Οι καλοί σου τρόποι δε σου επέτρεπαν να μιλήσεις με γεμάτο το στόμα. Είχες μπουκώσει από τη μάσα και έμεινες μουγγός όταν σκότωσαν τον Μιχάλη. Κολύμπαγες στα σάλια σου, έγλυφες τα κόκαλα της “αλλαγής” και ρούφαγες τον καταπραϋντικό χυλό της μεταπολίτευσης. Δεν άκουσες ποτέ τον πυροβολισ
μό. Χόρευες καρβελοτσιφτετέλια στα ορθάδικα της “γαλάζιας γενειάς” και ψάρευες κουμπαριές στη Μύκονο. Δε σε ένοιαξε. Εσύ δεν ήσουν αλήτης, δεν ήσουν περιθωριακός. Εσύ ήσουν νέος σοβαρός κομουνιστής, ήσουν περιφρουρητής του κόμματος, ήσουν πρώτος στα μαθήματα – ήσουνα πρώτος στον “αγώνα”, ήσουνα πλέον νόμιμος “επαναστάτης”. Δεν μύρισες ποτέ το αίμα. Φορούσες τόνους ινδικό πατσουλί και πολυλογάδικη θεωρία και μόστραρες τη φάτσα σου στα in κουλτουροποτεία του Κολωνακίου. Δεν είδες τίποτα.
Τα μάτια σου είχαν θολώσει από τις αντανακλάσεις της βιτρίνας με τα κουστούμια και τον ζεστό κοπανιστό αέρα εισαγωγής. Δεν κατάλαβες τίποτα. Διάβαζες αθλητικές φιλάδες και σφαζόσουνα στα μπιλιάρδα για μια στημένη φάση. Ονειρευόσουνα να διοριστείς μπάτσος, δάσκαλος, εφοριακός ή έστω να κάνεις ένα “κόλπο”, μια αρπαχτή, μια κομπίνα με επιδότηση, ή να ανοίξεις ένα ιατρείο στα βόρεια προάστια, να χωθείς, να αναμιχθείς, να “γίνεις”, να “πετύχεις”. Δεν είχες παιδιά και εξ άλλου, αν είχες, θα τα μεγάλωνες αλλιώς εσύ, με αξίες, με ιδανικά, με τρόπους. Δεν έδωσες σημασία, η ζωή σου θα κυλούσε μια χαρά, γιατί να να σκάσεις για ένα 15χρονο ταραξία ; Ας καθότανε στα αυγά του είπες. Όχι πως το σκέφτηκες, αλλά έτσι είπαν όλοι οι άλλοι, έτσι είπες και συ, αυτόματα, όπως έκανες τον σταυρό σου από συνήθεια όταν πέρναγες από εκκλησία.
Πάχυνες και χόντρυνες τόσο, που έκανες κυτταρίτιδα στο μυαλό. Δεν ήθελες να μάθεις τίποτα, ούτε τη νύχτα που εκτέλεσαν τον Αλέξανδρο. Ζάπαρες ασύστολα τα “ελεύθερα” κανάλια της, Hi tech επίπεδης, τηλεόρασης σου, να ακούσεις τους δείκτες του χρηματιστηρίου και να καυλώσεις με το μέγεθος των καταθέσεων σου. Δεν θυμήθηκες. Είχες πλέον βηματοδότη στον εγκέφαλο και ταμειακή μηχανή στη καρδιά σου. Μέτραγες μονάχα αριθμούς, θυμόσουν μονάχα στατιστικές και δημοσκοπήσεις. Δεν αναρωτήθηκες για τίποτα. Από τη θαλπωρή του πανάκριβου τετρακίνητου τζίπ, χάζευες το κακόγουστο ολυμπιακό δέντρο μπροστά στο κοινοβούλιο και ένιωθες ασφαλής και προστατευμένος. Ωραίος, Ευρωπαίος, Ελληναράς κουβαρντάς, νοικοκυραίος και προπάντων περήφανος φιλήσυχος οικογενειάρχης. Δεν ανησύχησες για τίποτα. Η μεζονέτα σου ήταν χτισμένη σε γερά θεμέλια, βαμμένη με μονωτικό ξανθό του μεσημεριανάδικου, με χρυσά κάγκελα, πλαστικό γκαζόν και εντοιχισμένα παιδιά. Δεν συνειδητοποίησες πότε μεγάλωσαν τα παιδιά σου. Ο χρόνος ήταν χρήμα και το χρήμα, θηλασμός, νανούρισμα, παιδεία και ανατροφή. Μια ολάκερη ζωή ήσουν σε λαιμαργία νάρκη : “Ο μπαμπάς και η μαμά είναι κουρασμένοι και θέλουν να κοιμηθούν, σκάστε κωλόπαιδα και παίξτε στον καναπέ με το καινούργιο σας play box 360, ένα σκασμό λεφτά μας κόστισε, τι σκατά σας λείπει επιτέλους και γκρινιάζετε συνέχεια ;” Ποτέ δεν κατάλαβες τίποτα. Ροχάλιζες φαρμακωμένος από τα ψυχοφάρμακα και τα τηλεβαρβιτουρικά και ονειρευόσουνα νούμερα. Ήσουν ευτυχισμένος που, από το τίποτα, έγινες μικρό μηδενικό που ονειρεύονταν μεγάλα νούμερα.
