Η κωμόπολη ήταν ανάστατη. Μέρες τώρα κυκλοφορούσε από σπίτι σε σπίτι η φήμη και όλοι ετοιμάζονταν να κατεβούν στην πλατεία να δουν το περίεργο θέαμα με τα μάτια τους. Οι γηραιότεροι στο καφενείο δυσπιστούσαν, αυτά είναι μασλάτια που κάποιος θα τα διέδιδε για να σπάσει πλάκα, γιατί πιο εύκολο είναι να περάσει η γκαμήλα απ΄ το βελόνι, παρά αυτό.
Υπήρχαν όμως και κάποιοι που λέγαν ότι γίνονταν, άλλωστε στο πέμπτο καρτούτσο την είχαν δει την γκαμήλα με τα μάτια τσ’ να περνάει την τρούπα, οπότε μπορεί να συνέβαινε κι αυτό το ανήκουστο!
Την Φανή της έλουσε αποβραδίς η μάνα της τα μακριά ξανθά μαλλιά, αέρισε και το καλό φουστάνι, αποφόρι της μεγάλης αδελφής που το κληρονόμησε από την ξαδέλφη της, που της
τόχε χαρίσει σχεδόν καινούργιο, η συμβολαιογράφαινα, και ήταν πανέτοιμη.
Η μικρή ήταν ανάστατη, σα να πήγαινε σε τσίρκο και καλύτερα, γιατί το τσίρκο είχε εισιτήριο για να δεις την ασώματον κεφαλήν, ενώ αυτό το θέαμα θα προσφέρονταν δωρεάν. Η μητέρα της είχε υποχωρήσει στο κλάμα και θα την άφηνε να κατέβει, αν κι αυτά τα καινούργια χούγια που φέρνουν το πανάρι-κατάρι δεν προμηνούσαν τίποτε καλό.
Παρ΄ ότι ήταν στα μισά της η τρίτη δεκαετία του καινούργιου αιώνα, των θαυμάτων και των ανατροπών, η μητέρα της Φανής, όπως και οι περισσότεροι συντοπίτες, ήταν οπαδοί του δόγματος «έτσι τα βρήκαμε έτσι θα τα αφήσουμε». Καμάρωνε, μάλιστα, ότι η μεγάλη αγάπη του άντρα της ήταν άλλη, η κόρη ενός τσιφλικά, στο σπίτι του οποίου δούλευε όταν ήταν παλικάρι, και που τον έμπαζε δυο χρόνια κρυφά στην κάμαρή της, αλλά τον παράτησε και παντρεύτηκε έναν δικηγόρο στην Αθήνα, όπως ταίριαζε στην σειρά της κι όπως είναι το σωστό.
Ο κόσμος ήταν πολύς και είχε παραταχθεί σε τριπλή σειρά κατά μήκος του λιθόστρωτου δρόμου, και η Φανή που άργησε καρτερώντας την φιλενάδα της την Ανθή, δεν έβλεπε τίποτε. Προσπάθησε να περάσει, στο παρακαλετό, αλλά οι μεγάλοι δεν είχαν σκοπό να χαλάσουν την ζαχαρένια τους. Παίρνοντας ανάποδες λοιπόν και σκούζοντας, καλέ τι σόι κόσμος είστε εσείς, άρχισε να σπρώχνει και να μοιράζει αγκωνιές φτάνοντας στο παρατσάκ μπροστά, τη στιγμή ακριβώς που ακούγονταν από το βάθος η πρώτη νότα της Δημοτικής Μπάντας.
Μπροστά-μπροστά πήγαινε καμαρωτός, κουνώντας την μπαγκέτα του και δίνοντας τον τόνο, ο μαέστρος. Ακολουθούσαν με βηματισμό τα χάλκινα, το κόρνο, και η  τρομπέτα, ξωπίσω τα πνευστά το φλάουτο και τα κλαρίνα, και παραπίσω τα κύμβαλα και το τύμπανο. Τέλος, το θέαμα που όλοι περίμεναν, το μεγάλο τύμπανο η γκρανκάσα.
Ένα ααα ξεκίνησε χαμηλόφωνα, άρχισε να δυναμώνει και έσβησε απότομα, αφήνοντας το πλήθος άφωνο, καθώς οι φήμες αποδεικνύονταν αληθινές. Το όργανο που μέχρι τότε στις λιτανείες και τις παρελάσεις δίναν σε κάποιον γιούφτο ένα χαρτζιλίκι για να το βαρά, κουβαλούσε καμαρωτά-καμαρωτά χτυπώντας το με τον κόπανο ο δεκαοκτάχρονος γιος του μεγαλύτερου τσιφλικά της περιοχής.
Το τι είχε συμβεί το διηγούνταν σαν παραμύθι η μικρή Φανή, μεγαλώνοντας, στα παιδιά της.
Το νεαρό τσιφλικόπουλο, που το πήγαινε μέχρι πρότινος στο Πανεπιστήμιο στην Αθήνα σοφέρ παρακαλώ με αμάξι, από τα λίγα που κυκλοφορούσαν τότε, γοητεύτηκε από τις ιδέες του σοσιαλισμού και οργανώθηκε στην ΟΚΝΕ, πηγαίνοντας κόντρα στα συμφέροντα της τάξης από την οποία προέρχονταν.
Όμως πώς θα πήγαινε αυτός, ο μοσχαναθρεμμένος, να μιλήσει στους φτωχούς, στους χθεσινούς κολίγους για το τέλος της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο και να τους ζητήσει να εξεγερθούν, της αγροτικής γης οι κολασμένοι, όταν η γης ανήκε στον πατέρα του; Πως θα τον πιστέψουν και δεν θα το πάρουν για καπρίτσιο του αρχοντόπουλου, ή ακόμα χειρότερα, δεν θα φοβηθούν ότι τους στήνει κάποια παγίδα σε συνεννόηση με τους μέχρι προχθές κοτζαμπάσηδες και πάντα φεουδάρχες;
Το κόμμα το φερε από δω, το σκέφτηκε από κει, και κατέληξε στη λύση. Ο νεολαίος θα έπρεπε να κατέβει από τον θρόνο του. Του δόθηκε λοιπόν εντολή να γυρίσει στην πατρίδα του, και να μπει στη Δημοτική μπάντα. Μα πώς, ήταν η εύλογη απορία του, αφού δεν γνώριζε κανένα όργανο; Το κόμμα είχε έτοιμη την απάντηση: θα βαρούσε το ταμπούρλο.
Αυτό είχε διπλό κέρδος, και σημειολογικό, αφού ο πρώτος θα γίνονταν έσχατος, και πρακτικό. Στην μπάντα ήταν ο μόνος μαζικός χώρος που σύχναζαν νεολαίοι, που θα προσπαθούσε να τους στρατολογήσει στον αγώνα τους.
Πράγματι κι έτσι έγινε. Το πλουσιόπαιδο βγήκε στην παρέλαση με την γκρανκάσα κι ο κόσμος εντυπωσιάστηκε, κολακεύτηκε, συγκινήθηκε, πίστεψε, ακολούθησε, θυσιάστηκε.
Το πλουσιόπαιδο πέρασε συνολικά εικοσιοκτώ χρόνια της ζωής του σε φυλακές και εξορίες και η πατρική περιουσία σκόρπισε στους πέντε ανέμους.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, μπορεί οι ιδέες του να αμφισβητήθηκαν, μπορεί να κατηγορήθηκε από κάποιους για δογματισμό, ήταν και δύσκολοι καιροί πολλαπλών διασπάσεων και όπως πάντα όλοι κατέχουν ένθεν και ένθεν το απόλυτο αριστερόμετρο, αλλά το αγωνιστικό του φρόνημα και την αυθεντικότητά του δεν μπόρεσε κανένας να την αμφισβητήσει.
Οι συμπατριώτες του τον τίμησαν και τιμούν πάντα τη μνήμη του αρχοντόπουλου με την γκρανκάσα.
Η περιουσία του πατέρα του δεν είχε καθαρή προέλευση, γιατί ποτέ οι περιουσίες κανενός δεν έχουν καθαρή προέλευση. Μπορεί να μην προέρχονταν από απροσδιόριστα funds και περίεργα αμοιβαία, μπορεί να μην σορτάρονταν σε χρηματιστήρια, αλλά ήταν λερωμένη από τον ιδρώτα και πιθανά και το αίμα των κολίγων.
Το θέμα είναι αν θα μπεις στη μπάντα, και όχι μόνο αυτό, αλλά και αν θα ζαλωθείς την γκρανκάσα.
ΥΓ: Η ιστορία είναι μυθολογική αφήγηση ενός ιστορικού γεγονότος που αφορά πραγματικά πρόσωπα. Η μικρή Φανή είναι η μητέρα μου, η πόλη είναι ο Τύρναβος, η χρονιά είναι το 1924 ή ΄25, και το πλουσιόπαιδο με την γκρανκάσα ο Κώστας Λουλές.