Στις 13 Αυγούστου δημοσιεύτηκε στο γερμανικό περιοδικό Spiegel ένα άρθρο σε συνέχεια προσωπικής μου συνέντευξης, αλλά και συνεντεύξεων άλλων Ελλήνων πολιτών που αναπτύσσουμε κοινωνικές δράσεις.
Το εν λόγω άρθρο μπορεί να φαίνεται ότι με τιμά ως προσωπικότητα, την ίδια στιγμή όμως εγώ αισθάνθηκα ότι με προσβάλλει ως Ελληνίδα και ως Ευρωπαίο πολίτη. Γιατί μπορεί το εν λόγω άρθρο να αναφέρει το όνομά μου επί 13 φορές, αλλά το αναφέρει πάντα δίπλα σε ανακριβείς και κυρίως αναληθείς διατυπώσεις που ποτέ δεν ανέφερα και ούτε καν υπονόησα. Διαβάζοντας το άρθρο προσπαθούσα να καταλάβω τα όρια ανάμεσα στην άκρως αντιεπαγγελματική έως της άκρως προκατειλημμένη δημοσιογραφία. Απορούσα αν το άρθρο αυτό γράφτηκε για να αναδειχθεί αυτό που όντως «νέοι Έλληνες στην περίοδο της κρίσης» απάντησαν στις ερωτήσεις της
Γερμανίδας δημοσιογράφου ή για να αναπαραχθούν, με επιδέξιο τρόπο, στερεότυπα ή και σκοπιμότητες του περιοδικού; Τρόμαξα με τον επιδέξιο τρόπο που μπορούν τα ΜΜΕ μπορούν να σε κάνουν να είσαι αυτό ακριβώς που δεν θέλεις να είσαι.
Το άρθρο ξεκινά παραθέτοντας εκ μέρους μου μια σειρά από ερωτήματα που ποτέ δεν αναφέρθηκαν και τα οποία τυχαίνει να είναι οι συνηθισμένες - που προσωπικά απεχθάνομαι - άστοχες έως ύπουλες γενικεύσεις εις βάρος μίας ολόκληρης κοινωνίας. Στη συνέχεια αναφέρονται εκ μέρους μου ανατριχιαστικές λεπτομέρειες όπως ότι «οι λογαριασμοί νερού στην Πελοπόννησο δεν πληρώνονται επειδή στέλνονται σποραδικά και κανείς δεν ζητάει να πληρωθούν», πληροφορίες τις οποίες ούτε ανέφερα ούτε καν τυχαίνει να γνωρίζω.
Το άρθρο συνεχίζει με μία συστηματική και προκλητική επιδέξια αντιστροφή νοημάτων που λες και θέλει να σε κάνει να ξεχάσεις ποιος είσαι, τι κάνεις και γιατί το κάνεις.
Γιατί, είναι άλλο να έχω πει ότι «μέσα από τις δράσεις μας διαπιστώνουμε διαρκώς ότι οι πολίτες θέλουν να συμμετέχουν στον σχεδιασμό ή στη λήψη αποφάσεων των κοινών, αλλά ποτέ δεν είχαν αυτή τη δυνατότητα από τους ίδιους τους πολιτικούς θεσμούς της χώρας» - και είναι άλλο να γράφουν πως «οι πολίτες δεν έμαθαν ποτέ να συμμετέχουν στα κοινά και ήταν χαρούμενοι με αυτό».
Είναι άλλο να έχω πει ότι «η διαφθορά συνεχίζεται ακόμα και τώρα και θα συνεχίζεται όσο τα κόμματα λειτουργούν με αντιδημοκρατικές και αδιαφανείς διαδικασίες και ζουν μόνο μέσα από τις πελατειακές σχέσεις τους» και είναι άλλο να γράφουν ότι «Δεν υπάρχουν χρήματα πια για fakelaki και rousfeti. Το παιχνίδι τελείωσε».
Είναι τελείως διαφορετικό να έχω αναφέρει πως «μια ανοιχτή και συμμετοχική διαδικασία αξιολόγησης, σαν αυτή που διαμόρφωσε το taxi beat, έκανε ακαριαία την κοινότητα των οδηγών ταξί να δίνει τον καλύτερό της εαυτό» και τελικά να γράφεται ότι «στην Ελλάδα χρηματίζονται από τους πολιτικούς μέχρι και τους ταξιτζήδες».
Τυχαίνει και συμμετέχω σε δράσεις εθελοντισμού και αλληλεγγύης στην Ελλάδα από 12 χρόνων, περισσότερα από 20 χρόνια. H «κοινωνική συνείδηση και η αυτοοργάνωση» (τα οποία επισημαίνει ο συγγραφέας του άρθρου «Και όμως, μπορούμε»*) έγιναν πρόσφατα της μόδας στην Ελλάδα καθώς προβάλλονται σε εγχώρια και διεθνή ΜΜΕ ως μια «θετική» απόρροια της κρίσης, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν εδώ και χρόνια στην ελληνική κοινωνία. Ο δράσεις αλληλεγγύης και αυτοδιαχείρισης στην Ελλάδα μπορεί να διευρύνθηκαν μέσα στην κρίση λόγω του κοινωνικού ενστίκτου της επιβίωσης ή της διευρυμένης ανεργίας, αλλά είναι αναγκαίο να καταλάβουμε όλοι πως οι δράσεις αυτές σήμερα είναι βαρέλι δίχως πάτο και πως εάν δεν αντιμετωπίσουμε παράλληλα την πηγή του κακού, θα εξαντληθούμε ανεπανόρθωτα σαν κοινωνία.
Γιατί η Κοινωνία των Πολιτών στην Ελλάδα παραμένει αποκλεισμένη από τους ίδιους τους συνταγματικούς θεσμούς της χώρας οι οποίοι την ίδια στιγμή επιτρέπουν στα κόμματα να καλλιεργούν τα υποκατάστατά των ΜΚΟ που εξυπηρετούν μόνο εκλογικά και οικονομικά συμφέροντα. Γιατί η υπευθυνότητα και η συμμετοχή του Έλληνα πολίτη εκεί που αξίζει, ματαιώνεται συστηματικά ακόμα και από την ελληνική «Δικαιοσύνη» η οποία ελέγχεται από τα κλειστά κέντρα πολιτικής και οικονομικής ισχύος βάσει του επιδέξιου Συντάγματος της Ελλάδας. Γιατί ίδια η πολιτεία συνταγματικά δεν αναγνωρίζει καν τον ρόλο του ενεργού πολίτη, ούτε καν τον ρόλο του ενεργού πολιτικού, αλλά θεσμοθετεί τον ρόλο των κομματικών υπηκόων και της κομματοκρατίας.
Όταν πολιτικοί «αντιπρόσωποι» και μέσα μαζικής ενημέρωσης αντί να εκφράζουν τους πολίτες, μπορούν να μας υποτιμούν και να μας προσβάλουν συστηματικά χωρίς παράλληλα να μπορούμε να κάνουμε τίποτα για αυτό, τότε το πολίτευμά μας δεν είναι Δημοκρατία. Είναι μία καμουφλαρισμένη ολιγαρχία που απλά κάθε 4 χρόνια μας «υποχρεώνει» να τη νομιμοποιούμε και ήρθε η ώρα να το καταλάβουμε και να αναρωτηθούμε ποια είναι η «Δημοκρατία» που (νομίζουμε ότι) έχουμε και ποια είναι η Δημοκρατία που θέλουμε.
protagon.gr
Το εν λόγω άρθρο μπορεί να φαίνεται ότι με τιμά ως προσωπικότητα, την ίδια στιγμή όμως εγώ αισθάνθηκα ότι με προσβάλλει ως Ελληνίδα και ως Ευρωπαίο πολίτη. Γιατί μπορεί το εν λόγω άρθρο να αναφέρει το όνομά μου επί 13 φορές, αλλά το αναφέρει πάντα δίπλα σε ανακριβείς και κυρίως αναληθείς διατυπώσεις που ποτέ δεν ανέφερα και ούτε καν υπονόησα. Διαβάζοντας το άρθρο προσπαθούσα να καταλάβω τα όρια ανάμεσα στην άκρως αντιεπαγγελματική έως της άκρως προκατειλημμένη δημοσιογραφία. Απορούσα αν το άρθρο αυτό γράφτηκε για να αναδειχθεί αυτό που όντως «νέοι Έλληνες στην περίοδο της κρίσης» απάντησαν στις ερωτήσεις της
Γερμανίδας δημοσιογράφου ή για να αναπαραχθούν, με επιδέξιο τρόπο, στερεότυπα ή και σκοπιμότητες του περιοδικού; Τρόμαξα με τον επιδέξιο τρόπο που μπορούν τα ΜΜΕ μπορούν να σε κάνουν να είσαι αυτό ακριβώς που δεν θέλεις να είσαι.
Το άρθρο ξεκινά παραθέτοντας εκ μέρους μου μια σειρά από ερωτήματα που ποτέ δεν αναφέρθηκαν και τα οποία τυχαίνει να είναι οι συνηθισμένες - που προσωπικά απεχθάνομαι - άστοχες έως ύπουλες γενικεύσεις εις βάρος μίας ολόκληρης κοινωνίας. Στη συνέχεια αναφέρονται εκ μέρους μου ανατριχιαστικές λεπτομέρειες όπως ότι «οι λογαριασμοί νερού στην Πελοπόννησο δεν πληρώνονται επειδή στέλνονται σποραδικά και κανείς δεν ζητάει να πληρωθούν», πληροφορίες τις οποίες ούτε ανέφερα ούτε καν τυχαίνει να γνωρίζω.
Το άρθρο συνεχίζει με μία συστηματική και προκλητική επιδέξια αντιστροφή νοημάτων που λες και θέλει να σε κάνει να ξεχάσεις ποιος είσαι, τι κάνεις και γιατί το κάνεις.
Γιατί, είναι άλλο να έχω πει ότι «μέσα από τις δράσεις μας διαπιστώνουμε διαρκώς ότι οι πολίτες θέλουν να συμμετέχουν στον σχεδιασμό ή στη λήψη αποφάσεων των κοινών, αλλά ποτέ δεν είχαν αυτή τη δυνατότητα από τους ίδιους τους πολιτικούς θεσμούς της χώρας» - και είναι άλλο να γράφουν πως «οι πολίτες δεν έμαθαν ποτέ να συμμετέχουν στα κοινά και ήταν χαρούμενοι με αυτό».
Είναι άλλο να έχω πει ότι «η διαφθορά συνεχίζεται ακόμα και τώρα και θα συνεχίζεται όσο τα κόμματα λειτουργούν με αντιδημοκρατικές και αδιαφανείς διαδικασίες και ζουν μόνο μέσα από τις πελατειακές σχέσεις τους» και είναι άλλο να γράφουν ότι «Δεν υπάρχουν χρήματα πια για fakelaki και rousfeti. Το παιχνίδι τελείωσε».
Είναι τελείως διαφορετικό να έχω αναφέρει πως «μια ανοιχτή και συμμετοχική διαδικασία αξιολόγησης, σαν αυτή που διαμόρφωσε το taxi beat, έκανε ακαριαία την κοινότητα των οδηγών ταξί να δίνει τον καλύτερό της εαυτό» και τελικά να γράφεται ότι «στην Ελλάδα χρηματίζονται από τους πολιτικούς μέχρι και τους ταξιτζήδες».
Τυχαίνει και συμμετέχω σε δράσεις εθελοντισμού και αλληλεγγύης στην Ελλάδα από 12 χρόνων, περισσότερα από 20 χρόνια. H «κοινωνική συνείδηση και η αυτοοργάνωση» (τα οποία επισημαίνει ο συγγραφέας του άρθρου «Και όμως, μπορούμε»*) έγιναν πρόσφατα της μόδας στην Ελλάδα καθώς προβάλλονται σε εγχώρια και διεθνή ΜΜΕ ως μια «θετική» απόρροια της κρίσης, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν εδώ και χρόνια στην ελληνική κοινωνία. Ο δράσεις αλληλεγγύης και αυτοδιαχείρισης στην Ελλάδα μπορεί να διευρύνθηκαν μέσα στην κρίση λόγω του κοινωνικού ενστίκτου της επιβίωσης ή της διευρυμένης ανεργίας, αλλά είναι αναγκαίο να καταλάβουμε όλοι πως οι δράσεις αυτές σήμερα είναι βαρέλι δίχως πάτο και πως εάν δεν αντιμετωπίσουμε παράλληλα την πηγή του κακού, θα εξαντληθούμε ανεπανόρθωτα σαν κοινωνία.
Γιατί η Κοινωνία των Πολιτών στην Ελλάδα παραμένει αποκλεισμένη από τους ίδιους τους συνταγματικούς θεσμούς της χώρας οι οποίοι την ίδια στιγμή επιτρέπουν στα κόμματα να καλλιεργούν τα υποκατάστατά των ΜΚΟ που εξυπηρετούν μόνο εκλογικά και οικονομικά συμφέροντα. Γιατί η υπευθυνότητα και η συμμετοχή του Έλληνα πολίτη εκεί που αξίζει, ματαιώνεται συστηματικά ακόμα και από την ελληνική «Δικαιοσύνη» η οποία ελέγχεται από τα κλειστά κέντρα πολιτικής και οικονομικής ισχύος βάσει του επιδέξιου Συντάγματος της Ελλάδας. Γιατί ίδια η πολιτεία συνταγματικά δεν αναγνωρίζει καν τον ρόλο του ενεργού πολίτη, ούτε καν τον ρόλο του ενεργού πολιτικού, αλλά θεσμοθετεί τον ρόλο των κομματικών υπηκόων και της κομματοκρατίας.
Όταν πολιτικοί «αντιπρόσωποι» και μέσα μαζικής ενημέρωσης αντί να εκφράζουν τους πολίτες, μπορούν να μας υποτιμούν και να μας προσβάλουν συστηματικά χωρίς παράλληλα να μπορούμε να κάνουμε τίποτα για αυτό, τότε το πολίτευμά μας δεν είναι Δημοκρατία. Είναι μία καμουφλαρισμένη ολιγαρχία που απλά κάθε 4 χρόνια μας «υποχρεώνει» να τη νομιμοποιούμε και ήρθε η ώρα να το καταλάβουμε και να αναρωτηθούμε ποια είναι η «Δημοκρατία» που (νομίζουμε ότι) έχουμε και ποια είναι η Δημοκρατία που θέλουμε.
protagon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου