Έντονη ανησυχία για τον αντιγερμανισμό και την τρομοκρατία στην Ελλάδα από τα γερμανικά ΜΜΕ
Θα πρέπει κάποιος να διαβάσει ακόμα και πίσω από τις γραμμές για να διαπιστώσει ότι μόνο εφησυχαστικά δεν είναι τα γερμανικά δημοσιεύματα για την τρομοκρατία στην Ελλάδα, ειδικά μετά τις τελευταίες καταιγιστικές εξελίξεις και την «απόδραση» Ξηρού.
Ενώ, δηλαδή, εξ αρχής κρατήθηκαν χαμηλά οι τόνοι μετά την επίθεση στην οικία του Γερμανού πρέσβη, ακριβώς στο ίδιο μήκος κύματος με τις ήπιες αντιδράσεις ελληνικής και γερμανικής κυβέρνησης, η ανησυχία είναι πλέον παραπάνω από έκδηλη.
Το πρόσφατο δημοσίευμα της «Handelsblatt», που πέρασε στο ντούκου στην Ελλάδα, είναι
ενδεικτικό. Η γερμανική εφημερίδα, με αφορμή την εξαφάνιση Χριστόδουλου Ξηρού κι όχι μόνο, δίνει το στίγμα της επικαιρότητας, αλλά κυρίως των γερμανικών σκέψεων σε υψηλό επίπεδο.
Γερμανικοί φόβοι
«Μπροστά στο φόντο της κρίσης, αιτία της οποίας για τους περισσότερους Έλληνες είναι η ‘‘υπαγόρευση λιτότητας εκ μέρους της Γερμανίας’’, θεωρούνται ότι βρίσκονται σε κίνδυνο, ειδικά τώρα, οι Γερμανοί αντιπρόσωποι κι εταιρείες που είναι στην Ελλάδα. Οι νυχτερινές ριπές στην οικία του πρέσβη μιλάνε μια ξεκάθαρη γλώσσα».
Το γερμανικό έντυπο όχι μόνο χτυπάει με εξαιρετικά προσεκτική, αλλά σαφή διατύπωση το καμπανάκι «προσέξτε» και «πάρτε τα μέτρα σας» σε όσους Γερμανούς αντιπροσώπους ή εταιρείες βρίσκονται στην Ελλάδα, αλλά ουσιαστικά περνάει παράλληλα εμμέσως πλην σαφώς κι ένα μήνυμα εντός συνόρων σε όσες επιχειρήσεις ενδεχομένως σκέφτονται να επενδύσουν στη χώρα μας.
Η τελευταία φράση, μάλιστα, «οι νυχτερινές ριπές στην οικία του πρέσβη μιλάνε μια ξεκάθαρη γλώσσα», τονίζει ότι δεν πρόκειται για μια επίθεση – παιχνιδάκι ή τυφλή, αλλά για ένα στοχευμένο χτύπημα με ιδιάζουσα βαρύτητα.
Η «Handelsblatt» είναι το πιο δυνατό οικονομικό έντυπο της Γερμανίας και κατ’ ουσίαν η «φωνή» του βιομηχανικού κατεστημένου. Με τριψήφιο αριθμό κυκλοφορίας, δεκάδες χιλιάδες διαδικτυακούς συνδρομητές κι έδρα το Ντίσελντορφ, μητρόπολη των παλιών επιχειρήσεων του δευτερογενούς τομέα, η συγκεκριμένη εφημερίδα αποτελεί τη ναυαρχίδα της βαριάς βιομηχανίας που στη Γερμανία παραμένει κραταιά.
Ο «αντιγερμανισμός»
Η συνέχεια του δημοσιεύματος, που φιλοξενήθηκε τόσο στην έντυπη έκδοση όσο και στην ιντερνετική την περασμένη εβδομάδα, είναι ακόμα πιο ενδιαφέρουσα. Πέρα από την αναφορά των ειδησεογραφικών στοιχείων από την ελληνική επικαιρότητα, υπάρχει και μια «πονηρεμένη» ή, αν προτιμάτε, «προχωρημένη» αντιδιαστολή με τις ΗΠΑ και τα χτυπήματα κατά το παρελθόν σε βάρος της πρεσβείας τους κ.λπ.
Μεταφέρει το κλίμα, δηλαδή, ότι ο αντιαμερικανισμός, που έχει μια παράδοση μεγάλη στην Ελλάδα, υποχώρησε. Και αντικαταστάθηκε από τον αντιγερμανισμό. Αυτό προκύπτει από τη ροή του κειμένου, με την εφημερίδα φυσικά να μην υιοθετεί σε καμία περίπτωση ότι σε κάτι φταίει η Γερμανία, αφού τα περί «υπαγόρευσης λιτότητας εκ μέρους της Γερμανίας» είναι σε εισαγωγικά και χρεώνονται απευθείας στην ελληνική κοινή γνώμη.
Εμβαθύνοντας λίγο περισσότερο κι ερμηνεύοντας τα μηνύματα από δημοσιεύματα και τοποθετήσεις στη συγκεκριμένη χώρα, θα μπορούσε να γίνει λόγος ακόμα και για ένα σοκ των Γερμανών με αυτή την ανατροπή, αλλά και για μια ανησυχία μήπως η λιτότητα στην Ευρώπη παγιώσει ατμόσφαιρα αντιγερμανισμού σταδιακά και σε άλλες χώρες.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η Γερμανία θεμελίωσε ένα επιχειρηματικό μοντέλο ανάπτυξης πάνω στην εξαγωγική δραστηριότητα. Με ακυρωμένο τον γεωπολιτικό της ρόλο μετά τους δυο Παγκοσμίους Πολέμους που προκάλεσε και κομμένη στα δυο, σε Ανατολική – Δυτική Γερμανία, ο προσανατολισμός από τη δεκαετία του ’50 ήταν αποκλειστικά οικονομικός – επιχειρηματικός.
Οι Γερμανοί, δηλαδή, ουσιαστικά μετέτρεψαν μεταπολεμικά σε brand name το ίδιο το όνομα της χώρας! Το ανέδειξαν σε συνώνυμο της υψηλής ποιότητας και της μηχανικής – τεχνολογικής υπεροχής. Με στόχο να χτίσουν σιγά – σιγά θετικούς συνειρμούς για τη «μάρκα» Γερμανία, σε αντιδιαστολή με τα ακραία αρνητικά συναισθήματα στη διάρκεια των πολέμων.
Για να καταφέρει η Γερμανία να γίνει η Νο1 εξαγωγική δύναμη της Γης έπρεπε όχι μόνο να διοχετεύει προϊόντα εκτός συνόρων, αλλά και να στείλει το μήνυμα ότι «προέρχονται από μια χώρα καλή, φιλική, αξιόπιστη, με θετικό ίματζ».
Κι αυτό είναι κάτι που, πράγματι, το πέτυχε η Γερμανία όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε πάμπολλες άλλες αγορές. Κάτι που, όσον αφορά τουλάχιστον τη χώρα μας, αλλάζει με την κρίση. Τα γκάλοπ είναι ενδεικτικά.
Σε μεγάλη δημοσκόπηση της «Κάπα Research» τον περασμένο Αύγουστο για λογαριασμό του «Βήματος» και στην ερώτηση «τι γνώμη έχετε για καθεμιά από τις παρακάτω χώρες», θετική και μάλλον θετική γνώμη για τη Γερμανία εξέφρασε μόλις το 33,2%. Σε σύγκριση με το 2005 η πτώση είναι τεράστια, αφού τότε ήταν στο 78,4%, το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό μετά τη Γαλλία. Αντίθετα, το 27,8% για τις ΗΠΑ το 2005 διπλασιάστηκε σε 56,5% το καλοκαίρι του 2013.
Γερμανικοί «στόχοι»
Σχετικά με το θέμα της τρομοκρατίας, αν κάνουμε μια ανάλυση των στόχων της 17Ν, όπως κι άλλων εγχώριων ομάδων ή οργανώσεων, θα διαπιστώσουμε ότι από τη δεκαετία του ’70 κιόλας τα περισσότερα χτυπήματα προς ξένες πρεσβείες ή συμφέροντα ήταν στην πλειονότητά τους κατά Αμερικανών και Άγγλων. Με την 17Ν να θεωρεί παραδοσιακά και σταθερά ως εκφραστή του ιμπεριαλισμού τις ΗΠΑ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην εποχή του πρώτου μεγάλου κύματος χτυπημάτων στην Ελλάδα από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 μέχρι τις αρχές της επόμενης, μόνο έξι από τις 329 βίαιες ενέργειες από ομάδες, πυρήνες, οργανώσεις που γίνανε εκείνο το διάστημα στην Ελλάδα αφορούσαν στόχους γερμανικών συμφερόντων, όταν οι 213 είχαν να κάνουν με αμερικάνικους ή βρετανικούς.
◆ 20.10.1977: Απόπειρα εμπρησμού των αποθηκών της AEG στου Ρέντη. Στην ενέργεια αυτή, μάλιστα, μετά από σύγκρουση με τους αστυνομικούς πέφτει νεκρός ο Χρήστος Κασίμης.
◆ 22.10.1977: Βόμβα στο γερμανικό προξενείο στο Ηράκλειο Κρήτης.
◆ 20.11.1977: Βόμβες στις εγκαταστάσεις της γερμανικής Bosch στην Ιερά Οδό.
◆ 24.10.1978: Βόμβες σε έκθεση της AEG στη Θεσσαλονίκη.
◆ 24.4.1980: Δύο βόμβες στις αντιπροσωπείες Siemens και AEG.
◆ 19.5.1981: Βόμβα σε κατάστημα της AEG στη Βουλιαγμένης 303.
Φυσικά, το μεγαλύτερο σημείο αναφοράς μέχρι πρότινος αποτελούσε το χτύπημα της 17Ν στην οικία του Γερμανού πρέσβη το 1999. Ήταν ουσιαστικά τότε που, επί φιλογερμανού Σημίτη, αλλά και ΝΑΤΟϊκών βομβαρδισμών στη Σερβία, η συγκεκριμένη χώρα ξανάμπαινε στο κάδρο της εγχώριας τρομοκρατίας.
Στις 16.5.1999 η 17Ν έκανε την επανεμφάνισή της με εντυπωσιακό χτύπημα με ρουκέτα των 3,5 ιντσών, που εκτόξευσε σε απόσταση 170 μέτρων εναντίον της (ίδιας) οικίας του Γερμανού πρέσβη Καρλ Χάιντς Κούνα, στην οδό Εθνικής Αντιστάσεως 52 στο Χαλάνδρι, λίγα λεπτά πριν από τις 11 το βράδυ.
Από την επίθεση που έγινε προκλήθηκαν σοβαρές υλικές ζημιές στην κεραμοσκεπή της διώροφης κατοικίας, ενώ από την έκρηξη ο πρέσβης και η σύζυγός του, που βρίσκονταν στον κήπο του σπιτιού, όπως και ο φύλακας, δεν τραυματίστηκαν. Το αυτοσχέδιο ρουκετοβόλο είχε στηθεί πάνω σε ΚΑΦΑΟ και η εκτόξευση έγινε με τηλεχειριστήριο.
Ο Κούνα σε ρεσιτάλ ψυχραιμίας δήλωνε πως «δεν θεωρώ ότι απευθύνεται αυτή η απόπειρα ούτε σε μένα, ούτε και στη Γερμανία. Κι ελπίζω ότι και φέτος οι Γερμανοί τουρίστες θα έρθουν σε μεγάλο αριθμό στην Ελλάδα».
Λίγες μέρες μετά, με συνέντευξή του παραλλήλιζε τη 17Ν με την Μπάαντερ Μάινχοφ, ενώ δεν δίσταζε να… ευθυμολογήσει: «Αν πρόκειται για τη 17 Νοέμβρη, να πω ότι όλα αυτά τα χρόνια θα περίμενα να έχει εξελιχθεί έστω και κατά δυο – τρεις μέρες και να έχει γίνει ας πούμε… 20 Νοέμβρη».
Θα πρέπει να αναφερθεί ότι η Γερμανία παρουσιάζεται απαλλαγμένη από εγχώρια τρομοκρατία εδώ και πολλά χρόνια, αφού δεν έχουν καταγραφεί χτυπήματα. Αντιμετωπίζει συνήθως περιπτώσεις ναζιστικών ομάδων κι ακροδεξιάς τρομοκρατίας με δολοφονίες μεταναστών.
Στο εξωτερικό προβληματίζεται αρκετά σπάνια από τέτοια ζητήματα, ενώ όσον αφορά την Αλ Κάιντα, η τελευταία σοβαρή απειλή της ήταν παραμονές εκλογών του 2009, όταν τον Σεπτέμβριο εκείνης της χρονιάς έκανε λόγο για επικείμενα χτυπήματα στη Γερμανία, «εφόσον το Βερολίνο δεν αποσύρει τα γερμανικά στρατεύματα από το Αφγανιστάν».
Επικοινωνιακή υποβάθμιση
Στην παρούσα φάση, λοιπόν, τόσο από την Αθήνα όσο κι από το Βερολίνο, έγινε εξ αρχής προσπάθεια επικοινωνιακή να υποβαθμιστεί το χτύπημα στην κατοικία του Γερμανού πρέσβη Βόλφγκανγκ Ντολτ, ο οποίος έκανε κοινή εμφάνιση το βράδυ της Δευτέρας με τον Αντώνη Σαμαρά στην εκδήλωση του Ελληνογερμανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου.
Έγινε, βέβαια, αναφορά απ’ όλα τα γερμανικά ΜΜΕ στο συμβάν, όμως σε καθαρά ειδησεογραφικό επίπεδο. Δεν κρατήθηκε ψηλά το θέμα, ούτε έγιναν σχόλια κι αναλύσεις. Υπήρχε αυτοσυγκράτηση και καμία διάθεση αναζωπύρωσης του κλίματος σε σχέση με την Ελλάδα, έτσι ώστε να μην υπάρξει πινγκ – πονγκ δηλώσεων και χαθεί ο έλεγχος σε ένα τόσο ακατάλληλο τάιμινγκ.
Μην ξεχνάμε ότι εφημερίδες σαν την «Bild», που άλλες φορές για ψύλλου πήδημα χαλάγανε τον κόσμο με επιθετικά δημοσιεύματα, στο συγκεκριμένο περιστατικό έδειξαν πρωτόγνωρη εγκράτεια και δεν είπαν κουβέντα.
Ακόμα και σε πολιτικό επίπεδο οι τοποθετήσεις Γερμανών ήταν ελάχιστες. Μπορεί ο Σταϊνμάγερ να έκανε μια αυστηρή δήλωση, ωστόσο δεν υπήρξε συνέχεια γενικά. Παρόμοιο το κλίμα και στην Ελλάδα, αφού η παραμικρή αντίδραση πανικού απ’ οποιαδήποτε πλευρά θα φανέρωνε αδυναμία.
Παρά ταύτα, όμως, ο Ντολτ έγινε ο πρώτος από τους 18 Γερμανούς πρέσβεις στην Αθήνα από το 1951 και μετά, που εγκαταλείπει τόσο νωρίς το πόστο του. Τόσο μικρό διάστημα (Απρίλιος 2012 – Ιανουάριος 2014) δεν έμεινε κανείς άλλος συνάδελφός του. Και δεν υπήρχαν σημάδια ότι θα έφευγε. Ήρθε, άλλωστε, στη χώρα μας στο πιο καυτό σημείο των μνημονιακών εξελίξεων, όταν οι ελληνογερμανικές σχέσεις κρέμονταν από ένα σχοινί. Εξωστρεφής και υπερδραστήριος, θεωρήθηκε ότι είχε μάλλον θετικό πρόσημο με πολλές στοχευμένες κινήσεις και παρεμβάσεις.
Όπως και να έχει, για τον μέσο Γερμανό αυτό το θέμα δεν παρουσιάζει κάποιο υψηλό ενδιαφέρον, αντίθετα η επιχειρηματική κοινότητα, το διπλωματικό σώμα και η πολιτική ελίτ της Γερμανίας το βλέπουν με ανησυχία κι άλλη ματιά. Αυτή τη στιγμή είναι σαφές πως οι Γερμανοί δεν θεωρούν ότι βρίσκονται σε εχθρικό έδαφος. Ούτε ο τουρίστας θα ακυρώσει το ταξίδι του στην Ελλάδα γι’ αυτό τον λόγο. Ο εκπρόσωπος της εταιρείας, όμως, που είναι μόνιμα εδώ, θεωρεί ότι είναι εν δυνάμει στόχος. Και είναι εύλογο υψηλόβαθμα στελέχη επιχειρήσεων να παίρνουν επιπρόσθετα μέτρα ασφαλείας.
Αυτό, όμως, είναι κάτι ουσιαστικά καινούργιο. Το αντιγερμανικό κλίμα που ξεκίνησε το 2010 δεν είχε παραλληλιστεί μέχρι τώρα με την τρομοκρατία σε κανένα επίπεδο. Η δυσφορία περιοριζόταν σε σκίτσα, πανό, φωτογραφίες με χιτλερικά μουστάκια, συνθήματα και σάτιρα.
Η «Handelsblatt», ωστόσο, ρίχνει πλέον κι αλλού το βλέμμα της, προτείνοντας στο δημοσίευμα «τα μεγάλα κεφάλια της τρόικας, που κάποιοι Έλληνες θεωρούν κάτι σαν σύγχρονους αποικιοκράτες αφέντες, θα πρέπει να λάβουν αυξημένη προσωπική προστασία, αν πρόκειται να γυρίσουν σύντομα στην Αθήνα».
Μην ξεχνάμε ότι σε παλιότερη συνέντευξή του ο Πολ Τόμσεν είχε δηλώσει ανήσυχος για την επανεμφάνιση τρομοκρατικών περιστατικών στην Ελλάδα, ενώ πρόσφατα δημοσιεύματα στον ελληνικό Τύπο έκαναν λόγο για αναγκαιότητα αύξησης των μέτρων ασφάλειας των τροϊκανών και για «μνημονιακούς» στόχους της εγχώριας τρομοκρατίας.
Τέλος, υπάρχει και η μπηχτή από τον γερμανικό Τύπο στην ελληνική δικαιοσύνη με αφορμή την υπόθεση Μαζιώτη. Χαρακτηρίζεται ανίκανη που δεν κατάφερε να εκδικάσει την υπόθεση πριν εκπνεύσει ο χρόνος προφυλάκισης. Και ουσιαστικά θεωρεί υπεύθυνους τους θεσμούς που δεν μπορούν να δαμάσουν ένα τέτοιο πρόβλημα.
Επίσης, για τον Ξηρό επαναλαμβάνει ελληνικά δημοσιεύματα περί ρεβεγιόν κι αλκοόλ στον Κορυδαλλό, θέλοντας να παρουσιάσει μια εικόνα ότι οι καταδικασμένοι για τρομοκρατία είχαν επιβάλει τον δικό τους νόμο στη φυλακή.