Ήταν αναμενόμενο η τρέχουσα πολιτική σύγκρουση «μνημονιακών»- «αντιμνημονιακών» να πάρει εθνικιστικά χαρακτηριστικά. Ήταν αναμενόμενο ό,τι στην αρχή φάνταζε περιθωριακό, ό,τι γραφόταν σε ακραία μπλογκς και έντυπα, ό,τι διακήρυσσε ο Μίκης Θεοδωράκης, κατά μόνας ή με τις κατά καιρούς οργανώσεις του, να πολλαπλασιαστεί, να ενταθεί, ακόμα και να επισημοποιηθεί: οι μειοδότες «μνημονιακοί» και οι εθνικόφρονες «αντιμνημονιακοί». Οι πρώτοι πουλάνε βάσει οργανωμένου και έξωθεν εκπορευόμενου (από τους μασόνους, τους Εβραίους και, σε κάθε περίπτωση, τους Γερμανούς) σχεδίου την πατρίδα, οι δεύτεροι την υπερασπίζονται σθεναρά -ορισμένοι μάλιστα από αυτούς, όχι κατ’ανάγκη οι πιο δευτεροκλασάτοι, καλούν πλέον ανοιχτά ακόμα και σε «σύγχρονη» ανασύσταση του ΕΑΜ! Η χώρα έχει επείγουσα ανάγκη από την συγκρότηση ενός αντιστασιακού «εθνικού μετώπου» για τη σωτηρία της. Πώς αλλιώς να ερμηνευθούν οι σχετικές δηλώσεις κορυφαίων στελεχών και διανοουμένων της αριστεράς (και μάλιστα προερχόμενων από την πάλαι ποτέ «ανανεωτική» της πτέρυγα) που δεν αμφισβητούν «απλώς» κάποιες πολιτικές, αλλά και τις προθέσεις των φορέων τους; Πώς αλλιώς να ερμηνευθεί ο πληθωρισμός της εθνικοφροσύνης στην ευρύτερη δεξιά; Ο ένας ιδρύει τους «Ανεξάρτητους Ελληνες», ο άλλος την «Πατρίδα», ο τρίτος αποχωρεί από την κυβέρνηση (και χαρακτηρίζει όλους τους υπόλοιπους «ναι-ναίκους», καλά να πάθουν που τον δέχτηκαν, αν δεν τον παρακάλεσαν κιόλας!). Και στη μέση, δηλαδή παντού, ως εκφραστής του ταλαιπωρημένου, αγανακτισμένου, αλλά πάντα «περήφανου μέσου ανθρώπου», ο Θεοδωράκης με την «Ελλάδα».
Για όποιον δεν κατάλαβε, βρισκόμαστε στο 1940! Για παράδειγμα, ο Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ μας είχε προειδοποιήσει σχετικά έγκαιρα, ανήμερα μάλιστα της εθνικής επετείου της 28ης Οκτωβρίου: τότε, δηλαδή το 1940, ο ελληνικός λαός είχε πολεμήσει κατά του ναζισμού, σήμερα πολεμά κατά του «σιωνισμού», αλλά κάποιοι δεν τον είχαμε ακούσει. Στο μεταξύ, βέβαια, η γερμανοφοβία χτύπησε κόκκινο. Αγώνας μαζικός, λαϊκός, εθνικο-απελευθερωτικός -όπως τότε, έτσι και τώρα. Σαν να μην πέρασε μια μέρα.
Όλη αυτή η κακόγουστη φάρσα θα μπορούσε να καταλήξει σε τραγωδία. Εθνική τραγωδία. Γιατί αυτό που συμβαίνει είναι η μεθοδευμένη εργαλειοποίηση της δικαιολογημένης ως έναν βαθμό κοινωνικής δυσφορίας και διαμαρτυρίας και ο προσανατολισμός της προς την υπόδειξη ενός εσωτερικού εχθρού. Το σχήμα είναι γνωστό: «λαός» εναντίον «ελίτ» που όχι μόνον δεν ενδιαφέρονται για την τύχη του, αλλά και συνειδητά, συνεργαζόμενες με αλλότριους συμμάχους της, αποσκοπούν στην εξουθένωσή του, υλική και πνευματική, προκειμένου να τον υποτάξουν.
Πώς απαντάμε (αν υποτεθεί ότι υφίσταται αυτός ο πληθυντικός του «εμείς») σε αυτήν τη ραγδαία κλιμακούμενη επίθεση του ανεύθυνου εθνικο-λαϊκισμού; Καταρχάς, με το να κατανοήσουμε το περιεχόμενο των «λόγων» του, αναλύοντας τα «επιχειρήματά» του, εντοπίζοντας τον πυρήνα του. Κατανοώντας, δηλαδή, ότι όλη αυτή η επιχείρηση είναι εξ αντικειμένου πρωτίστως ιδεολογική και πολιτική: θέλει να απονομιμοποιήσει ηθικο-πολιτικά και να δαιμονοποιήσει οποιονδήποτε σκέφτεται και δρα διαφορετικά ως «αντεθνικό δρώντα». Μονοπωλώντας την έκφραση του υπαρκτού κοινωνικού πόνου, αλλά και κλείνοντας το μάτι σε οργανωμένες συντεχνίες, κηρύσσει έναν κίβδηλο ανένδοτο αγώνα καταγγέλλοντας όλους όσους δεν είναι με το μέρος του «λαού» ως το αντέθνος που τον επιβουλεύεται, ως «ξένο σώμα» που παρασιτεί μέσα στο υγιές σώμα της εθνικής κοινότητας. Πρόκειται για μείζονα συκοφαντία, με την αρχαιοελληνική έννοια, όπου διαμέσου της διαβολής, αποσκοπεί στην ηθική εξόντωση του αντιπάλου, που ανάγεται σε εχθρό. Γι’ αυτό και επείγει η κατανόηση και η αντιμετώπιση αυτής τής στην πραγματικότητα πολεμικού τύπου επιχείρησης. Διαφορετικά, η οποιαδήποτε μονοσήμαντα ορθολογική της αντιμετώπιση (π.χ. σε επίπεδο προγράμματος, για το τι πρέπει να γίνει σήμερα, κλπ.) είναι εκ των προτέρων καταδικασμένη σε αποτυχία. Το αρτιότερο πρόγραμμα, το καλύτερα τεχνοκρατικά θεμελιωμένο, δεν έχει πιθανότητα επιτυχίας, δηλαδή να κατακτήσει τις ψυχές των ανθρώπων αν, ταυτοχρόνως, δεν επενδυθεί με έναν πειστικό λόγο που να μιλά, με μη-δημαγωγικό τρόπο, στο όνομα του εθνικού και του λαϊκού συμφέροντος.
Με άλλα λόγια, η δικαιολογημένα ως έναν βαθμό «αντι-συστημική» φορά που έχει προσλάβει η κοινωνική διαμαρτυρία, οφείλει να πολιτικοποιηθεί. Κάτι που πρακτικά θα μπορούσε να σημαίνει ότι η μακρόχρονη ρεαλιστική έξοδος από την κρίση δεν μπορεί, ούτε πρέπει, να αποσυνδέεται από μια ηθικο-πολιτική της αλληλεγγύης προς τα πραγματικά θύματα αυτής της κρίσης. Το πεπρωμένο των πραγματικών θυμάτων, όχι φυσικά με την μιζεραμπιλιστική έννοια της ακατάσχετης αριστερο-δεξιάς δημαγωγίας, αλλά υπό την οπτική της κοινωνίας ως «κοινότητας πεπρωμένου», ως ανοιχτής κοινότητας πολιτών, δηλαδή ως δημοκρατικά συγκροτημένου έθνους, οφείλει να κατέχει κεντρική θέση σε έναν λόγο που θέλει να υπερβεί την εν πολλοίς πλαστή διαίρεση «μνημόνιο»/«αντιμνημόνιο». Έναν λόγο που θα απηχεί τον από τον Λίνκολν ορισμό της δημοκρατίας ως «τη διακυβέρνηση του λαού, από το λαό, για το λαό» -αυτόν το δημόσιο λόγο, τόσο σε ύφος όσο και σε περιεχόμενο, έχουμε σήμερα ανάγκη, έχοντας ταυτόχρονα πλήρη συνείδηση των παραφθορών, ενίοτε μοιραίων, που καραδοκούν να μετατρέψουν αυτήν την υπόσχεση από «όνειρο» σε «εφιάλτη».
koinonikos syndesmos
Για όποιον δεν κατάλαβε, βρισκόμαστε στο 1940! Για παράδειγμα, ο Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ μας είχε προειδοποιήσει σχετικά έγκαιρα, ανήμερα μάλιστα της εθνικής επετείου της 28ης Οκτωβρίου: τότε, δηλαδή το 1940, ο ελληνικός λαός είχε πολεμήσει κατά του ναζισμού, σήμερα πολεμά κατά του «σιωνισμού», αλλά κάποιοι δεν τον είχαμε ακούσει. Στο μεταξύ, βέβαια, η γερμανοφοβία χτύπησε κόκκινο. Αγώνας μαζικός, λαϊκός, εθνικο-απελευθερωτικός -όπως τότε, έτσι και τώρα. Σαν να μην πέρασε μια μέρα.
Όλη αυτή η κακόγουστη φάρσα θα μπορούσε να καταλήξει σε τραγωδία. Εθνική τραγωδία. Γιατί αυτό που συμβαίνει είναι η μεθοδευμένη εργαλειοποίηση της δικαιολογημένης ως έναν βαθμό κοινωνικής δυσφορίας και διαμαρτυρίας και ο προσανατολισμός της προς την υπόδειξη ενός εσωτερικού εχθρού. Το σχήμα είναι γνωστό: «λαός» εναντίον «ελίτ» που όχι μόνον δεν ενδιαφέρονται για την τύχη του, αλλά και συνειδητά, συνεργαζόμενες με αλλότριους συμμάχους της, αποσκοπούν στην εξουθένωσή του, υλική και πνευματική, προκειμένου να τον υποτάξουν.
Πώς απαντάμε (αν υποτεθεί ότι υφίσταται αυτός ο πληθυντικός του «εμείς») σε αυτήν τη ραγδαία κλιμακούμενη επίθεση του ανεύθυνου εθνικο-λαϊκισμού; Καταρχάς, με το να κατανοήσουμε το περιεχόμενο των «λόγων» του, αναλύοντας τα «επιχειρήματά» του, εντοπίζοντας τον πυρήνα του. Κατανοώντας, δηλαδή, ότι όλη αυτή η επιχείρηση είναι εξ αντικειμένου πρωτίστως ιδεολογική και πολιτική: θέλει να απονομιμοποιήσει ηθικο-πολιτικά και να δαιμονοποιήσει οποιονδήποτε σκέφτεται και δρα διαφορετικά ως «αντεθνικό δρώντα». Μονοπωλώντας την έκφραση του υπαρκτού κοινωνικού πόνου, αλλά και κλείνοντας το μάτι σε οργανωμένες συντεχνίες, κηρύσσει έναν κίβδηλο ανένδοτο αγώνα καταγγέλλοντας όλους όσους δεν είναι με το μέρος του «λαού» ως το αντέθνος που τον επιβουλεύεται, ως «ξένο σώμα» που παρασιτεί μέσα στο υγιές σώμα της εθνικής κοινότητας. Πρόκειται για μείζονα συκοφαντία, με την αρχαιοελληνική έννοια, όπου διαμέσου της διαβολής, αποσκοπεί στην ηθική εξόντωση του αντιπάλου, που ανάγεται σε εχθρό. Γι’ αυτό και επείγει η κατανόηση και η αντιμετώπιση αυτής τής στην πραγματικότητα πολεμικού τύπου επιχείρησης. Διαφορετικά, η οποιαδήποτε μονοσήμαντα ορθολογική της αντιμετώπιση (π.χ. σε επίπεδο προγράμματος, για το τι πρέπει να γίνει σήμερα, κλπ.) είναι εκ των προτέρων καταδικασμένη σε αποτυχία. Το αρτιότερο πρόγραμμα, το καλύτερα τεχνοκρατικά θεμελιωμένο, δεν έχει πιθανότητα επιτυχίας, δηλαδή να κατακτήσει τις ψυχές των ανθρώπων αν, ταυτοχρόνως, δεν επενδυθεί με έναν πειστικό λόγο που να μιλά, με μη-δημαγωγικό τρόπο, στο όνομα του εθνικού και του λαϊκού συμφέροντος.
Με άλλα λόγια, η δικαιολογημένα ως έναν βαθμό «αντι-συστημική» φορά που έχει προσλάβει η κοινωνική διαμαρτυρία, οφείλει να πολιτικοποιηθεί. Κάτι που πρακτικά θα μπορούσε να σημαίνει ότι η μακρόχρονη ρεαλιστική έξοδος από την κρίση δεν μπορεί, ούτε πρέπει, να αποσυνδέεται από μια ηθικο-πολιτική της αλληλεγγύης προς τα πραγματικά θύματα αυτής της κρίσης. Το πεπρωμένο των πραγματικών θυμάτων, όχι φυσικά με την μιζεραμπιλιστική έννοια της ακατάσχετης αριστερο-δεξιάς δημαγωγίας, αλλά υπό την οπτική της κοινωνίας ως «κοινότητας πεπρωμένου», ως ανοιχτής κοινότητας πολιτών, δηλαδή ως δημοκρατικά συγκροτημένου έθνους, οφείλει να κατέχει κεντρική θέση σε έναν λόγο που θέλει να υπερβεί την εν πολλοίς πλαστή διαίρεση «μνημόνιο»/«αντιμνημόνιο». Έναν λόγο που θα απηχεί τον από τον Λίνκολν ορισμό της δημοκρατίας ως «τη διακυβέρνηση του λαού, από το λαό, για το λαό» -αυτόν το δημόσιο λόγο, τόσο σε ύφος όσο και σε περιεχόμενο, έχουμε σήμερα ανάγκη, έχοντας ταυτόχρονα πλήρη συνείδηση των παραφθορών, ενίοτε μοιραίων, που καραδοκούν να μετατρέψουν αυτήν την υπόσχεση από «όνειρο» σε «εφιάλτη».
koinonikos syndesmos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου