Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

Τα «άκρα» και το «κέντρο», του Δημήτρη Μπελαντή





Η συζήτηση για τα «άκρα» του πολιτικού φάσματος έχει ανοίξει τον τελευταίο καιρό με πρωτοβουλία σημαντικών κυβερνητικών στελεχών, όπως ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης Ν. Δένδιας. Σύμφωνα με αυτόν τον «λόγο», υπάρχει μια θεμελιώδης διάκριση ανάμεσα στο «συνταγματικό» πολιτικό φάσμα, το οποίο πολιτεύεται με κανόνα την «ηπιότητα», το νόμο, το κοινοβούλιο και τον ειρηνικό διάλογο, και στα (δυο) πολιτικά άκρα (όπου εντάσσει την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ και την αναρχία από τη μια πλευρά, και την «Χρυσή» Αυγή από την άλλη).
Είναι βέβαιο ότι αυτή η συλλογιστική βάζει στο ίδιο τσουβάλι εμφανώς διαφορετικά πράγματα: την επιθετική βία και τα πογκρόμ  της «Χρυσής Αυγής» κατά μεταναστών, απεργών, αγωνιστών της Αριστεράς, τους ναζιστικούς χαιρετισμούς, τον ταξικά αιχμηρό λόγο, την θεμιτή  αυτοάμυνα των
διαδηλωτών, τους «μπαχαλάκηδες», τις μαχητικές  απεργίες, τις καταλήψεις κτιρίων  κ.α. Όπως λέει και ο Σαμαράς, τα άκρα μας γυρνούν στην Βαϊμάρη.
Η ιστορία της «θεωρίας των άκρων»
Η ρητορική αυτή της κυβέρνησης έχει μακρά ιστορική διαμόρφωση. Ουσιαστικά, ξεκινά από την εποχή όπου ο ολιγαρχικός κοινοβουλευτισμός του 19ου αιώνα μετασχηματίζεται στη μαζική δημοκρατία του εικοστού. Η είσοδος των μαζών στην κοινοβουλευτική αρένα, με τη σταδιακή καθιέρωση της καθολικής ψηφοφορίας, δημιούργησε για ένα μεταβατικό διάστημα έντονους φόβους στην αστική τάξη για την ανάπτυξη των μαρξιστικών σοσιαλιστικών κομμάτων και την «χρήση», από αυτά, της νόμιμης πολιτικής δράσης ως όπλου για την κοινωνική ανατροπή. Σε αυτή την φάση, το άκρο είναι ένα και μόνο: αυτό της τότε σοσιαλιστικής Αριστεράς και των συνδικάτων. Ο αστισμός ταλαντεύεται για μια περίοδο ανάμεσα στην απαγόρευση του ενός  άκρου (νόμοι για τους σοσιαλιστές στην Γερμανία του 1870) και στην ελεγχόμενη νόμιμη δράση του, που ενίοτε αντιμετωπίζεται με εντατική καταστολή.
Η πραγματικότητα μεταβάλλεται μετά τον Α’ ΠΠ, όταν στον πολιτικό στίβο  μπαίνουν κόμματα, τα  οποία αμφισβητούν όντως ριζικά την αστική δημοκρατία: τα κόμματα της Κομμουνιστικής Διεθνούς από την μια και τα φασιστικά από την άλλη. Στη Γερμανία θεσπίζεται το 1922 ο νόμος για την «προστασία της δημοκρατίας», ο οποίος εφαρμόζεται επιλεκτικά, κυρίως κατά τον κομμουνιστών - το1920ο αρχιπραξικοπηματίας στρατηγός Καππ πέφτει στα χαμηλά. Ενώ ο κρατικός και κυβερνητικός μηχανισμός καταδικάζουν «τα άκρα» στα λόγια, συμβαίνει μια εξέλιξη φαινομενικά παράδοξη.
Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, αν και κινείται γαλήνια σε ένα πολιτειακό  πλαίσιο όπου τα περισσότερα από τα αστικά κόμματα είναι κατά της «προδοτικής δημοκρατίας των Βερσαλλιών», αναγνωρίζει ως αμιγή άκρα μόνο τον φασισμό και τον μπολσεβικισμό. Έτσι, παρά τα λεγόμενα, αποκηρύσσει μετά βδελυγμίας την τακτική ενότητα με το «ακραίο» ΚΚΓ, και επιζητεί την συνεργασία του συνταγματικού τόξου (μαζί με το Καθολίκό Κέντρο, το DDP και άλλες μικρότερες δυνάμεις, βλ. και Χ.Βίνκλερ «Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης). Παρά το ότι ως κυβερνητικό κόμμα καταστέλλει το «άγριο» εργατικό κίνημα με σφαίρες (Πρωτομαγιά του 1929, επί του υπουργού Severing), ελπίζει μέχρι πολύ αργά  ότι θα «ελέγξει» τους ναζί μέσα από την νομιμότητα. Χρόνια αργότερα, ο Κάουτσκυ θα κάνει  μάταια την αυτοκριτική του.
Η θεωρία των «δυο άκρων» θα επανέλθει στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου και θα γίνει όπλο των δυτικών δημοκρατιών κατά του κομμουνισμού . Η φιλοσοφική της θεμελίωση θα είναι η θεωρία του «ολοκληρωτισμού», η οποία τείνει να αγνοεί τους διαφορετικούς κοινωνικούς όρους διαμόρφωσης  του φασισμού και το σταλινισμού: δυο ακραίοι σχηματισμοί μαζικής απεύθυνσης και δράσης, οι οποίοι προβάλλουν μια μορφή « αυταρχικής κοινότητας», ενάντια στο άτομο και τα δικαιώματά του και πιστεύουν εγγενώς στην βία. Στην Γερμανία, η φιλοσοφία γίνεται  γρήγορα κρατική πράξη: το συνταγματικό δικαστήριο θα απαγορεύσει το 1956 συμμετρικά  το σχεδόν ανύπαρκτο ΚΚΓ και το ακροδεξιό NPD.  Ενδιαφέρον φαίνεται, ακόμη και για σήμερα, το σκεπτικό του: ένα κόμμα που έχει «ολοκληρωτικό στρατηγικό σκοπό» (η δικτατορία του προλεταριάτου), ακόμη και αν κινείται νόμιμα, καταχράται την νομιμότητα για να την καταλύσει. Αυτό ονομάζεται «ψυχρή επανάσταση».
Η επόμενη σκέψη είναι αυτής της «αυτοκτονίας της Βαϊμάρης» υπό την έννοια της ανοχής τότε των άκρων, εξέλιξη, την οποία τώρα (1956)  με την στερνή μας γνώση πρέπει να προλάβουμε. Μια απολύτως «δημοκρατική» ρητορεία καταλήγει στην θέση της μαχόμενης  δημοκρατίας:  «καμία ελευθερία στους εχθρούς της ελευθερίας».
Ο τέταρτος γύρος της «θεωρίας των άκρων» είναι αυτός της «αναθεωρητικής ιστορίας στα τέλη του ‘80. Με εμβληματική  κεντρική μορφή τον ιστορικό Έρνστ  Νόλτε, θα υποστηριχθεί ότι το άκρο του ναζισμού αναπτύχθηκε ως σχεδόν εύλογη αντίδραση απέναντι στον κηρυγμένο από τους κομμουνιστές Εμφύλιο Πόλεμο (1918-1945) και ακόμη ότι ακολούθησε τις μεθόδους του (παραλλαγές αυτής της άποψης υποστηρίζει στην Ελλάδα ο κύκλος του Σ. Καλύβα). Οι κομμουνιστές προκαλούν ένα κλίμα βίας, ανομίας και τάσης ολοκληρωτικού ελέγχου και οι φασίστες τους απαντούν αμυνόμενοι.
Το  βασικό πρόβλημα με την θεωρία των άκρων -πέρα από την πλαστή ταύτισή τους- είναι το γεγονός ότι προϋποθέτει ένα μη βίαιο και νομιμόφρον «αστικό κέντρο», βουτηγμένο στην νομιμότητα. Καλύπτει, έτσι, τον αυταρχισμό του «μεσαίου φάσματος» και του παρέχει την δυνατότητα να λειτουργήσει  ως πολιτικός διαιτητής, χρησιμοποιώντας, βεβαίως, και τη «νόμιμη βία». Αλλά και επιτρέπει σε περιόδους πολιτικής κρίσης, όπως η σημερινή, τη σύγκλιση α λά καρτ των «δημοκρατικών αστών» με τους φασίστες, όταν και αν το αριστερό/αντικαπιταλιστικό «άκρο» φαντάζει πιο απειλητικό, καθώς και την μερική υιοθέτηση της  φασιστικής ατζέντας από τους «κεντρώους». Η θεωρία του «μεγαλύτερου κινδύνου», συνέπεια της θεωρίας των δυο άκρων, καθορίζει και την  τελική επιλογή του «εσωτερικού εχθρού».
tvxs.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

«Πολιτική θεολογία και Συνταγματική ηθική»

Η «πολιτική θεολογία» είναι μια διαδεδομένη αλλά αμφίσημη έννοια που χρησιμοποιείται με διαφορετικό περιεχόμενο αφενός σε θύραθεν συμφραζόμε...