«Η συζήτηση για τις απολύσεις συγκαλύπτει και ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα της δημόσιας διοίκησης: την δραματική και ανεξέλεγκτη μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων» με αποτέλεσμα «από αίτημα εξυγιαντικό, κινδυνεύει σύντομα να γίνει, με τις αθρόες και μαζικές συνταξιοδοτήσεις, ο εφιάλτης της δημόσιας διοίκησης και των ταμείων συνταξιοδότησης», δήλωσε ο υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης Αντώνης Μανιτάκης ως ομιλητής στη δημόσια συζήτηση με θέμα: «Πέρα από το μικρό ή το μεγάλο κράτος: μεταρρυθμίσεις για μια αδέσμευτη και κοινωνικά αποτελεσματική Δημόσια Διοίκηση» που διοργανώθηκε από το Κέντρο Πολιτικού Προβληματισμού «Μιχάλης Παπαγιαννάκης».
Ενδεικτική του περιεχομένου της ομιλίας και ενόψει των επικριτικών διαρροών από την κυβέρνηση, ήταν η φράση της ομιλίας του: «Η αγχωτική και τρομοκρατική επιδίωξη πάση θυσία και άνευ ετέρου στόχων ποσοτικών, υπονομεύει και ακυρώνει τελικά τους ποιοτικούς στόχους της κινητικότητας. Καλλίτερα να κατηγορηθούμε για καθυστέρηση παρά για αποτυχία ή
αδιαφορία».
Το δημόσιο σε αριθμούς
Ο κ. Μανιτάκης απάντησε εμμέσως στους επικριτές του με στοιχεία, αναφέροντας πώς «με βάση τους πιο πρόσφατους υπολογισμούς, ο αριθμός των συνταξιοδοτήσεων το 2012 έφθασε τις 32.000 και η μείωση του συνολικού αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων μέχρι το 2015 θα προσεγγίσει τις 180.000 χιλιάδες. Άρα το 2015 ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων θα είναι αρκετά κάτω από τις 600.000. Μείωση που ξεπερνά το 25% σε πέντε χρόνια και είναι τρομακτική, διότι δημιουργεί κενά τα οποία δεν μπορεί να καλυφθούν ούτε με αθρόες προσλήψεις ούτε με ανορθολογικές και μαζικές μετακινήσεις. Μείωση τρομακτική για τις δραματικές ελλείψεις, την παράλυση που μπορεί να προκαλέσει στις δημόσιες υπηρεσίες και στον κρατικό μηχανισμό, κυρίως νοσοκομεία και υπηρεσίες κοινωνικές».
Με ακροατήριο τον κόσμος κυρίως της Δημοκρατικής Αριστεράς ο υπουργούς Διοικητικής Μεταρρύθμισης έθεσε τα εξής ερωτηματικά: «Μικρό ή μεγάλο» κράτος σε σχέση με τι και ως προς τι; Ως προς τις δομές του, τον όγκο του, ή ως προς τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων; Και ακόμη, μικρό ή μεγάλο κράτος σε σχέση με τα άλλα κράτη; Η αριθμητική ή ποσοτική διάσταση του προβλήματος, όσο και αν αποτελεί αναγκαία και χρήσιμη βάση και καλή αφετηρία για συζήτηση, δεν είναι ικανή από μόνη της να μας διαφωτίσει και να μας οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα. Συχνά παραπλανά, ενίοτε συγκαλύπτει και άλλοτε παραμορφώνει.
Αφού επισήμανε ότι «ο δημόσιος τομέας κατάντησε, στα χρόνια της μεταπολίτευσης, να είναι υπερδιογκωμένος, υπερτροφικός, ανορθολογικά οργανωμένος. Τόσο σε σχέση με τις ανάγκες της κοινωνίας και της οικονομίας, όσο και σε σχέση με τις δυνατότητες συντήρησής του. Αλλά κυρίως σε σχέση με τη χαμηλή ποιότητα και αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών που παρέχει στους πολίτες ανέφερε μεταξύ άλλων:
-Η «συνταγή» της Τρόικας αποτυπώθηκε αριθμητικά, ποσοτικά. Η οδηγία ήταν: μειώστε δραστικά τις δομές, καταργήστε οργανισμούς, κάντε συγχωνεύσεις. Εύκολη και εύπεπτη συνταγή, επειδή διατύπωνε το προφανές. Σχηματική, όμως, απλοϊκή και όχι απλή, στην ουσία της, αποδείχθηκε τελικά ανεδαφική στην άμεση εφαρμογή της. Γιατί στην πράξη, η προσπάθεια της τότε κυβέρνησης να συμμορφωθεί στην απαίτηση για μείωση των δομών των δημόσιων υπηρεσιών κατά 30% μεταφράστηκε σε νόμο 1200 σελίδων, όπου απλώς αποτυπώθηκαν οι οργανισμοί των Υπουργείων κατακρεουργημένοι κατά το ποσοστό που είχε ζητηθεί», σχολίασε επικριτικά ως προς τις επιλογές της προηγούμενης κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ για να τονίσει πως «η απουσία ποιοτικών κριτηρίων απλώς ακύρωσε τη μεταρρύθμιση».
Η νέα αναδιάρθρωση
«Την άγονη αυτή μέθοδο εργασίας πρέπει ως Πολιτεία να αποκηρύξουμε. Χάρις στην τεχνική βοήθεια της Task Force και στην τεχνογνωσία των Γάλλων εταίρων μας, προσπαθούμε σήμερα να πραγματώσουμε τον στρατηγικό και ζωτικό στόχο της ριζικής αναδιάρθρωσης των δημοσίων υπηρεσιών μας με εντελώς διαφορετική μέθοδο. Ξεκινάμε από τη διοικητική πρακτική, δοκιμάζουμε τις μεταρρυθμιστικές προτάσεις στην πράξη, με τη συνδρομή της ίδιας της διοίκησης. Ολοκληρώσαμε ήδη με οδικό χάρτη και σύστημα την εκπόνηση μελετών αξιολόγησης δομών ανά υπουργείο. Μελέτες οικονόμο-τεχνικές, που ξεπερνούν καθεμιά τις 100 ή 200 σελίδες και περιγράφουν, εξηγούν και τεκμηριώνουν: πώς ήταν οι υπηρεσίες μέχρι τώρα, πώς πρέπει να οργανωθούν και να λειτουργούν με βάση κριτήρια ορθολογικότητας, απόδοσης και αποτελεσματικότητας, πόσο προσωπικό χρειάζονται και με ποιο δημοσιονομικό όφελος.
Η πρώτη ποσοτική αποτίμηση των εκθέσεων αξιολόγησης -που έχουν εκπονηθεί από δημοσίους υπαλλήλους και όχι από εταιρίες μελετών, χωρίς να κοστίσουν ούτε ένα ευρώ στο ελληνικό δημόσιο- δείχνει ότι η μείωση των δομών σε όλα τα Υπουργεία ξεπερνά παντού τα 30% και φτάνει ενίοτε και το 50%, δηλαδή ξεπερνά τους ποσοτικούς στόχους της Τρόικας χωρίς όμως να θυσιάζει τον στόχο της ποιοτικής αναβάθμισης και της ριζικής αναδιάρθρωσης.
Τώρα, μετά τις εκθέσεις αξιολόγησης, αρχίζει η εξαιρετικά σημαντική και κρίσιμη φάση της υλοποίησής τους, με την περιγραφή θέσεων και διαδικασιών, φάση που θα καθορίσει τα καθήκοντα του δημοσίου υπαλλήλου και την οργάνωση και απόδοση της δημόσιας υπηρεσίας. Η περιγραφή θέσεων έπεται της έκθεσης αξιολόγησης, την συμπληρώνει, εκπονείται βάσει αυτής και συνδυάζεται ή βασίζεται σε ένα σχέδιο στελέχωσης των νέων δομών με προσωπικό. Με τον τρόπο αυτό, θα γνωρίζουμε, προκαταβολικά και τεκμηριωμένα, τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων που χρειαζόμαστε σε κάθε υπηρεσία. Και ο αριθμός αυτός δεν μπορεί να μεταβάλλεται πλέον ανάλογα με τις αποφάσεις της πολιτικής εξουσίας και τις πελατειακές πιέσεις.
Με τη μεθοδολογία που ακολουθούμε, επιτυγχάνεται τόσο η ορθολογική και ριζική αναδιάρθρωση των δομών της διοίκησης όσο και η δραστική μείωση του όγκου των διοικητικών μονάδων...
ΠΕΡΝΩΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΣΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΟΤΗΤΑ
«Ένας σημαντικός, και τελικά καθοριστικός στόχος που τέθηκε στο πρώτο μνημόνιο, και κατέληξε να είναι καταναγκαστικός δείκτης για την αναδιάρθρωση των δημόσιων υπηρεσιών, ήταν η απαίτηση για μείωση πάση θυσία του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων μέχρι το 2015 κατά 150.000... Όταν διαπιστώθηκε ότι ο στόχος της μείωσης των δημοσίων υπαλλήλων κατά 150.000 δεν ήταν ανέφικτος και θα επιτυγχανόταν με συνταξιοδοτικές αποχωρήσεις, στο δεύτερο μνημόνιο προστέθηκε ένας ακόμη ποσοτικός στόχος: των αναγκαστικών αποχωρήσεων (15.000). Και αυτό στόχευε σε καθαρά δημοσιονομικό όφελος, μάλιστα είχε προϋπολογιστεί η ακριβής εξοικονόμηση της σχετικής μισθολογικής δαπάνης.
Για τις 15.000 αναγκαστικές αποχωρήσεις
Το αίτημα των 15.000 αναγκαστικών αποχωρήσεων, το γνωρίζετε, έγινε στη συνέχεια μείζον, το κυρίαρχο θα έλεγα, εργαλείο πολιτικής και ιδεολογικής αντιδικίας. Το πολιτικό σύστημα και η κοινή γνώμη χωρίστηκε στα δύο: σε φανατικούς οπαδούς των αθρόων και οριζόντιων απολύσεων και σε φανατικούς υποστηρικτές των μη απολύσεων. Το αποτέλεσμα είναι ότι σε αυτό το ιδεολογικό και στείρο, θεσμικά, δίλημμα συνθλίβεται κάθε συζήτηση για την ουσία και την πορεία της μεταρρύθμισης. Στο βωμό ενός ιδεολογήματος θυσιάζεται η προσπάθεια ποιοτικής αναβάθμισης της διοίκησης και υπονομεύεται το κλίμα της συναίνεσης που είναι αναγκαίο για την καλύτερη αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού και κυρίως για την αύξηση της αποδοτικότητας των δημοσίων υπαλλήλων και την πάταξη της γραφειοκρατίας και της διοικητικής διαφθοράς. Και αυτό για τον εξής λόγο: κάθε συζήτηση για απολύσεις δημιουργεί άλογο φόβο σε όλους, ακόμη και στους άξιους υπαλλήλους. Παραλύει και υπονομεύει κάθε εξαγγελία για μεταρρύθμιση. Ακυρώνει τις διαδικασίες για αξιολόγηση. Λειτουργεί δηλαδή ως άλλοθι για να μην γίνει τίποτε, να μην αλλάξει τίποτε, να μείνουν τα πάντα ως έχουν, και ωθεί τη διοίκηση στην παράλυση και τους δημοσίους υπαλλήλους στην αδιαφορία και δυστυχώς και στην λευκή απεργία.
Το ίδιο στείρα είναι και η κατηγορηματική άρνηση γενικά των απολύσεων. Για τον απλούστατο λόγο ότι με τη στάση αυτή ουσιαστικά καλύπτονται εκείνοι οι ελάχιστοι δημόσιοι υπάλληλοι που παραβιάζουν ή αγνοούν το νόμο και τα δημοσιοϋπαλληλικά καθήκοντα, αδιαφορούν για το καθήκον τους, συχνά ελέω της κομματικής ή κομματικοποιημένης συνδικαλιστικής προστασίας. Η στάση αυτή νομιμοποιεί μια κατάσταση που ευνοεί τη μη εφαρμογή του κώδικα των δημοσίων υπαλλήλων ως προς τις απολύσεις. Καλύπτει τους πειθαρχικά υπόλογους, τους ακατάλληλους ή ανίκανους, αυτούς που απουσιάζουν αδικαιολόγητα, αυτούς που δεν τιμούν την ιδιότητα του δημόσιου λειτουργού.
Είναι απαραίτητη η κινητικότητα των υπαλλήλων, ως κίνητρο και όχι ως τιμωρία...
Ο στόχος αυτός είναι άμεσης προτεραιότητας και αντιμετωπίζεται μέσω της πολιτικής και του μηχανισμού της κινητικότητας που έχουμε σχετικά έγκαιρα εγκαθιδρύσει, μετακινώντας ως προκαταβολική ενέργεια 2000 υπαλλήλους. Ο προγραμματισμός των 25.000 μετακινήσεων προχωρά. Για να αντιμετωπίσει όμως τις εξειδικευμένες ανάγκες και να αξιοποιηθεί κατάλληλα το εργασιακό προφίλ του κάθε υπαλλήλου, χρειάζεται καλή προετοιμασία ώστε να γίνει μηχανισμός καλύτερης αξιοποίησης του μετακινούμενου υπάλληλου και όχι μέσο τιμωρίας του. Η μετακίνηση θα πρέπει να γίνεται τόσο για το καλό της υπηρεσίας όσο και για την αξιοποίηση του υπαλλήλου. Τότε μόνο μπορεί να προχωρήσει και να λύσει ποιοτικά προβλήματα της δημόσιας διοίκησης: όταν παρακινεί τους υπαλλήλους να δουλεύουν αποδοτικότερα και τους εξασφαλίζει καλύτερη ανταμοιβή. Αν η μετακίνηση θεωρηθεί τιμωρία και συνδεθεί με στιγματισμό του υπαλλήλου, η κινητικότητα θα αποτύχει μακροπρόθεσμα και τελικά θα το πληρώσει ο Έλληνας φορολογούμενος και η ελληνική διοίκηση.
Θεωρώ την κινητικότητα ως ένα από τα κλειδιά της μεταρρύθμισης της δημόσιας διοίκησης.
Η ποιότητα μπορεί να διασφαλιστεί μόνο μέσα από την αξιολόγηση της απόδοσης»
Για την αξιολόγηση
Διότι είναι αλήθεια, και το ξέρουμε όλοι, ότι ο μέσος δημόσιος υπάλληλος σήμερα δεν αποδίδει αυτά που οφείλει και αυτά που μπορεί. Δεν εργάζονται όλοι όπως πρέπει ούτε ενδιαφέρονται όσο πρέπει, και δεν επιτελούν με την ευθύνη που απαιτείται το δημοσιοϋπαλληλικό τους καθήκον. Δεν έχουν συνειδητοποιήσει όλοι την ευθύνη που έχουν απέναντι στην Πολιτεία, στον λαό και στον έλληνα φορολογούμενο. Δεν έχουν καταλάβει ότι η μονιμότητα δεν είναι προνόμιο, ούτε δικαίωμα, αλλά εγγύηση για την ασφαλή και ανεπηρέαστη από πολιτικές παρεμβάσεις επιτέλεση των καθηκόντων τους.
Γι’ αυτό ο υπάλληλος οφείλει να αξιολογείται για την εργασία του και την απόδοσή του, κάθε μέρα, όλες τις μέρες. Στο τρίμηνο και στο τέλος της χρονιάς. Η επίδοσή του θα αξιολογείται διαρκώς βάσει στοχοθεσίας, η οποία καθιερώνεται στο σύνολο του Δημοσίου. Η αξιολόγηση του υπαλλήλου βάσει της επίδοσής του πρέπει να γίνει το εργαλείο αξιολόγησης σε διαρκή βάση των ικανοτήτων αλλά και της απόδοσης. Με τον τρόπο αυτό, θα αξιοποιούνται και θα ανταμείβονται οι πλέον άξιοι, και θα απομονώνονται οι ανάξιοι. Θα γίνει ό,τι είναι δυνατό ώστε η αξιολόγηση των υπαλλήλων να ενσωματωθεί στη δημοσιοϋπαλληλική κουλτούρα. Γνωρίζουμε τις δυσκολίες και τα εμπόδια, καθώς και τις αποτυχημένες απόπειρες του παρελθόντος. Είμαστε αποφασισμένοι όμως να προχωρήσουμε και να επιμείνουμε, γιατί θεωρούμε την αξιολόγηση επίδοσης τη μόνη αντικειμενική, τη μόνη αξιοκρατική αποτίμηση των ικανοτήτων ενός υπαλλήλου».
eklogika
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου