Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2013

ΟΙ ΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΕΞΕΓΕΡΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΑΖΩΝ ΚΑΙ Η ΡΙΖΙΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΗΣ

koutsaftis1

Αντιμετωπίζουμε σήμερα ένα από όλες τις απόψεις ιστορικό και πολιτικό παράδοξο. Χώρες που διαφημίζονταν συστηματικά ως πρότυπα της ήπιας ή ακραίας νεοφιλελεύθερης ανάπτυξης, ως υποδείγματα αυστηρής δημοσιονομικής διαχείρισης συνδεδεμένης με σχετική ευημερία και κοινωνική ειρήνευση, οι νέες τίγρεις της παγκόσμιας οικονομίας, εμφανίζουν συστηματικά πλέον σημάδια κόπωσης και συνολικής απορρύθμισης.
Δεν είναι μόνο η κατάρρευση της αυταρχικής κυβέρνησης του ισλαμιστή Μόρσι στην Αίγυπτο, κάτω από το βάρος των λαϊκών κινητοποιήσεων, και το στρατιωτικό πραξικόπημα που επαγγέλλεται «την αποκατάσταση της δημοκρατίας». Το πρότυπο εξόδου από την κρίση του 2001, η Τουρκία, συνταράσσεται από μια άνευ προηγουμένου εξέγερση των «κερδισμένων» του «υποδειγματικού» νεοφιλελεύθερου ισλαμισμού, που με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης κατόρθωσε να ενσωματώσει παραδοσιακές θεοκρατικές αντιλήψεις σε μια άνευ προηγουμένου νεοφιλελεύθερη λαίλαπα που αξιοποίησε το μεγάλωμα της πίτας για να διευρύνει το κοινωνικό χάσμα δίνοντας ξεροκόμματα στους πεινασμένους. Και ενώ αυτό το νεοφιλελεύθερο όνειρο φαινόταν να είναι υδατοστεγές απέναντι στους χείμαρρους της λαϊκής αγανάκτησης (στο κάτω-κάτω οι ξεκληρισμένοι της Ανατολίας δεν είχαν κάτι να αντιπαραβάλουν στο σύγχρονο δουλεμπόριο
της ευκαιριακής δουλειάς στα υπερπληθυσμένα αστικά κέντρα!), τελικά η ρωγμή προέκυψε από εκεί που ήταν το λιγότερο αναμενόμενη.
«Δι’ ασήμαντον αφορμήν», μια πανίσχυρη κυβέρνηση «έβγαλε» τον κόσμο στους δρόμους με μόνη της «άμυνα» την άγρια καταστολή, και μάλιστα έναν κόσμο που στους λογαριασμούς των τεχνικών της εξουσίας μάλλον συγκαταλεγόταν στους «ευνοημένους» της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης. Οι «χορτάτοι» υπερκέρασαν τους πεινασμένους σε ενεργητική αντίσταση κατά ενός μίγματος ισλαμικής ενοχικής ορθοδοξίας και νεοφιλελεύθερης αποενοχοποιημένης κατανάλωσης. Και αποτέλεσαν σημείο κρυστάλλωσης για τη γενίκευση της εξέγερσης με τη συμμετοχή και όλων που συμπιέστηκαν, συμπιέζονται και θα συνεχίσουν να το κάνουν στον μελλοντικό επίγειο νεοφιλελεύθερο παράδεισο. Αυτών που το καθεστώς αποκαλεί αλήτες και κακοποιά στοιχεία.
Στον αντίποδα γεωγραφικά, αλλά με τα ίδια περίπου πολιτικά χαρακτηριστικά προέκυψε άλλο ένα «αναπάντεχο» και «αδικαιολόγητο» ξέσπασμα στη Βραζιλία, το οποίο είχε και αυτό την «τύχη» να αντιμετωπίσει την ίδια χωρίς μέτρο και συγκράτηση καταστολή κρατικών μηχανισμών που έχουν εγγεγραμμένη στο DNA τους την απροκάλυπτη γυμνή βία. Και πάλι «αδικαιολόγητα» έδωσαν το παρόν τα μεσαία στρώματα και η νεολαία, που δεν φαίνεται να έχουν πειστεί από τη σχετικά μακροχρόνια κυριαρχία ενός ήπιου νεοφιλελευθερισμού με «ανθρώπινο πρόσωπο», ο οποίος δεν έχει καμία δυσκολία να αφομοιώσει την χωρίς όριο διαφθορά, τη διεύρυνση των ανισοτήτων, τον συνδυασμό της «δημοσιονομικής πειθαρχίας» (διάβαζε περικοπές κοινωνικών δαπανών) με την αλόγιστη σπατάλη για φαραωνικών διαστάσεων «αθλητικές» διοργανώσεις.
Έτσι, οι ανεξέλεγκτες εξεγέρσεις δεν αποτελούν εξαίρεση, αλλά τον κανόνα, αναδυόμενες εκεί ακριβώς που είναι λιγότερο αναμενόμενες, με μορφές και υποκείμενα που αντιστέκονται στις προβλέψεις, άλλοτε υιοθετώντας βίαιες μορφές χωρίς πολιτική και κοινωνική προοπτική, άλλοτε πάλι παίρνοντας τη μορφή κινημάτων κατά της διαφθοράς, της κρατικής βίας, του δημοκρατικού εμπαιγμού, της απαξίωσης του πολιτικού, της στεγανότητας των κρατικών μηχανισμών.
Υπάρχει κοινός παρονομαστής σε αυτά τα φαινόμενα;
2. Το σκηνικό της κατάρρευσης
Αν θα μπορούσε να δοθεί μια αφοριστική συγκεντρωτική απάντηση σε αυτό το ερώτημα, τότε θα είχε ως πυρήνα την κατάρρευση όλων των φλοιών του κοινωνικού συμβολαίου με κορύφωση τη διάψευση των όποιων προσδοκιών καλλιεργήθηκαν στα ανερχόμενα μεσοστρώματα. Μπορεί οι εκφάνσεις των εξεγέρσεων να είναι διαφορετικές, σε κάθε περίπτωση όμως κοινή είναι η βάση ότι οι εξεγέρσεις συνιστούν τεκμήρια μιας θεμελιακής διάψευσης αναφορικά με τα πλεονεκτήματα της υπαγωγής στη νεοφιλελεύθερη κοινωνική συμμαχία.
Στην Τουρκία του νεοφιλελεύθερου φονταμενταλισμού, δεν είναι μόνο η επαγγελία της αδύνατης κοινωνικής ενσωμάτωσης του προλεταριάτου των παραγκουπόλεων που καταρρέει, αυτή η σκοτεινή όψη του τουρκικού θαύματος με τη μαγική εξίσωση «λιτότητα + φτώχεια = μέλλον + ανάπτυξη». Αυτή η συνιστώσα έχει μάλλον εκλείψει από καιρό και εμφανίζεται ως συμπληρωματική όψη των νέων εξεγέρσεων, σε μια εφήμερη συμπόρευση κοινωνικού αποκλεισμού και διαψευσμένων προσδοκιών. Έτσι σείονται συθέμελα οι προσδοκίες των σημερινών και μελλοντικών μεσοστρωμάτων που βλέπουν την «ευημερία» τους να ξεμακραίνει στο μέλλον, ενώ συμπιέζονται σήμερα ακόμη και τα στοιχειώδη δικαιώματα του αστικού φιλελευθερισμού.
Η γενίκευση της ήττας, η υποχώρηση των δικαιωμάτων, η πανταχού παρουσία της καταστολής ως μηχανισμού επιβολής της συναίνεσης, η αυτονόμηση του πολιτικού ακόμη και από αυτές τις πενιχρές έστω και συμβολικές δεσμεύσεις που του επέβαλε η διαδικασία της αντιπροσώπευσης, η γενικευμένη διαφθορά και η σχεδόν απροκάλυπτη πρόσδεση των κρατικών μηχανισμών σε ατομικά καπιταλιστικά συμφέροντα, φέρνουν το κίνημα της «δημοκρατίας» στην πρώτη γραμμή των εξεγέρσεων με πρωταγωνιστές μεσαία στρώματα που βρίσκονται σε καθεστώς κατάρρευσης στην παρατεταμένη νεοφιλελεύθερη ρύθμιση.
Τα μεσαία στρώματα που στη Βραζιλία φαίνεται να ενώνονται αυθόρμητα σε μια κίνηση απελπισίας με τους άστεγους και αποκλεισμένους, με τους φτωχούς και τους ντεσπεράντος της φαβέλας, ενάντια στην άνευ προηγουμένου κρατική καταστολή που με πρόσχημα την πολιτειακή υπαγωγή της γίνεται εν μέρει ανεκτή και από την «κεντροαριστερή» κεντρική κυβέρνηση.
Το ίδιο μοτίβο και στη Βουλγαρία, όπου οι ανατροπές των κυβερνήσεων ξαναφέρνουν στην επιφάνεια τη χρεωκοπημένη νεοφιλελεύθερη διαχείριση του παρελθόντος ως απάντηση στα αδιέξοδα του παρόντος, με τη διαφθορά να πρυτανεύει ακόμη και στο συμβολικό επίπεδο, όταν ολιγάρχες αναλαμβάνουν απευθείας κρατικές υπηρεσίες. Και την κοινωνική αμηχανία να εκδηλώνεται ως κίνημα «δημοκρατίας» που μαγικά θα ένωνε τα κουρέλια των ετερόκλητων κοινωνικών αντιστάσεων.
Αυτοί που βγαίνουν στο δρόμο χωρίς σχέδιο και προοπτική είναι οι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο – σημερινοί και μελλοντικοί – αποκλεισμένοι των κοινωνικών συσχετισμών στην εποχή της νεοφιλελεύθερης λαίλαπας, όσοι υφίστανται σήμερα και όσοι διαισθάνονται ως επερχόμενη την ανθρωπιστική κρίση, αυτοί που δεν έχουν πια καμία ελπίδα και προοπτική, μαζί με αυτούς που τώρα συνειδητοποιούν ότι έχουν χάσει, ή καλύτερα ότι για αυτούς ουδέποτε υπήρξε το τρένο της κοινωνικής ένταξης και ανάπτυξης.
Είναι όμως και όλοι εκείνοι που δεν έχουν (ακόμη;) υποκύψει στις σειρήνες του φασισμού, του ρατσισμού και των ναζιστικών ιδεολογιών των «απλών και αποτελεσματικών (τελικών;) λύσεων» που όπου εφαρμόστηκαν προκάλεσαν μόνο αίμα και δάκρυα, απέραντη δυστυχία, ακόμη μεγαλύτερες καταστροφές, κοινωνική ερήμωση, κτηνώδεις κοινωνικές συμπεριφορές με βάση τη λατρεία της στρατιωτικής βίας των ταγμάτων εφόδου.
Είναι και όσοι έχουν εναποθέσει μικρές ή μεγαλύτερες ελπίδες στη δύναμη σύνθεσης των κοινωνικών αντιφάσεων από την Αριστερά, σε μια κατεύθυνση που θα διαφοροποιείται από τον ήπιο νεοφιλελευθερισμό και θα ανοίγει τον δρόμο για την αλλαγή των κοινωνικών συσχετισμών δύναμης υπέρ της εργασίας.
Είναι και αυτοί που στην Ελλάδα έσπευσαν να δώσουν το παρόν με το ίδιο συγκεχυμένο πλαίσιο στην πρόσφατη κρίση που ξέσπασε με αφορμή την κατάργηση της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης.
3. Το πεδίο της σύγκρουσης
Κεραυνός εν αιθρία ή προμελετημένη πρόκληση; Ακόμη και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ρητές προθέσεις ή ακόμη και οι περιορισμοί του κυβερνητικού μπλοκ, η κίνηση για το κλείσιμο της ΕΡΤ δεν ήταν τυχαία ούτε αποσπασματική. Δεν αποτέλεσε «κίνηση αντιπερισπασμού» για την αποτυχία ιδιωτικοποίησης της ΔΕΠΑ, όπως το ήθελε η δημοσιογραφική φιλολογία, ούτε εύκολη λύση για να «δοθούν στην τρόικα» δια μιας οι απαιτούμενες 2000 απολύσεις από το Δημόσιο. Είναι κομβική επιλογή για αυτό που ο Σαμαράς αποκάλεσε «ανάγκη να υπάρξουν έστω και συμβολικά απολύσεις στο Δημόσιο, παρόλο που με 1,5 εκατομμύριο ανέργους δεν είναι προτεραιότητα».
Η επιλογή έγινε με βάση τον συμβολικό χαρακτήρα: δεν αποτελεί υπηρεσία πρώτης ανάγκης, το προσωπικό που απασχολεί είναι αντιστρόφως ανάλογο της εμπορικής εμβέλειάς της, ο κλάδος των δημοσιογράφων που αποτελούν τον κύριο κορμό των εργαζομένων είναι ένα επάγγελμα σχετικά απαξιωμένο και σε κρίση λόγω των νέων τεχνολογιών επικοινωνίας, έχει επανειλημμένα κατηγορηθεί ως κυβερνητικό φερέφωνο και έδρα διαφθοράς. Όλες οι ιδιότητες που την έφεραν στο κέντρο του στόχου για μια κυβέρνηση που επαίρεται ότι «το εννοεί με τις μεταρρυθμίσεις».
Η κυβέρνηση επέλεξε το κατά την κρίση της ευνοϊκό πεδίο σύγκρουσης. Και ήρθε αντιμέτωπη με το κύμα αλληλεγγύης, που προφανώς δεν κινητοποιήθηκε για τη «δημοκρατία» και τον «πλουραλισμό», ούτε για τη «νομιμότητα» και την αποκατάσταση του «μαύρου στην οθόνη», αλλά γιατί διαισθάνθηκε ότι εδώ διακυβεύεται κάτι περισσότερο από μια «αναδιάρθρωση»: εγκαινιάζεται η ολομέτωπη επίθεση για να ηττηθεί η εργασία κατά κράτος και να εξαπλωθεί η ανασφάλεια σε όλο τον κοινωνικό ιστό σαν προμελετημένο ιστορικό αφήγημα:
Πρώτα ήρθαν και απόλυσαν τους ξένους και τους συμβασιούχους.
Στη συνέχεια ήρθε η σειρά των απλών εργαζομένων στην παραγωγή.
Ακολούθησαν οι υπάλληλοι και τα διοικητικά στελέχη.
Μετά πήραν σειρά οι αυταπασχολούμενοι και οι μικρές επιχειρήσεις
Και αφού ολοκληρώθηκε (;) η καταστροφή της κοινωνικής πανίδας του ιδιωτικού χώρου, εγκαινιάστηκε η ολομέτωπη επίθεση στο Δημόσιο με το «παραδειγματικό» κλείσιμο φορέων, αρχής γενομένης από την ΕΡΤ.
Αν δεν υπάρξει κινητοποίηση και αντίσταση σήμερα, τότε παραφράζοντας τον Μπρεχτ δεν θα υπάρξει κανείς αύριο να συμπαρασταθεί στο νέο κύμα της επίθεσης. Και για πρώτη φορά, απέναντι στον ωμό εκβιασμό και τη βία της κυβέρνησης και των κοινωνικών στηριγμάτων της, εκπέμπεται τόσο μαζικά και καθαρά ένα ιδεολογικό στίγμα «αυτοδιαχείρισης» και «εργατικού ελέγχου», έστω και ως αμετάκλητος υπαινιγμός και λειτουργία σε καθεστώς «έκτακτης ανάγκης».
Τα ερωτήματα λοιπόν αιωρούνται: είναι αναγκαία η κοινωνική καταστροφή και ισοπέδωση προκειμένου να λειτουργήσει το ανακλαστικό της κοινωνικής αλληλεγγύης και του κοινωνικού ελέγχου, έστω με τη μορφή της αυτοδιαχείρισης; Είναι τόσο αδιανόητο αυτό το δίπτυχο ώστε να εκπέμπεται μόνο ως SOS στην απόλυτη έκτακτη ανάγκη; Είναι ανάγκη να συγκαλύπτεται πολιτικά πίσω από γενικούς αφορισμούς περί «κατάλυσης της δημοκρατίας», περί «φίμωσης της αδέσμευτης ενημέρωσης», περί «ελευθερίας της έκφρασης»; Ενώ εγκαινιάζεται η μεγαλύτερη συντονισμένη επίθεση που έχουμε δει ακόμη και στα χρόνια του Μνημονίου…
4. Αριστερά της «ευθύνης»;
Αν όμως η πολιτική του κεφαλαίου και οι κοινωνικοί συσχετισμοί που επιβάλλονται συντείνουν στην κοινωνική ερήμωση, την καταστροφή και απαξίωση της εργασίας, το αργούν παραγωγικό δυναμικό, την ανθρωπιστική κρίση και τον κοινωνικό αποκλεισμό, ποια είναι η απάντηση της Αριστεράς όταν μάλιστα χτυπά την πόρτα της κρατικής διαχείρισης; Μπορεί μια αξιόπιστη πρόταση διακυβέρνησης να αρκεστεί στην αντιστροφή του ειδώλου της κρίσης, την τοποθέτηση της ανοικοδόμησης στη θέση της καταστροφής, της ανασυγκρότησης στη θέση της αποδιάρθρωσης; Μπορεί τέλος αυτή η «θετική» προοπτική να συνδυάζεται με την υιοθέτηση ενός «άλλου παραγωγικού μοντέλου» στον αντίποδα αυτού που φάνηκε να σημαδεύεται από «θετικό συντονισμό» με την κρίση; Αρκεί να «γυρίσουμε τον νεοφιλελευθερισμό με το κεφάλι κάτω» για να βγει η χώρα από την καταστροφή;
Είναι βέβαιο ότι η Αριστερά δεν μπορεί να εννοεί την εναλλακτική πολιτική και διακυβέρνηση ως απλή αλλαγή του διαχειριστικού μοντέλου: εξάλειψη της διαφθοράς, αποστασιοποίηση από τα οργανωμένα μπλοκ του κεφαλαίου, πρόταξη των συμφερόντων της εργασίας, «φιλολαϊκή» διαχείριση, αναδιανομή εισοδήματος, εξάλειψη του κοινωνικού αποκλεισμού. Όσο αναγκαία και αν είναι τα παραπάνω, δεν μπορούν να σταθούν εντούτοις και να διαρκέσουν χωρίς την κίνηση των μαζών και την πρωτοκαθεδρία της πολιτικής. Διότι στην αντίθετη περίπτωση θα αποτελέσουν μικρό βουλησιαρχικό διάλειμμα πριν καταλάβουν και πάλι το χώρο οι νεοφιλελεύθερες ιδεολογίες και πρακτικές ως επιστροφή στην έστω με αριστερό πρόσημο «κοινή λογική» της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης, έναν «νεοφιλελευθερισμό με ανθρώπινο πρόσωπο». Μια ιδεοληψία που σπέρματά της βρίσκουμε και σε σημερινές θέσεις μέσα στην Αριστερά, θέσεις που μιλάνε για την πρωτοκαθεδρία της «παραγωγικής ανασυγκρότησης», της «σωτηρίας της χώρας από την καταστροφή» πριν προχωρήσουμε σε «σοσιαλιστικό μετασχηματισμό». Μια φάση «ουδέτερη» η οποία θα αποκαταστήσει τις «φυσιολογικές ισορροπίες» που ανέτρεψε ο νεοφιλελευθερισμός, ώστε να μπορέσει να ξεκινήσει η «σοσιαλιστική μετάβαση».
Η θεωρία της «παραγωγικής ανασυγκρότησης» έχει μακρά ιστορία στο εσωτερικό της Αριστεράς, ένα ανθεκτικό διαχρονικό ιδεολόγημα που κάθε φορά αναδύεται μέσα από τη στάχτη της συγκυρίας. Είναι η προέκταση των θεωριών της «εξάρτησης», η απάντηση στη «στρεβλή» ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού, την απουσία «παραγωγικής εξειδίκευσης», τους «καταναγκασμούς» που επιβάλει ο διεθνής καταμερισμός εργασίας, τα συμφέροντα που κρατούν την ελληνική «οικονομία δέσμια» του παρασιτισμού και της διαπλοκής, κλπ. Η θεωρία αυτή γίνεται σήμερα και πάλι ελκυστική με την κρίση και την ακραία λιτότητα, την εσωτερική υποτίμηση, τον περιορισμό της ζήτησης και τη γενικευμένη ύφεση, τη μαζική καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων – κεφαλαίου αλλά κυρίως εργασίας, επειδή αυτό το «ελληνικό παρασιτικό καπιταλιστικό μοντέλο» έδωσε τη χαριστική βολή στην «οικονομία» και όξυνε παραπέρα την κρίση. Με αποτέλεσμα και προκειμένου να αντιμετωπιστεί η ανεργία να απαιτείται η «παραγωγική ανασυγκρότηση» πριν και πάνω από την επιλογή της όποιας πολιτικής κατεύθυνσης. Κοντολογίς, πρώτα η «εθνική σωτηρία» και ακολουθεί ο «σοσιαλισμός».
Μια ιστορία τόσο παλιά όσο η Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ) της μετεπαναστατικής Ρωσίας, των βιομηχανικών υποδομών και του παλλαϊκού κράτους του Στάλιν, του παραγωγικού τεχνολογικού «αγώνα δρόμου» του Χρουστσόφ και του «σοσιαλιστικού τσιπ» του Χόνεκερ στην DDR. Όπου η ευθύνη είναι αντιστρόφως ανάλογη της ταξικής σκοπιάς της εργασίας, και οι αστικοί κρατικοί μηχανισμοί πολύ ανθεκτικότεροι των (δια)χειριστών τους.
5. Είναι το κράτος εργαλείο;
Οι μηχανισμοί του αστικού κράτους όμως έχουν πολύ μεγαλύτερη συνοχή από τη σκέψη των επίδοξων κατακτητών τους. Με ένα και μοναδικό αδύνατο σημείο, την πολιτική των μαζών που δεν έχει τίποτε το κοινό με την «πολιτική» από την οπτική του κράτους, δηλαδή τις πολιτικές για τις δημόσιες επενδύσεις, την αναπαραγωγή της εργασίας, την πριμοδότηση των ξένων άμεσων επενδύσεων, τη φορολογική πολιτική, γενικότερα την ιεράρχηση επιλογών και τη λήψη αποφάσεων για τις υποδομές και τους πόρους των «παραγωγικών διαδικασιών» που συντελούνται κάτω από την κυριαρχία της σχέσης του κεφαλαίου. Το κράτος υπαγορεύει πολιτικές που στοχεύουν στη διευρυμένη αναπαραγωγή των κρατουσών κοινωνικών σχέσεων, με κριτήρια που σε τελική ανάλυση ορίζονται με βάση την αποδοτικότητα των κεφαλαίων με ή χωρίς κάποιες «κοινωνικές» προσμίξεις (π.χ. δημιουργία θέσεων εργασίας).
Στον αντίποδα βρίσκεται η διαδικασία μετάβασης που σε κάποια παλιότερη προσέγγιση είχε οριστεί σχηματικά ως σοβιέτ και αγορά, πολιτική ηγεμονία και κυριαρχία των εκπροσώπων των εργαζομένων τάξεων που ελέγχουν και επιβάλουν περιορισμούς στην αγορά. Η μετάβαση δεν είναι κάτι ασυμπτωτικό, μια ιδεατή πολιτική αλληγορία κάποιων γραφών, αλλά μια διαδικασία που εγκαινιάζεται από τη στιγμή που η πολιτική αποκτά έστω και ένα μικρό προβάδισμα έναντι της οικονομίας, με τις μάζες να είναι υποκείμενα μέσα στη συγκυρία. Και σίγουρα η πολιτική (τα «σοβιέτ») δεν είναι συνώνυμα μιας κρατικής γραφειοκρατίας που ενσαρκώνει τη θεσμική λατρεία των «δημόσιων» φορέων, των «δημόσιων» οργανισμών και εταιριών, των «δημόσιων» υπηρεσιών που εξαλείφουν «δια νόμου» την αγορά. Η τόσο οικεία και προσφιλής στην Αριστερά επιλογή «κρατικοποίησης της αγοράς» δεν είναι παρά η μεταφορά των αντιφάσεων που ενσωματώνει η αγορά στην κίνηση των κεφαλαίων στο εσωτερικό των κρατικών μηχανισμών, είναι μια αγορά που ενδύεται την λεοντή της «δημόσιας ιδιοκτησίας» για να συνεχίσει μακριά από τον οποιοδήποτε κοινωνικό έλεγχο να ρυθμίζει την κοινωνική εξέλιξη με βάση την κίνηση του (από την άποψη των νομικών μορφών) «δημόσιου» κεφαλαίου.
Και ο τόσο αναγκαίος για τη μετάβαση κοινωνικός έλεγχος (τα σοβιέτ δεν ήταν μια οποιαδήποτε γραφειοκρατική αντιπροσωπευτική μορφή εξουσίας, αλλά αμεσοδημοκρατικές μορφές εκπροσώπησης) δεν μπορεί να ταυτιστεί με τις κρατικές δομές διαχείρισης (κρατικές διοικήσεις, κρατικά συνδικάτα, αντιπροσωπευτικούς θεσμούς της «κοινωνίας των πολιτών», κλπ.), αλλά ούτε και με την «αποκέντρωση» των αποφάσεων σε ομάδες πολιτών, τοπικές κοινωνίες κλπ., που δεν είναι παρά η συγκεκριμένη έκφραση της αστικής διαχείρισης του καπιταλιστικού ανταγωνισμού ακόμα και σε διαδικασία μετάβασης. Ο κοινωνικός έλεγχος είναι η μορφή που θα πάρει η ταξική σύγκρουση στη μετάβαση, η μάχη με τις δυνάμεις και τη λογική της αγοράς, του καπιταλιστικού ανταγωνισμού, των ιδεολογιών και των πρακτικών που εμφορούνται από αυτές. Ο κοινωνικός έλεγχος δεν ταυτίζεται με τη «δημοκρατία», ούτε είναι διαδικαστικό διαχειριστικό ζήτημα που απλά χρειάζεται μια νομική επένδυση (η «δημόσια» επιχείρηση) για να επιλυθεί. Δυστυχώς, για τη μετάβαση δεν αρκεί απλά η «δημόσια» ιδιοκτησία και η «δημοκρατία». Απαιτείται και η εισβολή των μαζών στο προσκήνιο.
6. Ποια είναι η Αριστερή πολιτική;
Μήπως όμως τα παραπάνω παραγνωρίζουν και αγνοούν το βασικό πρόβλημα του άνεργου, την επανένταξη στην κοινωνική παραγωγή, την ανάγκη να παραχθεί κοινωνικός πλούτος που σήμερα χάνεται μέσα στη διαδικασία συντονισμένης καταστροφής παραγωγικών δυνάμεων μέσα στην κρίση; Μήπως είναι «πολυτέλεια» η αναζήτηση της πρωτοκαθεδρίας της πολιτικής, όταν παντού κυριαρχεί η κοινωνική ερήμωση; Μήπως το κράτος είναι τελικά ένα χρήσιμο εργαλείο έστω την πρώτη περίοδο μιας κυβέρνησης της Αριστεράς που απλά θα επιβάλει στο κεφάλαιο κανόνες «δημόσιου συμφέροντος»;
Μια διαχείριση χωρίς πολιτική σε πρωτοκαθεδρία αναγκαστικά αργά ή γρήγορα θα αντιμετωπίσει τους «περιορισμούς» της οικονομίας, θα βρεθεί αντιμέτωπη με την «ανταγωνιστικότητα», την κερδοφορία του κεφαλαίου, την πορεία των οικονομικών μεγεθών, το διαθέσιμο εισόδημα, τα δημόσια οικονομικά. Σε ένα μονόδρομο που έχει ήδη κατά κόρον αξιοποιήσει η μνημονιακή διακυβέρνηση για να δώσει τη μοναδική προοπτική που γνωρίζει: τη σωτηρία της άρχουσας τάξης που θα δώσει και τα ψίχουλα από την πίτα στα ηγεμονευόμενα στρώματα.
Αυτός ο δρόμος οδηγεί στον «ήπιο νεοφιλελευθερισμό» που τα όριά του δεν είναι διαφορετικά από τα όρια της συναίνεσης που κατέρρευσαν στη Βραζιλία. Η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ δεν βρίσκεται ακόμη εκεί αλλά είναι σε «καλό δρόμο». Το σήμα που εκπέμπει είναι «εκλογές και πολιτική αλλαγή», και εμμέσως αναμονή για την «αντιμνημονιακή διαχείριση». Και αυτό που εισπράττει είναι αδυναμία κινητοποίησης των μαζών, σχετική παθητικότητα στις μαζικές εκδηλώσεις, δημοσκοπική κόπωση, στασιμότητα και υπόγεια αφωνία.
Όμως ο χρόνος είναι καθοριστικός παράγοντας. Η καθυστέρηση συγκρότησης ενός δυναμικού μετώπου ανατροπής αφήνει το πεδίο ελεύθερο για να φυτοζωούν τυχάρπαστα success stories που καταρρέουν πριν καν διατυπωθούν μέσα σε γενική αμηχανία των πρωταγωνιστών και των ακολούθων τους. Και δεν αποτελεί αντίδοτο η επίκληση του ετοιμόρροπου της νέας δικομματικής κυβέρνησης: είναι φανερό πια ότι αυτή η κυβέρνηση θα φύγει μόνο όταν τη διώξουν και όχι ως αποτέλεσμα μιας κάποιας μη περαιτέρω προσδιορισμένης «κατάρρευσης».
7. Ένα «μαθηματικό» μοντέλο;
Η κοινωνική και παραγωγική καταστροφή δεν είναι λοιπόν ένα ιστορικό ατύχημα που θα έρθει να διορθώσει η Αριστερά ως δύναμη αναγέννησης και παραγωγικής ανασυγκρότησης. Είναι το αποτέλεσμα συντονισμένης επίθεσης του κεφαλαίου που μέσα στην κρίση βγάζει από τη μέση τα μη επαρκώς αξιοποιούμενα κεφάλαια, αλλά κυρίως επιβάλλει την υποτίμηση της εργασίας. Ο καπιταλισμός στηρίζεται στην «προεξόφληση» αποτελεσμάτων, και όταν εκτιμηθεί ότι η εκκαθάριση έφθασε στο σημείο αναστροφής μπορεί να «προεξοφλήσει» την ανάκαμψη με βάση τη γενική παραδοχή ότι «για κάθε επιχείρηση που κλείνει δημιουργούνται ευκαιρίες για να ανοίξουν άλλες υγιείς στη θέση της».
Μέρος της «υγείας» είναι και η τυπική (θεσμική) ή άτυπη (ανεργία) υποτίμηση της εργασίας, άρα η προθυμία της υποτιμημένης εργασίας για υπαγωγή στο κεφάλαιο χωρίς όρους. Και αυτό δεν αντιμετωπίζεται με την παραγωγική ανασυγκρότηση αλλά μόνο με την πολιτική, την πολιτική των μαζών και όχι του κράτους και των μηχανισμών.
Και εδώ παρεμβάλλεται η μικρή ιστορία του Κοπέρνικου που μέσα στη θεολογική παντοκρατορία του γεωκεντρικού μοντέλου, ανακάλυψε τις κανονικότητες της κίνησης των πλανητών με τον Ήλιο να καταλαμβάνει τη θέση της Γης στο κέντρο του κόσμου. Η παντοκρατορία των μηχανισμών (ο ίδιος ήταν μοναχός) τον ανάγκασε στην «τακτική υποχώρηση», να μην αμφισβητήσει την κυρίαρχη ιδεολογία και να προβάλει την ανακάλυψή του ως «μαθηματικό μοντέλο» χωρίς επαφή με τη φυσική πραγματικότητα. Χρειάστηκε να έρθει ο Νεύτων για να εξαχθούν οι νόμοι της ουράνιας μηχανικής ως απόρροια των νόμων της παγκόσμιας έλξης, και ο Κοπέρνικος, καίτοι πρωτοπόρος, έχασε το τρένο της μεγάλης επιστημονικής ανακάλυψης.
Ηθικό δίδαγμα: Η ανατροπή των σημερινών ταξικών και πολιτικών συσχετισμών δεν μπορεί λοιπόν να προταθεί ως ταξικό και πολιτικό «μαθηματικό μοντέλο», μια ήπια εκδοχή του υπάρχοντος νεοφιλελεύθερου «παραδείγματος», της «έξυπνης διαχείρισης» ικανών διαπραγματευτών.
Γιατί τότε απλά, μπορεί να έχει χαθεί μια ιστορική ευκαιρία χωρίς προηγούμενο για την εργασία, τον συσχετισμό δύναμης με το κεφάλαιο, την Αριστερά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σε ισχύ αυστηρότερο πλαίσιο για ασφαλή προϊόντα στην ΕΕ

Νέος ευρωπαϊκός κανονισμός για την ασφάλεια των προϊόντων στην Ευρωπαϊκή Ενωση τέθηκε σε ισχύ την προηγούμενη εβδομάδα. Δίνει περισσότερες ε...