Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2013

Η δεύτερη ευκαιρία της Δημοκρατίας


photo: bryan.navarro@Flickr

Η θερμοκρασία πέφτει
Φαίνεται παντού πια, ακόμη και αν κάποιοι προσποιούνται για το αντίθετο. Ο κύκλος της υπερθέρμανσης που εγκαινιάστηκε με τους Αγανακτισμένους της πλατείας το 2011 και έφτασε στο αποκορύφωμά του το Μάιο του επόμενου χρόνου δείχνει να κλείνει ρίχνοντας τη θερμοκρασία σε πιο ανεκτά επίπεδα. Τελικά, η πλατεία Συντάγματος παρέμεινε τέτοια και δεν θα μετονομαστεί σε Πλατεία Ταχρίρ, Ρόζα Λούξεμπουργκ ή Φύρερ. Ευτυχώς, η δημοκρατική νομιμότητα, με λίγη παραπάνω αυτοπεποίθηση απ’ όση μας είχε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια ξαναπαίρνει το πάνω χέρι.
Η κυβέρνηση, χωρίς να κάνει σπουδαίο έργο καταφέρνει να κρατάει σχετικά σταθερή την πορεία προς την Ευρώπη -με την πυξίδα που μας έδωσε η Τρόικα- και ταυτοχρόνως να αποφορτίζει το κλίμα,
κατάσταση για την οποία –μας αρέσει, δεν μας αρέσει να το λέμε- η εικόνα και η συμπεριφορά του πρωθυπουργού Α. Σαμαρά έχει παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο.

Σε ότι αφορά στην αξιωματική αντιπολίτευση, μέσα από παλινωδίες, αφέλειες, εγκληματικές σιωπές, αργά και βασανιστικά αφομοιώνεται στο παιχνίδι του κοινοβουλευτισμού. Από την όλη ιστορία η έλλογη αντισυστημική αριστερά θα πάρει αν δεν πήρε ήδη ένα μικρό μάθημα-αν και μερικοί από τους αντιπροσώπους της είναι ανεπίδεκτοι μαθήσεως: η αντιπροσωπευτική δημοκρατία και ο φιλελεύθερος πλουραλισμός συνεχίζουν να αποτελούν στην Ευρώπη το μοναδικό και αδιαπραγμάτευτο πλαίσιο πολιτικής λειτουργίας. Αν δεν καταφύγει στην ακραία βία (με αμφίβολα αποτελέσματα και σε αυτό το πεδίο) η Αριστερά υποχρεώνεται σε συμβιβασμό με την αγορά, τους εγχώριους και τους διεθνείς θεσμούς και τελικά αφομοιώνεται από το κοινοβούλιο και την αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Γίνεται συμβιβασμένη και καθωσπρέπει, εκνευριστικά πολιτικά ορθή και ολίγον γκρινιάρα αλλά εντέλει χρήσιμη στο βαθμό που οι δικές της ευαισθησίες στα θέματα των κοινωνικών ανισοτήτων δεν μπορούν να υποκατασταθούν από άλλους. Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ συμβιβαστεί με την ιδέα, πως η κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι ο μόνος εφικτός πολιτικός κόσμος, τότε θα μεταφερθεί από τη θεολογία του ολοκληρωτισμού στην πολιτική του αριστερού ρεφορμισμού. Μπορεί αυτό το ταξίδι να μην έχει τη γοητεία του μπολσεβικισμού, του τσεγκεβαρισμού ή του τσαβισμού, έχει όμως την ταπεινότητα και την λειτουργικότητα που μόνο αυτό το θαύμα της πολιτικής φύσης που λέγεται φιλελεύθερη δημοκρατία έδωσε στην ανθρωπότητα: τη διαχείριση και σύνθεση των αντιθέσεων στη βάση της αρχής της πλειοψηφίας και του σεβασμού των ατομικών δικαιωμάτων.

Αν όλα πάνε καλά, η συνέχιση αυτής της πορείας θεσμικής και οικονομικής σταθεροποίησης, θα μας επιτρέψει σχετικά σύντομα να ξανανοίξουμε τη συζήτηση για την ανακατασκευή και εντέλει αναζωογόνηση της δημοκρατίας μας. Η συζήτηση αυτή προϋποθέτει ένα βασικό στοιχείο. Να αξιοποιήσουμε την εμπειρία της λαϊκιστικής απειλής μετατρέποντας την από δύναμη καταστροφής σε θετική δύναμη για το πολιτικό σύστημα.
Ο Λαϊκισμός ως ευκαιρία δημοκρατικής αναζωογόνησης
Ο Λαϊκισμός έχει όλα τα κακά του κόσμου πάνω του. Πρώτος εγώ συμφωνώ σε αυτό. Αλλά αν μείνουμε εκεί, τότε δεν καταλάβαμε τίποτε. Η μεγάλη ζήτηση για το λαϊκισμό στη χώρα μας αλλά και στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια, σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με τις χρόνιες παθογένειες της πολιτικής ζωής και του κομματικού συστήματος.

Στην πραγματικότητα αυτό το τελευταίο λειτούργησε ως μια κλειστή αγορά ολιγοπωλιακού τύπου, παρουσιάζοντας όλες τις στρεβλώσεις που οι κλειστές αγορές επιδεικνύουν: χαμηλή ποιότητα υπηρεσιών και υψηλό κόστος που μετακυλύει στον καταναλωτή, εμπόδια στην ανανέωση και την καινοτομία, εκτεταμένη διαφθορά. Οι λαϊκιστές, πολλές φορές έχουν δίκιο, όταν επισημαίνουν κάποια από τα θέματα αυτά. Απλώς, το κάνουν με λάθος τρόπο και προς την λάθος κατεύθυνση. Το κάνουν αρνητικά. Από την οπτική αυτή χρειαζόμαστε να ανακαλύψουμε ένα «θετικό λαϊκισμό».

Μπορούμε, δηλαδή, να αξιοποιήσουμε τη δύναμη του λαϊκισμού με θετικό τρόπο. Να θέσουμε, δηλαδή, σε κίνηση μια σειρά από αλλαγές, που δεν θα συνέβαιναν αν πρώτον δεν χρεοκοπούσε το σύστημα και δεύτερον δεν φούσκωνε ο λαϊκισμός ως τσουνάμι. Αν για την οικονομία ο λαϊκισμός είναι δύναμη καταστροφής, για την πολιτική, κάτω από συνθήκες, μπορεί να γίνει εργαλείο αναζωογόνησης της δημοκρατικής διαδικασίας. Και για να συμβεί αυτό πρέπει πρώτα απ’ όλα το καθιερωμένο πολιτικό σύστημα να πάψει να φοβάται τους πολίτες του. Και αυτό είναι το μεγάλο μάθημα που πρέπει να πάρει σήμερα ολόκληρη η Ευρώπη.

Είναι οι θεσμοί ανόητε
Η δημοκρατία μας χρειάζεται, λοιπόν, αναζωογόνηση αλλά πως μπορεί να γίνει αυτό; Πρέπει να είμαστε συγκεκριμένοι. Πρέπει να στοχεύσουμε σε παρεμβάσεις πάνω στη θεσμική αρχιτεκτονική.
Άμεσα επείγει η δημοκρατία να μειώσει το κόστος της. Και αυτό δεν αφορά μόνο στο δημόσιο κόστος της δημοκρατίας, τη χρηματοδότηση των κομμάτων, τη μισθοδοσία των υπαλλήλων τους, κλπ. Πάγια θέση μου εδώ είναι πως πρέπει να καταργηθεί η «υποχρεωτική» χρηματοδότηση των κομμάτων από τον κρατικό προϋπολογισμό. Αυτό είναι απλό γιατί απαιτεί μια και μόνο απόφαση: τη ριζική μείωση των δαπανών των κομμάτων. Θυμίζω πως το 2009, τα χρήματα του κρατικού προϋπολογισμού που πήγαν στα ταμεία των ελληνικών κομμάτων ήταν σε απόλυτες τιμές όσα και στη Γαλλία –μια χώρα με 6 φορές τον πληθυσμό της Ελλάδας. Θυμίζω επίσης πως αυτό δεν απέτρεψε τις υποθέσεις μαύρου χρήματος στα ταμεία των κομμάτων.

Πρέπει επιπλέον όμως να μειωθεί και το κόστος της ιδιωτικής χρηματοδότησης -τα χρήματα που δίνουν οι πολιτικοί από την τσέπη τους ή οι χορηγοί τους. Αυτό είναι εφικτό να επιτευχθεί εφόσον μικρύνουν δραματικά οι εκλογικές περιφέρειες. Έχει γραφτεί κατά κόρον και έχουν αναγνωριστεί οι στρεβλώσεις που θέτουν στην ίδια τη φυσιογνωμία της πολιτικής αντιπροσώπευσης εκλογικές περιφέρειες όπως η Β’ Αθηνών ή η Α’ Θεσσαλονίκης.

Πρέπει να το εμπεδώσουμε. Δεν αρκούν ηθικολογικές κορώνες περί διαφθοράς. Πρέπει να χτυπήσουμε τα κίνητρα. Τα προβλήματα διαφθοράς και διαπλοκής όσο και η ανάγκη ποιοτικής ανανέωσης του πολιτικού προσωπικού είναι συνυφασμένα με το υψηλό (συχνά απαγορευτικό) κόστος της πολιτικής. Το κοινοβούλιο των άκρων, μας τρομάζει αναμφίβολα, αλλά θα έπρεπε να μας τρομάζει εξίσου το κοινοβούλιο των διεφθαρμένων και χειραγωγημένων από το μαύρο χρήμα πολιτικών.

Η ανάγκη για ανανέωση θέτει εκ των πραγμάτων το ζήτημα του περιορισμού των θητειών στην εκτελεστική κυρίως εξουσία. Εδώ μέσα χωρούν αρκετές και διαφορετικές τεχνικές προσεγγίσεις στο ζήτημα αλλά η ουσία παραμένει ίδια. Να μπει κάποιος φραγμός στους ισόβιους πολιτικούς της εκτελεστικής εξουσίας. Γιατί εδώ ο Λαϊκισμός έχει δίκιο που το επισημαίνει: μπορεί να γελάμε ή να εξοργιζόμαστε με τους κοινοβουλευτικούς μας αντιπροσώπους αλλά δεν είναι αυτοί που πρωτίστως μας έφεραν ως εδώ αλλά οι κύριοι της εκτελεστικής εξουσίας, ιδιαίτερα ο μικρός εκείνος αριθμός των ατόμων που παρέμενε στον πυρήνα της εκτελεστικής εξουσίας για χρόνια ποδηγετώντας τους υπόλοιπους θεσμούς συμπεριλαμβανομένου του κοινοβουλίου.

Πρέπει λοιπόν να περιορίσουμε την ισχύ της εκτελεστικής εξουσίας και ταυτόχρονα πρέπει να ξαναγίνει το κοινοβούλιο πραγματική δύναμη ελέγχου και όχι μαριονέτα στα χέρια της κυβέρνησης. Ο απόλυτος διαχωρισμός εκτελεστικής και κοινοβουλευτικής εξουσίας μοιάζει να είναι μια προωθητική λύση. Η ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας ίσως να είναι μια ακόμη. Η κατάργηση της πλειοψηφικής ρήτρας των 50 εδρών και η εισαγωγή αναλογικού συστήματος είναι ένα επιπλέον εργαλείο στα χέρια της αυτονόμησης της νομοθετικής από την εκτελεστική εξουσία.

Τέλος, αν θέλουμε να αφαιρέσουμε επιχειρήματα από τον λαϊκισμό η πολιτική πρέπει να αναζωογονηθεί και στο επίπεδο της συμμετοχής «από τα κάτω». Σε τελική ανάλυση οι ελίτ έχουν πολλούς τρόπους πρόσβασης στα κέντρα λήψης των αποφάσεων, οι φτωχοί πολίτες όμως περιορίζονται στα δελτία ειδήσεων και στις εκπομπές σκουπίδια για να εκφράσουν τη γνώμη τους. Η προώθηση θεσμών από την παράδοση της άμεσης δημοκρατίας(δημοψηφίσματα), ιδιαίτερα για τοπικά ή περιφερειακά θέματα είναι απαραίτητη. Η φιλελεύθερη δημοκρατία έχει ανάγκη από τη φρεσκάδα της λαϊκής συμμετοχής και την ανανέωση του πολιτικού διαλόγου.

Οι ελίτ πρέπει να θυμούνται πως οι πολίτες ωριμάζουν και μαθαίνουν να αγαπούν τη δημοκρατία συμμετέχοντας σε αυτήν, όχι αποκλειόμενοι. Η συμμετοχή είναι μια επώδυνη διαδικασία λήψης αποφάσεων που δεν οδηγεί πάντα στη σωστή απόφαση. Αλλά ας είμαστε ειλικρινείς κύριοι, ποιος από τους πολιτικούς πρωταγωνιστές μας θα στοιχημάτιζε την περιουσία του πως ξέρει απολύτως το σωστό. Κανείς, αν κρίνουμε από το πώς φτάσαμε έως εδώ. Εξάλλου, η μαγεία της φιλελεύθερης δημοκρατίας δεν βρίσκεται εκεί. Βρίσκεται στην ιδιότητα του πολίτη μέσα σε συνθήκες ελευθερίας και σεβασμού των ατομικών δικαιωμάτων. Όλα τα άλλα θα τα βρούμε στην πορεία
protagon.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Απάντηση Λατινοπούλου στις καταγγελίες Μπογδάνου – «Το 8% στις δημοσκοπήσεις πόνεσε πολύ και πολλούς»

Η Αφροδίτη Λατινοπούλου απάντησε στον Κωνσταντίνο Μπογδάνο για τις καταγγελίες περί πλαστών υπογραφών για την ίδρυση του κόμματός της. Η κα ...