Όταν έτσουξε ο καπνός στα μάτια σου, υπέθεσες πως καίγεται κάπου μακριά η χωματερή. Πολύ μακρυά στην υποβαθμισμένη συνοικία, εκεί που καταλήγουν τα πλούσια αποφάγια σου και τα σινιέ αποφόρια σου. Δεν ήξερες καν πως υπάρχουν δακρυγόνα, εξ άλλου είχες ξεχάσει πως έχεις δάκρυα και σε τι ακριβώς χρησιμεύουν. Γιατί να κλάψεις ; Ευημερούσες. Όταν άκουσες τον θόρυβο από τα τζάμια που έσπαζαν, φαντάστικες πως κατεδάφιζαν το γειτονικό χαμόσπιτο, εκεί που μένανε κατά δεκάδες στοιβαγμένοι κάτι μετανάστες, αυτό το άθλιο αυθαίρετο που σου χάλαγε τη θέα. Αυθαίρετο σαν το δικό σου αλλά μίζερο, σου χάλαγε την αισθητική. Ερεθίστηκες στην ιδέα να φτιαχτεί στη θέση του ένα πάρκο, αλλά μετά σκέφτηκες τις ενοχλητικές φωνές των παιδιών που παίζουν στα πάρκα και φαντάστικες πως θα ήταν καλύτερο ένα Mall. Δεν θα άνοιγες ποτέ το παράθυρο σου για να κοιτάξεις έξω, έτσι κι αλλιώς. Ποτέ δε το είχες ανοίξει, είχες αρκετά παράθυρα στο PC σου με θέα στη τσόντα και στο στοίχημα, τι ενδιαφέρον να δεις εκεί έξω ;
Όταν ένιωσες τη ζέστη απ τη φωτιά έτρεξες να περισώσεις τις πιστωτικές σου κάρτες, το κινητό, τα μετρητά και την γραβάτα. Η γραβάτα ήταν το πολυτιμότερο παράσημο σου. Η γραβάτα ήταν η ταυτότητα σου, η γραβάτα … χωρίς αυτήν ήσουν απλά ένα τίποτα, ένα τίποτα χωρίς τα αγαπημένα σου μηδενικά. Αναγκάστηκες να ανοίξεις το παράθυρο, η φωτιά σε ανάγκασε. Τέρμα η ασφάλεια, τέρμα η κλιματιζόμενη, αποστειρωμένη ζωή στο μικρό σπίτι στο λιβάδι. Τέρμα η ησυχία, τέρμα η ευταξία, τέρμα ο ύπνος, τέρμα η αποχαύνωση. Αναγκάστηκες να ανοίξεις το παράθυρο. Αναγκάστηκες να κοιτάξεις έξω. Αναγκάστηκες να αντικρίσεις επιτέλους τα παιδιά σου, γιατί τα είδες να είναι εκεί έξω, να φορούν κουκούλα και να πετούν μολότοφ. Θυμήθηκες πως θυμήθηκες να περισώσεις την γραβάτα, αλλά ξέχασες τα παιδιά σου. Θρήνησες τα ATM των τραπεζών σαν να ήτανε δικές σου, αλλά δε βρήκες λέξη να πεις για τη ζωή ενός παιδιού που θα μπορούσε να είναι το δικό σου. Σιώπησες γιατί ήταν και το δικό σου δάχτυλο μπλεγμένο στη σκανδάλη. Όχι πως είχες ενοχές, τις συνέπειες φοβόσουν. Τι ενοχές να χει το τίποτα που έγινε μηδενικό που ονειρεύεται νούμερα ; Μόνο φόβο μη χάσει την ικανότητα να αθροίζει αριθμούς μπορεί να νιώσει. Να φοβάσαι λοιπόν από δω και πέρα, όχι αόρατους εχθρούς και εισβολείς, όχι προβοκάτορες και ξένες δυνάμεις. Να φοβάσαι τα παιδιά σου, αυτά που δεν σεβάστηκες. Να φοβάσαι, άθλιο νούμερο, πως κάποια μέρα από μηδενικό θα σε κάνουν τίποτα. Να φοβάσαι. Αφού δε σού μεινε άλλο αίσθημα να νιώθεις πάρα μόνο φόβο, γιατί τα υπόλοιπα τα αντάλλαξες σε τιμή θανάτου, να φοβάσαι. Σου αξίζει να φοβάσαι. Μην ελπίζεις πως θα ξεχάσουν. Ευτυχώς τα παιδιά δεν ξεχνούν.
Όσο το δικό σου παρελθόν θα πυροβολεί το μέλλον τους, τόσο για να έχουν μέλλον θα πυρπολούν το παρελθόν σου. Ευτυχώς τα παιδιά δεν ξεχνούν …
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου