Tο κόστος καταστροφής μιας τέτοιας υπερδομής όπως είναι η ΕΕ και η Ευρωζώνη είναι πολύ μεγαλύτερο από την προσπάθεια βελτίωσης και προσαρμογής στις νέες συνθήκεςΚάθε μέρα και μια κακή είδηση. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και στην Ευρωζώνη το ερώτημα της επιβίωσης έχει τεθεί και τίθεται καθημερινά όλο και περισσότερο. Υπάρχουν κράτη μεταξύ των οποίων πρώτο το δικό μας που φαίνεται να μην αντέχουν να διαχειριστούν την μεγάλη κρίση. Η οποία επεκτείνεται και στα πλέον ισχυρά Ιταλία, Ισπανία ακόμα και Γαλλία. Και κάπου έρχεται και η Γερμανία. Αυτά συμβαίνουν ενώ η ΕΕ και η Ευρωζώνη ως σύνολο είναι το ισχυρότερο από τα μεγάλα οικονομικά συγκροτήματα του καιρού μας. Στο κείμενο που ακολουθεί θα επιχειρήσουμε μια κάπως διαφορετική ανάγνωση του προβλήματος.
Τα σενάρια διάλυσης
Είναι τόσο μεγάλη πλέον η πίεση που πολλοί αναλυτές θεωρούν αναπόφευκτη την πτώση του Ευρώ σε πολύ σύντομο χρόνο. Ακόμα κι αν η Γερμανία αναλάβει, λένε πολλοί, να σηκώσει το βάρος της οικονομικής επιβάρυνσης των ασθενών Νοτίων κυρίως κρατών της Ευρωζώνης. Ούτε η Γερμανική Ευρώπη είναι πλέον εφικτή ισχυρίζονται. Η διογκούμενη καθημερινά σχετική φημολογία βαραίνει την ατμόσφαιρα.
Η επιχειρηματολογία όσων θεωρούν την διάλυση ως αναπόφευκτη εξέλιξη έχει δύο σκέλη το «καθαρά» οικονομικό και το ιδεολογικό.
Στο πρώτο αναπτύσσονται τόσα πολλά σενάρια αλλά επίσης και η αντίστροφη επιχειρηματολογία που μάλιστα υποδεικνύουν και λύσεις. Δεν θα επιμείνουμε σ αυτή την συζήτηση. Ο αναγνώστης καθημερινά κρίνει και συγκρίνει τις αντιτιθέμενες απόψεις και η σύγχυση του δυστυχώς αυξάνει ενώ τα γεγονότα αποκτούν καταιγιστικό ρυθμό.
Αξίζει να σημειωθεί ότι όσοι σοβαροί οικονομολόγοι επιχειρηματολογούν για την «αναπόφευκτη» διάλυση της Ευρωζώνης και προέρχονται από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού (π.χ. ο Κρούγκμαν αλλά και οι νεοφιλελεύθεροι) η βασική τους άποψη είναι ότι τα εθνικά κράτη που συναπαρτίζουν την Ευρώπη δεν έχουν εκείνη την συνοχή ώστε να αποτελέσουν ομοσπονδία του επιπέδου των ΗΠΑ, που εξικνείται με όρους κλασσικού εθνικού κράτους. Το ίδιο επιχείρημα χρησιμοποιείται και από
Ευρωπαίους αναλυτές που θεωρούν το έθνος κράτος αξεπέραστο ορίζοντα της ιστορίας (π.χ. από παλιότερα ο δικός μας Π. Κονδύλης).
Αυτό είναι σε τελευταία ανάλυση,-για να πάμε στο δεύτερο -το επιχείρημα εκείνων που θεωρούν αναπόφευκτη την πτώση του Ευρώ. Ισχυρίζονται δηλαδή ότι δεν μπορεί να αντέξει, στην μεγάλη διάρκεια, τα βάρη, της εκ των πραγμάτων άνισης ανάπτυξης, μια διακρατική συνεργασία εθνικών κρατών όπως είναι αυτά που συγκροτούν την ΕΕ. Και τα κράτη δεν στέργουν , όπως οι ομοσπονδίες, σε μεταβιβάσεις πόρων για να θεραπευτούν οι αναπόφευκτες ανισότητες. Και μάλιστα σε περιόδους κρίσης όπως αυτή που διάγουμε τώρα. Κι αυτό ήδη, λένε, συμβαίνει.
Η απάντηση στα επιχειρήματα αυτά – τα οποία ας σημειωθεί υποστηρίζει η συντηρητική Αριστερά – δεν είναι καθόλου εύκολη. Η αντίληψη βέβαια ότι το έθνος κράτος, μια κατάκτηση της ανθρωπότητας τριών τεσσάρων αιώνων, θα είναι το διαρκές παρόν της οργάνωσης των ανθρώπινων κοινωνιών δεν εδράζεται άλλωστε στις ιστορικές εξελίξεις. Αλλά ποιος γνωρίζει πότε θα συντελεστούν τα μελλούμενα
Η ιστορική εμπειρία. Ομοιότητες και διαφορές
Εμείς θα καταφύγουμε στις ιστορικές αναλογίες.
Η παγκοσμιοποίηση δεν είναι πρωτόφαντο γεγονός στην ιστορία. Η παγκοσμιοποίηση που ζούμε στην εποχή μας είναι βέβαια η μεγαλύτερη και αφορά το σύνολο του πλανήτη. Με άλλα λόγια η παγκοσμιοποίηση δεν είναι παρά μια περίοδος μεγάλης επέκτασης του καπιταλισμού. Σε τέτοιες περιόδους συνήθως δημιουργούνται συνθήκες διεθνοποίησης και συνεργασίας μεταξύ χωρών και αναπτύσσονται οι υπερεθνικές ιδεολογίες. Παράλληλα παράγονται νέα προβλήματα και ανισότητες που προεικάζουν την επόμενη περίοδο.
Για να έλθουμε στα δικά μας η καλύτερη περίοδος της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αναμφισβήτητα η περίοδος Ντελόρ. Στην περίοδο Ντελόρ οι κυρίαρχες τάσεις στη Ευρώπη ήταν αυτές της αλληλεγγύης, της μεταβίβασης πόρων, της προσέγγισης των εθνών –κρατών, της ισχυροποίησης των ομοσπονδιακών προοπτικών της ΕΕ, της ανίχνευσης μετά-εθνικών ιδεολογιών. Το κέντρο λήψης αποφάσεων ήταν περισσότερο η κοινοτική τότε Ευρώπη, οι Βρυξέλλες και όχι οι πρωτεύουσες των ισχυρών κρατών της.
Φυσικά η ιστορία δεν είναι ευθύγραμμη. Η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού στο τέλος της δεκαετίας του 80 δημιούργησε ένα τεράστιο πολιτικό κενό στα Ανατολικά της ΕΕ η οποία αναγκάστηκε εκούσα άκουσα, και σωστά, να το καλύψει.
Τα έθνη –κράτη της Ανατολικής Ευρώπης που εντάχθηκαν όμως στην ΕΕ βρίσκονταν σε μια προηγούμενη ιστορική φάση, εκείνη της ισχυροποίησης της εθνικής τους ταυτότητας (εξέρχονταν από την Σοβιετική αυτοκρατορία που κατέπνιγε τις εθνικές ταυτότητες). Όλοι μας θυμούμαστε τις διαμάχες πολλών Ευρωπαίων αναλυτών και πολιτικών για «την διεύρυνση πριν την εμβάθυνση» ακριβώς γιατί αυτό θα σήμαινε την επιστροφή της συζήτησης σε ένα προηγούμενο ιστορικό στάδιο. Και θυμούμαστε επίσης ότι διαπρύσιος θιασώτης της διεύρυνσης ήταν η Μεγάλη Βρετανία (και οι ΗΠΑ του Μπους που δεν ήθελαν να σηκώσουν το βάρος αλλά να καρπωθούν την πολιτική επιρροή) της εμμονής σε μια ΕΕ εμπορικών και διακρατικών σχέσεων. Οι συντηρητικοί του Γαλλογερμανικού άξονα, μέσα από μια σειρά αποτυχιών με κορυφαία τα δημοψηφίσματα για το Ευρωσύνταγμα, σε αυτή την ΕΕ ως διακρατική συνεργασία μας έχουν επαναφέρει. Στην πράξη αυτή η διακρατική συνεργασία είναι ηγεμονία της Γερμανίας (και δευτερευόντως της Γαλλίας).
Γύρο από αυτή την συζήτηση περί διεύρυνσης επικεντρώθηκε το ενδιαφέρον στην ΕΕ πολύ πριν ξεσπάσει η παγκόσμια οικονομική κρίση. Και το παράδοξο είναι ότι την πρώτη περίοδο της πτώσης του υπαρκτού σοσιαλισμού το οικονομικό περιβάλλον στις χώρες της ΕΕ ενισχύθηκε. Ζήσαμε την δεκαετία της αλόγιστης καταναλωτικής σπατάλης και της αποανάπτυξης της Ευρώπης, ιδιαίτερα των χωρών του νότου. (Στην ανάγκη περιστολής αυτής της σπατάλης και της γενικότερης «παραγωγικής» χαλαρότητας στην δημόσια κυρίως σφαίρα άλλωστε στηρίζεται και η μονομερής και τιμωρητική εμμονή της Μέρκελ.). Ενώ, συνοψίζοντας τα κέρδη και ζημίες στην περίοδο επέκτασης της παγκοσμιοποίησης (τέλος της δεκαετίας του 70 έως το έτος της κρίσης το 2008)η Ευρώπη (και οι ΗΠΑ) έχασε, για πολλούς λόγους, σημαντικό μέρος της οικονομικής της ισχύος. Και η απώλεια αυτή, μαζί με τα κοινωνικά συμπαρομαρτούντα, είναι ένας από τους σημαντικότερους λόγους της τωρινής κρίσης. Και μια γενικότερη παραγωγική ανασυγκρότηση δεν μπορεί παρά να στηριχθεί σ αυτή την διαπίστωση. Με δυο λόγια η άνοδος των μεγάλων πληθυσμιακών ενοτήτων των χωρών κυρίως του Νότου (BRIK) έχει τροποποιήσει δραματικά τα δεδομένα και για την γηραιά Ήπειρο1
Οι τάσεις εθνικής αναδίπλωσης που στο πολιτικό επίπεδο εκφράστηκαν με την ήττα της κεντροαριστεράς και την σχεδόν καθολική επικράτηση των συντηρητικών ήταν ήδη κυρίαρχες και στην «παλιά Ευρώπη» πολύ πριν την κρίση του 2008. Ο κινητήριος Γαλλογερμανικός άξονας κυβερνιόνταν, για πρώτη νομίζω φορά, από μονομερώς (και μιας ακραίας εκδοχής ) συντηρητικές κυβερνήσεις.
Το δυστύχημα είναι πως οι ιδεολογίες της εθνικής αναδίπλωσης ενισχύονται στις φάσεις συρρίκνωσης και οικονομικής κρίσης Κι αυτό συμβαίνει σήμερα στην Ευρώπη και στον αναπτυγμένο κόσμο. Μετά την εκδήλωση της μεγάλης οικονομικής κρίσης του 2008 η οποία, όπως όλα δείχνουν, δεν έχει τελειώσει τα ενδιαφέροντα περιορίζονται στους εθνικούς ορίζοντες (καθένας κοιτάει τον εαυτό του) και οι πολιτικές αλληλεγγύης και ομοσπονδοποίησης ατονούν.2 Μάλιστα πολλές κατακτήσεις της προηγούμενης περιόδου ακυρώνονται. Αν δε συγκρίνουμε τις δυο μεγάλες φάσεις επέκτασης του καπιταλισμού και της διεθνούς συνεργασίας που προηγήθηκαν των δύο παγκοσμίων πολέμων, οι φάσεις συρρίκνωσης και εθνικής αναδίπλωσης που ακολούθησαν, οδήγησαν την ανθρωπότητα στους δύο καταστρεπτικούς μεγάλους πολέμους. Με τα παραπάνω καθίσταται προφανές γιατί υπάρχουν φόβοι για την επιβίωση ή όχι της Ευρωζώνης και της ίδιας της ΕΕ.
Και βέβαια πέραν των αναλογιών υπάρχουν και οι διαφορές.
Στην ΕΕ και περισσότερο στην Ευρωζώνη οι συζητήσεις και οι πρακτικές για «μετά-εθνική» Ευρώπη (με προχωρημένες ομοσπονδιακές λειτουργίες χωρίς κατίσχυση της εθνικής ταυτότητας) είναι κατάκτηση των Ευρωπαϊκών κοινωνιών, παρά την επικράτηση, στον παρόντα πολιτικό κύκλο, συντηρητικών στερεοτύπων . Πολιτικά ρεύματα που στηρίζουν τέτοιες απόψεις και συνθέσεις υπάρχουν σε όλες τις μεγάλες πολιτικές οικογένειες των χωρών που συνθέτουν την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και το παρήγορο είναι ότι στις δυο μεγάλες χώρες την Γαλλία και την Γερμανία ο αμιγώς συντηρητικός πολιτικός κύκλος φαίνεται να οδεύει προς το τέλος του. Γεγονός που μας επιτρέπει να ελπίζουμε ότι θα έχουμε ένα νέο πολιτικό κύκλο όπου τα ζητήματα αλληλεγγύης και συνεργασίας θα έλθουν και πάλι στο προσκήνιο. Αυτή την φορά υπό την πίεση της μεγάλης κρίσης.
Μια δεύτερη διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι ενώ έχουμε την εκδήλωση μιας μεγάλης κρίσης – πολλοί ισχυρίζονται ότι είναι η μεγαλύτερη – δεν έχουμε την ένταση της φτώχειας και της κυριαρχίας, ανάλογα με τις προηγούμενες περιόδους, ακραίων πολιτικών και ιδεολογικών ρευμάτων (φασισμός, κομμουνισμός). Μάλιστα στην παγκόσμια ατζέντα, για πρώτη φορά στην ιστορία, σε περίοδο τέτοιας κρίσης, ο πόλεμος δεν τίθεται στο προσκήνιο ούτε από τα πιο ακραία πολιτικά και ιδεολογικά ρεύματα. Ιδιαίτερα το γεγονός αυτό, μπορεί να είναι καταλυτικό και οπωσδήποτε δίνει περιθώρια λύσεων, έστω ριζοσπαστικών, αλλά και αποφυγής καταστροφικών εξελίξεων. (Είναι ίσως σε μεγαλύτερη ένταση το μεταναστευτικό που αποτελούσε πάντα σοβαρό παράγοντα εθνικής αναδίπλωσης και ακραίων καταστάσεων).
Επενδύοντας στο αισιόδοξο σενάριο.
Όσοι θέλουμε να βλέπουμε το ποτήρι μισογεμάτο ελπίζουμε βάσιμα ότι η κρίση θα ξεπεραστεί και οι πολιτικές αλληλεγγύης, ομοσπονδοποίησης και ανάπτυξης θα επανακτήσουν την πρώτη θέση στο ευρωπαϊκό στερέωμα. Κρύβει βέβαια αυτή η άποψη την αισιοδοξία περί της αναπόφευκτης προόδου που δεν επιβεβαιώνεται πάντοτε στην ιστορία.
Άλλωστε το κόστος καταστροφής (όχι μόνο και όχι κυρίως το οικονομικό) μιας τέτοιας υπερδομής όπως είναι η ΕΕ και η Ευρωζώνη είναι πολύ μεγαλύτερο από την προσπάθεια βελτίωσης και προσαρμογής στις νέες συνθήκες. Γιατί αύριο αν επιβιώσει η ΕΕ και η Ευρωζώνη θα είναι ριζικά διαφορετικές. Δεν υπάρχουν άλλωστε στην ιστορία παραδείγματα βελούδινων διαζυγίων τέτοιας έκτασης χωρίς εξελίξεις κατάρρευσης. (Υπάρχει κι εδώ το μικρότερο αντιπαράδειγμα της Τσεχοσλοβακίας. Αλλά αυτό μπορεί να ιδωθεί και ως θετικό προηγούμενο επίλυσης μιας μεγάλης κρίσης χωρίς οι κοινωνίες να φτάσουν στα όρια της καταστροφής).
Βέβαια οι καταστάσεις κοινωνικές και πολιτικές που οδήγησαν στην κρίση ιδιαίτερα στην Ευρώπη είναι ένα σημαντικό προς επίλυση πρόβλημα. Και η επίλυσή του δεν θα πραγματοποιηθεί χωρίς αναταράξεις. Το παραγωγικό και το κοινωνικό πρωτίστως πρότυπο που έχει επικαθήσει στις ευρωπαϊκές κοινωνίες στην εποχή της αλόγιστης σπατάλης πρέπει γρήγορα να κλείσει τον κύκλο του. Χρειάζεται ριζική αναδόμηση του πολιτικού περιβάλλοντος σε όλη την Ευρώπη. Αναφερόμαστε επίσης σε μεγάλες αλλαγές στην ίδια την δομή και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης.
Ιδιαίτερα για την δική μας χώρα τα διλήμματα λειτουργούν πολλαπλασιαστικά και έχουν οδηγήσει το σύνολο της κοινωνίας στην στασιμότητα. Πέραν της κρίσης χρέους, πέραν της δημοσιονομικής προσαρμογής, πέραν της βελτίωσης του eυρωπαϊκού περιβάλλοντος απαιτείται μια εθνική προσπάθεια και ευθύνη . Ακόμα κι αν πραγματοποιηθεί μια γενικότερη ανάκαμψη και αναμόρφωση της Ευρωζώνης η χώρα μας στην κατάσταση που βρίσκεται είναι σχεδόν αδύνατο να την αξιοποιήσει. Το πολιτικό σύστημα και η δημόσια διοίκηση πρωτίστως χρειάζονται πλήρη ανασχεδιασμό. Για να μπορέσουμε στη συνέχεια να οικοδομήσουμε ένα διαφορετικό παραγωγικό πρότυπο. Κι αυτός ο ανασχεδιασμός, όσο κι αν ενθαρρυνθεί από την ΕΕ, είναι το δικό μας επείγον εθνικό καθήκον.
Οι αρμαγεδώνες δεν λείπουν από την ιστορία. Αλλά το να επενδύεις σε αυτούς σε οδηγούν σε αυτοεκπληρούμενες προφητείες. Το ορθολογικό είναι ως κοινωνία να προσπαθήσουμε και στους δύο άξονες που κινείται η χώρα μας, τον εθνικό και τον ευρωπαϊκό, να δουλέψουμε για το ξεπέρασμα μιας τόσο δύσκολης περιόδου.
koinonikos sundesmos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου