Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2012

Στοπ σε όλα!

«Αυτοί που ψάχνουν για διαμάντια στα σκουπίδια". Τους ξέρεις; Ο Διονύσης τους ξέρει και από την καλή και από την ανάποδη. Εδώ, όμως, δεν θα μιλήσουμε για τον Διονύση. Θα μιλήσουμε για σένα για μένα, για τον ανθρωπάκο που είδες δίπλα σου σήμερα και τον κοίταξες οικτρά για την εικόνα του, σου πέρασε από το μυαλό φευγαλέα πως πολλαπλάσιοι σαν αυτόν πια πεινούν, κρυώνουν, ταλαιπωρούνται δικαίως ή αδίκως, αλλά μόνο φευγαλέα. Τόσο κρατάει η συμπόνια σου. Και η δική μου, φιλαράκο, τα γράφω για σένα για να τα ξαναδιαβάσω και να τα ακούσω εγώ.
Ξέρεις τι με παιδεύει; Ότι, ενώ θεωρητικά είμαι κοινωνικά ευαισθητοποιημένη, θέλω να βοηθήσω τους γύρω μου, τρελαίνομαι αν κακοποιηθεί παιδί, γέροντας, ανήμπορος και τετράποδο, στη ζέστη του σπιτιού μου- που ακόμα είναι ζεστό- στο μάλλινο παλτό μου (παλτά για την ακρίβεια), φορώντας τα δερμάτινά μου (όχι όλα μαζί, αλλά ναι, είναι αρκετά) και όλα τα λοιπά που γεμίζουν αρκετά φύλλα ντουλάπας, νοιώθω σαν την διακοσμητική ανθρωπίστρια που από την ασφάλεια της ζωής της – όπως αυτή είναι δρομολογημένη μέχρι στιγμής πάντα- λέει πως νοιάζεται για τον άστεγο. Ε, όχι! Ούτε νοιάζομαι, ούτε και πολύ τον συμπονώ. Γιατί δεν βγήκα μέσα στη νύχτα για να του δώσω εκείνες τις κουβέρτες που έχω χρόνια διπλωμένες στο πάνω φύλλο της ντουλάπας, δεν βγήκα να του χαρίσω ένα παλτό μου, ούτε εκείνο το πουλόβερ που το φρεσκάρω κάθε χρόνο, αλλά ποτέ δεν βρίσκω τη διάθεση να το φορέσω. Το κοιτώ, το ξεδιπλώνω, το ξαναδιπλώνω και το επανατοποθετώ στην άψυχη θέση του για να μου πιάνει το χώρο. Και όσες φορές- αρκετές μάλλον- έχω δώσει ρούχα και παιχνίδια και βιβλία κλπ κλπ δεν ήταν σχεδόν ποτέ από το υστέρημα μου, αλλά από το περίσσευμά μου. Όλα από το περίσσευμα. Τι στην ευχή ανθρωπιά είναι αυτή, μα την αλήθεια, τώρα που το ξανασκέπτομαι και σου γράφω, ούσα μπρος στο υπέροχο πληκτρολόγιο του λαπ-τοπ μου και εννοείται στη ζεστασιά μου πίνοντας και καφέ, δεν την καταλαβαίνω.

Να το γυρίσουμε στους πολιτικούς και να τους καταλογίσω ευθύνες, δεν θα το κάνω γιατί τα άτομα είναι τόσο ανόητα, τέτοιου μεγέθους λαμόγια με απίθανα βλακώδες μυαλό, που ό,τι και να τους πω,
τους πεις κλπ, δεν χαμπαριάζουν. Οι γκλίτσες και οι γλίτσες όλοι τους – εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων- που απέχοντας απ’όλα τα πρακτικά δικά μου, είναι μέσα σε όλα τα θεωρητικά. Είναι το παιχνιδάκι του ανεύθυνου πιτσιρίκου αυτό. Το θέμα μου είναι η σχέση σου μαζί μου, και τούμπαλιν: μόνη δεν μπορώ, εσύ μόνος δεν μπορείς, μήπως να πάμε χέρι-χέρι και ξεκουνηθούμε από τον εγώκοσμό μας; Μήπως να αποκτήσουμε μαζί μια οραματική σχέση με το μέλλον μας; Ξέρεις δα πόσο γρήγορα περνούν τα χρόνια. Σε τρία χρόνια από τώρα, όσοι θα ζούμε, αν και εφόσον, θα θυμόμαστε μια σελίδα της ελληνικής κοινωνίας- ίσως και της παγκόσμιας- που μετά από αιώνες θα έχει τίτλο «Η αποκαθήλωση των ένθρονων της βουλής».

Τελείωσε, πεθάνανε και δεν το’χουν πάρει είδηση. Εσύ και γω τι κάνουμε; Ένα είναι αυτό που περνά από το χέρι μας: αποφάσεις με ρεαλιστικούς στόχους. Πρόσωπα που δεν θέλουμε να ξαναδούμε εντός κοινοβουλίου, να απαιτήσουμε να τεθούν εκτός. Να απαιτήσουμε. Στο φινάλε, εσύ και γω τους πληρώνουμε ακόμα, δυστυχώς, με παχυλούς μισθούς, αυτούς και όλα τα κοπρόσκυλα των κομμάτων τους- οδηγούς, παραοδηγούς, αχ βρε κουμπάρε, σέβομαι το protagon και δεν σε έχω κράξει δημοσίως. Να φύγουν όλοι. Και αν δεν αρχίσουν ένας-ένας και μία-μία να ξεκουμπίζονται, να σταματήσουμε να δουλεύουμε. Παύση, φίλε μου. Πλήρης παύσις. Σε όλα. Στα πάντα! Από σχολείο μέχρι μετρό. Από μπακάλικο και βιβλιοπωλείο μέχρι περίπτερο και φούρνος. Όλοι, μαζί. Θυμάμαι τον Μάνο Κατράκη στον Αστραπόγιαννο: «Βρε, ένα κλαδί σπάει, δυο δεν σπάνε. Να είστε ενωμένοι’ έλεγε στον Βόγλη και τον Κούρκουλο.

Λοιπόν, φιλαράκο, σε ζάλισα σήμερα. Είναι και περασμένες τρεις που γράφω. Αλλά εσύ και γω είμαστε σύμμαχοι. Είναι καθαρά θέμα τύχης το γεγονός ότι εσύ διαβάζεις και γω γράφω. Θα μπορούσαμε και οι δύο μας να είμαστε στις κούτες και να ξεπαγιάζουμε για λίγα ψίχουλα συμπόνιας. Από τους έξω στο κρύο δεν περιμένω κάτι, γιατί δεν μπορούν να κάνουν κάτι. Είναι εξαθλιωμένοι. Εσύ και γω, όμως, μπορούμε και για όσο θα είμαστε εντός στέγης, με τροφή και σκεπάσματα, θα μπορούμε. Σου δίνω το χέρι, το πιάνεις; Αλλά να υποσχεθούμε και οι δυο μας: ρεαλισμός και υγιές πείσμα. Και άσε τους χρυσοχοϊδηδες-χρυσοχέρηδες και τα λοιπά ραμολιμέντα να παπαρολογούν. Εσύ και γω, οι δυό αποφασίζουμε.

Υγ:
"Δεν είμαστε ποιητές» σημαίνει πως φεύγουμε
σημαίνει εγκαταλείπουμε τον αγώνα
παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους…
Παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους…
Ε, ναι λοιπόν, αυτό συμβαίνει…"

(Ποίημα του Βύρωνα Λεοντάρη, «Εν γη αλμυρά» εκδ. Ερασμος)
protagon.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

«Πολιτική θεολογία και Συνταγματική ηθική»

Η «πολιτική θεολογία» είναι μια διαδεδομένη αλλά αμφίσημη έννοια που χρησιμοποιείται με διαφορετικό περιεχόμενο αφενός σε θύραθεν συμφραζόμε...