Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2013

Το καθεστώς της Λιτότητας και το μέλλον της Δημοκρατίας

democrazia-diretta-legge-quorum_414x290

Στο κείμενο που ακολουθεί, οι Armin Schafer και Wolfgang Streeck επιχειρούν να κωδικοποιήσουν σε εννέα σημεία τις πιθανές συνέπειες ενός μόνιμου καθεστώτος δημοσιονομικής λιτότητας για τη λειτουργία της Δημοκρατίας. Το κείμενο αποτελεί το τελευταίο κομμάτι της εισαγωγής των δύο συγγραφέων στην έκδοση που κυκλοφόρησε πρόσφατα, σε δική τους επιμέλεια, από τις εκδόσεις Polity με τίτλο Politics in the age of Austerity.
Οι συζητήσεις που έχουν ανοίξει στο πλαίσιο της προεκλογικής εκστρατείας στη Γερμανία, και στις οποίες κατά τα φαινόμενα εμπλέκονται εκτός από τις εσωτερικές πολιτικές δυνάμεις η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η ΕΚΤ, συνιστούν μία ματιά μέσα από τη
δημοσιονομική κλειδαρότρυπα στο μέλλον της Δημοκρατίας στην Ευρώπη. Τα μηνύματα που εκπέμπονται προς τις χώρες-οφειλέτες είναι ξεκάθαρα. Τα μέτρα λιτότητας δεν έχουν έκτακτο χαρακτήρα, ούτε αποτελούν αναπτυξιακούς μοχλούς. Πρόκειται για ένα μόνιμο καθεστώς που ήρθε για να μείνει στις δημοκρατίες της Ευρώπης, γενικά, και του Νότου ειδικότερα. Η Ελλάδα συνιστά και σε αυτή την περίπτωση το χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Οι στόχοι του προγράμματος λιτότητας έχουν αποτύχει, ενώ μέσα στο 2014 αυτό θα απολέσει τον «προσωρινό» χαρακτήρα του και θα μετατραπεί σε ένα μόνιμο καθεστώς που σίγουρα θα εξαντλήσει την επόμενη δεκαετία. Σε αυτό το σημείο γεννιέται μία σειρά ερωτημάτων. Θα μπορέσουν οι ιδεολογικοί μηχανισμοί στην υπηρεσία των πιστωτών να πείσουν τους πολίτες για την αναγκαιότητα μίας μακροχρόνιας λιτότητας δίχως αναπτυξιακή προοπτική; Σε ποίο βαθμό η εγκαθίδρυση ενός μόνιμου καθεστώτος λιτότητας πρόκειται να ανασυντάξει τον χάρτη των ταξικών συμφερόντων, να μεταβάλει τις δομές του κράτους και τελικά να αλλάξει τη φύση της Δημοκρατίας; Στο κείμενο που ακολουθεί, οι Armin Schafer και Wolfgang Streeck επιχειρούν να κωδικοποιήσουν σε εννέα σημεία τις πιθανές συνέπειες ενός μόνιμου καθεστώτος δημοσιονομικής λιτότητας για τη λειτουργία της Δημοκρατίας. Το κείμενο αποτελεί το τελευταίο κομμάτι της εισαγωγής των δύο συγγραφέων στην έκδοση που κυκλοφόρησε πρόσφατα, σε δική τους επιμέλεια, από τις εκδόσεις  Polity  με τίτλο Politics in the age of Austerity. Ο τίτλος του μεταφρασμένου κομματιού που παρουσιάζεται εδώ είναι επιλογή του μεταφραστή.
Με ποιον τρόπο θα μπορούσε η επιδείνωση των δημοσιονομικών μεγεθών, που διακρίνει τις πλούσιες δημοκρατίες της μεταπολεμικής περιόδου, να υποσκάψει τη δημοκρατική συμμετοχή, και σε ένα γενικότερο επίπεδο, την ίδια τη δημοκρατική φύση της πολιτικής; Με ποιον τρόπο η τωρινή μετάβαση από ένα κράτος-οφειλέτη σε ένα κράτος λιτότητας θα μπορούσε να επηρεάσει περαιτέρω τον δημοκρατικό χαρακτήρα της κυβέρνησης; Δεν υπάρχει καμία εύκολη απάντηση σε αυτά τα δύο ερωτήματα, καθώς δεν υφίσταται ιστορικό προηγούμενο από το οποίο θα μπορούσαμε να αντλήσουμε ορισμένες κατευθυντήριες γραμμές ανάλυσης.
Μέχρι την εμφάνιση της σημερινής κρίσης, η συσσώρευση  χρέους, αρχικά δημόσιου και στη συνέχεια ιδιωτικού, συνεισέφερε στη διατήρηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας αποζημιώνοντας τους πολίτες απέναντι στη χαμηλή ανάπτυξη, στη δομική ανεργία, στην απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, στη στασιμότητα και πτώση των μισθών και, τέλος, στην ολοένα διευρυνόμενη ανισότητα. Η δημοσιονομική κρίση του κράτους και η παγκόσμια οικονομική κρίση που τη συνόδευσε στη συνέχεια, συνιστούν το τίμημα που κατέβαλαν οι κυβερνήσεις  είτε για την ανικανότητά τους να αποτρέψουν την πλήρη φιλελευθεροποίηση των αγορών, είτε για τη συνέργειά τους σε αυτή την κατεύθυνση. Από τη στιγμή που οι κυβερνήσεις παραιτήθηκαν σταδιακά από τον δημοκρατικό έλεγχο της καπιταλιστικής οικονομίας, και η τελευταία  απαγκιστρώθηκε από τις δημόσιες δεσμεύσεις της, οι πολίτες συμφιλιώθηκαν με την υποχώρηση της δημοκρατικής πολιτικής  από τις ζωές τους  μέσα από έναν μηχανισμό που άκουγε στο όνομα «εκδημοκρατισμός του δανεισμού». Ωστόσο, αυτός ο μηχανισμός έφτασε στο τέλος του από τη στιγμή που η χρηματοδότηση των δημόσιων παροχών και της ιδιωτικής ευημερίας μέσα από τον δανεισμό πλησίασε το σημείο  όπου οι δανειστές έπαψαν πια  να πιστεύουν ότι οι συσσωρευμένες υποσχέσεις περί εξόφλησης θα γίνουν κάποτε πραγματικότητα.
Όταν ο εύκολος δανεισμός έπαψε να αποτελεί το φάρμακο απέναντι στη φιλελευθεροποίηση και τη δημοκρατική ύφεση που τη συνόδευε, η ατζέντα της εσωτερικής, αλλά και της διεθνούς πολιτικής, στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές δημοκρατίες άλλαξε. Το ζητούμενο, πλέον, ήταν η δημοσιονομική σταθεροποίηση μέσα από τη θεσμοθέτηση μακροπρόθεσμων πολιτικών λιτότητας. Μόνο υποθέσεις μπορεί κανείς να κάνει για τον τρόπο με τον οποίο αυτό το δημοκρατικό κράτος λιτότητας θα λειτουργήσει στο μέλλον. Ωστόσο, ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά του διαφαίνονται στον ορίζοντα. Στο κείμενο που ακολουθεί κωδικοποιούμε σε εννέα σημεία τους που θεωρούμε πιο πιθανούς να ακολουθήσει η σχέση ανάμεσα στον καπιταλισμό και τη δημοκρατική διακυβέρνηση, και πιο συγκεκριμένα η σχέση ανάμεσα στον δημοσιονομικό περιορισμό των δημοκρατικών πολιτικών και τη φύση καθώς επίσης και την έκταση της πολιτικής συμμετοχής.
1.Η φιλελευθεροποίηση των κεφαλαιαγορών, σε παγκόσμιο επίπεδο, καθιστά εξαιρετικά απίθανο το ενδεχόμενο οι δημοκρατίες να επιτύχουν, έστω και μερικώς, τον περιορισμό του κενού που υπάρχει ανάμεσα στα δημόσια έσοδα και στις δημόσιες δαπάνες μέσα από τη φορολόγηση των υψηλών εισοδημάτων και των εταιρικών κερδών. Σε ένα πλαίσιο ολοσχερούς φορολογικού ανταγωνισμού, η δημοσιονομική σταθεροποίηση αναγκαστικά προωθείται μέσα από τον περιορισμό των δαπανών και δευτερευόντως από την επιβολή υψηλότερης φορολογίας στην κατανάλωση και στα χαμηλά εισοδήματα. Η συγκεκριμένη μέθοδος σταθεροποίησης πρόκειται να επιφέρει μία τάση μεταβολής στη διάρθρωση των δημοσιών δαπανών. Οι τελευταίες θα ξεφύγουν από μία λογική « κοινωνικής επένδυσης» (Morel et al. 2012) που στοχεύει στην αναδιανομή του αρχικού εισοδήματος που διανέμεται άνισα από τον ανταγωνισμό της αγοράς και θα κινηθούν προς μία κατεύθυνση δαπανών περιοριζόμενων στα απολύτως αναγκαία.
2 Όσο αυτή η μέθοδος δημοσιονομικής πειθαρχίας θα περιορίζει τη διορθωτική παρέμβαση των δημόσιων δαπανών πάνω στις αγορές, τόσο η δημοκρατία θα τείνει – σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι το έπραττε τις δύο τελευταίες δεκαετίες-προς ένα «μεταδημοκρατικό» καθεστώς (Crouch 2004), όπου η συλλογική δράση για την προώθηση συλλογικών αξιών και συμφερόντων θα αντικατασταθεί από τα δημόσια θεάματα. Με την προσφορά του άρτου ολοένα μειούμενη το κενό πρέπει να καλυφθεί από ακόμη πιο εντυπωσιακά θεάματα
3.Στο πλαίσιο της θεσμοποιημένης λιτότητας θα συνεχιστεί η ιδιωτικοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών που είχε ξεκινήσει ήδη τις δεκαετίες του ’80 και του ’90. Η ιδιωτικοποίηση οδηγεί τους πολίτες να  αγοράζουν τις υπηρεσίες που άλλοτε τους προσέφερε το κράτος από την αγορά, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να στηρίζονται στο δικό τους εισόδημα και όχι στις κρατικές παροχές. Το άμεσο αποτέλεσμα είναι η ανισότητα στην πρόσβαση υπηρεσιών, όπως είναι η υγεία και η παιδεία. Μία άλλη εξίσου σημαντική συνέπεια είναι η ενίσχυση της αντίστασης των μεσαίων και υψηλών εισοδημάτων  απέναντι στη φορολογία, καθώς αυτά δεν είναι διατεθειμένα την ίδια στιγμή να αγοράζουν τις υπηρεσίες τους στην αγορά αλλά και να πληρώνουν υποχρεωτικά για κρατικές υπηρεσίες που όμως δεν χρησιμοποιούν. Όλα τα παραπάνω, τέλος, οδηγούν στην πολιτική απάθεια. Όσοι διαθετούν υψηλά εισοδήματα έχουν στην ουσία «αποχωρήσει» από την κοινότητα οπότε δεν χρειάζεται πλέον να διαμαρτυρηθούν. (Hirschman 1970). Όσοι βρίσκονται στις χαμηλές θέσεις της εισοδηματικής κλίμακας αδυνατούν να διεκδικήσουν με τη ψήφο τους καλύτερες δημόσιες υπηρεσίες, με δεδομένο τον δημοσιονομικό περιορισμό που υπάρχει.
4.Η επίτευξη της δημοσιονομικής σταθεροποίησης, σε ένα καθεστώς θεσμοποιημένης λιτότητας και με έναν προϋπολογισμό πρωτογενώς ισοσκελισμένο, ή και πλεονασματικό, δεν σημαίνει ότι τα κράτη δεν θα έχουν    πλέον ανάγκη την εμπιστοσύνη των επενδυτών. Με δεδομένο τον τεράστιο όγκο του συσσωρευμένου χρέους, οι κυβερνήσεις θα αναγκάζονται, για πολύ καιρό, να συνάπτουν νέα δάνεια για να ξεπληρώσουν τα παλιά. Έτσι, η αγορά κρατικού χρέους θα παραμείνει μία επικερδής επένδυση για όσους έχουν αρκούντως υψηλά εισοδήματα σε τέτοιο επίπεδο ώστε να  μπορούν να αποταμιεύουν.  Όσο, λοιπόν, τα κράτη επιλέγουν να χρηματοδοτούν τις υποχρεώσεις τους με δανεισμό και όχι με φορολογία, ευνοούν τους εισοδηματικά ισχυρούς πολίτες τους. Όχι μόνο δεν τους φορολογούν, αλλά τους προσφέρουν επενδυτικές ευκαιρίες, καταβάλλοντας τόκο επί των κρατικών χρεογράφων που εκείνοι κατέχουν, αντί να εξαναγκάσουν τη συνεισφορά τους στον κρατικό κορβανά. Από τη στιγμή που το χρηματικό κεφάλαιο που έχει επενδυθεί σε δημόσιο χρέος δύναται να κληροδοτηθεί στην επόμενη γενιά, ακόμη και με το επιτόκιο που ήδη έχει κερδίσει στο μεταξύ, η χρηματοδότηση του χρέους των δημοκρατικών χωρών μέσα από τον δανεισμό ενισχύει τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες στην κοινωνία πολιτών.
5.Όσο τα κράτη θα συνεχίσουν να χρειάζονται δάνεια, οι χρηματαγορές με τη σειρά τους θα τα κρατάνε υπό επιτήρηση, ακόμη και ύστερα από τη θεσμοποίηση της πολιτικής δέσμευσης για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και μείωση του χρέους. Η πιο σημαντική πρόκληση για τη δημοκρατική θεωρία στα χρόνια που θα ακολουθήσουν, είναι να συνειδητοποιήσει, με συστηματικό τρόπο, ότι το κράτος λιτότητας υπό τον έλεγχο του οποίου τέθηκε ο δημοκρατικός καπιταλισμός λογοδοτεί σε δύο πολιτικά σώματα αντί ενός- εκτός από τον λαό του καλείται να αντιμετωπίσει τις «αγορές» και τις συγκεκριμένες απαιτήσεις που αυτές εγείρουν στη δημόσια πολιτική. Είναι γνωστό ήδη από παλιά ότι για να είναι οι κυβερνήσεις επιτυχημένες οφείλουν να δώσουν τη δέουσα προσοχή στα συμφέροντα της καπιταλιστικής οικονομίας (Dahl 1969). Η άνοδος των χρηματαγορών, ωστόσο, ανέδειξε τις αγορές σε παράγοντα πίεσης εξίσου σημαντικό, αν όχι σημαντικότερο, με τους πολίτες πάνω στην καθημερινή πολιτική διαδικασία λήψης αποφάσεων. Έτσι, θα ήταν καλό η δημοκρατική θεωρία να πειραματιστεί στη βάση ενός μοντέλου ανάλυσης των σύγχρονων δημοκρατικών καπιταλιστικών πολιτικών, το οποίο θα αντιμετωπίζει τους λαούς και τις αγορές ως δύο ξεχωριστά πολιτικά σώματα που διέπονται από δύο διαφορετικές «λογικές» δράσης- προσωρινά θα μπορούσαμε να τις αποκαλέσουμε, αντίστοιχα, «κοινωνική δικαιοσύνη» και «δικαιοσύνη της αγοράς».
Οι λαοί και οι αγορές διαφέρουν σε αρκετές πλευρές καθιστώντας δυσχερές, μερικές φορές αδύνατο, το έργο της κυβέρνησης να ικανοποιήσει τα αιτήματα αμφότερων την ίδια στιγμή. Οι πολίτες ενός κράτους είναι οργανωμένοι σε εθνικό επίπεδο, τη στιγμή που οι χρηματαγορές είναι παγκόσμιες. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι πρώτοι κατοικούν στη χώρα  και τυπικά αδυνατούν ή δεν θέλουν να προσχωρήσουν σε μία ανταγωνιστική χώρα, ενώ οι επενδυτές μπορούν να αποχωρήσουν με ευκολία από αυτήν, και το πράττουν. Οι πολίτες «πιστώνουν» μία κυβέρνηση με την ψήφο τους, ενώ οι πιστωτές μπορούν να επιλέξουν αν θα την πιστώσουν με τα χρήματά τους ή όχι. Τα δικαιώματα των πολιτών θεμελιώνονται στο δημόσιο δίκαιο, ενώ οι απαιτήσεις των πιστωτών ρυθμίζονται από το αστικό ή το εμπορικό δίκαιο. Η γνώμη των πολιτών για τις κυβερνήσεις τους εκφράζεται περιοδικά μέσω εκλογών, η γνώμη των «αγορών» εκφράζεται κάθε στιγμή μέσα από τις αγοραπωλησίες. Ο «λαός» αρθρώνει τη γνώμη του μέσα στη δημόσια σφαίρα, ενώ οι «αγορές» εκφράζονται με το ύψος των επιτοκίων που χρεώνουν. Υπάρχει η προσδοκία ότι οι πολίτες θα διατηρήσουν τη νομιμοφροσύνη τους απέναντι στη χώρα τους, ενώ αντίθετα από την πλευρά των πιστωτών υπάρχει η απλή ελπίδα ότι οι τελευταίοι θα δείξουν «εμπιστοσύνη» στην κυβέρνηση της χώρας και δεν θα αποσύρουν αυτή την εμπιστοσύνη επειδή θα αισθανθούν «απαισιόδοξοι» ή «πανικοβλημένοι». Τέλος, ενώ από τους πολίτες απαιτείται να προσφέρουν κάποιου είδους δημόσια υπηρεσία, αλλά και να χρησιμοποιήσουν τις δημόσιες υπηρεσίες, οι «αγορές» ενδιαφέρονται μόνο για μία υπηρεσία- την εξυπηρέτηση του χρέους.
Το νέο είδος πολιτικής που αναπτύσσεται, τη στιγμή που τα κράτη και οι κυβερνήσεις προσπαθούν να συμβιβάσουν τα αλληλοσυγκρουόμενα αιτήματα των δύο πολιτικών σωμάτων όπως αυτά αναπτύχθηκαν παραπάνω, μένει ακόμη να μελετηθεί. Ερχόμενα αντιμέτωπα με τους διεθνείς επενδυτές, οι οποίοι επιβάλλουν ασταμάτητα πολιτικές δεσμεύσεις στις πολιτικές λιτότητας χρησιμοποιώντας –αν χρειαστεί- την αύξηση των επιτοκίων στα νέα δάνεια ως εργαλείο πειθούς, τα κράτη προσομοιάζουν πλέον με Ανώνυμες Εταιρείες σε έναν κόσμο όπου «η μεγιστοποίηση της απόδοσης μετοχών» είναι πλέον ο κανόνας. Όπως συμβαίνει και στην περίπτωση των διευθυντών στις μεγάλες Ανώνυμες Εταιρείες, έτσι και οι κυβερνήσεις πιέζονται ολοένα και περισσότερο από ακτιβιστές προμηθευτές κεφαλαίων να εξασφαλίσουν τη μέγιστη απόδοση των ομολόγων που εκδίδουν. Για να εξασφαλιστεί αυτή η μέγιστη απόδοση, οι κυβερνήσεις πρέπει να μετατρέψουν τους πολίτες τους σε ένα πειθαρχημένο ήμι-εργατικό δυναμικό, το οποίο θα παράγει πειθήνια τις αποδόσεις του κεφαλαίου, μετριάζοντας, παράλληλα, τα αιτήματα του για «κοινωνικό μισθό» και αυξάνοντας την παραγωγικότητα του. Το υπέρ-προϊον που προκύπτει από την παραγωγή των πολιτών θα μεταφέρεται σε εκείνα τα κράτη που προσφέρουν το κεφάλαιο για την παραγωγική διαδικασία, τη στιγμή που η οικεία κυβέρνηση δεν το διαθέτει εφόσον αδυνατεί να το αντλήσει από τους πλούσιους πολίτες.
6. Οι νέες εντάσεις που προκύπτουν από τη σχέση ανάμεσα στα κοινωνικά δικαιώματα που συνδέονται με την ιδιότητα του πολίτη και στα εμπορικά δικαιώματα που προκύπτουν από την ατομική ιδιοκτησία χρηματιστικών αξιών, οξύνονται όχι μόνο στο επίπεδο της εθνικής πολιτικής, αλλά και σε αυτό της διεθνούς πολιτικής. Εκεί, οι «χρηματαγορές», οργανωμένες σε παγκόσμιο επίπεδο, διαθέτουν ένα σοβαρό πλεονέκτημα σε βάρος των συσσωματώσεων πολιτών που οργανώνονται σε εθνικό επίπεδο, καθώς οι πρώτες σε αντίθεση με τους δεύτερους είναι σε θέση να καταλάβουν τους διεθνείς οργανισμούς και να τους μετατρέψουν σε όργανα υλοποίησης των συμφερόντων της αγοράς. Το σημαντικότερο από αυτά τα συμφέροντα επιτάσσει την αποθάρρυνση των μεμονωμένων κυβερνήσεων να προβαίνουν μονομερώς σε αναδιάρθρωση του χρέους τους ή σε κήρυξη πτώχευσης. Οι δανειστές είναι σε θέση να επιστρατεύσουν για την επίτευξη του ανωτέρω σκοπού τη βοήθεια της «διεθνούς κοινότητας» κρατών χρησιμοποιώντας την απειλή ότι η πρόκληση ενός «πιστωτικού γεγονότος» σε μία χώρα, αφενός, θα οδηγούσε σε άνοδο τα επιτόκια του χρέους των υπολοίπων χωρών και, αφετέρου, θα ανάγκαζε τις κυβερνήσεις να διασώσουν από τη χρεωκοπία χρηματοπιστωτικές εταιρείες που ενδεχομένως να επηρεάζονταν από το γεγονός και είναι « πολύ μεγάλες για να αφεθούν στην τύχη τους». Έτσι, οι «χρηματαγορές» αναγορεύονται στους σημαντικότερους υπερασπιστές της «διεθνούς αλληλεγγύης», με την έννοια ότι παρέχουν στους επενδυτές μία συλλογική εγγύηση που εξασφαλίζεται από την οικογένεια των καπιταλιστικών κρατών στο σύνολό της- εγγύηση την οποία οι ειδικοί των δημοσιών σχέσεων ονομάζουν «τείχος προστασίας» ή «μπαζούκα»-   εκμηδενίζοντας πρακτικά το ρίσκο που παίρνουν οι δανειστές.
Διευκολύνοντας τις εργασίες της «παγκόσμιας διακυβέρνησης», τα διεθνή κεντρικά πιστωτικά ιδρύματα διαθέτουν στη διακριτική τους ευχέρεια μία σειρά εργαλείων, η χρήση των οποίων κάνει την ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής κερδοσκοπίας –όταν αυτή δεν παραμένει αόρατη-  να μοιάζει με βοήθεια στα φτωχά κράτη και στους φτωχοποιημένους πληθυσμούς τους. Η νομισματική πολιτική παραμένει για την πλειονότητα των ανθρώπων, αυτών που συνήθως καλούνται να πληρώσουν τα σπασμένα. επτασφράγιστο μυστικό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα συνιστούν τα δάνεια που σύναψε η ΕΚΤ, υπό την προεδρία του Μάριο Ντράγκι παλιού στελέχους της Goldman Sachs, στα τέλη του 2011, αποκλειστικά σε τράπεζες με επιτόκιο 1%. Σχεδόν κανένας δεν έχει κατανοήσει τις επιπτώσεις που αυτά τα δάνεια θα έχουν στους  εργαζόμενους και  τους φορολογούμενους της Ευρώπης. Σε αυτό το πλαίσιο, ο ρόλος των εθνικών κυβερνήσεων, των οποίων οι υπουργοί είναι μάλλον απίθανο ότι καταλαβαίνουν τι ακριβώς συμβαίνει, είναι να πλασάρουν στους λαούς  τα εφευρήματα των τεχνοκρατών του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος και τους συμβιβασμούς που προκύπτουν από τη χρηματοπιστωτική διπλωματία. Αν οι κυβερνήσεις δεν τα καταφέρουν, τότε έρχονται στο προσκήνιο οι «ειδικοί» στα χρηματοοικονομικά, οι οποίοι προσπαθούν να κρύψουν, όσο γίνεται περισσότερο, το μέγεθος των τεράστιων απωλειών που υφίστανται οι πολίτες από την ευημερία τους για να ωφεληθούν οι κάτοχοι κεφαλαίου και οι διαχειριστές του χρήματος που πληρώνονται με μπόνους.
7.Η λαϊκή δυσαρέσκεια που εγείρει η διεθνής πολιτική του δημόσιου χρέους, εκφράζεται με όρους έθνους εναντίον έθνους και όχι με όρους λαών εναντίων χρηματαγορών. Στην αριστερή της εκδοχή,  ή για να το θέσουμε καλύτερα στη σοσιαλδημοκρατική της εκδοχή, η πολιτική του δημόσιου χρέους θεματοποιείται με όρους αλληλέγγυας διεθνούς αναδιανομής, όπου τα πλούσια έθνη έχουν καθήκον να ενισχύσουν τα πιο φτωχά. Από τη σκοπιά της Δεξιάς,  οι χώρες που αδυνατούν να εξυπηρετήσουν το χρέος τους παρουσιάζονται συλλήβδην ως αμαρτωλές που δρουν ενάντια στην οικονομική λογική και τη δημοσιονομική σωφροσύνη, ενώ είναι απαραίτητο να πάρουν ένα καλό μάθημα και να υποφέρουν εφόσον δεν είναι τόσο φιλόπονες όσο οι χώρες που είναι πλούσιες γιατί το αξίζουν. Αμφότερες οι οπτικές εστιάζουν στο εθνικό επίπεδο. Αντιλαμβάνονται τις χώρες σαν ενιαίες κοινότητες με συλλογικές οικονομικές υποχρεώσεις και δικαιώματα, όπου οι διανεμητικές συγκρούσεις και οι διαφορές ανάμεσα σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις και σε διαφορετικούς οικονομικούς τομείς δεν παίζουν κανέναν ρόλο. Επιπλέον, και οι δύο οπτικές συγκλίνουν στην πολιτική τους πρακτική, καθώς θέτουν το αίτημα αυστηρότερου διεθνούς ελέγχου της εσωτερικής πολιτικής των χρεωμένων κρατών, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στον περιορισμό της οικονομικής και δημοσιονομικής τους «κυριαρχίας»-αίτημα που μοιράζονται  εξίσου και οι «αγορές».
Όταν το σύνθετο πλαίσιο της διεθνούς δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής εκφυλίζεται σε μία σύγκρουση ανάμεσα σε κράτη που διακρίνονται από οικονομική σύνεση και σε κράτη που είναι ασύνετα, τότε το πεδίο είναι ανοιχτό για την ανάδυση ενός ρεπερτορίου δράσης πλούσιου σε συμβολική πολιτική. Λαϊκιστικού χαρακτήρα ψευδοδιενέξεις σχετικά με τα οικονομικά και τα ηθικά προσόντα των «Ελλήνων», των «Ιρλανδών», για να μην αναφερθούμε στους «Γερμανούς», υφαίνουν ένα αδιαφανές πέπλο μνησικακίας και αρνητικών συναισθημάτων που επιτρέπει στους «τεχνοκράτες» ακόλουθους που βρίσκονται μέσα στις τράπεζες και στα γραφεία δημοσίων σχέσεων να διεκπεραιώνουν τη δουλειά τους δίχως να ενοχλούνται από λαϊκές παρεμβάσεις. Μέσα σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο, μπορεί να είμαστε σε θέση, στο εγγύς μέλλον, να καταλάβουμε τι σημαίνει  η δημοκρατική πολιτική  να παραχωρεί τη θέση της σε,  περισσότερο ή λιγότερο, εξελιγμένες κοινωνικές τεχνολογίες  απόσπασης μαζικής αποδοχής αποφάσεων για τις οποίες « Δεν Υπάρχει Άλλος Δρόμος»- τουλάχιστον όχι υπό τις ευλογίες της υφιστάμενης κατανομής προνομίων και εξουσίας σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.
8.Μία άλλη επιπλοκή για τις πολιτικές της δημοσιονομικής σταθεροποίησης προκύπτει από το γεγονός ότι ορισμένοι δανειστές είναι την ίδια στιγμή και πολίτες, ιδιαίτερα μετά από τις «μεταρρυθμίσεις» στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης που επιχειρήθηκαν από το 2000 και ύστερα εισάγοντας σχεδόν σε όλες τις χώρες ιδιωτική συνταξιοδοτική ασφάλιση με στόχο την αποφόρτιση των υπερχρεωμένων δημόσιων συστημάτων συνταξιοδότησης. Από τη στιγμή που  οι συγκεκριμένες  ιδιωτικές εταιρίες ασφάλισης επένδυσαν μεγάλα ποσά στο δημόσιο χρέος, οι πελάτες τους, των οποίων οι συντάξεις  εξαρτώνται από αυτές τις επενδυτικές επιλογές, έχουν συμφέρον, πλέον, να υποστηρίξουν «υπεύθυνες» δημοσιονομικές πολιτικές διασφαλίζοντας, έτσι, την ικανότητα του κράτους να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, αυτοί οι πολίτες-δανειστές συνεχίζουν να χρειάζονται και να επιμένουν στην παροχή κρατικών υπηρεσιών και επιδομάτων, καθώς επίσης και στη χαμηλή φορολόγηση των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων. Έτσι, ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι τοποθετούνται ταυτόχρονα και στις δύο πλευρές της διαιρετική τομής που έχει προκύψει από τις πολιτικές δημοσιονομικής σταθεροποίησης του κράτους-οφειλέτη. Από τη μία πλευρά, η εξέλιξη αυτή αφήνει ελεύθερο χώρο για πολιτικούς ελιγμούς σε αυτούς που σχεδιάζουν τις πολιτικές αφού τους παρέχει τη δυνατότητα να αποσπάσουν την υποστήριξη πολιτών που θίγονται άμεσα από τα μέτρα λιτότητας, τα οποία  οι πρώτοι σχεδιάζουν. Από την άλλη πλευρά, η χρηματοδότηση των ιδιωτικών συντάξεων, μέσα από τις περικοπές στις συντάξεις του  δημόσιου συστήματος δεν είναι και τόσο συμφέρουσα συμφωνία για τους πολίτες, ενώ η επιβολή της μπορεί να υπομονεύσει σε μεγάλο βαθμό την πολιτική υποστήριξη των προγραμμάτων ιδιωτικοποίησης.
9.Ίσως, όμως, το σημαντικότερο όλων είναι ότι εκτός από τους πολίτες, τα συμφέροντα των ίδιων των «χρηματαγορών» χαρακτηρίζονται από σοβαρές εσωτερικές  αντιφάσεις. Οι κάτοχοι των κρατικών ομολόγων απαιτούν σήμερα τη θεσμοποίηση των πολιτικών λιτότητας, ώστε να εξασφαλίσουν την προτεραιότητα των απαιτήσεων τους- έναντι αυτών που εγείρουν οι πολίτες -  στα υπερχρεωμένα και σχεδόν χρεωκοπημένα κράτη. Ωστόσο, από μόνη της η λιτότητα δεν πρόκειται να μειώσει το βάρος του δημόσιου χρέους σε τέτοιο βαθμό ώστε να το καταστήσει βιώσιμο. Όλοι συμφωνούν στην αναγκαιότητα της οικονομικής ανάπτυξης, κανείς όμως δεν εξηγεί πώς αυτή θα έρθει με περικοπές  δημοσίων δαπανών, υψηλότερους φόρους, πάγωμα μισθών και καλπάζουσα ανεργία. Στην πραγματικότητα, υπάρχει ο φόβος ότι η παρατεταμένη λιτότητα θα οδηγήσει τις χώρες με δημοσιονομικά προβλήματα σε μία μακροπρόθεσμη ύφεση, η οποία ουσιαστικά θα διευρύνει αντί να μειώσει το μέγεθος του συσσωρευμένου χρέους  σε σχέση με την οικονομία τους, παρόλο ( ή ακριβώς επειδή) θα έχουν προβεί σε περικοπές δαπανών.
Ο τρόπος με τον οποίο η ανάπτυξη θα συνδυαστεί με τη λιτότητα παραμένει ένα μυστήριο γνωστό μονάχα στους φανατικά πιστούς των οικονομικών της προσφοράς και όχι στους σοσιαλδημοκράτες πολιτικούς της Βόρειας Ευρώπης, οι οποίοι  δεν έχουν σταματήσει να ζητούν ένα «αναπτυξιακό σχέδιο» ή ένα «Σχέδιο Μάρσαλ» για τα μεσογειακά κράτη-μέλη της ΟΝΕ. Οι ενδείξεις, από την άλλη πλευρά, δείχνουν ότι ένας διόλου ευκαταφρόνητος αριθμός εκείνων που δραστηριοποιούνται στις «αγορές» και στους διεθνείς οργανισμούς, υιοθετεί τη Θατσερική πεποίθηση ότι η οικονομική ανάπτυξη στηρίζεται στη βάση δύο λογιών «εργασιακών κινήτρων»: Ακόμη υψηλότερα μπόνους και κέρδη για τους πλούσιους- επενδυτές και μάνατζερς-  συνδυασμένα με ακόμη χαμηλότερους μισθούς και χαμηλότερα επιδόματα κοινωνικής πολιτικής για τους φτωχούς. Το αποτέλεσμα, διόλου αθέλητο, θα είναι μία περαιτέρω αύξηση της ανισότητας ανάμεσα στα υψηλότερα και τα χαμηλότερα εισοδήματα μέσα στις δημοκρατικές κοινωνίες. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με εγκυρότητα αυτήν τη στιγμή αν η συγκεκριμένη εξέλιξη θα είναι πολιτικά βιώσιμη. Από την πλευρά μας θεωρούμε ότι το αποτέλεσμα μπορεί να μην είναι, αυτή τη φορά, μία ακόμη ενίσχυση της πολιτικής απάθειας, όπως συμβαίνει τα τελευταία 25 χρόνια, αλλά μία αναστροφή αυτής της κυρίαρχης τάσης στην κατεύθυνση της πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης.
Κλείνουμε αυτό το κείμενο επαναλαμβάνοντας πως επειδή δεν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο, είναι αδύνατο να φανταστεί κανείς πώς θα διαμορφωθεί η πολιτική σε ένα δημοκρατικό καθεστώς με μόνιμη λιτότητα στα (προς το παρόν) πλούσια δημοκρατικά καπιταλιστικά κράτη που συγκυβερνούμενα από τις παγκόσμιες αγορές κεφαλαίων. Οι ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί προβλέπονται, πλέον, συνταγματικά στις Ευρωπαϊκές δημοκρατίες κατόπιν διεθνούς συμφωνίας, ή στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου επιβάλλονται από την εθνική κυβερνητική πολιτική. Σε λίγα χρόνια, οι ΗΠΑ ίσως είναι το μοναδικό κράτος στον Δυτικό Κόσμο που θα εξακολουθεί να σωρεύει δημόσιο χρέος. Οι συνέπειες που θα έχει αυτή η κατάσταση στις διεθνείς σχέσεις, στην εσωτερική πολιτική και στα οικονομικά της Ευρώπης και των ΗΠΑ, είναι πολύ νωρίς ακόμη να συνυπολογιστούν.
http://eleutheriellada.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

«Πολιτική θεολογία και Συνταγματική ηθική»

Η «πολιτική θεολογία» είναι μια διαδεδομένη αλλά αμφίσημη έννοια που χρησιμοποιείται με διαφορετικό περιεχόμενο αφενός σε θύραθεν συμφραζόμε...