Αν δοθεί με πολιτικά κριτήρια η απάντηση στο ερώτημα, σίγουρα θα μας διχάσει, διότι μάθαμε να βλέπουμε τα πράγματα με χρωματιστά γυαλιά. Ό,τι λέγουν οι «δικοί μας» είναι καλό, ό,τι λέγουν οι άλλοι είναι απορριπτέο. Όμως, «ουδέν κακό αμιγές καλού» και το αντίστροφο. Σε κάθε εξαγγελία, υπάρχουν τόσο τα θετικά όσο και τα αρνητικά στοιχεία.
Η πρώτη διαπίστωση στην οποία μπορεί κάποιος να προβεί, είναι ότι πολυδιαφημίστηκε η εξαγγελία της οικονομικής πολιτικής της Ν.Δ. και δημιούργησε μεγάλες προσδοκίες, χωρίς να υπάρξει το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Διότι ο κ. Μιχελάκης μας διαβεβαίωνε ότι θα υπάρξει «συγκεκριμένο και κοστολογημένο πρόγραμμα εξόδου από την κρίση», αλλά ικανοποιητική κοστολόγηση δεν είδαμε, πολλώ δε μάλλον το χρονικό πλαίσιο που απαιτείται προς υλοποίηση κάθε μέτρου του προγράμματος. Τα σημαντικότερα, δηλαδή. Οι προεκλογικού τύπου οικονομικές παροχές, νομίζω ότι δεν συγκινούν πλέον ούτε τους οπαδούς του κόμματος.
Στη δε κατάσταση, στην οποία βρισκόμαστε τώρα, κάθε πρόγραμμα πρέπει στις γενικές του γραμμές να τύχει της έγκρισης της Τρόικας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Έχει εξασφαλιστεί αυτή; Πέραν αυτού, απαιτείται και αλλαγή του Συντάγματος για να ξεπεραστεί ο σκόπελος του Συμβουλίου Επικρατείας, στο θέμα φερ’ ειπείν της νομιμοποίησης των 700.000 αυθαιρέτων και μάλιστα με πλήρεις τίτλους. Είναι βέβαιο ότι θα συναινέσει και η τότε αξιωματική αντιπολίτευση για αλλαγή του συνταγματικού άρθρου;
Ως προς την ουσία, ο κ. Σαμαράς είπε τα αυτονόητα, δεν πρωτοτύπησε. Και -ίσως δεν κατάλαβαν οι οπαδοί- επίσημα πλέον αναγνώρισε το Μνημόνιο, παρουσιάζοντας πρόγραμμα χωρίς την κατάργηση, αλλά την επαναδιαπραγμάτευσή του. Δεν κατάγγειλε την ύπαρξή του ως αντισυνταγματική. Αυτό θα ευχαρίστησε την Τρόικα, όπως και πολλά άλλα σημεία. Ενώ δε, τόσο ο κ. Α. Σαμαράς όσο και τα στελέχη της ΝΔ ασκούν οξεία κριτική στη σημερινή κυβέρνηση, ότι είναι επικίνδυνη για τον τόπο, δεν ζήτησε εκλογές για να σωθεί η χώρα. Θέλει άραγε να στήσει το πρωθυπουργικό γραφείο πάνω σε ερείπια;
Στο θέμα της μείωσης της φορολόγησης, είναι γνωστό ότι αυτό επιζητείται εξ αρχής από επιχειρηματίες και οικονομολόγους. Ενισχυτικό του επιχειρήματος αυτού είναι ότι η αύξηση της φορολογίας απέφερε λιγότερα έσοδα στο δημόσιο ταμείο απ’ ό,τι λανθασμένα υπολογίστηκε. Η μείωση της φορολογίας εφαρμόστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 από την Θάτσερ και τον Ρέηγκαν. Και το μέτρο αποδείχτηκε επιτυχές. Όμως, δεν είναι ίδιες οι περιπτώσεις.
Η μείωση της φορολογίας, πράγματι θα ανακουφίσει τις επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν πρόβλημα βιωσιμότητας. Και θα μειώσει τον αριθμό των πτωχεύσεων και των ανέργων. Ως προς την προσέλκυση όμως επενδυτών, που είναι το πρώτιστο που μας ενδιαφέρει, δεν αρκεί, διότι δεν υπήρξε παράλληλη πρόταση εξυγίανσης του άρρωστου δημόσιου οργανισμού. Δεν υπήρξε κάτι συγκεκριμένο ως προς τη μείωση της συνολικής δημόσιας δαπάνης, είτε αυτό γίνει με απολύσεις πλεοναζόντων υπαλλήλων είτε με μειώσεις μισθών ή συντάξεων ή δι’ άλλου τρόπου. Οι εκατοντάδες χιλιάδες δημόσιοι υπάλληλοι επηρεάζουν άμεσα το εκλογικό αποτέλεσμα, και ο κ. Σαμαράς απέφυγε να θίξει το πρόβλημα.
Θετική είναι η επανασύσταση των υπουργείων Ναυτιλίας και Τουρισμού. Είναι περίεργη η απόφαση της σημερινής κυβέρνησης που κατάργησε τα δύο υπουργεία που φέρνουν έσοδα. Με βρίσκει σύμφωνο επίσης η διατήρηση των δικτύων της ΔΕΗ υπό εθνικό έλεγχο και η αποκρατικοποίηση των υπολοίπων μέσω στρατηγικού επενδυτή, αφού διασπαστεί η ΔΕΗ σε πολλές εταιρίες. Το ίδιο έπρεπε να γίνει και στην περίπτωση του ΟΤΕ.
Γενικότερα, θα μπορούσα να πω ότι «πολλή φασαρία για το τίποτε». Από την άλλη πλευρά όμως, αντάξια του απαξιωμένου πολιτικού μας συστήματος ήταν και η αντίδραση του κυβερνώντος κόμματος. Χαρακτήρισε συλλήβδην τις προτάσεις ως «Ψεύδη, υπερβολές, υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα, «φωτοτυπίες» κυβερνητικών πρωτοβουλιών και «διαφάνειες» με τις οποίες... επιχειρούν να τετραγωνίσουν τον κύκλο».
Συμπέρασμα: Ορθώς κατά τη γνώμη μου το 70% του ελληνικού λαού, δεν ελπίζει πως κάποιο από τα κόμματα εξουσίας υπό τη σημερινή τους μορφή, μπορεί να βγάλει τη χώρα από την κρίση.
parapolitika.gr
Στη δε κατάσταση, στην οποία βρισκόμαστε τώρα, κάθε πρόγραμμα πρέπει στις γενικές του γραμμές να τύχει της έγκρισης της Τρόικας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Έχει εξασφαλιστεί αυτή; Πέραν αυτού, απαιτείται και αλλαγή του Συντάγματος για να ξεπεραστεί ο σκόπελος του Συμβουλίου Επικρατείας, στο θέμα φερ’ ειπείν της νομιμοποίησης των 700.000 αυθαιρέτων και μάλιστα με πλήρεις τίτλους. Είναι βέβαιο ότι θα συναινέσει και η τότε αξιωματική αντιπολίτευση για αλλαγή του συνταγματικού άρθρου;
Ως προς την ουσία, ο κ. Σαμαράς είπε τα αυτονόητα, δεν πρωτοτύπησε. Και -ίσως δεν κατάλαβαν οι οπαδοί- επίσημα πλέον αναγνώρισε το Μνημόνιο, παρουσιάζοντας πρόγραμμα χωρίς την κατάργηση, αλλά την επαναδιαπραγμάτευσή του. Δεν κατάγγειλε την ύπαρξή του ως αντισυνταγματική. Αυτό θα ευχαρίστησε την Τρόικα, όπως και πολλά άλλα σημεία. Ενώ δε, τόσο ο κ. Α. Σαμαράς όσο και τα στελέχη της ΝΔ ασκούν οξεία κριτική στη σημερινή κυβέρνηση, ότι είναι επικίνδυνη για τον τόπο, δεν ζήτησε εκλογές για να σωθεί η χώρα. Θέλει άραγε να στήσει το πρωθυπουργικό γραφείο πάνω σε ερείπια;
Στο θέμα της μείωσης της φορολόγησης, είναι γνωστό ότι αυτό επιζητείται εξ αρχής από επιχειρηματίες και οικονομολόγους. Ενισχυτικό του επιχειρήματος αυτού είναι ότι η αύξηση της φορολογίας απέφερε λιγότερα έσοδα στο δημόσιο ταμείο απ’ ό,τι λανθασμένα υπολογίστηκε. Η μείωση της φορολογίας εφαρμόστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 από την Θάτσερ και τον Ρέηγκαν. Και το μέτρο αποδείχτηκε επιτυχές. Όμως, δεν είναι ίδιες οι περιπτώσεις.
Η μείωση της φορολογίας, πράγματι θα ανακουφίσει τις επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν πρόβλημα βιωσιμότητας. Και θα μειώσει τον αριθμό των πτωχεύσεων και των ανέργων. Ως προς την προσέλκυση όμως επενδυτών, που είναι το πρώτιστο που μας ενδιαφέρει, δεν αρκεί, διότι δεν υπήρξε παράλληλη πρόταση εξυγίανσης του άρρωστου δημόσιου οργανισμού. Δεν υπήρξε κάτι συγκεκριμένο ως προς τη μείωση της συνολικής δημόσιας δαπάνης, είτε αυτό γίνει με απολύσεις πλεοναζόντων υπαλλήλων είτε με μειώσεις μισθών ή συντάξεων ή δι’ άλλου τρόπου. Οι εκατοντάδες χιλιάδες δημόσιοι υπάλληλοι επηρεάζουν άμεσα το εκλογικό αποτέλεσμα, και ο κ. Σαμαράς απέφυγε να θίξει το πρόβλημα.
Θετική είναι η επανασύσταση των υπουργείων Ναυτιλίας και Τουρισμού. Είναι περίεργη η απόφαση της σημερινής κυβέρνησης που κατάργησε τα δύο υπουργεία που φέρνουν έσοδα. Με βρίσκει σύμφωνο επίσης η διατήρηση των δικτύων της ΔΕΗ υπό εθνικό έλεγχο και η αποκρατικοποίηση των υπολοίπων μέσω στρατηγικού επενδυτή, αφού διασπαστεί η ΔΕΗ σε πολλές εταιρίες. Το ίδιο έπρεπε να γίνει και στην περίπτωση του ΟΤΕ.
Γενικότερα, θα μπορούσα να πω ότι «πολλή φασαρία για το τίποτε». Από την άλλη πλευρά όμως, αντάξια του απαξιωμένου πολιτικού μας συστήματος ήταν και η αντίδραση του κυβερνώντος κόμματος. Χαρακτήρισε συλλήβδην τις προτάσεις ως «Ψεύδη, υπερβολές, υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα, «φωτοτυπίες» κυβερνητικών πρωτοβουλιών και «διαφάνειες» με τις οποίες... επιχειρούν να τετραγωνίσουν τον κύκλο».
Συμπέρασμα: Ορθώς κατά τη γνώμη μου το 70% του ελληνικού λαού, δεν ελπίζει πως κάποιο από τα κόμματα εξουσίας υπό τη σημερινή τους μορφή, μπορεί να βγάλει τη χώρα από την κρίση.
parapolitika.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου