Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2012

Αναζητώντας έναν νέο πολιτικό εαυτό

Μεταφορικά μιλώντας, την προηγούμενη Κυριακή οι δύο πολιτικοί αρχηγοί, του ΠαΣοΚ και της ΝΔ, διέγραψαν τα κόμματά τους! Διέγραψαν ωστόσο ένα μεταπολιτευτικό παρελθόν που είναι πάντα παρόν, με την έννοια ότι η έντονη κοινωνική δυσφορία εξακολουθεί σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό να εκφράζεται όπως και πριν, όταν βέβαια δεν επιλέγει τα μέσα μιας μηδενιστικής βίας.
Το παρελθόν, επομένως, αντιστέκεται και κυρίως εμπλουτίζεται από ένα νέο κοινωνικό ρήγμα τις διαστάσεις του οποίου δεν μπορούμε ακόμη να μετρήσουμε. Για την ώρα, η σύγχυση και τα ερωτήματα είναι πολλά, όπως: ποιες σχέσεις αντιπροσώπευσης θα έχουν στο εξής τα δύο «μεγάλα» κόμματα με την κοινωνία; Είναι αλήθεια ότι οι παραδοσιακές διαιρέσεις κατέρρευσαν και ότι σήμανε, όπως λέγεται, το «τέλος των πολυσυλλεκτικών κομμάτων»; Οδεύουμε, πράγματι, προς πλήρη αναδιαμόρφωση της πολιτικής σκηνής;
Εύγλωττα ερωτήματα, «αφελή» και «σοβαρά», που δείχνουν την αναπόφευκτη σύγχυση που επικρατεί μέσα σε ένα ρευστό κοινωνικό και πολιτικό τοπίο. Προπάντων ερωτήματα που δεν μπορούν να απαντηθούν, παρά μόνον αν επιχειρήσουμε να ξαναδιαβάσουμε τη σημερινή συγκυρία της εθνικής και κοινωνικής κρίσης. Το ΠαΣοΚ, ως κυβέρνηση, αγνόησε πλήρως τον παράγοντα της πολιτικής και συμβολικής της διαχείρισης. Η θηριώδης κοινωνική του αποξένωση, όπως αυτή καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις, είναι προϊόν και αυτού του μείζονος ελλείμματος. Επειδή δεν μπόρεσε να επεξεργασθεί ένα οπωσδήποτε δύσκολο πρόγραμμα, μια «εθνική στρατηγική», μακρόχρονης έστω, εξόδου από την κρίση, παραγνώρισε και τη ζωτική ανάγκη μιας πειστικής αφήγησής της. Προσανατολισμένη αποκλειστικά η προηγούμενη κυβέρνηση σε ένα διαρκές επείγον και θεωρώντας ότι η «σωτηρία» θα έλθει απ’ έξω, κατανόησε την κρίση μόνον ως οικονομικό πρόβλημα, χωρίς να αναζητεί κοινωνικά ερείσματα στο εσωτερικό. Ο επείγων και οδυνηρός εκσυγχρονισμός, επιβεβλημένος από ανεξέλεγκτες περιστάσεις, λειτούργησε παραλυτικά, απώθησε κάθε πρωτοβουλία για την εκπόνηση ενός στοιχειώδους εθνικού σχεδίου και υπονόμευσε την αναγκαία απεύθυνση σε κοινωνικές δυνάμεις που θα μπορούσαν να το στηρίξουν.
Η σημερινή κρίση του ΠαΣοΚ δεν εξηγείται μόνον από το γεγονός ότι με τη «μνημονιακή» πολιτική του «πρόδωσε» τα συμφέροντα και τις έξεις των πάλαι ποτέ μη προνομιούχων του, αλλά και από τη ριζική αδυναμία του να προσαρμοσθεί εγκαίρως στις νέες εξελίξεις. Η βασική αιτία αυτής της αδυναμίας συνίσταται σε μια πλάνη: πίστεψε ότι τα πάντα κρίνονται έξω, ότι όλα είναι θέμα διαπραγματεύσεων με τους εταίρους και δανειστές μας, ενώ στην πραγματικότητα, παρά τους αναντίρρητους εξωτερικούς καταναγκασμούς, η όποια επιτυχία δοκιμάζεται και κρίνεται στο εσωτερικό της χώρας. Με άλλα λόγια, το ΠαΣοΚ μπορεί να ήταν στην κυβέρνηση, ταυτοχρόνως όμως ήταν εκτός πολιτικής.
Η Νέα Δημοκρατία ακολούθησε την αντίστροφη φορά. Ο βολικός αντιπολιτευτικός λαϊκισμός της την προστάτευσε από τη θεομηνία που έπληξε τον αντίπαλό της, η τωρινή ωστόσο πρόσκρουση με την πραγματικότητα μπορεί να αποδειχθεί εξίσου οδυνηρή και γι’ αυτήν. Κυριολεκτικά μέσα σε μία νύχτα έχασε την αίγλη της λαϊκής Δεξιάς, την «κινηματική» και «λαϊκή» ταυτότητα που θέλησε η ηγεσία της να προσδώσει σε ένα τραυματισμένο κόμμα. Η ΝΔ έπεσε θύμα της αντίστροφης πλάνης: έδειξε ότι αγνοεί επιδεικτικά τους εξωτερικούς καταναγκασμούς, υπερτιμώντας, για δικούς της λόγους, τους εσωτερικούς παράγοντες. Η αναζήτηση κοινωνικών ερεισμάτων στην αντιπολιτευτική πολιτική της έγινε εις βάρος μιας ισόρροπης και ορθολογικής αντιμετώπισης της κρίσης. Με άλλα λόγια, το πρόβλημα της λαϊκής ταυτότητας του κόμματος, έτσι όπως αυτό έγινε αντικείμενο διαχείρισης, δεν σκόρπισε μόνο ψευδαισθήσεις αλλά, υπονομεύοντας τα προγραμματικά του καθήκοντα σε περίοδο μείζονος εθνικής κρίσης, το έθεσε εκτός πολιτικής.
Με δυο λόγια, και τα δύο κόμματα φαίνεται να πληρώνουν την κρίση εμπιστοσύνης με την κοινωνία (κρίση ορατή στο ΠαΣοΚ, διαφαινόμενη στη ΝΔ) για τον ίδιο ακριβώς λόγο: γιατί και τα δύο βρέθηκαν εκτός πολιτικής. Το ΠαΣοΚ μπορεί να επαίρεται ότι πληρώνει τον «αντι-λαϊκισμό» του, την αγνόηση του πολιτικού κόστους, στην πραγματικότητα όμως πληρώνει την πολιτική αμεριμνησία του. Η Νέα Δημοκρατία μπορεί να επαίρεται για τη σημερινή επίδειξη υπευθυνότητας, αλλά είναι πολύ πιθανόν να πληρώσει ακριβά τον ανεπεξέργαστο «λαϊκισμό» της, που δεν ήταν παρά η φυγή εξόδου της από την πολιτική πραγματικότητα.
Αραγε υπάρχει δυνατότητα γι’ αυτά τα δύο κόμματα να ανακάμψουν; Σε συνθήκες κοινωνικής πόλωσης και τιμωρητικών συμπεριφορών, η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι αρνητική. Παρ’ όλα αυτά, η απουσία αξιόπιστων εναλλακτικών λύσεων θα μπορούσε να υπονομεύσει εν μέρει και αυτήν ακόμη τη φαινομενικά «λογική» απάντηση. Επιπλέον, μια ατμόσφαιρα κοινωνικού φόβου θα μπορούσε επίσης να λειτουργήσει συσπειρωτικά για ένα τμήμα της παλιάς εκλογικής βάσης των δύο κομμάτων. Η πραγματική τους όμως αναζωογόνηση, αν αυτή μπορούσε να επιτευχθεί, θα προϋπέθετε μάλλον την άρνηση του σημερινού μη πολιτικού εαυτού τους. Πράγμα που σημαίνει την επικέντρωση στα ουσιώδη της εθνικής κοινότητας, σε μια τολμηρή και αλληλέγγυα αντίληψη του κοινού συμφέροντος. Και τα δύο κόμματα θα έπρεπε να ξαναφτιάξουν τον λαό τους, να φτιάξουν πολιτικό λαό. Αραγε, αν το επιχειρούσαν, θα μπορούσαμε ακόμη να μιλάμε για τα ίδια κόμματα;
keinonikos syndesmos

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

«Πολιτική θεολογία και Συνταγματική ηθική»

Η «πολιτική θεολογία» είναι μια διαδεδομένη αλλά αμφίσημη έννοια που χρησιμοποιείται με διαφορετικό περιεχόμενο αφενός σε θύραθεν συμφραζόμε...