και στους Ναζί.
koinonikos syndesmos
Η πρώτη επιλογή που φαίνεται να υπάρχει είναι η υποστήριξη των παραδοσιακών – ευρωπαϊκών βέβαια- πολιτικών πυλώνων του δικομματισμού, ήτοι ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, με την προοπτική της απόκτησης ποσοστού μεγαλύτερου του 50% ώστε να σχηματιστεί κυβέρνηση συνεργασίας από τους δύο. Η αυτοδύναμη-μονοκομματική κυβέρνηση είναι σαφέστατα όνειρο θερινής νυκτός, καθώς και τα δύο αυτά κόμματα εξουσίας, έρμαια των καταστροφικών πολιτικών τους, ακολουθούν το δρόμο της κατάρρευσης. Υπέρ της επιλογής αυτής συνηγορεί μάλλον η κρίσιμη κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα, γεγονός που κατά κάποιους επιβάλλει την ενίσχυση της σταθερότητας. Η ψήφος προς τα δύο μεγάλα κόμματα θα λειτουργήσει αποτρεπτικά σ’ έναν πιθανό κλονισμό του πολιτικού συστήματος, δίνοντας στη χώρα τη δυνατότητα να αποφύγει μια περίοδο ακυβερνησίας που θα καθιστά αδύνατη την εκπροσώπησή της σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι υποστηρικτές της άποψης αυτής, φοβούμενοι τη χειροτέρευση (πόσο πια;) των πραγμάτων, θέλουν να παραμείνουν πιστοί σε ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, μέχρι να κατορθώσει η Ελλάδα να μπει σε ρυθμούς ανάκαμψης κι έπειτα να στραφούν προς την αναμόρφωση του πολιτικού συστήματος. Ο αντίλογος; Το οφθαλμοφανές. Τα δύο κόμματα
εξουσίας είναι (κυρίως) αυτά που ευθύνονται για τη σημερινή κατάσταση. Αλλά πέρα από αυτό, οι κ. Βενιζέλος και Σαμαράς φαίνονται απρόθυμοι να καθίσουν στο τραπέζι και να τα βρουν, προτάσσοντας το συμφέρον της πατρίδας αντί για την πρωθυπουργική καρέκλα. Κι ακριβώς αυτή η έλλειψη διάθεσης για συνεννόηση είναι που αποτελεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο.
Από την άλλη πλευρά, στο πολιτικό προσκήνιο έχουν εμφανιστεί αρκετοί νέοι πολιτικοί σχηματισμοί, ενώ άλλοι ήδη υπάρχοντες και ευρισκόμενοι για καιρό στην αφάνεια, φαίνεται να αποτελούν καταφύγιο για πολλούς. Τα κόμματα αυτά, άλλα με μεγαλύτερα δημοσκοπικά ποσοστά κι άλλα με μικρότερα, διακρίνονται σε εκείνα που τάσσονται υπέρ της ευρωπαϊκής Ελλάδας και του ενιαίου νομίσματος και σε όσα αποτάσσονται την Ευρώπη και επιδιώκουν τον περιορισμό της χώρας στα ενδότερά της.
Το πρώτο ερώτημα είναι: ‘’Αξίζει να δώσει κανείς ψήφο σε κάποιον από τους σχηματισμούς αυτούς; Τι μπορούν να προσφέρουν;’’ Είναι πασιφανές ότι το ‘’μοίρασμα’’ των ψήφων στους αποκεντρωμένους από τα δύο μεγάλα κόμματα σχηματισμούς θα μειώσει τη δική τους πολιτική δύναμη και θα έχει ως αποτέλεσμα την είσοδο στη Βουλή περισσότερων πολιτικών ομάδων. Με αυτόν τον τρόπο, όπως είναι φυσικό, εκπροσωπούνται περισσότερα στρώματα του ελληνικού λαού, υπάρχει πολυφωνία, ενώ κρίσιμες αποφάσεις θα λαμβάνονται με αναγκαία προϋπόθεση τη συγκατάθεση περισσότερων κομμάτων κι όχι μόνο του κυβερνώντος. Είναι, επίσης, φανερό ότι ένα πιθανό εκλογικό αποτέλεσμα που θα ενισχύει τα μικρά κόμματα, παίρνοντας τη δύναμη από τους μεγάλους, θα ανοίξει τον ασκό του Αιόλου προκαλώντας σύγχυση σε όλα τα επίπεδα, προξενώντας το τέλος του υπάρχοντος, ανάπηρου συστήματος αλλά και σηματοδοτώντας την έναρξη της οικοδόμησης του νέου. Θα επικρατήσει χάος στη χώρα, ίσως ακυβερνησία, έντονες αντιπαραθέσεις και διαβουλεύσεις, ενώ είναι πιθανό να βρεθούμε και πολύ κοντά στο ‘’θάνατο’’. Μέσα, όμως, από τη διαδικασία αυτή θα δημιουργηθεί η κατάλληλη βάση για το νέο, το ελπιδοφόρο, αυτό που θα’ναι πλήρως προσαρμοσμένο στις σύγχρονες πολιτικές και κοινωνικές ανάγκες και ταυτόχρονα απαλλαγμένο από τις απαρχαιωμένες πρακτικές που ακολουθούνται σήμερα.
Το δεύτερο ερώτημα είναι αν πρέπει να δοθεί ψήφος στα φιλοευρωπαϊκά κόμματα ή εκείνα που αντιμάχονται την παραμονή στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σ΄αυτό το σημείο αρκούν δύο, μόνον, παρατηρήσεις: 1) Έξοδος από την Ευρωπαϊκή ζώνη σημαίνει επιστροφή στο εθνικό νόμισμα και 2)Επιστροφή στο εθνικό νόμισμα συνεπάγεται παράλληλη υποτίμησή του έναντι του ευρώ. Θυμίζω ότι όταν στην Αργεντινή το εθνικό ‘’Πέζο’’ υποτιμήθηκε 75% έναντι του δολαρίου, το μεγαλύτερο ποσοστό της χώρας βρισκόταν στα όρια της φτώχειας και του υποσιτισμού, με την ανεργία να έχει φτάσει στα ύψη και τις τραπεζικές καταθέσεις να παγώνουν. Νομίζω πως δεν θα θέλαμε να βρεθούμε σε ανάλογη θέση. Είναι συνετότερο να ακολουθήσουμε το παράδειγμα του Στέλιου Ράμφου, ο οποίος πρόσφατα δήλωσε ‘’Ψηφίζω Ευρώπη και όχι Αφρική’’.
Είναι, λοιπόν, αυτά τα κριτήρια που πρέπει να σταθμίσουμε για την απόφασή μας την κρίσιμη ημέρα της 6ης Μαΐου. Πάντως, όπου κι αν κατασταλάξει κανείς, έχω την πεποίθηση ότι πρέπει να δοθεί ένα τελειωτικό χτύπημα στις φωνές που θέλουν την Ελλάδα έξω από την Ευρωπαϊκή Ένωση, σ’ αυτές τις ανεύθυνες φωνές που δεν έχουν καν το θάρρος να αναλάβουν την ευθύνη των θέσεών τους. Είναι ώρα η χώρα να σταθεροποιήσει τον ευρωπαϊκό χαρακτήρα της, είναι η ώρα να τον συνθέσει με το δημοκρατικό της πολίτευμα. Κι αν πρέπει μία φορά να γυρίσουμε την πλάτη στα κόμματα αυτά, πρέπει χίλιες φορές να γυρίσουμε την πλάτη σε όσους είναι εχθροί της δημοκρατίας. Ο κίνδυνος να μπει η Χρυσή Αυγή στη Βουλή είναι ορατός –κι αυτό δεν πρέπει να το επιτρέψουμε.
Ψηφίζουμε, λοιπόν, Ευρώπη, λέμε όχι στους αντιευρωπαϊστές, λέμε όχι και στους Ναζί.
koinonikos syndesmos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου