Στο επίκεντρο της σφοδρής - όπως μεταδόθηκε τα τελευταία 24ωρα -
αντιπαράθεσης ανάμεσα στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης και τους
εκπροσώπους των δανειστών τίθενται τα εργασιακά ζητήματα. Από την υπογραφή του
Μνημονίου έως σήμερα, το εργασιακό κόστος στην Ελλάδα έχει μειωθεί κατά 25%, την
ώρα που ειδικοί μελετητές κάνουν λόγο όχι για μεταρρύμιση αλλά για απορρύθμιση
της αγοράς εργασίας, σε σημείο που ορισμένες θεσμικές αλλαγές (όπως για
παράδειγμα η προτεινόμενη 6ήμερη εργασία) βρίσκονται στα όρια αν δεν υπερβαίνουν
το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Άλλωστε, εκτός ευρωπαϊκού θεσμικού πλαισίου τίθενται
εξορισμού οι αλλαγές που επιβάλλονται μονομερώς από μία κυβέρνηση, χωρίς τη
συναίνεση των κοινωνικών εταίρων. Oι επιπτώσεις για τους εργαζόμενους είναι
δεδομένες. Εκτός από τις οικονομικές τους απώλειες, έχει αυξηθεί δραματικά το
επίπεδο ανασφάλειας. Παράλληλα, λόγω της ασάφειας των κανόνων, είναι δύσκολη η
«άμυνα» στις περιπτώσεις εργασιακών κρίσεων. Εν μέσω γενικευμένης αβεβαιότητας
και υψηλής ανεργίας προβάλλει διάχυτη η «μαύρη» εργασία.
Είναι συγχρόνως ορατά κάποια οφέλη για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, όπως υπαγορεύει το πνεύμα των αλλαγών που επιβάλλει η τρόικα; Η μία ανάλυση μετά την άλλη καταδεικνύουν ως λαθεμένη τη μονομερή πολιτιτική που δίνει έμφαση στη συμπίεση των μισθών, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η παράμετρος της παραγωγικότητας. Η διεθνής εμπειρία είναι αδιάψευστη: Η ανταγωνιστικότητα αποτελεί συνάρτηση των μισθών και της παραγωγικότητας. Τις προηγούμενες δεκαετίες σημειώθηκαν μεν υψηλοί ρυθμοί αύξησης των μισθών, οι οποίοι ωστόσο συνόδευαν και ταχεία αύξηση της παραγωγικότητας. Σήμερα, «κόβονται» οι μισθοί και ταυτόχρονα περιορίζεται η παραγωγικότητα. Συνεπώς, από επιστημονική άποψη η ασκούμενη πολιτική πάσχει από ορθολογισμό.
Μήπως λοιπόν πίσω από την εμμονή της τρόικας στη μείωση του εργατικού κόστους κρύβονται ενδεχομένως κάποιες ευρύτερες τακτικές των δανειστών; «Σε ένα πρώτο επίπεδο κρύβεται η αγωνία τους να εξασφαλίσουν όσο περισσότερα χρήματα μπορούν, όσο πιο γρήγορα. Ούτε εκείνοι πιστεύουν ότι μακροπρόθεσμα πρόκειται να πάρουν πίσω όλα τα χρήματα που δάνεισαν. Αυτό όμως που τους ενδιαφέρει είναι να πάρουν κάποια χρήματα που μπορούν όσο το δυνατό πιο σύντομα. Αυτή είναι μία εξήγηση της εμμονής τους να αφαιμάξουν την ελληνική οικονομία σε βαθμό βεβαίως που τη στραγγαλίζουν. Προφανώς, δεν τους απασχολεί τόσο το μακροπρόθεσμο όσο το βραχυπρόθεσμο», εκτιμά ο κ. Σταύρος Γαβρόγλου, υπεύθυνος του τμήματος μελετών στο Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού.
Από την άλλη πλευρά, ο ίδιος μεταφέρει το κλίμα το οποίο εισπράττει από τους χειρισμούς της κυβέρνησης -σημειωτέον, το Ινστιτούτο παρέχει επιστημονική τεκμηρίωση στο υπουργείο Εργασίας: «Υπάρχει μία έντονη διάθεση να προβληθούν εναλλακτικά επιχειρήματα και να αμβλυνθούν οι απαιτήσεις της τρόικας, αλλά παράλληλα υπάρχει και μία παραίτηση στη διεκδίκηση των πραγμάτων με περισσότερη δύναμη, μία αίσθηση ότι η τρόικα δεν πρόκειται να υποχωρήσει αν η ελληνική πλευρά ‘τραβήξει το σκοινί’. Προτάσσονται τα θέματα αλλά μέχρι ενός σημείου. Από εκεί και πέρα, υπάρχει μάλλον η στρατηγική απόφαση να ‘μην τα σπάσουμε’ με την τρόικα, κάτι το οποίο υποθέτω ότι εκμεταλλεύονται οι δανειστές για να επιμείνουν μέχρι τέλους στις θέσεις τους».
Στην τελευταία του μελέτη το Ινστιτούτο είχε υπογραμμίσει ότι η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας έχει υποχωρήσει μεν τα τελευταία 10 χρόνια κατά περίπου 25%, αλλά στο ίδιο διάστημα υποχωρούσε στον ίδιο βαθμό και η ανταγωνιστικότητα των υπολοίπων ευρωπαϊκών κρατών (με μοναδική εξαίρεση τη Γερμανία). «Άρα, το όποιο ολίσθημα έχουμε κάνει εμείς, το έχουν κάνει και όλες οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Είναι παράλογο να ζητείται από μία χώρα όπως η Ελλάδα να καταφέρει το ακατόρθωτο, δηλαδή μέσα σε ένα τέτοιο ευρωπαϊκό κλίμα να καταφέρει να αυξήσει την ανταγωνιστικότητά της περισσότερο απ’ όσο όλες οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες επίσης είχαν υποστεί μείωση της ανταγωνιστικότητάς τους», παρατηρεί ο κ. Γαβρόγλου.
Ενδιαφέρουσα παράμετρο της αντιπαράθεσης για την πολιτική στα εργασιακά αποτελεί το συμφέρον του επιχειρηματικού κόσμου. Αποτελούν για εκείνον σημαντικότερο παράγοντα τα οφέλη από τους χαμηλούς μισθούς ή οι ζημιές από την ύφεση την οποία προκαλούν; «Οι επιχειρηματίες που κοιτάζουν ‘πέρα από τη μύτη τους’, αντιλαμβάνονται ότι οι μισθοί δεν μειώνονται μόνο στη δική τους επιχείρηση αλλά και σε όλη την υπόλοιπη κοινωνία, με αποτέλεσμα να μειώνεται η ζήτηση για το προϊόν τους. Γι’ αυτό και δεν έχει επαληθευτεί η βασική προσδοκία της τρόικας, δηλαδή δεν έχουν αρχίσει να γίνονται επενδύσεις, παρ’ όλη τη σημαντική μείωση του εργατικού κόστους. Είναι επόμενο, διότι οι επιχειρηματίες δεν επενδύουν σε ένα ασταθές περιβάλλον το οποίο επιδεινώνεται διαρκώς. Περιμένουν. Καθώς επιδιώκουν περισσότερο τη σταθερότητα και λιγότερο το χαμηλό μισθολογικό κόστος».
tvxs.gr
Είναι συγχρόνως ορατά κάποια οφέλη για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, όπως υπαγορεύει το πνεύμα των αλλαγών που επιβάλλει η τρόικα; Η μία ανάλυση μετά την άλλη καταδεικνύουν ως λαθεμένη τη μονομερή πολιτιτική που δίνει έμφαση στη συμπίεση των μισθών, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η παράμετρος της παραγωγικότητας. Η διεθνής εμπειρία είναι αδιάψευστη: Η ανταγωνιστικότητα αποτελεί συνάρτηση των μισθών και της παραγωγικότητας. Τις προηγούμενες δεκαετίες σημειώθηκαν μεν υψηλοί ρυθμοί αύξησης των μισθών, οι οποίοι ωστόσο συνόδευαν και ταχεία αύξηση της παραγωγικότητας. Σήμερα, «κόβονται» οι μισθοί και ταυτόχρονα περιορίζεται η παραγωγικότητα. Συνεπώς, από επιστημονική άποψη η ασκούμενη πολιτική πάσχει από ορθολογισμό.
Μήπως λοιπόν πίσω από την εμμονή της τρόικας στη μείωση του εργατικού κόστους κρύβονται ενδεχομένως κάποιες ευρύτερες τακτικές των δανειστών; «Σε ένα πρώτο επίπεδο κρύβεται η αγωνία τους να εξασφαλίσουν όσο περισσότερα χρήματα μπορούν, όσο πιο γρήγορα. Ούτε εκείνοι πιστεύουν ότι μακροπρόθεσμα πρόκειται να πάρουν πίσω όλα τα χρήματα που δάνεισαν. Αυτό όμως που τους ενδιαφέρει είναι να πάρουν κάποια χρήματα που μπορούν όσο το δυνατό πιο σύντομα. Αυτή είναι μία εξήγηση της εμμονής τους να αφαιμάξουν την ελληνική οικονομία σε βαθμό βεβαίως που τη στραγγαλίζουν. Προφανώς, δεν τους απασχολεί τόσο το μακροπρόθεσμο όσο το βραχυπρόθεσμο», εκτιμά ο κ. Σταύρος Γαβρόγλου, υπεύθυνος του τμήματος μελετών στο Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού.
Από την άλλη πλευρά, ο ίδιος μεταφέρει το κλίμα το οποίο εισπράττει από τους χειρισμούς της κυβέρνησης -σημειωτέον, το Ινστιτούτο παρέχει επιστημονική τεκμηρίωση στο υπουργείο Εργασίας: «Υπάρχει μία έντονη διάθεση να προβληθούν εναλλακτικά επιχειρήματα και να αμβλυνθούν οι απαιτήσεις της τρόικας, αλλά παράλληλα υπάρχει και μία παραίτηση στη διεκδίκηση των πραγμάτων με περισσότερη δύναμη, μία αίσθηση ότι η τρόικα δεν πρόκειται να υποχωρήσει αν η ελληνική πλευρά ‘τραβήξει το σκοινί’. Προτάσσονται τα θέματα αλλά μέχρι ενός σημείου. Από εκεί και πέρα, υπάρχει μάλλον η στρατηγική απόφαση να ‘μην τα σπάσουμε’ με την τρόικα, κάτι το οποίο υποθέτω ότι εκμεταλλεύονται οι δανειστές για να επιμείνουν μέχρι τέλους στις θέσεις τους».
Στην τελευταία του μελέτη το Ινστιτούτο είχε υπογραμμίσει ότι η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας έχει υποχωρήσει μεν τα τελευταία 10 χρόνια κατά περίπου 25%, αλλά στο ίδιο διάστημα υποχωρούσε στον ίδιο βαθμό και η ανταγωνιστικότητα των υπολοίπων ευρωπαϊκών κρατών (με μοναδική εξαίρεση τη Γερμανία). «Άρα, το όποιο ολίσθημα έχουμε κάνει εμείς, το έχουν κάνει και όλες οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Είναι παράλογο να ζητείται από μία χώρα όπως η Ελλάδα να καταφέρει το ακατόρθωτο, δηλαδή μέσα σε ένα τέτοιο ευρωπαϊκό κλίμα να καταφέρει να αυξήσει την ανταγωνιστικότητά της περισσότερο απ’ όσο όλες οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες επίσης είχαν υποστεί μείωση της ανταγωνιστικότητάς τους», παρατηρεί ο κ. Γαβρόγλου.
Ενδιαφέρουσα παράμετρο της αντιπαράθεσης για την πολιτική στα εργασιακά αποτελεί το συμφέρον του επιχειρηματικού κόσμου. Αποτελούν για εκείνον σημαντικότερο παράγοντα τα οφέλη από τους χαμηλούς μισθούς ή οι ζημιές από την ύφεση την οποία προκαλούν; «Οι επιχειρηματίες που κοιτάζουν ‘πέρα από τη μύτη τους’, αντιλαμβάνονται ότι οι μισθοί δεν μειώνονται μόνο στη δική τους επιχείρηση αλλά και σε όλη την υπόλοιπη κοινωνία, με αποτέλεσμα να μειώνεται η ζήτηση για το προϊόν τους. Γι’ αυτό και δεν έχει επαληθευτεί η βασική προσδοκία της τρόικας, δηλαδή δεν έχουν αρχίσει να γίνονται επενδύσεις, παρ’ όλη τη σημαντική μείωση του εργατικού κόστους. Είναι επόμενο, διότι οι επιχειρηματίες δεν επενδύουν σε ένα ασταθές περιβάλλον το οποίο επιδεινώνεται διαρκώς. Περιμένουν. Καθώς επιδιώκουν περισσότερο τη σταθερότητα και λιγότερο το χαμηλό μισθολογικό κόστος».
tvxs.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου