Έπεσε σε όλα έξω, δεν είχε το κατάλληλο μείγμα πολιτικής, βάθυνε την ύφεση, μεγάλωσε την ανεργία και φτώχυνε τους Έλληνες. Πολλές είναι σήμερα οι φωνές που εύκολα κατακεραυνώνουν το μνημόνιο. Από τις πλέον έλλογες «δεν είχε προετοιμαστεί με εμπεριστατωμένο τρόπο» (Σημίτης), μέχρι τις ακραία παράλογες «δεν το είχα διαβάσει» (Χρυσοχοίδης), γιατί αν βέβαια το είχε διαβάσει (υπουργός της κυβέρνησης ήταν) θα είχε καταλάβει εξαρχής πόσο καταστροφικό ήταν!…. Δεν αναφέρουμε βέβαια την αριστερά που παραμένει εγκλωβισμένη στα φρούδα οράματα του σοσιαλιστικού κρατισμού, ούτε τη ΝΔ, που, αν και συνυπεύθυνη για τη σημερινή κατάσταση της χώρας, καμώνεται ότι τα είχε όλα προβλέψει και ότι με τη δική της ηγεσία όλα θα πάνε καλλίτερα.
Πόσο όμως κοντή μνήμη μπορούμε να έχουμε για τόσο πρόσφατα γεγονότα; Είναι αλήθεια ότι το μνημόνιο υπήρξε καρπός της επείγουσας ανάγκης να αποφύγει η χώρα τη χρεωκοπία. Φυσικά, θα μπορούσε να είχε προετοιμαστεί πληρέστερα, και μάλιστα πριν πολύ χρόνο. Πάμπολλα από τα μέτρα που προέβλεψε θα έπρεπε να είχαν σχεδιαστεί και εφαρμοστεί χρόνια πριν. Το ασφαλιστικό π.χ., που ούτε ο εκσυγχρονιστής Σημίτης κατάφερε να επιβάλει το 2002. Αν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις είχαν γίνει έγκαιρα και σταδιακά, μάλιστα δε σε περίοδο ανάπτυξης της οικονομίας, τα σταθεροποιητικά μέτρα θα ήταν πολύ λιγότερο βίαια και η προσαρμογή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας περισσότερο ευχερής και αποτελεσματική. Φτάσαμε όμως στα τέλη του 2009 με έλλειμμα 15,5% (όσο και αν έχει αντίθετη άποψη ο κ. Πεπόνης) και χρέος ραγδαία αυξανόμενο και εκτός κάθε ελέγχου, κατάσταση βέβαια για την οποία ευθύνεται κυρίως η κυβέρνηση της ΝΔ, που επιτάθηκε όμως από την αλόγιστη ρητορεία του ΠΑΣΟΚ με το ανεκδιήγητο «λεφτά υπάρχουν».
Επιπλέον, με κάθε αλλαγή κυβέρνησης να αναθεωρεί τα στατιστικά στοιχεία κατά το δοκούν, – και ας μην προσθέσουμε εδώ την λαμπερή ιδέα του δημοψηφίσματος – η Ελλάδα έχασε κάθε αξιοπιστία.
Τι συνέβη λοιπόν στις αρχές του 2010; Τα σημάδια, βέβαια και οι προειδοποιήσεις για επικείμενη στάση πληρωμών της χώρας είχαν εμφανιστεί πολύ πριν. Οι εταίροι μας διεμήνυσαν ότι αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί, γιατί απειλεί επίσης το σύνολο της ευρωζώνης, μας εξήγησαν πόσο πρέπει να μειώσουμε την καταναλωτική μας μανία (ποσοτικοί στόχοι) προκειμένου να γίνουμε βιώσιμη οικονομία, και μας διαβεβαίωσαν ότι θα μας βοηθήσουν με ζεστό χρήμα όσο θα διαρκεί η
προσπάθεια προσαρμογής (δανειακή σύμβαση). Για την επίτευξη των ποσοτικών στόχων (κυρίως τη μείωση του ελλείμματος και την επίτευξη προοπτικά πρωτογενούς πλεονάσματος, να δαπανάμε δηλαδή λιγότερα από όσα παράγουμε, ως μόνης αυτονόητης προϋπόθεσης για να σταθούμε στα πόδια μας), δύο είναι οι πιθανές επιλογές: αύξηση των εσόδων και μείωση των δαπανών. Η αύξηση των εσόδων σημαίνει αξιόπιστο και αποτελεσματικό φορολογικό σύστημα και φοροεισπρακτικό μηχανισμό, η δε μείωση των δαπανών συνεπάγεται συρρίκνωση του υπέρογκου και εν υπνώσει δημόσιου τομέα, έλεγχο της σπατάλης, καταπολέμηση της διαπλοκής και της διαφθοράς παντού.
Οι εταίροι άφησαν σε εμάς την επιλογή του μείγματος. Κάτι που αποκρύπτεται είναι ότι το πρόγραμμα προσαρμογής (μνημόνιο) συμφωνήθηκε με την ελληνική κυβέρνηση, στην οποία και ανήκει. Εμείς όμως αποδειχτήκαμε τελείως ανίκανοι να εφαρμόσουμε οποιαδήποτε διαρθρωτική αλλαγή και ρίξαμε αναγκαστικά το βάρος στα οριζόντια μέτρα περικοπών μισθών και συντάξεων και στην αύξηση της φορολογίας, κυρίως μάλιστα εκείνης που πλήττει το σύνολο του πληθυσμού χωρίς διακρίσεις. Γιατί ούτε καν πόσοι δημόσιοι υπάλληλοι εργάζονται γνωρίζαμε, ούτε πόσοι αποβιώσαντες συνταξιούχοι παίρνουν ακόμα σύνταξη, ούτε αν υπάρχουν εκατομμυριούχοι πολύτεκνοι που λαμβάνουν ΕΚΑΣ, ούτε ποιοί και πού διαθέτουν μεγάλη ακίνητη ή κινητή περιουσία…
Σα να μην έφτανε αυτό, η θριαμβευτικά εκλεγείσα κυβέρνηση του ΓΑΠ, αντί να εξηγήσει στο λαό τη δεινή κατάσταση που βρεθήκαμε και την αναγκαιότητα προσαρμογής, όσο επώδυνη κι αν είναι, επιδόθηκε, δια του ιδίου και των υπουργών του, σε κλαυθμυρισμούς και ολοφυρμούς σχετικά με την αντιλαϊκότητα των μέτρων που δήθεν μας επέβαλαν οι δανειστές μας, τα οποία δεν συνάδουν με τη σοσιαλιστική ιδεολογία της παράταξης και δεν θα εφαρμόζονταν ποτέ αν δεν είχαμε ανάγκη των χρημάτων που μας δίνουν. Με τον τρόπο αυτό, ένα πρόγραμμα ανάταξης της χώρας, που αποτελεί και το μόνο κυβερνητικό πρόγραμμα, διασύρθηκε και απαξιώθηκε πλήρως στα μάτια της κοινής γνώμης. Συκοφαντήθηκε μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, που ακόμα και αυτοί που το ψήφισαν είναι ανίκανοι σήμερα να το υποστηρίξουν. Αν η ίδια η κυβέρνηση που το εφαρμόζει δεν το πιστεύει, και το εφαρμόζει μάλιστα πλημμελώς, τι περιμένουμε να πιστέψει ο λαός;
Πρόσθετο αρνητικό επακόλουθο της κατάστασης αυτής είναι ότι, αντί να επικεντρωθεί το ενδιαφέρον στα διαρθρωτικά-μεταρρυθμιστικά μέτρα, που αποτελούν –άλλωστε- το 80% του περιεχομένου του μνημονίου, το βάρος δόθηκε, βοηθούντων και των ανεκδιήγητων ΜΜΕ, στις περικοπές και στους φόρους, με αποτέλεσμα την έτι περαιτέρω δυσφήμιση της εθνικής προσπάθειας που αποτυπώνεται στο μνημόνιο. Και μάλιστα μονομερώς: όγκος δακρύων χύνεται για τα λουκέτα στις επιχειρήσεις, χωρίς να λέγεται ότι η μεγάλη τους πλειοψηφία αποτελεί μαγαζιά λιανικής πώλησης καταναλωτικών ειδών, που οδηγούν σε παράλογη αύξηση των ενοικίων, σε μεγιστοποίηση των τιμών και εν τέλει σε υπέρμετρη επιβάρυνση των καταναλωτών. Ποτέ δεν σκέφτηκε κανείς αν πράγματι χρειάζονται δεκάδες παπουτσίδικα ανάμεσα στην Ομόνοια και στην πλατεία Αμερικής ή ολόκληροι ήπειροι καφετεριών σε κάθε πλατεία της επικράτειας. Και ποτέ δεν ανέφερε κανείς ότι οι μισθοί στην Ελλάδα μεταξύ 1996 και 2008 αυξήθηκαν πάνω από το 110%, τη στιγμή που την ίδια περίοδο στη Γερμανία η αντίστοιχη αύξηση δεν ξεπέρασε το 2,5%! Σωστό βέβαια να συγκλίνουν οι αποδοχές στην ευρωζώνη, αλλά σε ποια βάση; Αυξήσαμε άραγε την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητά μας ώστε να είμαστε άξιοι της σύγκλισης αυτής;
Ωστόσο, παρά τη δυσφήμιση και την απαξίωση του μνημονίου, αυτό, σε πείσμα των πολύχρωμων αρνητών του, παράγει ήδη σειρά θετικών αποτελεσμάτων. Γιατί, ας σκεφτούμε προς στιγμήν: πότε είχαμε ακούσει ότι το 95% των ελεύθερων επαγγελματιών δηλώνει έσοδα κάτω από το αφορολόγητο; Πότε είχαμε στρέψει την προσοχή μας στους μεγαλοοφειλέτες του δημοσίου; πότε αποταθήκαμε στις τράπεζες του εξωτερικού για να ανακαλύψουμε κρυμμένα αφορολόγητα εισοδήματα; Πότε είχαν έρθει στη δημοσιότητα οι μισθοί και τα προνόμια των ΔΕΚΟ και των συνδικαλιστών τους; Πότε είχε, έστω, ξεκινήσει η συζήτηση για μια ριζική αναδιάρθρωση της δημόσιας διοίκησης ακόμα και με κατάργηση θέσεων και οργανισμών; Πότε είχε έστω αμφισβητηθεί η αριστεία όλων των υπαλλήλων και απαιτηθεί η αξιολόγησή τους με τίμημα ακόμα και την απόλυση όσων αναμφισβήτητα έχουν προσληφθεί με αποκλειστικά πελατειακά και κομματικά κριτήρια; Πότε έγινε εμπεριστατωμένη συζήτηση για τη ζοφερή κατάσταση των πανεπιστημίων και της εκπαίδευσης γενικότερα; Πότε εφαρμόστηκε ουσιαστικός έλεγχος των δαπανών μέσα από την τακτική εξέταση της εκτέλεσης του προϋπολογισμού; Πότε ετέθησαν στο μικροσκόπιο οι γεωργικές και λοιπές επιδοτήσεις προκειμένου να καταλήγουν εκεί που πρέπει και όχι στην αγορά αυτοκινήτων και διαμερισμάτων; Η ανάγκη του νοικοκυρέματος δημιουργεί προϋποθέσεις εφαρμογής των μέτρων εκείνων που το πολιτικό μας σύστημα δεν είχε ποτέ το θάρρος να πάρει με δική του πρωτοβουλία.
Και αν, με το καλό, ολοκληρωθεί επιτυχώς το κούρεμα των ομολόγων μας και συναφθεί η νέα δανειακή σύμβαση, το νέο μνημόνιο που θα τη συνοδεύει θα επικεντρωθεί πολύ περισσότερο στις δομικές μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η χώρα, εφόσον –όπως ελπίζουμε- θα έχει δρομολογηθεί η δημοσιονομική εξυγίανση και θα έχει εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του χρέους. Έτσι μόνο θα ανοίξει επίσης ο δρόμος της ανάκαμψης που θα βάλει οριστικά τη χώρα στο δρόμο μιας αναπτυξιακής πορείας. Αρκεί, βέβαια, να μείνουμε προσκολλημένοι στους στόχους αυτούς και να μη διολισθήσουμε πάλι στο λαϊκισμό των υποσχέσεων και των απερίσκεπτων παροχών.
Το τρέχον μνημόνιο, και αυτό που θα ακολουθήσει, αποτελούν το μόνο αξιόπιστο οδικό χάρτη της χώρας προς την αλλαγή του παρωχημένου παραγωγικού της μοντέλου και προς ένα καλλίτερο και στερεότερο μέλλον. Αυτή είναι η αλήθεια για τα μνημόνια, σε αντίθεση με τα δήθεν φιλολαϊκά προγράμματα των κυβερνήσεων του παρελθόντος που μας έφεραν στο σημερινό κατάντημα. Σε αντίθεση με τις σειρήνες των κερδοσκόπων και των νοσταλγών της ανομίας, οι υπεύθυνοι και έντιμοι πολίτες πρέπει να αντισταθούν στις σειρήνες και να ενισχύσουν την εθνική προσπάθεια, όσες θυσίες και αν απαιτηθούν. Το μνημόνιο τους εγγυάται ότι θα είναι ο θεματοφύλακας των ελπίδων τους. Γι αυτό και του αξίζει ένα εγκώμιο.
koinonikos syndesmos
Πόσο όμως κοντή μνήμη μπορούμε να έχουμε για τόσο πρόσφατα γεγονότα; Είναι αλήθεια ότι το μνημόνιο υπήρξε καρπός της επείγουσας ανάγκης να αποφύγει η χώρα τη χρεωκοπία. Φυσικά, θα μπορούσε να είχε προετοιμαστεί πληρέστερα, και μάλιστα πριν πολύ χρόνο. Πάμπολλα από τα μέτρα που προέβλεψε θα έπρεπε να είχαν σχεδιαστεί και εφαρμοστεί χρόνια πριν. Το ασφαλιστικό π.χ., που ούτε ο εκσυγχρονιστής Σημίτης κατάφερε να επιβάλει το 2002. Αν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις είχαν γίνει έγκαιρα και σταδιακά, μάλιστα δε σε περίοδο ανάπτυξης της οικονομίας, τα σταθεροποιητικά μέτρα θα ήταν πολύ λιγότερο βίαια και η προσαρμογή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας περισσότερο ευχερής και αποτελεσματική. Φτάσαμε όμως στα τέλη του 2009 με έλλειμμα 15,5% (όσο και αν έχει αντίθετη άποψη ο κ. Πεπόνης) και χρέος ραγδαία αυξανόμενο και εκτός κάθε ελέγχου, κατάσταση βέβαια για την οποία ευθύνεται κυρίως η κυβέρνηση της ΝΔ, που επιτάθηκε όμως από την αλόγιστη ρητορεία του ΠΑΣΟΚ με το ανεκδιήγητο «λεφτά υπάρχουν».
Επιπλέον, με κάθε αλλαγή κυβέρνησης να αναθεωρεί τα στατιστικά στοιχεία κατά το δοκούν, – και ας μην προσθέσουμε εδώ την λαμπερή ιδέα του δημοψηφίσματος – η Ελλάδα έχασε κάθε αξιοπιστία.
Τι συνέβη λοιπόν στις αρχές του 2010; Τα σημάδια, βέβαια και οι προειδοποιήσεις για επικείμενη στάση πληρωμών της χώρας είχαν εμφανιστεί πολύ πριν. Οι εταίροι μας διεμήνυσαν ότι αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί, γιατί απειλεί επίσης το σύνολο της ευρωζώνης, μας εξήγησαν πόσο πρέπει να μειώσουμε την καταναλωτική μας μανία (ποσοτικοί στόχοι) προκειμένου να γίνουμε βιώσιμη οικονομία, και μας διαβεβαίωσαν ότι θα μας βοηθήσουν με ζεστό χρήμα όσο θα διαρκεί η
προσπάθεια προσαρμογής (δανειακή σύμβαση). Για την επίτευξη των ποσοτικών στόχων (κυρίως τη μείωση του ελλείμματος και την επίτευξη προοπτικά πρωτογενούς πλεονάσματος, να δαπανάμε δηλαδή λιγότερα από όσα παράγουμε, ως μόνης αυτονόητης προϋπόθεσης για να σταθούμε στα πόδια μας), δύο είναι οι πιθανές επιλογές: αύξηση των εσόδων και μείωση των δαπανών. Η αύξηση των εσόδων σημαίνει αξιόπιστο και αποτελεσματικό φορολογικό σύστημα και φοροεισπρακτικό μηχανισμό, η δε μείωση των δαπανών συνεπάγεται συρρίκνωση του υπέρογκου και εν υπνώσει δημόσιου τομέα, έλεγχο της σπατάλης, καταπολέμηση της διαπλοκής και της διαφθοράς παντού.
Οι εταίροι άφησαν σε εμάς την επιλογή του μείγματος. Κάτι που αποκρύπτεται είναι ότι το πρόγραμμα προσαρμογής (μνημόνιο) συμφωνήθηκε με την ελληνική κυβέρνηση, στην οποία και ανήκει. Εμείς όμως αποδειχτήκαμε τελείως ανίκανοι να εφαρμόσουμε οποιαδήποτε διαρθρωτική αλλαγή και ρίξαμε αναγκαστικά το βάρος στα οριζόντια μέτρα περικοπών μισθών και συντάξεων και στην αύξηση της φορολογίας, κυρίως μάλιστα εκείνης που πλήττει το σύνολο του πληθυσμού χωρίς διακρίσεις. Γιατί ούτε καν πόσοι δημόσιοι υπάλληλοι εργάζονται γνωρίζαμε, ούτε πόσοι αποβιώσαντες συνταξιούχοι παίρνουν ακόμα σύνταξη, ούτε αν υπάρχουν εκατομμυριούχοι πολύτεκνοι που λαμβάνουν ΕΚΑΣ, ούτε ποιοί και πού διαθέτουν μεγάλη ακίνητη ή κινητή περιουσία…
Σα να μην έφτανε αυτό, η θριαμβευτικά εκλεγείσα κυβέρνηση του ΓΑΠ, αντί να εξηγήσει στο λαό τη δεινή κατάσταση που βρεθήκαμε και την αναγκαιότητα προσαρμογής, όσο επώδυνη κι αν είναι, επιδόθηκε, δια του ιδίου και των υπουργών του, σε κλαυθμυρισμούς και ολοφυρμούς σχετικά με την αντιλαϊκότητα των μέτρων που δήθεν μας επέβαλαν οι δανειστές μας, τα οποία δεν συνάδουν με τη σοσιαλιστική ιδεολογία της παράταξης και δεν θα εφαρμόζονταν ποτέ αν δεν είχαμε ανάγκη των χρημάτων που μας δίνουν. Με τον τρόπο αυτό, ένα πρόγραμμα ανάταξης της χώρας, που αποτελεί και το μόνο κυβερνητικό πρόγραμμα, διασύρθηκε και απαξιώθηκε πλήρως στα μάτια της κοινής γνώμης. Συκοφαντήθηκε μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, που ακόμα και αυτοί που το ψήφισαν είναι ανίκανοι σήμερα να το υποστηρίξουν. Αν η ίδια η κυβέρνηση που το εφαρμόζει δεν το πιστεύει, και το εφαρμόζει μάλιστα πλημμελώς, τι περιμένουμε να πιστέψει ο λαός;
Πρόσθετο αρνητικό επακόλουθο της κατάστασης αυτής είναι ότι, αντί να επικεντρωθεί το ενδιαφέρον στα διαρθρωτικά-μεταρρυθμιστικά μέτρα, που αποτελούν –άλλωστε- το 80% του περιεχομένου του μνημονίου, το βάρος δόθηκε, βοηθούντων και των ανεκδιήγητων ΜΜΕ, στις περικοπές και στους φόρους, με αποτέλεσμα την έτι περαιτέρω δυσφήμιση της εθνικής προσπάθειας που αποτυπώνεται στο μνημόνιο. Και μάλιστα μονομερώς: όγκος δακρύων χύνεται για τα λουκέτα στις επιχειρήσεις, χωρίς να λέγεται ότι η μεγάλη τους πλειοψηφία αποτελεί μαγαζιά λιανικής πώλησης καταναλωτικών ειδών, που οδηγούν σε παράλογη αύξηση των ενοικίων, σε μεγιστοποίηση των τιμών και εν τέλει σε υπέρμετρη επιβάρυνση των καταναλωτών. Ποτέ δεν σκέφτηκε κανείς αν πράγματι χρειάζονται δεκάδες παπουτσίδικα ανάμεσα στην Ομόνοια και στην πλατεία Αμερικής ή ολόκληροι ήπειροι καφετεριών σε κάθε πλατεία της επικράτειας. Και ποτέ δεν ανέφερε κανείς ότι οι μισθοί στην Ελλάδα μεταξύ 1996 και 2008 αυξήθηκαν πάνω από το 110%, τη στιγμή που την ίδια περίοδο στη Γερμανία η αντίστοιχη αύξηση δεν ξεπέρασε το 2,5%! Σωστό βέβαια να συγκλίνουν οι αποδοχές στην ευρωζώνη, αλλά σε ποια βάση; Αυξήσαμε άραγε την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητά μας ώστε να είμαστε άξιοι της σύγκλισης αυτής;
Ωστόσο, παρά τη δυσφήμιση και την απαξίωση του μνημονίου, αυτό, σε πείσμα των πολύχρωμων αρνητών του, παράγει ήδη σειρά θετικών αποτελεσμάτων. Γιατί, ας σκεφτούμε προς στιγμήν: πότε είχαμε ακούσει ότι το 95% των ελεύθερων επαγγελματιών δηλώνει έσοδα κάτω από το αφορολόγητο; Πότε είχαμε στρέψει την προσοχή μας στους μεγαλοοφειλέτες του δημοσίου; πότε αποταθήκαμε στις τράπεζες του εξωτερικού για να ανακαλύψουμε κρυμμένα αφορολόγητα εισοδήματα; Πότε είχαν έρθει στη δημοσιότητα οι μισθοί και τα προνόμια των ΔΕΚΟ και των συνδικαλιστών τους; Πότε είχε, έστω, ξεκινήσει η συζήτηση για μια ριζική αναδιάρθρωση της δημόσιας διοίκησης ακόμα και με κατάργηση θέσεων και οργανισμών; Πότε είχε έστω αμφισβητηθεί η αριστεία όλων των υπαλλήλων και απαιτηθεί η αξιολόγησή τους με τίμημα ακόμα και την απόλυση όσων αναμφισβήτητα έχουν προσληφθεί με αποκλειστικά πελατειακά και κομματικά κριτήρια; Πότε έγινε εμπεριστατωμένη συζήτηση για τη ζοφερή κατάσταση των πανεπιστημίων και της εκπαίδευσης γενικότερα; Πότε εφαρμόστηκε ουσιαστικός έλεγχος των δαπανών μέσα από την τακτική εξέταση της εκτέλεσης του προϋπολογισμού; Πότε ετέθησαν στο μικροσκόπιο οι γεωργικές και λοιπές επιδοτήσεις προκειμένου να καταλήγουν εκεί που πρέπει και όχι στην αγορά αυτοκινήτων και διαμερισμάτων; Η ανάγκη του νοικοκυρέματος δημιουργεί προϋποθέσεις εφαρμογής των μέτρων εκείνων που το πολιτικό μας σύστημα δεν είχε ποτέ το θάρρος να πάρει με δική του πρωτοβουλία.
Και αν, με το καλό, ολοκληρωθεί επιτυχώς το κούρεμα των ομολόγων μας και συναφθεί η νέα δανειακή σύμβαση, το νέο μνημόνιο που θα τη συνοδεύει θα επικεντρωθεί πολύ περισσότερο στις δομικές μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η χώρα, εφόσον –όπως ελπίζουμε- θα έχει δρομολογηθεί η δημοσιονομική εξυγίανση και θα έχει εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του χρέους. Έτσι μόνο θα ανοίξει επίσης ο δρόμος της ανάκαμψης που θα βάλει οριστικά τη χώρα στο δρόμο μιας αναπτυξιακής πορείας. Αρκεί, βέβαια, να μείνουμε προσκολλημένοι στους στόχους αυτούς και να μη διολισθήσουμε πάλι στο λαϊκισμό των υποσχέσεων και των απερίσκεπτων παροχών.
Το τρέχον μνημόνιο, και αυτό που θα ακολουθήσει, αποτελούν το μόνο αξιόπιστο οδικό χάρτη της χώρας προς την αλλαγή του παρωχημένου παραγωγικού της μοντέλου και προς ένα καλλίτερο και στερεότερο μέλλον. Αυτή είναι η αλήθεια για τα μνημόνια, σε αντίθεση με τα δήθεν φιλολαϊκά προγράμματα των κυβερνήσεων του παρελθόντος που μας έφεραν στο σημερινό κατάντημα. Σε αντίθεση με τις σειρήνες των κερδοσκόπων και των νοσταλγών της ανομίας, οι υπεύθυνοι και έντιμοι πολίτες πρέπει να αντισταθούν στις σειρήνες και να ενισχύσουν την εθνική προσπάθεια, όσες θυσίες και αν απαιτηθούν. Το μνημόνιο τους εγγυάται ότι θα είναι ο θεματοφύλακας των ελπίδων τους. Γι αυτό και του αξίζει ένα εγκώμιο.
koinonikos syndesmos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου