Του Χρήστου Γραμπόβα
Το 1850 το οθωμανικό κράτος είχε βρεθεί στα πρόθυρα της διάλυσης, αφού τις εθνικές επαναστάσεις και τους πολέμους με τις Μεγάλες Δυνάμεις είχε συνοδεύσει η οικονομική καθίζηση. Το φεουδαρχικό οικονομικό σύστημα που επικρατούσε επί αιώνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία έπνεε τα λοίσθια, ενώ ο καπιταλισμός δεν είχε κάνει παρά μόνο κάποια δειλά βήματα με μια αστική τάξη που τότε μόλις άρχιζε να αναπτύσσεται. Ταυτόχρονα, η Βιομηχανική Επανάσταση που λάμβανε χώρα κυρίως σε Ευρώπη και Βόρεια Αμερική και η συνεπακόλουθη έκρηξη του διεθνούς εμπορίου επέτειναν την ανάγκη για μεγάλες αλλαγές.
Οι οθωμανικές αρχές προσπάθησαν να επιβάλουν τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις (γνωστές ως Τανζιμάτ, από το 1839 έως το 1876), με σκοπό τον εκμοντερνισμό της χώρας και τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας σε
καπιταλιστική βάση.[1] Εντούτοις, το οθωμανικό κράτος, προκειμένου να περάσει στις μεταρρυθμίσεις έπρεπε να λύσει άμεσα μια σειρά σημαντικών προβλημάτων, με πιο καίριο αυτό της χρηματοδότησης. Συγκεκριμένα, η μεγάλη αύξηση των στρατιωτικών εξόδων λόγω των πολέμων, η μείωση της συνολικής φορολογητέας ύλης λόγω των ανεξαρτητοποιήσεων/αυτονομήσεων χωρών, αλλά και το απαρχαιωμένο σύστημα συλλογής φόρων, δημιουργούσαν μεγάλα ελλείμματα στους ετήσιους προϋπολογισμούς.
Επί δεκαετίες η ανάγκη του οθωμανικού κράτους για χρηματοδότηση καλύπτονταν από τους «τραπεζίτες του Γαλατά», κυρίως Έλληνες, Αρμένιους και Εβραίους επιχειρηματίες, οι οποίοι δάνειζαν στην Υψηλή Πύλη υψηλότοκα βραχυχρόνια δάνεια.[2] Η επιλογή υπέρ του εσωτερικού δανεισμού σε σχέση με τον εξωτερικό δεν είχε ως βάση τα οικονομικά κριτήρια, αλλά την –ορθή– άποψη της οθωμανικής διοίκησης πως ο διεθνής δανεισμός (ακόμα και από ιδιώτες) μπορεί να οδηγήσει σε πολιτικό έλεγχο της χώρας από τους δανειστές. Ωστόσο, το 1854, ο Κριμαϊκός Πόλεμος με τη Ρωσία συνδυάστηκε με μια μεγάλη κρίση ρευστότητας και χρηματοδότησης, με αποτέλεσμα να απαιτηθούν νέα κεφάλαια τα οποία μπορούσαν να εξασφαλιστούν μόνο με εξωτερικό δανεισμό. Τα πρώτα δύο δάνεια (1854 και 1855) ήρθαν με ευνοϊκούς, για την εποχή, όρους (ειδικά το δεύτερο), και με τη στήριξη της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας, συμμάχων των Οθωμανών στον πόλεμο. Βέβαια, παρά τους καλούς όρους όσον αφορά τα επιτόκια και στην προμήθεια, υπήρχαν υψηλές υποθήκες που δέσμευαν τον φόρο υποτελείας της Αιγύπτου, καθώς και τους δασμούς των τελωνείων της Σμύρνης και της Συρίας.[3] Τα πρώτα δάνεια έφεραν δεύτερα και τα δεύτερα τρίτα, ενώ από το 1865 και μετά όλα τα νέα δάνεια (πλην ενός, του 1870) πάρθηκαν ουσιαστικά για να αποπληρωθούν τοκοχρεολύσια. Φυσικά, κάθε νέο δάνειο είχε πιο επαχθείς όρους και μεγαλύτερες υποθήκες, σε σημείο που ο διεθνής Τύπος να συγκρίνει το οθωμανικό κράτος με πτωχευμένη οικογένεια που δίνει ένα ένα όλα τα αντικείμενα αξίας του σπιτιού σε ενεχυροδανειστήρια.[4]
Η συσσώρευση δημόσιου χρέους σε μια οικονομία που αδυνατούσε να παράγει επενδύσεις και εμπορικά πλεονάσματα για να το εξυπηρετήσει, λειτούργησε με τη μορφή χιονοστιβάδας. Το 1873 η διεθνής οικονομική κρίση έκανε τον εξωτερικό δανεισμό ακόμα πιο δύσκολο για τους Οθωμανούς, με αποτέλεσμα οι όροι του δανείου του 1874 να είναι εξαιρετικά τοκογλυφικοί: λόγω χαμηλού ποσοστού έκδοσης και μεγάλης προμήθειας από το δάνειο των 40 εκατομμυρίων στερλινών, η Υψηλή Πύλη έλαβε μόλις τα 17,4.[5] Το 1875 κακές σοδειές και φυσικές καταστροφές μείωσαν τα έσοδα, οδηγώντας σε πλήρη αδυναμία κάλυψης των δαπανών του προϋπολογισμού, ιδιαίτερα όταν στο σύνολο των πραγματικών δαπανών οι Οθωμανοί έπρεπε να πληρώσουν άλλες τόσες σε τοκοχρεολύσια. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους η οθωμανική διοίκηση αποφάσισε μονομερώς να «κουρέψει» το δημόσιο χρέος, υποσχόμενη να αποπληρώσει μέσα σε πέντε χρόνια το 50% του κεφαλαίου και των τόκων, ενώ για το άλλο 50% να χορηγήσει δεκαετή ομόλογα με χαμηλό επιτόκιο (5%). Ωστόσο, ένα τόσο μικρό κούρεμα δεν μπορούσε να κάνει βιώσιμο το χρέος, με συνέπεια τον Μάρτιο του 1876 οι οθωμανικές αρχές να κηρύξουν στάση πληρωμών.[6] Αρχικά οι Οθωμανοί προσπάθησαν να καθυστερήσουν τις διαπραγματεύσεις και να έρθουν σε συμφωνίες μόνο με ορισμένες ομάδες ιδιωτών δανειστών. Εντούτοις, μετά την ήττα στο Ρωσο-Τουρκικό Πόλεμο του 1878, τη ματαίωση της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου και τις μεγάλες πιέσεις που τους ασκήθηκαν στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων της Συνθήκης του Βερολίνου, οι Οθωμανοί προσήλθαν στις συζητήσεις και συμφώνησαν στον ορισμό μιας διεθνούς επιτροπής για τη ρύθμιση του χρέους.
Το 1881 δημιουργήθηκε το Συμβούλιο για τη Διαχείριση του Οθωμανικού Δημόσιου Χρέους (ΔΟΔΧ) και ανέλαβε να φέρει εις πέρας τη Συμφωνία των Οθωμανών με τους δανειστές τους. Σύμφωνα με αυτή, το συνολικό δημόσιο χρέος (εκτός από λίγα απολύτως εγγυημένα δάνεια) ανερχόταν σε 253 εκατομμύρια λίρες Μεγάλης Βρετανίας εκ των οποίων κουρεύτηκε το 58%, με αποτέλεσμα να μείνουν 106 εκατομμύρια στερλίνες προς αποπληρωμή.[7] Το μεγάλο κούρεμα ήταν ο μόνος τρόπος για να δημιουργηθεί η ελπίδα πως το οθωμανικό χρέος ήταν βιώσιμο. Ωστόσο, η Συμφωνία δεν περιορίστηκε στο κούρεμα, αλλά επιχείρησε να εξασφαλίσει σε μεγάλο βαθμό την εξυπηρέτηση από τις οθωμανικές αρχές του εναπομείναντος χρέους. Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο για τη ΔΟΧΔ έγινε ο άμεσος διαχειριστής των εσόδων από τα μονοπώλια αλατιού και καπνού, από τους φόρους σε γραμματόσημα, αλκοόλ, ψάρι και μετάξι, από το φόρο υποτελείας της Βουλγαρίας, καθώς και τα έσοδα από την Ανατολική Ρωμυλία και την Κύπρο.[8] Η Συμφωνία, που έγινε βάση σχεδίου έλληνα Τραπεζίτη του Γαλατά,[9] είχε ως στόχο να αλλάξει το κλίμα στις τάξεις των ευρωπαίων δανειστών σχετικά με την έως πρότινος αφερεγγυότητα της Υψηλής Πύλης στην εξυπηρέτηση του χρέους. Βέβαια, το σύνολο των εσόδων που συγκέντρωνε το Συμβούλιο για τη ΔΟΔΧ ξεπερνούσε το ένα τρίτο των συνολικών εσόδων του οθωμανικού προϋπολογισμού, δημιουργώντας έτσι ένα πολύ σημαντικό δημοσιονομικό κενό.[10]
Στα επόμενα χρόνια η πιστοληπτική ικανότητα του Οθωμανικού κράτους βελτιώθηκε, με αποτέλεσμα να παρθούν νέα δάνεια με καλύτερους όρους, τα οποία ωστόσο κατέληγαν στην αποπληρωμή προηγούμενων χρεών και συμβολαίων με ξένες εταιρείες (σιδηροδρόμων, όπλων κ.ά.). Παράλληλα, ενώ το Συμβούλιο για τη ΔΟΔΧ δημιουργήθηκε για να εκπροσωπεί τη συγκεκριμένη ομάδα (προ του 1881) δανειστών, σταδιακά μετατράπηκε σε εκπρόσωπο όλου του ξένου κεφαλαίου στη χώρα. Συγκεκριμένα, πέρα από την παρακράτηση των συμφωνημένων εσόδων, το Συμβούλιο αναλάμβανε την είσπραξη των εγγυήσεων στις συμφωνίες για άμεσες ξένες επενδύσεις (π.χ. στους σιδηρόδρομους), ενώ πίεζε για την επιβολή των όρων των ξένων επενδυτών.[11] Η αφαίμαξη όλο και περισσότερων σίγουρων εσόδων από δανειστές και επενδυτές οδήγησαν σε τεράστια δημοσιονομικά ελλείμματα, τα οποία δεν μπορούσαν να καλυφθούν παρά τη βαριά φορολόγηση, ιδιαίτερα των μη-μουσουλμανικών πληθυσμών. Η οικονομική κατάρρευση δεν άργησε να έρθει. Ταυτόχρονα, οι μη μουσουλμανικοί λαοί απαιτούσαν την ελευθερία τους και οι μουσουλμάνοι θεσμικές αλλαγές, ενώ οι Μεγάλες Δυνάμεις εποφθαλμιούσαν τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της παραπαίουσας Αυτοκρατορίας. Είναι γεγονός πως η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε κλείσει την ιστορική της διαδρομή. Εντούτοις, ο φαύλος κύκλος του συνεχώς αυξανόμενου δημόσιου δανεισμού και της συνεχούς επιβολής όλο και πιο δυσβάσταχτων όρων από τους δανειστές της, επέτειναν την ήδη άσχημη κατάσταση και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο τέλος της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου