Πρόσφατα μια φίλη, που ανήκει στην κατηγορία των «προνομιούχων» πολιτών, εργάζεται  δηλαδή ως χαμηλόμισθη σε υπηρεσία του δημοσίου, μου περιέγραφε μετά μεγάλης αναστάτωσης , το πώς μια άνεργη γνωστή της εκφράστηκε με οργή, απέναντι στο γεγονός του ότι  η ίδια διατηρεί ακόμα την εργασία της. Αυτή η περιγραφή  μου δημιούργησε συνειρμούς και  εικόνες που απαντά κανείς σε σύγχρονες ταινίες τρόμου. Στρατιές ανέργων, με θολό βλέμμα,  ανοιχτό στόμα  να στάζει  σάλιο και χέρια προτεταμένα να επιτίθενται στους τελευταίους εναπομείναντες εργαζόμενους , όπου κάποιοι από αυτούς προκειμένου να γλυτώσουν,
αποποιούνται την ιδιότητα του εργαζόμενου δηλώνοντας με αποτρόπαιες κραυγές  «απλά απασχολούμενοι». Δυστυχώς το συγκεκριμένο παράδειγμα δεν είναι μεμονωμένο , καθώς όλο και περισσότεροι άνθρωποι νιώθουν να μονιμοποιούνται στο περιθώριο της ανεργίας.
Ένα περιθώριο που ως κοινωνικός και οικονομικός μη-χώρος στεγάζει πλην της οικονομικής ανέχειας , την προσωπική απαξίωση και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Ο άνεργος άνθρωπος αναγκάζεται εκ των πραγμάτων σε μια ύπαρξη εκτός του κοινωνικού γίγνεσθαι, των πολιτικών διεκδικήσεων και των ζυμώσεων του πολιτισμού, καθώς η ανεργία επιφέρει μια καταναγκαστική απραξία που  απλώνεται πάνω από κάθε δραστηριότητα. Ο άνεργος εγκλωβισμένος σε αυτή την συνθήκη, φέροντας κατά το πλείστον ελλιπή αναλυτικά εργαλεία για να αντιληφθεί την κατάσταση του ως κοινωνικό φαινόμενο *,  δέσμιος ενός υποκινούμενου εκ των άνω κοινωνικού αυτοματισμού, διαμορφώνει τάσεις «κανιβαλισμού». Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι να μην αναδεικνύεται η έκταση και η κοινωνική διάσταση της ανεργίας, καθώς στο κοινωνικό κενό των τεσσάρων τοίχων και της τηλεοπτικής πραγματικότητας δεν ανθούν  τα λουλούδια της αλληλεγγύης και της συλλογικής αντιμετώπισης του προβλήματος.
Πολλές φορές βέβαια τα όρια ανάμεσα στον εργαζόμενο και στον άνεργο δεν είναι διακριτά.  Ένα από τα κατορθώματα των οριζόντιων περικοπών της δημοσιονομικής προσαρμογής, ήταν και συνεχίζει να είναι το γεγονός ότι οι περισσότεροι εργαζόμενοι δεσμεύουν τον χρόνο και την ενέργεια τους σε μορφές εργασίας που δεν επιφέρει σχεδόν τίποτα παραπάνω των απολύτως απαραίτητων πόρων της επιβίωσης, σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα ούτε καν αυτό.  Εκτός της μη ανταποδοτικότητας της εργασίας, οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν και της ύπουλες μεθοδεύσεις της εργοδοσίας, που καλυπτόμενη πίσω από την οικονομική κρίση και συνεπικουρούμενη από τους πολιτικούς της εταίρους, αφαιρεί  δικαιώματα και συμβάσεις κατά το δοκούν και δια νόμου , καθώς σταδιακά εισηγείται της ιδέας ότι η εργασία δεν είναι δικαίωμα, ούτε αμφίδρομο συμβόλαιο αλλά προνόμιο που άμα το κατέχεις πρέπει να κάνεις και το σταυρό σου.
Η «πούστικη» έννοια της «απασχόλησης» υπονοεί ότι ο εργοδότης κάνει χάρη στον εργαζόμενο και τον απασχολεί για να μην τον καταπιεί ο μπαμπούλας της ανεργίας και τα παραδείγματα αυτής της λογικής πολλά και διάφορα:  Tα δεδουλευμένα βάση των νέων ατομικών συμβάσεων μπορούν να καθυστερούν να καταβληθούν  μέχρι και τρεις μήνες, ελαστικοποίηση του ωραρίου και του σφιγκτήρα των «απασχολουμένων», εργασία της Κυριακές, απολύσεις απεργών και συνδικαλιστών (πρόσφατα στην αλλαντοποιία ΝΙΚΑΣ), ποινικοποίηση της διαμαρτυρίας και της διεκδίκησης, μέχρι και τιμωρία δια αντιπροσώπου  των διεκδικητικών εργαζόμενων (Δολοφονία εικοσιοχτάχρονου στην Ομόνοια από μπράβο εργοδότη εστιάτορα, χρυσαυγίτες σε σύμπραξη με την εργοδοσία συνετίζουν απεργούς στο πέραμα κλπ) . Τα πιο κραυγαλέα όμως ατοπήματα κράτους και εργοδοσίας είναι αυτά που δεν  χρειάζεται να ξεκοκαλίσεις εφημερίδες και ιστοσελίδες και Φ.Ε.Κ  για να τα εντοπίσεις.
Αρκεί να αναλογιστεί κανείς την σημασία της αυθαίρετης  διαίρεσης των εργαζομένων  σε κατηγορίες απολαβών, βάση της ηλικίας τους . Οι εργαζόμενοι μέχρι 25 χρονών λαμβάνουν 425 ευρώ, ενώ οι υπόλοιποι 490 ευρώ. Γιατί;  και βάση ποιας λογικής συμβαίνει αυτό, και πως μπορεί να θεσμοθετηθεί μια τέτοια νομική τερατωδία; Σαν πώς και οι εργαζόμενοι κάτω των 25 δεν αποδίδουν τα ίδια χρήματα στα ασφαλιστικά ταμεία τους;  Δεν φορολογούνται με τους ίδιους φορολογικούς συντελεστές με τους υπόλοιπους; Δεν έχουν το δικαίωμα στην δημιουργία οικογένειας; ή μήπως ο νομοθέτης λειτούργησε εδώ θεωρώντας  τις οικογένειες αυτών των εργαζομένων σαν θεσμικά σώματα που οφείλουν να συν-επωμιστούν μέρος των αμοιβών τους; Σε αυτή την περίπτωση λοιπόν θα έπρεπε να υπάρχει φορολογική ελάφρυνση για οικογένειες που έχουν μέλη εντός αυτής της ηλικιακής κατηγορίας και ενδεχομένως η ευθύνη απέναντι στο νόμο και την πολιτεία να μετατεθεί μετά το εικοστό-πέμπτο έτος της ηλικίας ενός πολίτη.
Ένα ακόμη θεσπέσιο παράδειγμα είναι τα κριτήρια πριμοδότησης, για εργαζομένους που θέλουν να ενταχθούν σε ένα από τα νέα πολυδιαφημιζόμενα προγράμματα του Ο.Α.Ε.Δ.  Σε αυτά τα προγράμματα υπάρχουν οι λεγόμενοι πίνακες κατάταξης, που αναφέρουν τα μόρια που αντιστοιχούν σε ανάλογες κατηγορίες εργαζομένων . Εδώ παρατηρούμε πάλι αυτή την γραφειοκρατική διαίρεση σε ηλικιακές ομάδες, με τους  εργαζόμενους κάτω των 25 και άνω των 35 χρόνων ηλικίας να «λαμβάνουν το πτηνό» για άλλη μια φορά. Ποιος ξέρει και πάλι με ποιο κριτήριο λειτούργησε ο σοφός νομοθέτης;  ή μήπως ξέρουμε;
Η στρατηγική του διαίρει και βασίλευε είναι παλιά και δοκιμασμένη. Αν ο αποικιοκράτης, ο βασιλιάς, ο διάολος ( μέσα του) θέλει να αποτρέψει την διαδικασία σχηματισμού ενός κοινωνικού μετώπου το μόνο που έχει να κάνει είναι να δώσει λίγα ψίχουλα στους μεν, ένα χωραφάκι στους δε, ένα ψωριάρικο τίτλο ευγενίας, χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα, στον τάδε και μια χατζάρα στους πολλούς για να αλληλο-σφαγιαστούν.
Μέσα σε αυτόν τον εργασιακό μεσαίωνα, το «επάγγελμα» του ληστή τραπέζης  θα φαντάζει πιο αξιοπρεπές από αυτό του κονδυλοφόρου, του λακέ, του γλύφτη της εργοδοσίας και της άνομης εξουσίας μέχρι συλλογικά να διεκδικήσουμε τα αυτονόητα, χωρίς πλασματικές διαιρέσεις και με όποια μέσα απαιτούν οι συνθήκες.
*βλέπετε τα μαθήματα κοινωνιολογίας δεν θεωρούνταν απαραίτητα στην βασική εκπαίδευση εδώ και αρκετά χρόνια, αντί  αυτού υπερίσχυσαν τα οικονομικά, τρομάρα μας.