Από τον ψυχίατρο και πρόεδρο της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας κ. Νίκο Τζαβάρα λάβαμε, μεταφρασμένο από τον ίδιο, ένα αδημοσίευτο στα ελληνικά υπέροχο ποίημα του Μπέρτολντ Μπρεχτ. Το δημοσιεύουμε και το αφιερώνουμε σε όλες εκείνες τις Μαρίες που δεν βλέπουν κανένα φωτεινό αστέρι παραμένοντας και υπομένοντας, στην σημερινή κοινωνική τους γωνιά.
Μαζί δημοσιεύουμε ένα κείμενο γραμμένο από τις κρατούμενες της κοινότητας του Εν Δράσει (ΚΕΘΕΑ) των γυναικείων φυλακών της Θήβας. Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά λίγες ημέρες πριν στο περιοδικό Αναπνευστήρας που εκδίδεται στη Θήβα από μια αξιόλογη ομάδα νέων ανθρώπων.
Μαρία
Η νύχτα της πρώτης της γέννας ήταν κρύα.
Στα χρόνια όμως τα κατοπινά
Ξέχασε, όσο έφτανε ο νους,
Την παγωνιά στα δοκάρια του πόνου
Και τον καπνό της λιγοστής φωτιάς
Και το πρωί το ύστερο το σφίξιμο της γέννας.
Προ πάντων όμως ξέχασε την πικρή ντροπή
Του να μην είσαι μόνη
Που την γνωρίζουν οι φτωχοί.
Ιδίως βέβαια γι’ αυτό
Από τα χρόνια τα παλιά γινόταν η Γιορτή
Με όλα τα καλά.
Οι τραχιές κουβέντες των βοσκών δεν ακουγόταν πια
Κι αργότερα έγιναν στην Ιστορία οι ίδιοι βασιλιάδες.
Ο άνεμος που ήταν κρύος πολύ
Έγινε το άσμα των αγγέλων.
Ναι, και στην τρύπα της σκεπής που άφηνε να μπει η παγωνιά έμεινε
μόνο
Το αστέρι που κοίταζε μες τη σκιά.
Όλα αυτά
Έρχονταν από το εύκολο πρόσωπο του γιού της που ήταν ελαφρύς
Αγαπούσε τα τραγούδια
Φώναζε κοντά του τους φτωχούς
Κι είχε τη συνήθεια να ζει ανάμεσα σε βασιλιάδες
Και να βλέπει πάνω του ένα αστέρι μες τη νύχτα.
-------------------------------------------------
Η ‘Μαρία’ του Μπέρτολτ Μπρεχτ γράφτηκε το 1922 και είναι ένα από τα τρία χριστουγεννιάτικα ποιήματα ενός των μεγαλυτέρων λυρικών ποιητών –ίσως κατά την άποψη του Μαρσέλ Ράιχ-Ρανίτσκι του μεγίστου – της Γερμανικής λογοτεχνίας. Η τρυφερή και παράλληλα υπερήφανη περιγραφή ενός μικρού θεού που γνωρίζει να μετατρέπει τους φτωχούς σε βασιλιάδες καταργεί την οποιαδήποτε επιφύλαξη απέναντι στη συνταύτιση μαζί του. Είναι μία από τις πολλές ποιητικές αντιστροφές της αισθητικής του θεατρικού συγγραφέα με την οποία ο ίδιος απαιτεί την κριτική απόσταση από τις φυσιογνωμίες που παρουσιάζει. Το περιεχόμενο του ποιήματος με τη Μαρία μητέρα δίπλα στο νιογέννητο θεό θυμίζει ένα δεύτερο, συμπληρωματικό αριστούργημα, τη ‘Μάνα του Χριστού’ του Κώστα Βάρναλη. Του Νίκου Τζαβάρα
-------------------------------------------------
Χωρισμοί, αποχωρισμοί, διαχωρισμοί
Ανθρωποι λευκοί, μαύροι, κίτρινοι...
Ανθρωποι που διαφοροποιούνται ανάλογα με το χρώμα, τη χώρα προέλευσης, την κουλτούρα τους, τη θρησκεία τους... Διαχωρισμένες σκέψεις... διαχωρισμένες δουλειές...
Εργαζόμενοι με πτυχίο... εργαζόμενοι χωρίς πτυχίο... Δουλειές για μετανάστες... Διαχωρισμένοι άνθρωποι
Ξένοι για ποιους; Γηγενείς για ποιους; Μετανάστες για ποιους;
Ενας κόσμος χωρισμένος σε ομάδες. Ο κόσμος μας. Χωρισμένος. Σε καλούς και κακούς... Σε ηθικούς και ανήθικους, Σε νόμιμους και παράνομους... Σε γηγενείς και μετανάστες... Σε χριστιανούς και μουσουλμάνους... Σε εγκληματίες και μη.
Η μία πλευρά πολεμά να απαλλαχθεί από την άλλη και η άλλη πολεμά για την επιβίωσή της...
Ποιος αποφασίζει λοιπόν για τους ανθρώπους;
Γιατί αποφασίζει χωρίς αυτούς;
Τι είναι αυτό που δίνει το δικαίωμα σε κάποιους να θεωρούν χρέος τους να προκαλούν πόνο στους «ανεπιθύμητους», σε αυτούς
που ζουν στο περιθώριο των άλλων, για να προστατεύσουν τους «καλούς»;
Πίσω από το όχημα της αγάπης για την πατρίδα και την ασφάλεια κρύβεται ο ρατσισμός. Με κίνητρο το φανατισμό που προκαλεί όχι μόνο τον βιολογικό αλλά και τον πνευματικό θάνατο, σταματά οποιαδήποτε διαδικασία ελεύθερης βούλησης. Υπαγορεύει συγκεκριμένο τρόπο ζωής με απόλυτη και ακραία ιδεολογία.
Δεν υπάρχει τρόπος διαφυγής, καμία περίπτωση αλλαγής σχεδίου, καμία αναθεώρηση, καμία αυτοκριτική, καμία επιλογή!
Ο φανατισμός δε δίνει επιλογή αλλά υποταγή. Φυλακίζει την ψυχή και το πνεύμα με τα πιο ισχυρά δεσμά. Διαστρεβλώνει την έννοια της δημοκρατίας στα μικρά παιδιά και στρατολογεί οπαδούς χωρίς κριτική ικανότητα.
Ανθρώπινη παράταξη, δίχως οίκτο. Ανθρώπινες ζωές παραδομένες στην πόλωση. Είναι σα να λένε: Δε με νοιάζουν τα δικαιώματά σου, δε με νοιάζει αν έχεις να φας, δε με νοιάζει τι χρώμα έχεις. Δεν θέλω να υπάρχεις δίπλα μου. Με ενοχλεί που ζεις, που δουλεύεις, που αναπνέεις!!!
Αραγε αυτός ο πόλεμος αξίζει τον κόπο; Το ερώτημα αυτό αιωρείται παντού χωρίς σαφή απάντηση ακόμα. Είναι σαν να κοιτάμε αυτό το χάος που έχουμε φτιάξει εμείς οι ίδιοι και κυκλοφορούμε ανάμεσά του σαν να μην συμβαίνει σε μας!
Πού είμαστε όλοι εμείς; Γιατί κάποιοι που ψάχνουν για μια αξιοπρεπή ζωή απλά χάνουν τη ζωή τους; Γιατί κάποιοι να ντρέπονται και να κρύβονται; Μήπως τα κορμιά δεν πονάνε το ίδιο;
Ολοι γεννηθήκαμε ίσοι. Ολοι έχουμε δικαίωμα έκφρασης. Ολοι έχουμε δικαίωμα ελευθερίας. Ολοι έχουμε δικαίωμα στη ζωή!
Η δύναμη και η αξία του κάθε ανθρώπου δεν κρύβεται στο παπούτσι που δεν έχει αλλά σε αυτό που καλείται να βάλει. Η κοινωνική ταυτότητα χτίζεται από την ιδεολογία και όχι από την υπερτροφία του μίσους λόγω κοινωνικοπολιτικών συγκυριών.
Θα κλείσουμε με ένα απόσπασμα από το γράμμα «Στους μεταγενέστερους» του Μπέρτολτ Μπρέχτ, το οποίο το αφιερώνουμε σε όλους τους ανθρώπους:
Σκεφτείτε.
Και τα μαύρα χρόνια που εσείς γλιτώσατε.
Εμείς περνάγαμε,
αλλάζοντας χώρες πιο συχνά από παπούτσια.
Μέσα από ταξικούς πολέμους, απελπισμένοι σα βλέπαμε,
την αδικία να κυριαρχεί και να μην υπάρχει
εξέγερση.
Κι όμως το ξέραμε:
ακόμα και το μίσος ενάντια στην ευτέλεια
παραμορφώνει τα χαρακτηριστικά.
Ακόμα κι η οργή ενάντια στην αδικία
βραχνιάζει τη φωνή.
Αλίμονο, εμείς που θέλαμε
να ετοιμάσουμε το δρόμο στη φιλία
δεν καταφέρναμε να ’μαστε φίλοι ανάμεσά μας.
Ομως εσείς, όταν θα ’ρθει ο καιρός
ο άνθρωπος να βοηθάει τον άνθρωπο
να μας θυμάστε
με κάποιαν επιείκεια.
http://tvxs.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου