Πολλές δημόσιες υπηρεσίες και ιδιωτικές οργανώσεις παλεύουν να ανταποκριθούν στην ολοένα και μεγαλύτερη ζήτηση από χιλιάδες Γερμανούς που αδυνατούν να εξασφαλίσουν ακόμη και ένα πιάτο
φαγητό.
Στη Γερμανία υπάρχουν σήμερα 917 συσσίτια, από τα οποία σιτίζονται περίπου 1.500.000 άνθρωποι, όμως ακόμη κι αυτά δεν φαίνεται να επαρκούν για να καλυφθούν οι ανάγκες. «Δεν μπορούμε πλέον να τα βγάλουμε πέρα μόνοι μας. Θέλουμε να βρεθεί μια λύση προκειμένου οι άνθρωποι αυτοί να μη λιμοκτονήσουν» λέει ο Χάραλντ Βούργκες, διευθυντής των συσσιτίων στην πόλη Βέτσλαρ στα δυτικά της χώρας, που προσφέρει φαγητό σε 4.200 κατοίκους. Μόλις πριν από λίγες εβδομάδες οι τοπικές Αρχές έδωσαν έκτακτη επιχορήγηση 14.000 ευρώ για τα συσσίτια. Οπως λέει ο Βούργκες το ποσό δεν επαρκεί, καθώς ολοένα και περισσότεροι Γερμανοί δεν φοβούνται πλέον να παραδεχτούν ότι είναι τόσο φτωχοί ώστε να στηθούν σε μια ουρά και να περιμένουν υπομονετικά ένα πιάτο φαγητό.
Ωστόσο, όπως επισημαίνουν ορισμένοι σχολιαστές στα γερμανικά ΜΜΕ, ένα κράτος που χρειάζεται περίπου 1.000 οργανωμένες καθημερινές υπηρεσίες συσσιτίων δεν είναι ακριβώς υπόδειγμα κοινωνικού κράτους. Για τον λόγο αυτόν και πολλά συσσίτια, όπως γράφει το γερμανικό περιοδικό, πλέον εκτός της σίτισης προφέρουν κι άλλες υπηρεσίες, όπως σεμινάρια επαγγελματικού προσανατολισμού, μαγειρικής και μπέιμπι σότινγκ. «Η κατάσταση φοβάμαι πολύ ότι θα επιδεινωθεί περαιτέρω» εκτιμά η Χάικε Βόνγκερ, επικεφαλής των συσσιτίων στο Ντίσελντορφ, «κι ένας από τους λόγους που έχουμε να δούμε ακόμη χειρότερες ημέρες είναι το ότι στα συσσίτια πλέον έρχονται και πολλοί φοιτητές, οι οποίοι επίσης δεν μπορούν πλέον να τα βγάλουν πέρα με το μέσο μηνιαίο εισόδημα της τάξεως των 864 ευρώ που διαθέτουν. Και δεν μπορούμε να τους διώξουμε, θα ήταν άδικο γι' αυτούς». Στη Γερμανία ως όριο της φτώχειας θεωρούνται τα 940 ευρώ τον μήνα, συμπεριλαμβανομένων και των κοινωνικών επιδομάτων.
Υπολογίζεται ότι περισσότεροι από 12.000.000 Γερμανοί ζουν στα όρια ή κάτω από τα όρια της φτώχειας. Σε πρόσφατη έρευνα, στην οποία έλαβαν μέρος 10.000 ενώσεις και οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα της κοινωνικής αρωγής και της υγείας, μέλη της ομοσπονδίας Paritätische Gesamtverband, τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν αποτυπώνουν μια κατάσταση που απέχει πολύ από την εικόνα που παρουσιάζει το Βερολίνο. Το ποσοστό φτώχειας αγγίζει το 15%. Αριθμητικά, ένας στους επτά ανθρώπους είναι φτωχός ή απειλείται με τη φτώχεια, έχοντας εισόδημα κατώτερο κατά 60% του μέσου εισοδήματος. Ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι η αύξηση της φτώχειας συνοδεύεται με μείωση των ποσοστών ανεργίας. Οπως λέει ο πρόεδρος της ομοσπονδίας Ούλριχ Σνάιντερ: «Αυτό αποδεικνύει την αύξηση της απασχόλησης με χαμηλό μισθό, τη μείωση της πλήρους απασχόλησης με κοινωνικές παροχές, την αύξηση της μερικής και της επισφαλούς απασχόλησης τα τελευταία δέκα χρόνια». Eπίσης, ο κ. Σνάιντερ ανέφερε ότι «Η Γερμανία δεν ήταν ποτέ τόσο διχασμένη όσο σήμερα. Tο ποσοστό φτώχειας στη χώρα αυξάνεται σχεδόν σταθερά από το 2006.
Οχι μόνο έχει αυξηθεί σημαντικά το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών στη Γερμανία, αλλά επίσης το χάσμα μεταξύ των πλούσιων και των φτωχών κρατιδίων έχει βαθύνει και διευρυνθεί». Το ποσοστό φτώχειας ξεπερνά το 11% στα πλούσια νότια κρατίδια (Βαυαρία, Βάδη-Βιρτεμβέργη), όμως εκτοξεύεται στο 20% σε πολλά κρατίδια του βορρά, όπως το Βερολίνο, η Βρέμη, το Μεκλεμβούργο-Δυτική Πομερανία και η Σαξονία-Ανχαλτ.
Η φτώχεια πλήττει ιδιαίτερα τους μετανάστες, και μάλιστα τους παλαιούς, αυτούς που πήγαν στη Γερμανία τη δεκαετία του 1960 και του 1970. Πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι το 40% των ξένων ηλικιωμένων πλήττεται από τη φτώχεια.
Εκτόξευση της ανέχειας (με φαινόμενα ασιτίας) και στις ΗΠΑ του Ομπάμα
«Αν η κυβέρνηση Ομπάμα αφιέρωνε για την καταπολέμηση της φτώχειας ας πούμε το 50% των δαπανών που δίνει στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, δεν θα υπήρχε ούτε ένα παιδί στην Αμερική που θα πήγαινε απόψε για ύπνο πεινασμένο». Ετσι σχολίαζε την έκρηξη της φτώχειας το 2009, εν μέσω της δίνης της οικονομικής κρίσης, το περιοδικό «Progressive». Πέντε χρόνια μετά, αρκετά έχουν αλλάξει προς το καλύτερο, οι αριθμοί των φτωχών όμως εξακολουθούν να είναι σε όρια απαγορευτικά για μια χώρα που κατέχει ακόμα τον τίτλο της υπερδύναμης.
Ο Αμερικανός πρόεδρος εξακολουθεί να υπόσχεται καλύτερες μέρες, αλλά με «αστερίσκο», και να αναγνωρίζει ότι η όποια ανάπτυξη έχει πολύ δρόμο ακόμη για να αγγίξει τους φτωχούς που μετρούν εκατομμύρια. Μάλιστα, στην προσπάθειά του να πιέσει το Κογκρέσο για την ανάγκη συμφωνίας στη χορήγηση επιδομάτων έστειλε στις αρχές της εβδομάδας μήνυμα για την πορεία της οικονομίας το 2014. Παρά την πολυδιαφημισμένη ανάκαμψη και τη δημιουργία 8.000.000 νέων θέσεων εργασίας, όπως επισήμανε, «θα πρέπει να κάνουμε περισσότερα ώστε να διασφαλίσουμε ότι όλοι οι Αμερικανοί θα έχουν μερίδιο σε αυτή την ανάπτυξη». «Πολύς κόσμος παλεύει ακόμη» είπε ο Μπαράκ Ομπάμα.
Σύμφωνα με μελέτη της ομοσπονδιακής υπηρεσίας απογραφής των ΗΠΑ (US Census Bureau), ένας στους τρεις Αμερικανούς ήταν φτωχός για δύο μήνες τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της οικονομικής ύφεσης των τριών προηγούμενων ετών. Σύμφωνα με την έρευνα, το 31,6% των Αμερικανών περιέπεσε σε κατάσταση φτώχειας για τουλάχιστον δύο μήνες από το 2009 ως το 2011, δηλαδή 4,5% περισσότεροι από ό,τι την περίοδο από το 2005 ως το 2007. Από τον Ιανουάριο έως τον Φεβρουάριο του 2009, συνολικά 37.600.000 Αμερικανοί βίωσαν τη φτώχεια αλλά πολλοί κατάφεραν να βγουν από αυτή, γεγονός που μεταφράζεται σε 12.600.000 Αμερικανούς. Αντιθέτως, το 26,4% παρέμεινε σε κατάσταση ένδειας για σχεδόν τρία χρόνια. «Οταν ο κόσμος κοιτάει τις στατιστικές για τη φτώχεια, νομίζει ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι φτωχοί καθ' όλη την περίοδο που εξετάζεται» επισήμανε η Ασλεϊ Εντουαρντς, αναλύτρια της ομοσπονδιακής υπηρεσίας απογραφής των ΗΠΑ. Ομως «αυτή η μελέτη μάς επιτρέπει να δούμε πώς οι άνθρωποι περιέρχονται στη φτώχεια ή εξέρχονται από αυτή» πρόσθεσε η ίδια.
Η μέση διάρκεια της ένδειας για τους ηλικιωμένους Αμερικανούς (πάνω από τα 65 έτη ηλικίας) έφτασε τους 8,3 μήνες, δηλαδή ήταν πιο παρατεταμένη από εκείνη των παιδιών και των ενεργών ενηλίκων. Η μέση διάρκεια της φτώχειας υπήρξε επίσης πιο παρατεταμένη για τις ανύπαντρες μητέρες (8,4 μήνες) από ό,τι για τα νοικοκυριά ζευγαριών που είναι παντρεμένα (5,6 μήνες). Οι Ισπανόφωνοι κινδυνεύουν περισσότερο από τη φτώχεια σε σύγκριση με τους Αφροαμερικανούς, αλλά έχουν επίσης περισσότερες πιθανότητες να βγουν ταχύτερα από αυτή, με μια μέση διάρκεια πιο βραχυχρόνια (6,5 μήνες) σε σύγκριση με τους Αφροαμερικανούς (8,5 μήνες).
Η αμερικανική ομοσπονδιακή υπηρεσία απογραφής υπολογίζει την ένδεια μόνο με βάση τα εισοδήματα, χωρίς να συνυπολογίζει διάφορα βοηθήματα από την κυβέρνηση, όπως κυρίως τα κουπόνια για τρόφιμα. Το όριο της φτώχειας το 2011 για ένα νοικοκυριό με τέσσερα μέλη ήταν ένα εισόδημα ύψους 23.021 δολαρίων ή τα 11.484 δολάρια για ένα και μόνο πρόσωπο.
http://www.dimokratianews.g
r
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου