Με αφορμή τα όσα συνέβησαν τις δύο τελευταίες εβδομάδες με επίκεντρο την κυπριακή κρίση επανήλθε το γνωστό ζήτημα περί της ανάγκης επανεξέτασης της ευρωπαϊκής –και όχι μόνο- πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ. «Ασφαλώς», μας είπε ο Παναγιώτης Λαφαζάνης από την «Αυγή» της προηγούμενης Κυριακής, «η θέση του ΣΥΡΙΖΑ για την Ευρωζώνη αλλά και για την ΕΕ χρειάζεται επανεξέταση». Για να συμπληρώσει παρακάτω: «Φοβούμαι ότι η Ευρωζώνη αλλά και η ΕΕ εδώ που έχουν φτάσει, δεν μεταρρυθμίζονται, αλλά μόνο ανατρέπονται».
Διατυπώσεις, όπως η τελευταία, υπαινίσσονται πως η θέση του ΣΥΡΙΖΑ είναι πως τα παραπάνω υποκείμενα μεταρρυθμίζονται, που σημαίνει πως δεν απαιτείται να ανατραπούν. Είναι, όμως, έτσι [1]; Ας θυμηθούμε τις σχετικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ.
Όπως σημειώνει η πρόσφατη Διακήρυξη, «[τ]ο μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως διακριτής οικονομικοπολιτικής οντότητας προμηνύεται δυσοίωνο καθώς η ευρωζώνη εξελίσσεται σε ζώνη γερμανικής οικονομικής επικυριαρχίας, αν όχι καταναγκασμού, που οδηγεί σε ασφυξία τις πιο αδύναμες χώρες και σε όλο μεγαλύτερες ανισότητες, ενώ η Γερμανία προωθεί την ηγεμονία της στο πολιτικό επίπεδο». Σε αυτό το πλαίσιο, «[ο]ι λαοί στις χώρες του ευρωπαϊκού ότου, στην Ιρλανδία,… αλλά και στις χώρες του ευρωπαϊκού κέντρου όλο και περισσότερο στενάζουν υπό αντίστοιχα προγράμματα λιτότητας ενόσω αναπτύσσουν παράλληλα τις δικές τους αντιστάσεις και τα δικά τους κινήματα. Η μοίρα της Ελλάδας είναι συνυφασμένη με τη μοίρα της Ευρώπης… γιατί η πολιτική του κεφαλαίου ενοποιεί υπό την κυριαρχία του όλες τις ευρωπαϊκές κοινωνίες… Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μέρος αυτού του ευρωπαϊκού κινήματος αντίστασης και εξέγερσης». Σε ό,τι αφορά τα εσωτερικό μέτωπο, «όπως ήθελε να συμπυκνώσει το σύνθημα «καμιά θυσία για το ευρώ», απόλυτη προτεραιότητα για μας είναι η αποτροπή της ανθρωπιστικής καταστροφής και η ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών… Κατά συνέπεια, δεσμευόμαστε ότι θα αντιμετωπίσουμε το ενδεχόμενο… απειλών ή εκβιασμών με όλα ανεξαιρέτως τα όπλα που μπορούμε να επιστρατεύσουμε, ενώ είμαστε ήδη έτοιμοι να αναμετρηθούμε ακόμη και με τη χειρότερη έκβαση».
Έτσι, «[θα] διεκδικήσουμε με όλα τα πρόσφορα μέσα το αίτημα για ανατροπή της σημερινής μορφής ολοκλήρωσης της Ευρώπης,… ώστε να επανεθεμελιωθεί συνολικά το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι στην κατεύθυνση της κοινωνικής δικαιοσύνης και του σοσιαλισμού». Συνεπώς, όπως το θέτει η Απόφαση της τελευταίας Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης: «Υπάρχει εναλλακτική λύση: Να οικοδομήσουμε μια νέα Ελλάδα, να αγωνιστούμε για μια προοδευτική και σοσιαλιστική Ευρώπη, που απαιτεί τη ρήξη με το σημερινό νεοφιλελεύθερο οικοδόμημα».
Παρέθεσα εκτεταμένα αποσπάσματα από τα αποφασισμένα κείμενα του ΣΥΡΙΖΑ, για να έχει αντικείμενο η διαφωνία, που εμφανίζεται στις τάξεις μας. Τι αφορά, λοιπόν, το αίτημα για επανεξέταση; Να μεταβάλλουμε τη γραμμή της ρήξης με το σημερινό νεοφιλελεύθερο οικοδόμημα, τη γραμμή της ανατροπής του, με προσανατολισμό την κοινωνική δικαιοσύνη και τον σοσιαλισμό; Προφανώς δεν ισχυρίζονται αυτό οι αιτούντες την επανεξέταση, πολύ περισσότερο, μάλιστα, όταν, όπως γίνεται φανερό από όσα παρατέθηκαν, ο ΣΥΡΙΖΑ πουθενά δεν υπερασπίζεται μια γραμμή «μεταρρύθμισης» της νεοφιλελεύθερης ΕΕ, αλλά με σαφήνεια τοποθετείται στη γραμμή της ανατροπής. Ανατροπής όχι της πολιτικής, αλλά, με σαφήνεια, του νεοφιλελεύθερου οικοδομήματος στην κατεύθυνση μιας Ενωμένης Ευρώπης του σοσιαλισμού.
Τι μένει, λοιπόν, από το αίτημα της επανεξέτασης; Μόνο ένα πράγμα –να φύγουμε από το ευρώ! Να το πούμε, να το διακηρύξουμε ως την κεντρική μας επιλογή.
Ας μείνουμε, λοιπόν, σε αυτό ψύχραιμα και παραγωγικά. Διευκρινίζοντας εξαρχής πως προφανώς και θα πρέπει ένα πολιτικό υποκείμενο που επαγγέλλεται την ανατροπή να είναι σοβαρά προετοιμασμένο για πολλές πιθανές εκβάσεις, διευκρινίζοντας, επιπλέον, πως δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να υπαναχωρούμε απέναντι στην καθεστωτική δραχμοφοβική προπαγάνδα [2] επιμένω να μην κατανοώ την ωφέλεια από την πρόταξη αυτού του συνθήματος. Και εξηγούμαι.
Τι ήταν αυτό που δεν επέτρεψε την αναβάθμιση του αρχικού κυπριακού «όχι» σε μια νικηφόρα εναλλακτική; Προφανώς καθοριστικό είναι το γεγονός πως στην ηγεσία βρίσκεται η αδελφή δεξιά του Σαμαρά και της Μέρκελ, που έχει πολύ διαφορετικούς στόχους από τη ριζοσπαστική αριστερά. Και ακόμη περισσότερο καθοριστικό είναι το γεγονός πως ο πολιτικός συσχετισμός σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι εξαιρετικά δυσμενής. Αν θέλαμε να το αποτυπώσουμε με μια φράση θα λέγαμε πως, με όλες τις εσωτερικές του αντιφάσεις, το ευρωπαϊκό κεφάλαιο εμφανίζει ένα σκληρά αρραγές μέτωπο απέναντι στις εργατικές τάξεις της ηπείρου. Υπάρχει δυνατότητα απάντησης χωρίς την παρουσία ενός ακόμη ισχυρότερου ευρωπαϊκού εργατικού μετώπου, το οποίο να επιτρέπει τον μαχητικό συντονισμό και την έμπρακτη αλληλεγγύη, που απαιτείται για τη νικηφόρα έκβαση της άγριας ταξικής πάλης που εξελίσσεται στο πλαίσιο της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης τα πέντε τελευταία χρόνια και για καιρό ακόμη; Νομίζω πως η απάντηση είναι ρητά και κατηγορηματικά όχι. Αν είναι έτσι δεν βλέπω σε τι μας βοηθάει μια πολιτική που αξονίζεται γύρω από το σύνθημα της επιστροφής στο εθνικό νόμισμα. Σίγουρα δεν οικοδομεί συνθήκες ενιαίας δράσης των εργαζομένων διεθνώς στο μέτρο που συνιστά αντικειμενικά μια κατεξοχήν πολιτική εθνικού ακροατηρίου. Τη στιγμή που περισσότερο από κάθε άλλη φορά απαιτείται μια πολιτική πρόταση που συνέχει τα συμφέροντα και τα αιτήματα των εργατικών τάξεων σε όσο το δυνατό ευρύτερο πεδίο η πρόταξη της δραχμής λογικά προτείνει στους Πορτογάλους την επιστροφή στο εσκούδο, στους Ισπανούς την πεσέτα κ.ο.κ. και τον ανταγωνισμό στη διεθνή αγορά για την κατάκτηση της καλύτερης εθνικής θέσης. Όχι μόνο είναι εξαιρετικά αδύναμο πολιτικά, κατά τη γνώμη μου, αλλά, κυριολεκτικά, δεν βγάζει νόημα ως αριστερή πρόταση.
Τα προηγούμενα, ξαναλέω, δεν σημαίνουν πως δεν θα πρέπει να προετοιμαζόμαστε για όλα –δεδομένου, μάλιστα, πως δεν αποκλείεται η Ευρωζώνη να διαλυθεί αφεαυτής. Ούτε σημαίνουν πως έχω οποιαδήποτε αμφιβολία πως: «Δεν υπάρχει ζωή χωρίς νερό, αλλά υπάρχει ζωή χωρίς ευρώ». Αυτό που αμφισβητούν είναι η στρατηγική ή, έστω, τακτική ωφελιμότητα της δραχμικής επιλογής. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, που μια τέτοια επιλογή ακόμη κι αν προταχθεί, αφορά την περίοδο μετά την ανάληψη της κυβέρνησης από την αριστερά. Πράγμα που σημαίνει πως, πέρα από τα προφανή διαχειριστικά της κατάστασης πλεονεκτήματα που έχει ο αντίπαλος, η αριστερή κυβέρνηση θα αναλάβει αναγκαστικά εντός ευρώ και θα πρέπει σε αυτές τις συνθήκες να πάρει τα πρώτα μέτρα, που θα καθορίσουν εν πολλοίς τη συνολική της πορεία. Και δεν θα είναι προφανώς το βασικό ο έλεγχος της εκροής των κεφαλαίων γιατί, μπροστά στη τεράστια σύγκρουση, τα κεφάλαια μάλλον θα έχουν ήδη εκρεύσει!
Νομίζω, εν κατακλείδι, και για να μην επαναλάβω τον εαυτό μου, πως σωστά το έθεσε ο Πάνος Κοσμάς, στέλεχος της «Αριστερής Πλατφόρμας» και όχι της «Αριστερής Ενότητας», στο Rproject, πριν από μερικές μέρες: «Όπως έδειξε και η εμπειρία της Κύπρου, η ρήξη με την Ευρωζώνη και η ωρίμανση των διαθέσεων -πρώτα απ’ όλα στην εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, αλλά και σε τμήματα μεσαίων τάξεων- για μια τέτοια ρήξη αποτελούν προϊόν - συνέπεια της επιθετικότητας της άλλης πλευράς (της Ευρωζώνης) αλλά και της εφαρμογής ενός προγράμματος ανατροπής της λιτότητας. Έτσι, όχι μόνο «νομιμοποιείται» αυτή η ρήξη αλλά και αποκτά το κοινωνικό, ταξικό και προγραμματικό περιεχόμενο που μπορεί να αναδείξει την Αριστερά σε ηγεμονική πολιτική δύναμη μιας τέτοιας ρήξης. Αλλά και να νομιμοποιήσει τον αγώνα και τις θυσίες που θα απαιτηθούν από μια τέτοια ρήξη… Το αντίθετο, δηλαδή να φανταστούμε ότι μια «προκαταβολική» ρήξη με την Ευρωζώνη με μονομερή έξοδο από αυτή θα φέρει ή θα ευνοήσει τη ρήξη με τις πολιτικές λιτότητας και τον εγχώριο καπιταλισμό συνιστά μια αντιστροφή προτεραιοτήτων που μπορεί να αποβεί καταστροφική για την Αριστερά.
Στη δεύτερη αυτή περίπτωση, το νόμισμα και η ανταγωνιστικότητα της (καπιταλιστικής) εθνικής οικονομίας αποκτούν τον ηγεμονικό ρόλο σε βάρος του ταξικού περιεχομένου της ρήξης, με αποτέλεσμα την ηγεμονία σε μια τέτοια ρήξη να την πάρουν δυνάμεις εχθρικές προς την Αριστερά. Η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα δεν θα δώσουν όλες τους τις δυνάμεις σε ένα τέτοιο αγώνα για να είναι την επόμενη μέρα απλός «παραγωγικός συντελεστής» σε ένα πιο ανταγωνιστικό και «εθνικά κυρίαρχο» καπιταλισμό.
Ο στόχος δεν μπορεί παρά να είναι η κατά το δυνατόν ευρύτερη μετάδοση της ρήξης στην ίδια την Ευρωζώνη και την Ε.Ε… Ο «αδύναμος κρίκος» που σπάει από τις πολιτικές λιτότητας, δεν πρόκειται να επιβιώσει παρά μόνο αν η δυναμική της ρήξης επεκταθεί σε όλη την ιμπεριαλιστική αλυσίδα ή έστω σε μερικούς ακόμη κρίκους της… Είναι γι’ αυτό το λόγο που το «Έξω από το ευρώ», ενώ είναι ένα ισχυρό ενδεχόμενο αποτέλεσμα της ρήξης με τα μνημόνια και την τρόικα, δεν πρέπει να είναι στόχος της Αριστεράς… Με λίγα λόγια, ο στόχος της ρήξης με την Ευρωζώνη είναι η κινηματική-διεθνιστική επέκταση και όχι η «εθνική» αναδίπλωση».
LEFT.gr
Διατυπώσεις, όπως η τελευταία, υπαινίσσονται πως η θέση του ΣΥΡΙΖΑ είναι πως τα παραπάνω υποκείμενα μεταρρυθμίζονται, που σημαίνει πως δεν απαιτείται να ανατραπούν. Είναι, όμως, έτσι [1]; Ας θυμηθούμε τις σχετικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ.
Όπως σημειώνει η πρόσφατη Διακήρυξη, «[τ]ο μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως διακριτής οικονομικοπολιτικής οντότητας προμηνύεται δυσοίωνο καθώς η ευρωζώνη εξελίσσεται σε ζώνη γερμανικής οικονομικής επικυριαρχίας, αν όχι καταναγκασμού, που οδηγεί σε ασφυξία τις πιο αδύναμες χώρες και σε όλο μεγαλύτερες ανισότητες, ενώ η Γερμανία προωθεί την ηγεμονία της στο πολιτικό επίπεδο». Σε αυτό το πλαίσιο, «[ο]ι λαοί στις χώρες του ευρωπαϊκού ότου, στην Ιρλανδία,… αλλά και στις χώρες του ευρωπαϊκού κέντρου όλο και περισσότερο στενάζουν υπό αντίστοιχα προγράμματα λιτότητας ενόσω αναπτύσσουν παράλληλα τις δικές τους αντιστάσεις και τα δικά τους κινήματα. Η μοίρα της Ελλάδας είναι συνυφασμένη με τη μοίρα της Ευρώπης… γιατί η πολιτική του κεφαλαίου ενοποιεί υπό την κυριαρχία του όλες τις ευρωπαϊκές κοινωνίες… Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μέρος αυτού του ευρωπαϊκού κινήματος αντίστασης και εξέγερσης». Σε ό,τι αφορά τα εσωτερικό μέτωπο, «όπως ήθελε να συμπυκνώσει το σύνθημα «καμιά θυσία για το ευρώ», απόλυτη προτεραιότητα για μας είναι η αποτροπή της ανθρωπιστικής καταστροφής και η ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών… Κατά συνέπεια, δεσμευόμαστε ότι θα αντιμετωπίσουμε το ενδεχόμενο… απειλών ή εκβιασμών με όλα ανεξαιρέτως τα όπλα που μπορούμε να επιστρατεύσουμε, ενώ είμαστε ήδη έτοιμοι να αναμετρηθούμε ακόμη και με τη χειρότερη έκβαση».
Έτσι, «[θα] διεκδικήσουμε με όλα τα πρόσφορα μέσα το αίτημα για ανατροπή της σημερινής μορφής ολοκλήρωσης της Ευρώπης,… ώστε να επανεθεμελιωθεί συνολικά το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι στην κατεύθυνση της κοινωνικής δικαιοσύνης και του σοσιαλισμού». Συνεπώς, όπως το θέτει η Απόφαση της τελευταίας Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης: «Υπάρχει εναλλακτική λύση: Να οικοδομήσουμε μια νέα Ελλάδα, να αγωνιστούμε για μια προοδευτική και σοσιαλιστική Ευρώπη, που απαιτεί τη ρήξη με το σημερινό νεοφιλελεύθερο οικοδόμημα».
Παρέθεσα εκτεταμένα αποσπάσματα από τα αποφασισμένα κείμενα του ΣΥΡΙΖΑ, για να έχει αντικείμενο η διαφωνία, που εμφανίζεται στις τάξεις μας. Τι αφορά, λοιπόν, το αίτημα για επανεξέταση; Να μεταβάλλουμε τη γραμμή της ρήξης με το σημερινό νεοφιλελεύθερο οικοδόμημα, τη γραμμή της ανατροπής του, με προσανατολισμό την κοινωνική δικαιοσύνη και τον σοσιαλισμό; Προφανώς δεν ισχυρίζονται αυτό οι αιτούντες την επανεξέταση, πολύ περισσότερο, μάλιστα, όταν, όπως γίνεται φανερό από όσα παρατέθηκαν, ο ΣΥΡΙΖΑ πουθενά δεν υπερασπίζεται μια γραμμή «μεταρρύθμισης» της νεοφιλελεύθερης ΕΕ, αλλά με σαφήνεια τοποθετείται στη γραμμή της ανατροπής. Ανατροπής όχι της πολιτικής, αλλά, με σαφήνεια, του νεοφιλελεύθερου οικοδομήματος στην κατεύθυνση μιας Ενωμένης Ευρώπης του σοσιαλισμού.
Τι μένει, λοιπόν, από το αίτημα της επανεξέτασης; Μόνο ένα πράγμα –να φύγουμε από το ευρώ! Να το πούμε, να το διακηρύξουμε ως την κεντρική μας επιλογή.
Ας μείνουμε, λοιπόν, σε αυτό ψύχραιμα και παραγωγικά. Διευκρινίζοντας εξαρχής πως προφανώς και θα πρέπει ένα πολιτικό υποκείμενο που επαγγέλλεται την ανατροπή να είναι σοβαρά προετοιμασμένο για πολλές πιθανές εκβάσεις, διευκρινίζοντας, επιπλέον, πως δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να υπαναχωρούμε απέναντι στην καθεστωτική δραχμοφοβική προπαγάνδα [2] επιμένω να μην κατανοώ την ωφέλεια από την πρόταξη αυτού του συνθήματος. Και εξηγούμαι.
Τι ήταν αυτό που δεν επέτρεψε την αναβάθμιση του αρχικού κυπριακού «όχι» σε μια νικηφόρα εναλλακτική; Προφανώς καθοριστικό είναι το γεγονός πως στην ηγεσία βρίσκεται η αδελφή δεξιά του Σαμαρά και της Μέρκελ, που έχει πολύ διαφορετικούς στόχους από τη ριζοσπαστική αριστερά. Και ακόμη περισσότερο καθοριστικό είναι το γεγονός πως ο πολιτικός συσχετισμός σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι εξαιρετικά δυσμενής. Αν θέλαμε να το αποτυπώσουμε με μια φράση θα λέγαμε πως, με όλες τις εσωτερικές του αντιφάσεις, το ευρωπαϊκό κεφάλαιο εμφανίζει ένα σκληρά αρραγές μέτωπο απέναντι στις εργατικές τάξεις της ηπείρου. Υπάρχει δυνατότητα απάντησης χωρίς την παρουσία ενός ακόμη ισχυρότερου ευρωπαϊκού εργατικού μετώπου, το οποίο να επιτρέπει τον μαχητικό συντονισμό και την έμπρακτη αλληλεγγύη, που απαιτείται για τη νικηφόρα έκβαση της άγριας ταξικής πάλης που εξελίσσεται στο πλαίσιο της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης τα πέντε τελευταία χρόνια και για καιρό ακόμη; Νομίζω πως η απάντηση είναι ρητά και κατηγορηματικά όχι. Αν είναι έτσι δεν βλέπω σε τι μας βοηθάει μια πολιτική που αξονίζεται γύρω από το σύνθημα της επιστροφής στο εθνικό νόμισμα. Σίγουρα δεν οικοδομεί συνθήκες ενιαίας δράσης των εργαζομένων διεθνώς στο μέτρο που συνιστά αντικειμενικά μια κατεξοχήν πολιτική εθνικού ακροατηρίου. Τη στιγμή που περισσότερο από κάθε άλλη φορά απαιτείται μια πολιτική πρόταση που συνέχει τα συμφέροντα και τα αιτήματα των εργατικών τάξεων σε όσο το δυνατό ευρύτερο πεδίο η πρόταξη της δραχμής λογικά προτείνει στους Πορτογάλους την επιστροφή στο εσκούδο, στους Ισπανούς την πεσέτα κ.ο.κ. και τον ανταγωνισμό στη διεθνή αγορά για την κατάκτηση της καλύτερης εθνικής θέσης. Όχι μόνο είναι εξαιρετικά αδύναμο πολιτικά, κατά τη γνώμη μου, αλλά, κυριολεκτικά, δεν βγάζει νόημα ως αριστερή πρόταση.
Τα προηγούμενα, ξαναλέω, δεν σημαίνουν πως δεν θα πρέπει να προετοιμαζόμαστε για όλα –δεδομένου, μάλιστα, πως δεν αποκλείεται η Ευρωζώνη να διαλυθεί αφεαυτής. Ούτε σημαίνουν πως έχω οποιαδήποτε αμφιβολία πως: «Δεν υπάρχει ζωή χωρίς νερό, αλλά υπάρχει ζωή χωρίς ευρώ». Αυτό που αμφισβητούν είναι η στρατηγική ή, έστω, τακτική ωφελιμότητα της δραχμικής επιλογής. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, που μια τέτοια επιλογή ακόμη κι αν προταχθεί, αφορά την περίοδο μετά την ανάληψη της κυβέρνησης από την αριστερά. Πράγμα που σημαίνει πως, πέρα από τα προφανή διαχειριστικά της κατάστασης πλεονεκτήματα που έχει ο αντίπαλος, η αριστερή κυβέρνηση θα αναλάβει αναγκαστικά εντός ευρώ και θα πρέπει σε αυτές τις συνθήκες να πάρει τα πρώτα μέτρα, που θα καθορίσουν εν πολλοίς τη συνολική της πορεία. Και δεν θα είναι προφανώς το βασικό ο έλεγχος της εκροής των κεφαλαίων γιατί, μπροστά στη τεράστια σύγκρουση, τα κεφάλαια μάλλον θα έχουν ήδη εκρεύσει!
Νομίζω, εν κατακλείδι, και για να μην επαναλάβω τον εαυτό μου, πως σωστά το έθεσε ο Πάνος Κοσμάς, στέλεχος της «Αριστερής Πλατφόρμας» και όχι της «Αριστερής Ενότητας», στο Rproject, πριν από μερικές μέρες: «Όπως έδειξε και η εμπειρία της Κύπρου, η ρήξη με την Ευρωζώνη και η ωρίμανση των διαθέσεων -πρώτα απ’ όλα στην εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, αλλά και σε τμήματα μεσαίων τάξεων- για μια τέτοια ρήξη αποτελούν προϊόν - συνέπεια της επιθετικότητας της άλλης πλευράς (της Ευρωζώνης) αλλά και της εφαρμογής ενός προγράμματος ανατροπής της λιτότητας. Έτσι, όχι μόνο «νομιμοποιείται» αυτή η ρήξη αλλά και αποκτά το κοινωνικό, ταξικό και προγραμματικό περιεχόμενο που μπορεί να αναδείξει την Αριστερά σε ηγεμονική πολιτική δύναμη μιας τέτοιας ρήξης. Αλλά και να νομιμοποιήσει τον αγώνα και τις θυσίες που θα απαιτηθούν από μια τέτοια ρήξη… Το αντίθετο, δηλαδή να φανταστούμε ότι μια «προκαταβολική» ρήξη με την Ευρωζώνη με μονομερή έξοδο από αυτή θα φέρει ή θα ευνοήσει τη ρήξη με τις πολιτικές λιτότητας και τον εγχώριο καπιταλισμό συνιστά μια αντιστροφή προτεραιοτήτων που μπορεί να αποβεί καταστροφική για την Αριστερά.
Στη δεύτερη αυτή περίπτωση, το νόμισμα και η ανταγωνιστικότητα της (καπιταλιστικής) εθνικής οικονομίας αποκτούν τον ηγεμονικό ρόλο σε βάρος του ταξικού περιεχομένου της ρήξης, με αποτέλεσμα την ηγεμονία σε μια τέτοια ρήξη να την πάρουν δυνάμεις εχθρικές προς την Αριστερά. Η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα δεν θα δώσουν όλες τους τις δυνάμεις σε ένα τέτοιο αγώνα για να είναι την επόμενη μέρα απλός «παραγωγικός συντελεστής» σε ένα πιο ανταγωνιστικό και «εθνικά κυρίαρχο» καπιταλισμό.
Ο στόχος δεν μπορεί παρά να είναι η κατά το δυνατόν ευρύτερη μετάδοση της ρήξης στην ίδια την Ευρωζώνη και την Ε.Ε… Ο «αδύναμος κρίκος» που σπάει από τις πολιτικές λιτότητας, δεν πρόκειται να επιβιώσει παρά μόνο αν η δυναμική της ρήξης επεκταθεί σε όλη την ιμπεριαλιστική αλυσίδα ή έστω σε μερικούς ακόμη κρίκους της… Είναι γι’ αυτό το λόγο που το «Έξω από το ευρώ», ενώ είναι ένα ισχυρό ενδεχόμενο αποτέλεσμα της ρήξης με τα μνημόνια και την τρόικα, δεν πρέπει να είναι στόχος της Αριστεράς… Με λίγα λόγια, ο στόχος της ρήξης με την Ευρωζώνη είναι η κινηματική-διεθνιστική επέκταση και όχι η «εθνική» αναδίπλωση».
LEFT.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου