Ωστόσο η κρίση αναδεικνύει πτυχές τις οποίες αδυνατούμε να προσεγγίσουμε επιστημονικά και να ερμηνεύσουμε μέσα από τεκμηριωμένες προσεγγίσεις. Σε αυτές τις περιπτώσεις πολλοί θεμελιώνουν τις προσεγγίσεις τους σε θεωρίες συνομωσίας. Αυτές απέχουν παρασάγγες από κάθε επιστημονική τεκμηρίωση αν και δεν αποτελούν εξ ορισμού καινοφανείς ερμηνευτικές διεργασίες.
Οι πανεπιστημιακοί δεν μπορούμε να θεμελιώνουμε τις προσεγγίσεις μας σε μη επιστημονικά ερμηνευτικά και αναλυτικά πρότυπα, τουλάχιστον δημόσια. Αυτές αποτελούν θέμα διαπροσωπικών συζητήσεων και εκτιμήσεων που γίνονται εκτός πανεπιστημίου. Υπό αυτό το πρίσμα χρήσιμο είναι να υπογραμμίσουμε τις διαφορές ανάμεσα στις θεωρίες με επιστημονικό υπόβαθρο και αυτές που «θεμελιώνονται» σε προσωπικές εκτιμήσεις, ενίοτε αυθαίρετες.
Η χρήση θεωριών για την ανάλυση των δρώμενων στο πεδίο της διεθνούς πολιτικής αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο συστηματοποιημένης παραγωγής γενικεύσεων. Για τον Stephen Van Evera οι θεωρίες είναι «διατυπώσεις γενικού περιεχομένου που περιγράφουν και εξηγούν τις αιτίες ή τα αποτελέσματα διαφορετικών φαινομένων. Αποτελούνται από αιτιώδεις νόμους ή υποθέσεις, ερμηνείες και προϋποτιθέμενες συνθήκες. Οι ερμηνείες αποτελούνται επίσης από αιτιώδεις νόμους ή υποθέσεις, οι οποίες με τη σειρά τους αποτελούνται από εξαρτημένες και ανεξάρτητες μεταβλητές». Τα παραπάνω συνιστούν μία χαρτογράφηση της παραγωγής και χρησιμότητας των θεωριών κα του τρόπου με τον οποίο παράγουν γνώση. Οι θεωρίες αποτελούν συστηματοποιημένα εργαλεία οργάνωσης της γνώσης. Με αυτές τίθενται σημαντικά ερωτήματα και διαμορφώνονται οι προτεραιότητες της έρευνας. Μία καλή θεωρία θα πρέπει να παρέχει τη δυνατότητα επαλήθευσης ή απόρριψης της.
Στις θεωρίες συνομωσίας οι όποιες υποθέσεις εργασίας δεν μπορούν να τεκμηριωθούν με επιστημονικό τρόπο και μία ακαδημαϊκή μεθοδολογία. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν εμπεριέχουν πτυχές αλήθειας ή και αληθοφανείς ερμηνείες. Συνεπώς κινδυνεύουμε να οδηγηθούμε σε συμπεράσματα ιδιοσυγκρασιακού χαρακτήρα εκτός μίας μεθοδολογικά αποδεκτής διεργασίας. Όπως έχω επισημάνει σε παλαιότερο άρθρο μου ότι συμβαίνει στη διεθνή πολιτική και διεθνή πολιτική οικονομία δεν συνιστά μία θεωρία συνομωσίας. Ωστόσο όποιος υποστηρίζει ότι οι θεωρίες συνομωσίας αποτελούν στο σύνολο τους μία νοηματική, ερμηνευτική αυθαιρεσία τότε μάλλον συνωμοτεί σε βάρος της αλήθειας. Μίας αλήθειας η οποία ενίοτε δεν μπορεί να αναδειχθεί με επιστημονικά εργαλεία.
Στην περίπτωση της ελληνικής δημοσιονομικής κρίσης καταγράφονται πολλαπλά ερμηνευτικά κενά και ακόμα μεγαλύτερα κενά στην προσπάθεια ερμηνείας συμπεριφοράς των ελληνικών ηγεσιών. Ένας πρωθυπουργός απήλθε χωρίς ουδέποτε να υπερασπιστεί τις επιλογές και το όποιο κύρος διέθετε. Έτερος έλαβε μία άτυπη πολιτική ασυλία και σήμερα συνιστά έναν εποχούμενο κήρυκα του δημοσιονομικού ορθολογισμού. Άλλος πάλι βρίσκεται στο πολιτικό απυρόβλητο αν και ήταν αυτός επί των ημερών του οποίου διαστρεβλώθηκαν τα δημοσιονομικά στοιχεία της χώρας. Τέλος ένας τέταρτος, τεχνοκράτης κατ’ επάγγελμα, αποτέλεσε την ομόθυμη επιλογή του ξένου παράγοντα προκειμένου να «επιλύσει» το πολιτικό και διαχειριστικό ζήτημα της χώρας.
Αυτές αποτελούν ενδεικτικές μόνο περιπτώσεις αναπάντητων ερωτημάτων τα οποία η επιστήμη αδυνατεί να απαντήσει με ενάργεια, πειστικότητα, αδιαμφισβήτητα επιχειρήματα και σαφή μεθοδολογικά εργαλεία. Πολλές φορές το ένστικτο του αναλυτή ή πανεπιστημιακού οδηγείται σε ενδόμυχα συμπεράσματα τα οποία δεν μπορεί αν εξωτερικεύσει σεβόμενος την ακαδημαϊκή του οντολογία και δεοντολογία. Είναι οι στιγμές που αντιπαλεύεται την εσωτερική ανάγκη εξωτερίκευσης των σκέψεων του και την επιτακτική ανάγκη να προασπίσει τον εαυτό του ως αξιόπιστη ακαδημαϊκή οντότητα.
Γ. Βοσκόπουλος,
Αναπληρωτής Καθηγητής Ευρωπαϊκών Σπουδών
Πρόεδρος Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών
Πρόεδρος Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου