Μπήκα στο ΙΚΑ φουριόζος. Όταν μετακομίζεις αλλάζεις ΙΚΑ και πρέπει να πας να το δηλώσεις στο καινούριο υποκατάστημα που θα υπάγεσαι. Όχι, δεν γίνεται από το διαδίκτυο, πρέπει να πας εκεί, να βγεις έξω, να μπεις στην κίνηση, να πάρεις άδεια από τη δουλειά σου αν είσαι πρωινός, να πάρεις νουμεράκι, να περιμένεις τη σειρά σου, και αν είσαι τυχερός να ξεμπερδέψεις σε κανένα δίωρο. Αν προλάβεις νούμερο φυσικά. Διότι πρέπει να πας με το σαλεπιτζή το χάραμα για να προλάβεις. Εγώ λοιπόν δεν πρόλαβα. Είχαν τελειώσει. Ας πρόσεχες κύριε Ορφανέ. Να μην ξενύχταγες ρεμπεσκέ καλλιτέχνη. Συγγνώμη, δεν θα το ξανακάνω. Θα έρχομαι στο ΙΚΑ κατευθείαν από το ξενύχτι. Τέλος πάντων.
Ένα χαρτί Α4 στον τοίχο έλεγε: «Όσοι δεν πρόλαβαν νούμερα, εξυπηρετούνται στο τέλος, εάν υπάρχει χρόνος.» Η ώρα δώδεκα και κάτι, το τέλος ήταν στις δύο. «Να περιμένω να εξυπηρετηθώ στο
τέλος;» ρωτάω τους υπαλλήλους στα δύο γκισέ. Όχι κύριε, να φύγετε, έχουμε πολλή δουλειά και δε θα προλάβουμε. Εγώ θα περιμένω. Μα σας λέμε να φύγετε δεν το καταλαβαίνετε; Αφού το λέει το χαρτί, να με εξυπηρετήσετε, δεν φτάνει που για μια απλή διαδικασία τρώω όλο αυτό το χασομέρι. Τι να σας πω καθίστε. Όχι άμα είναι να χάσετε το μεσημεριανό σας να φύγω…
Κουβέντα στην κουβέντα μιλήσαμε έντονα. Ο υπάλληλος στο δεξί γκισέ, να μονολογεί στον απόηχο «εγώ κύριε κάθομαι μέχρι να τελειώσει η δουλειά, και μπήκα με ΑΣΕΠ, και τρώω το απόγευμα, και μας έχουνε μειώσει τον μισθό, ξέρετε πόσα παίρνουμε; Πώς να ζήσουμε με τόσα;»
Κάθομαι σε μια άκρη, ο κόσμος να μας κοιτάζει, δεν δίνω συνέχεια, βγάζω από την τσάντα μου την εφημερίδα μου και ξεκινάω την ανάγνωση.
Σιγά σιγά ο κόσμος λιγοστεύει. Εξυπηρετούνταν κι έφευγαν. Εγώ εκεί. Τελειώνω την εφημερίδα, αφού την ξεκοκάλισα, ήταν και κυριακάτικη ευτυχώς, η ώρα μία και μισή. Σηκώνομαι να ξεμουδιάσω. Κάνω ένα σεργιάνι πάνω κάτω στο διάδρομο. Επιστρέφω, δύο τελευταίοι, ένας σε κάθε γκισέ, θα προλάβω σκέφτομαι, χαλάλι η αναμονή. Δύο παρά δέκα το αριστερό γκισέ αδειάζει. Τώρα λέω θα με φωνάξει, δυο ώρες καθόμουνα εκεί. Χραπ! Κατεβάζει το στόρι και σηκώνεται και φεύγει.
Στο δεξί γκισέ ένα ζευγάρι με το τελευταίο νούμερο. Μπελαλοδουλειά χρονοβόρα. -Δεν σας είδε ο συνάδελφος; Με ρωτάει ο υπάλληλος. -Ξέρω γω; Τι να σας πω; εδώ καθόμουνα. -Κάπου πήγε, θα ξαναγυρίσει.
Ναι καλά. Ουδέποτε επανήλθε, εξηφανίσθη στη ζώνη του λυκόφωτος, εκεί που καταλήγουν οι υπάλληλοι όταν δεν είναι στο πόστο τους.
Μην ξέροντας τι να κάνω, η ώρα πέρασε δύο, ετοιμάζομαι να φύγω. «Καθίστε, αν έχετε χρόνο, τελειώνω με το ζευγάρι και σας αναλαμβάνω.» Ακούω τον άνθρωπο από το δεξί εναπομείναν γκισέ. Είπαμε δυο κουβέντες παραπάνω προ διώρου, αλλά τώρα η στωικότητα έπνιξε τον οργισμένο πολίτη μέσα μου. Πράγματι, δύο και είκοσι στέκομαι επιτέλους μπροστά στον υπάλληλο με τα χαρτιά μου στα χέρια. Χαμογελαστός, μια φυσιογνωμία σαν από διήγημα του Δημήτρη Χατζή, με ένα ευγενικό μουρμουρητό ξεκινάει.
«Πρέπει να το δηλώσουμε στο σύστημα και μετά να σας βγάλω τη συγκεντρωτική για την απαλλαγή, θα μας πάρει χρόνο, καθίστε.»
Ό,τι πείτε, εδώ που φτάσαμε, κομμάτια να γίνει.
Ξεκινάει πρόθυμος, χωρίς ίχνος βαρυγκώμιας, με εμφανή ευχαρίστηση να γράφει, τσουκ τσουκ στον υπολογιστή, να σημειώνει, να εκτυπώνει.
Αρχίζω να βολτάρω στους διαδρόμους. Ερημιά. Οι υπάλληλοι όλοι είχαν αναχωρήσει. Ξεμείναμε εκεί οι δυο μας, εκείνος σκυμμένος στα χαρτιά του κι εγώ να αφουγκράζομαι τη σιωπή των γραφείων. Κάθε λίγο άκουγα τη φωνή του κι έτρεχα, «μια υπογραφή μου βάζετε; Μου δίνετε την ταυτότητα; Κι εδώ άλλη μία, τελειώσαμε το ένα, πάμε για το άλλο.»
Η ώρα τρεις. Κάθομαι πλέον και τον παρατηρώ. Κάποια στιγμή μια κοπέλα με ένα κουτί γλυκά πλησιάζει στο γκισέ του: Πάρτε κι εσείς, κύριε Μίμη. Χρόνια πολλά, λέει και παίρνει το παστάκι. Το αφήνει παράμερα και ξανασκύβει. Δυο άνθρωποι σχεδόν μόνοι σε ένα κτήριο για μια υπηρεσιακή ανάγκη. Δυο άνθρωποι που δεν είχαν ξαναϊδωθεί ποτέ. Σε μια σχέση που αλλιώς ξεκίνησε και αλλιώς συνέχισε.
«Είμαστε έτοιμοι!» είπε με φανερή χαρά. Βάζω την τελευταία υπογραφή και του τείνω το χέρι: -Σας ευχαριστώ πολύ που μείνατε για μένα. –Παρακαλώ, μου αρέσει η δουλειά μου, χάρηκα που σας εξυπηρέτησα, παραιτήθηκα από την εταιρεία που δούλευα και έδωσα εξετάσεις να δουλέψω εδώ, ξεκινάει πάλι το ευγενικό του μουρμούρισμα.
Κατεβαίνω τις σκάλες, η κεντρική πόρτα κλειδωμένη, βγαίνω από το πλάι σαν τον κλέφτη στη βουή της πόλης.
Δουλεύω στον ρημαγμένο ιδιωτικό τομέα. Αλλά δεν θέλω να απολυθεί κανένας από το δημόσιο μόνο και μόνο για κάποιου είδους εκδίκηση. Την ξέρω την ανεργία. Δεν την εύχομαι σε άνθρωπο. Πόσο μάλλον που σήμερα όποιος χάνει τη δουλειά του πάει στο περιθώριο. Θέλω να μπει όμως μια αξιολόγηση. Για να επιβραβεύονται τέτοιοι υπάλληλοι. Γιατί όντως υπάρχουν και τέτοιοι. Όπως και να έχει…σας ευχαριστώ, κύριε Μίμη.
protagon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου