Της Μικέλας Χαρτουλάρη
«Ολοι ξέραμε, και είμαστε όλοι ένοχοι για ό,τι δεν κάναμε». Αυτός είναι ο εφιάλτης που κυνηγά τους πρωταγωνιστές της Κατεχόμενης πόλης αλλά και τον ίδιο τον Ντέιβιντ Πις, τον απολύτως ξεχωριστό συγγραφέα αυτής της φοβερής ιστορίας, η οποία αναπτύσσεται ως μυθιστόρημα εν προόδω (εκδ. Τόπος, μτφ. Μαίρη Σαρατσιώτη, επιμ. Αρης Μαραγκόπουλος). Ο τόπος της δράσης είναι το κατεχόμενο από τους Αμερικανούς Τόκιο του 1948, τη χρονιά δηλαδή που ολοκληρώνεται η αμφιλεγόμενη Δίκη για τα Εγκλήματα Πολέμου στην Απω Ανατολή, αλλά το θέμα του βιβλίου ξεπερνά τα ιαπωνικά σύνορα. Είναι οι σκοτεινοί όροι πάνω στους οποίους οικοδομήθηκε το «θαύμα» του μεταπολεμικού κόσμου, οι μισές αλήθειες και τα ολόκληρα ψέματα που αποτέλεσαν την προϋπόθεση της ανασυγκρότησης των καπιταλιστικών χωρών, και η μόλυνση των κοινωνιών με τον ιό του πολέμου.
Το νικημένο, ερειπωμένο και παραδομένο Τόκιο που σε λιγότερο από 20 χρόνια θα γίνει η πόλη του μέλλοντος, είναι ένα εμβληματικό παράδειγμα. Eκείνη τη χρονιά, εκείνη η πόλη
έγινε το καθαρτήριο της Ιαπωνίας, της Κίνας, της ΕΣΣΔ και των ΗΠΑ για ένα σοβαρό έγκλημα κατά της ανθρωπότητας: για τον επιθετικό βιολογικό πόλεμο που και οι τέσσερις εξαπέλυσαν μεταξύ τους αλλά συνωμότησαν τελικά για να τον κουκουλώσουν, και αντάλλαξαν την τεχνογνωσία τους με τα ψέματα που είπαν τόσο στο Διεθνές Δικαστήριο όσο και στους λαούς τους.
Τι θέλετε να μάθετε, ρωτά ο Πις. Αυτό που συνέβη ή την αλήθεια; Τι νομίζετε; Ο κόσμος σάς κάνει αυτό που είστε ή μήπως εσείς κάνετε τον κόσμο αυτό που είναι;
Από τις πιο εμπνευσμένες φωνές της νέας βρετανικής λογοτεχνικής σκηνής, ο Πις έζησε την περίοδο 1994-2009 ως καθηγητής αγγλικών στο Τόκιο, όπου ξαναγύρισε, και διακρίθηκε διερευνώντας το θέμα της βίας σε μυθιστορήματα εμπνευσμένα από κατά συρροή εγκλήματα (βλ. την τετραλογία 1974, 1977, 1980, 1983). Στην Κατεχόμενη πόλη, συνέχεια του Τόκιο έτος μηδέν (Τόπος 2009), πιάνει τον αναγνώστη από τον λαιμό με έναν λόγο αποσπασματικό, ο οποίος εκφράζει ανάγλυφα τη δυστοπία του καιρού μας, εδώ θρηνητικός ή παραληρηματικός, εκεί πανικόβλητος ή ηγεμονικός, αλλού τεχνικός και τελεσίδικος κι αλλού κρυπτικός.
Η αφετηρία του Πις είναι ένα πραγματικό γεγονός: η μαζική δηλητηρίαση των υπαλλήλων της τράπεζας Τεϊκόκου στο κέντρο του Τόκιο και η ληστεία της από έναν Ιάπωνα ψευτογιατρό, που εμφανίστηκε ως συνεργάτης της Ομάδας Απολύμανσης του στρατού κατοχής με αποστολή να τους χορηγήσει ένα αντίδοτο στη δυσεντερία. Το «διαβολικό έγκλημα» είχε 12 θύματα και αποδόθηκε στον ζωγράφο Χιρασάουα Σανταμίτσι, μολονότι η φυσιογνωμία του δεν ταίριαζε στις περιγραφές των τεσσάρων επιζώντων. Ο Χιρασάουα πέθανε στη φυλακή το 1987 στα 95 του, ωστόσο ο αγώνας για την αποκατάστασή του συνεχιζόταν ακόμα το 2008 που ολοκληρωνόταν το μυθιστόρημα.
Ο Πις δίνει 12 διαφορετικές εκδοχές του τι συνέβη, υιοθετώντας το τυπικό της αποκρυφιστικής ιαπωνικής παράδοσης για να αφουγκραστεί τους άμεσα εμπλεκόμενους. Ομως δεν υποδύεται τον παντογνώστη συγγραφέα. Ξέρει ότι ζωντανεύει «τα φαντάσματα των ιστοριών τους και τις ιστορίες για τα φαντάσματά τους». Κι έτσι ο αναγνώστης ακούει: την υπάλληλο που κατάφερε να επιζήσει αλλά δεν ταυτίζεται με τους «δυνατούς», τον αστυνομικό που βλέπει τις μικρές απάτες και χάνει τα μεγάλα εγκλήματα, τον δημοσιογράφο που υφίσταται λογοκρισία και τον επιδημιολόγο που εξαναγκάζεται να συναινέσει σε ποικίλες αποσιωπήσεις, τον εθνικό εχθρό που αντιμετωπίζει ηθικά διλήμματα και τον περιθωριοποιημένο στρατιώτη του βρόμικου πολέμου, τον ντετέκτιβ που ξέρει ότι όλα είναι στημένα και τον αυτόκλητο προστάτη της παράδοσης που καταδιώκει τους συμπολίτες του, τον βασικό ύποπτο και τον ασύλληπτο δολοφόνο, τον παραπλανημένο λαό και τις τραγικές οικογένειες των θυτών και των θυμάτων. Το Τόκιο της ανταρσίας και της ήττας αποδεικνύεται, γράφει ο Πις, πόλη προδοτών και δωσιλόγων, πληγή, φυλακή, κατάρα. Ενα χρηματιστήριο…
…………………………………………………………………
Συγγραφική συνείδηση
Είναι σαφές ότι ο Ντέιβιντ Πις προσπαθεί με αυτό το μυθιστόρημα να αποδώσει δικαιοσύνη και να εξιλεώσει τον Χιρασάουα Σανταμίτσι. Ομως αν η λογοτεχνία ήταν τόσο απλή υπόθεση, τότε αυτό το βιβλίο θα ήταν ένα μανιφέστο, και δεν είναι. Το παιχνίδι της αφήγησης, μας λέει ο Πις, είναι ένα παιχνίδι ανδρείας. Και ο συγγραφέας είναι «η λύτρωση αλλά και η πληγή» των χαρακτήρων του, πόσο μάλλον εκείνων που παραπέμπουν σε υπαρκτά πρόσωπα. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ποδοσφαιριστής Τζόνι Τζάιλς, ένα από τα πρόσωπα στο καίριο μυθιστόρημά του για την ποδοσφαιρική ομάδα του Λιντς (Καταραμένη ομάδα, Τόπος 2008), τον μήνυσε για δυσφήμιση, και δικαιώθηκε.
Εχει ενδιαφέρον, λοιπόν, στην Κατεχόμενη πόλη ότι στο τέλος κάθε κεφαλαίου-οπτικής για τα γεγονότα, η αφήγηση γυρνά στο β΄ πρόσωπο. Αυτές οι σελίδες λειτουργούν σαν ιντερμέδια στην πλοκή, που επιτρέπουν στον μεν αναγνώστη να μεταβολίσει τα όσα μόλις διάβασε, στον δε συγγραφέα να αναμετρηθεί με τους δαίμονές του. Διότι ο Πις έχει απόλυτη συνείδηση του κοινωνικού ρόλου του και της ευθύνης του απέναντι στα κοινά του. Ετσι, λοιπόν, καταγράφει τις αντιπάθειές του, το μπλοκάρισμά του, τις αμφιβολίες του και τα όριά του. Ο,τι μας παρουσιάζει, λέει, δεν είναι παρά «οι στάχτες του νοήματος». Το καλύτερο κάλεσμα για να γίνουμε ενεργητικοί αναγνώστες.
………………………………………………………….
Σιωπή για τα βιολογικά πειράματα
Πανούκλα, χολέρα, δυσεντερία, σαλμονέλα, σύφιλη, άνθρακας, βακτήρια, μικρόβια, ιοί και βόμβες με βάκιλους, όλα επιστρατεύτηκαν στην κούρσα της κατασκευής βιολογικών όπλων μαζικής εξόντωσης, που χρησιμοποιήθηκαν στους πολέμους της Απω Ανατολής. Αυτά καταγγέλλει ο Πις. Και με ξεναγούς έναν Αμερικανό, έναν Σοβιετικό και έναν Ιάπωνα φέρνει στο προσκήνιο την ανατριχιαστική δράση της περιβόητης ιαπωνικής Μονάδας 731, που μεταξύ 1936-45 ετοίμαζε έναν πόλεμο βακτηριδίων στο «Εργοστάσιο του Θανάτου» του Πινγκφάνγκ στην Κίνα, ξεσκεπάζοντας και τον ρόλο της Υπηρεσίας Χημικού Πολέμου του αμερικανικού στρατού ή της Επιστημονικής Αντικατασκοπείας των ΗΠΑ με αρχηγό τον πρόεδρο του ΜΙΤ (Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Μασαχουσέτης)!
Ο βιολογικός πόλεμος έμεινε έξω από τη Δίκη του Τόκιο και οι πρωτεργάτες του δεν διώχθηκαν. Ούτε καν εκείνοι που χρησιμοποιούσαν ως πειραματόζωα τους αιχμαλώτους πολέμου και τους πολιτικούς κρατούμενους. Η εμπιστοσύνη σε ένα καλύτερο, υγιέστερο, αύριο προδόθηκε, η ηθική σαπίλα επικράτησε. Η Κατεχόμενη πόλη είναι εντέλει ένα πολιτικό σχόλιο για τις καπιταλιστικές ελίτ τόσο των νικητών όσο και των ηττημένων που έχουν μολυνθεί με τον ιό του πολέμου. «Μέχρι χθες πίστευα πως ο πόλεμος είχε τελειώσει. Ηξερα πως είχαμε νικηθεί», λέει η επιζήσασα υπάλληλος. «Πίστευα πως ένα φάρμακο είναι φάρμακο. Ενας γιατρός, γιατρός. Αλλά ένα φάρμακο δεν είναι φάρμακο. Ενας φίλος δεν είναι φίλος. Ενας γιατρός είναι δολοφόνος. Φονιάς. Επειδή ο πόλεμος δεν τέλειωσε. Ο πόλεμος δεν τελειώνει ποτέ».
http://eleutheriellada.wordpress.com/