Η Κοινή Αγροτική Πολιτική, που το
Μάρτιο θα επαναδιαπραγματευθούμε, δίνει κατά κεφαλή στον Έλληνα αγρότη έξι φορές
περισσότερα χρήματα απ’ ότι στo Λετονό. Ο «παλιός», ακόμα και στην περίπτωση μας
είναι απλά «αλλιώς».
Η ΚΑΠ μπορεί να είναι σχετικά γενναιόδωρη με την Ελλάδα, δε σημαίνει όμως ότι είναι και δίκαιη, ούτε καν έξυπνη. Τα κυρίαρχα κριτήρια κατανομής των πόρων είναι τα ίδια: η γαιοκτησία. Έτσι, ο πιο επιδοτούμενος Ευρωπαίος αγρότης είναι η βασίλισσα της Αγγλίας. Κάποτε, η ΚΑΠ έδινε επιδοτήσεις επειδή οι τιμές των τροφίμων ήταν χαμηλές. Και η Ελλάδα βρέθηκε να πετάει χιλιάδες τόνους πορτοκάλια που ήταν ήδη πληρωμένα.
Σήμερα, οι τιμές των αγροτικών προϊόντων είναι υψηλές και «αναμένεται», λένε οι χρηματιστηριακοί αναλυτές, να διπλασιαστούν. Σήμερα, υποτίθεται ότι η λογική των επιδοτήσεων είναι η διατήρηση της αγροτικής χρήσης της γης, για την διατήρηση του κάλλους της υπαίθρου και της διαφαινόμενης ανάγκης να διατηρήσουμε ως ήπειρος παραγωγικό δυναμικό,
δεδομένου ότι ο παγκόσμιος πληθυσμός αυξάνεται. Αλλά οι επιδοτούμενοι παραμένουν ακριβώς οι ίδιοι, επειδή το μέγεθος είναι ακόμα κρίσιμος δείκτης κυριαρχίας στην αγορά, μια αγορά αρκετά προστατευμένη για τους μεγάλους παίκτες, αλλά ασφυκτικά ανταγωνιστική για το μικρό κλήρο.
Η έννοια της επιδότησης είναι στο μυαλό μας συνδεδεμένη με την αναδιανομή. Αλλά είναι μάλλον απλά με τη διανομή. Τα κριτήρια δεν είναι «στρατηγικά» και ούτε υπάρχει μακρόπνοη στρατηγική. Η μεταβίβαση πόρων με άλλα λόγια δεν ακολουθεί κριτήρια ούτε λιγότερο, ούτε περισσότερο ηθικά απ’ αυτά για τα οποία η Ελλάδα κατηγορείται σήμερα για διαφθορά και αναποτελεσματικότητα. Και ένα από τα ζητήματα που προκύπτουν είναι ότι, συστημικά, η Ευρώπη δεν μπορεί να δει το μέλλον στρατηγικά, όπως άλλωστε και η Ελλάδα.
Εκ πρώτης όψεως, η λογική της «πράσινης ανάπτυξης» εμφανίζεται ως λογική αναδιανομής. Αντί της μεγάλης γαιοκτησίας, εμφανίζεται η λογική της ποιότητας, της μεθόδου της καλλιέργειας και της ποιότητας του προϊόντος ως κύριο κριτήριο επιλογής του επιδοτούμενου. Αυτή όμως είναι μια επιλογή που προκρίνει την καλλιέργεια εντάσεως γνώσεως και κεφαλαίου. Δεν αφορά τον αγρότη χωρίς κεφάλαιο και τεχνογνωσία και μάλλον οξύνει αντί να αμβλύνει το εισοδηματικό χάσμα.
Με άλλα λόγια, εύκαιρες και πρόχειρες απαντήσεις μάλλον δεν υπάρχουν. Αλλά πρέπει να υπάρξει μια στρατηγική. Σύμφωνοι, αυτή τη στιγμή η Ευρώπη απλά αδυνατεί να είναι κάτι περισσότερο από άθροισμα κρατών ή περιφερειών, ενώ η μόνη μεταρρύθμιση είναι η απορρύθμιση. Και η αγορά δεν είναι πάντα λογική, επειδή ακριβώς εστιάζει στο άμεσο κέρδος, χωρίς στρατηγική.
Αλλά εμείς, τι θέλουμε; Σε λίγους μήνες η Ευρωβουλή θα κληθεί να πάρει μεγάλες αποφάσεις για τη Γεωργία. Παρουσιάζεται λοιπόν μια εξαιρετική ευκαιρία να γίνει μια πραγματική συζήτηση για το αναπτυξιακό πρότυπο της Ελλάδας, εντός της Ευρώπης, αλλά στη βάση μακρόπνοων σχεδιασμών, που δεν είναι έμφυτοι στη λειτουργία των Βρυξελλών. Πολλές όμως από τις κρίσιμες για το μέλλον της γεωργίας αποφάσεις θα ληφθούν το Μάρτιο στις Βρυξέλλες.
Επειδή ο κλάδος των τροφίμων είναι από τις λίγες χαρμόσυνες ειδήσεις σε μια πολύπαθη Ελλάδα, καταλαμβάνοντας μεγαλύτερα μερίδια στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, η επαναδιαπραγμάτευση της ΚΑΠ ίσως αποτελεί και μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για συζήτηση λίγο πιο πέρα από το δίλλημα μνημόνιο-άντιμνημόνιο. Εμείς, χωρίς αγροτικό μνημόνιο, τι γεωργία θέλουμε;
Η ΚΑΠ μπορεί να είναι σχετικά γενναιόδωρη με την Ελλάδα, δε σημαίνει όμως ότι είναι και δίκαιη, ούτε καν έξυπνη. Τα κυρίαρχα κριτήρια κατανομής των πόρων είναι τα ίδια: η γαιοκτησία. Έτσι, ο πιο επιδοτούμενος Ευρωπαίος αγρότης είναι η βασίλισσα της Αγγλίας. Κάποτε, η ΚΑΠ έδινε επιδοτήσεις επειδή οι τιμές των τροφίμων ήταν χαμηλές. Και η Ελλάδα βρέθηκε να πετάει χιλιάδες τόνους πορτοκάλια που ήταν ήδη πληρωμένα.
Σήμερα, οι τιμές των αγροτικών προϊόντων είναι υψηλές και «αναμένεται», λένε οι χρηματιστηριακοί αναλυτές, να διπλασιαστούν. Σήμερα, υποτίθεται ότι η λογική των επιδοτήσεων είναι η διατήρηση της αγροτικής χρήσης της γης, για την διατήρηση του κάλλους της υπαίθρου και της διαφαινόμενης ανάγκης να διατηρήσουμε ως ήπειρος παραγωγικό δυναμικό,
δεδομένου ότι ο παγκόσμιος πληθυσμός αυξάνεται. Αλλά οι επιδοτούμενοι παραμένουν ακριβώς οι ίδιοι, επειδή το μέγεθος είναι ακόμα κρίσιμος δείκτης κυριαρχίας στην αγορά, μια αγορά αρκετά προστατευμένη για τους μεγάλους παίκτες, αλλά ασφυκτικά ανταγωνιστική για το μικρό κλήρο.
Η έννοια της επιδότησης είναι στο μυαλό μας συνδεδεμένη με την αναδιανομή. Αλλά είναι μάλλον απλά με τη διανομή. Τα κριτήρια δεν είναι «στρατηγικά» και ούτε υπάρχει μακρόπνοη στρατηγική. Η μεταβίβαση πόρων με άλλα λόγια δεν ακολουθεί κριτήρια ούτε λιγότερο, ούτε περισσότερο ηθικά απ’ αυτά για τα οποία η Ελλάδα κατηγορείται σήμερα για διαφθορά και αναποτελεσματικότητα. Και ένα από τα ζητήματα που προκύπτουν είναι ότι, συστημικά, η Ευρώπη δεν μπορεί να δει το μέλλον στρατηγικά, όπως άλλωστε και η Ελλάδα.
Εκ πρώτης όψεως, η λογική της «πράσινης ανάπτυξης» εμφανίζεται ως λογική αναδιανομής. Αντί της μεγάλης γαιοκτησίας, εμφανίζεται η λογική της ποιότητας, της μεθόδου της καλλιέργειας και της ποιότητας του προϊόντος ως κύριο κριτήριο επιλογής του επιδοτούμενου. Αυτή όμως είναι μια επιλογή που προκρίνει την καλλιέργεια εντάσεως γνώσεως και κεφαλαίου. Δεν αφορά τον αγρότη χωρίς κεφάλαιο και τεχνογνωσία και μάλλον οξύνει αντί να αμβλύνει το εισοδηματικό χάσμα.
Με άλλα λόγια, εύκαιρες και πρόχειρες απαντήσεις μάλλον δεν υπάρχουν. Αλλά πρέπει να υπάρξει μια στρατηγική. Σύμφωνοι, αυτή τη στιγμή η Ευρώπη απλά αδυνατεί να είναι κάτι περισσότερο από άθροισμα κρατών ή περιφερειών, ενώ η μόνη μεταρρύθμιση είναι η απορρύθμιση. Και η αγορά δεν είναι πάντα λογική, επειδή ακριβώς εστιάζει στο άμεσο κέρδος, χωρίς στρατηγική.
Αλλά εμείς, τι θέλουμε; Σε λίγους μήνες η Ευρωβουλή θα κληθεί να πάρει μεγάλες αποφάσεις για τη Γεωργία. Παρουσιάζεται λοιπόν μια εξαιρετική ευκαιρία να γίνει μια πραγματική συζήτηση για το αναπτυξιακό πρότυπο της Ελλάδας, εντός της Ευρώπης, αλλά στη βάση μακρόπνοων σχεδιασμών, που δεν είναι έμφυτοι στη λειτουργία των Βρυξελλών. Πολλές όμως από τις κρίσιμες για το μέλλον της γεωργίας αποφάσεις θα ληφθούν το Μάρτιο στις Βρυξέλλες.
Επειδή ο κλάδος των τροφίμων είναι από τις λίγες χαρμόσυνες ειδήσεις σε μια πολύπαθη Ελλάδα, καταλαμβάνοντας μεγαλύτερα μερίδια στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, η επαναδιαπραγμάτευση της ΚΑΠ ίσως αποτελεί και μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για συζήτηση λίγο πιο πέρα από το δίλλημα μνημόνιο-άντιμνημόνιο. Εμείς, χωρίς αγροτικό μνημόνιο, τι γεωργία θέλουμε;
metarithmisi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου