Συνεχιζόμενη αδυναμία υπέρβασης της κρίσης στην Ευρωζώνη προβλέπει ο Αντον Λα Γκουάρντια, αναπληρωτής αρχισυντάκτης διεθνών ειδήσεων του Economist. Ο Λα Γκουάρντια, ο οποίος προηγουμένως ήταν ανταποκριτής Βρυξελλών του Economist και έχει γράψει, μαζί με τον συνάδελφό του στο περιοδικό Τζον Πιτ, το βιβλίο «Unhappy Union» με θέμα την ευρωπαϊκή κρίση, βλέπει το 2017 να επιμένουν τα ίδια προβλήματα, με αυξημένο τον κίνδυνο εκτροχιασμού.
Υπάρχει, για παράδειγμα, σοβαρό ενδεχόμενο εξόδου της Ιταλίας από το ευρώ; «Είναι μια πιθανότητα, αλλά πολλά θα έπρεπε να πάνε στραβά», απαντά. «Η κρίση στις τράπεζες θα πρέπει να αποδειχθεί χειρότερη από ό,τι υπολογίζουμε. Θα πρέπει να υπάρξει κατάρρευση του πολιτικού
συστήματος. Η ΕΚΤ θα πρέπει να αλλάξει πολιτική απότομα [όσον αφορά τη στήριξη των ιταλικών ομολόγων]. Και κάποιος θα πρέπει να οργανώσει ένα δημοψήφισμα και να πείσει τους Ιταλούς να ψηφίσουν υπέρ της αποχώρησης από το ευρώ». Ωστόσο, προσθέτει, «όλα αυτά γίνονται πιο πιθανά όσο η ιταλική οικονομία παραμένει στάσιμη και καθυστερεί η εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα ενισχύσουν την παραγωγικότητα. Ο Ματέο Ρέντσι είχε ξεκινήσει καλά, αλλά μετά σπατάλησε χρόνο σε μια αμφιλεγόμενη μεταρρύθμιση του συντάγματος και του εκλογικού νόμου».
Οσον αφορά την Ελλάδα, «ο κίνδυνος αναταραχής υπάρχει πάντα», σημειώνει. «Αυτό που έχουμε μάθει μέσα στα χρόνια όμως είναι ότι, αντιμέτωπη με τη σκληρή επιλογή, η Ελλάδα δεν επιθυμεί να φύγει και οι εταίροι της στην Ευρωζώνη θέλουν να την κρατήσουν». Παρότι καμία από τις δύο πλευρές δεν θα επιμείνει σε αυτή τη θέση «με κάθε κόστος», η Ε.Ε. «είναι σήμερα τόσο εύθραυστη, που και οι δύο ήθελαν να αποφύγουν μια νέα έξαρση της ελληνικής κρίσης».
Οι γερμανικές εκλογές
Τελικά, οι προοπτικές ανάπτυξης της Ιταλίας και της Ελλάδας εντός ευρώ θα κριθούν από τη στάση του Βερολίνου. Ο Λα Γκουάρντια συμφωνεί με τη συμβατική σοφία: «Δεν θα δούμε πολλά πράγματα πριν από τις εκλογές. Το τι θα συμβεί μετά θα εξαρτηθεί από τον κυβερνητικό συνασπισμό που θα προκύψει. Το πιθανότερο είναι να επανεκλεγεί η Αγκελα Μέρκελ».
«Οι Γερμανοί κατανοούν ότι πρέπει να γίνουν περισσότερα για να διορθωθούν τα προβλήματα της Ευρωζώνης, αλλά θα είναι πάντα καχύποπτοι απέναντι σε οτιδήποτε τους φαίνεται σαν έκκληση για περισσότερα χρήματα». Οποιος και να ηγηθεί της επόμενης γερμανικής κυβέρνησης, πάντως, ο συνομιλητής της «Κ» δεν είναι ιδιαίτερα αισιόδοξος ως προς την προοπτική ριζικών αλλαγών στη γραμμή του Βερολίνου.
Η αμοιβαιοποίηση των υποχρεώσεων, εξηγεί, είτε αφορά κρατικά χρέη είτε εγγυήσεις καταθέσεων, «θα έχει ως προϋπόθεση περισσότερες μεταρρυθμίσεις, γερμανικού τύπου, από τις άλλες χώρες. Ακόμα μάλιστα κι αν προχωρήσουν αυτές οι μεταρρυθμίσεις, η αμοιβαιοποίηση αυτή θα έλθει με το σταγονόμετρο, αν έλθει καθόλου».
Η ικανότητα της Γερμανίας να δράσει, τονίζει ο Λα Γκουάρντια, θα εξαρτηθεί από την ένταση των πολλαπλών άλλων κρίσεων που διεκδικούν την προσοχή της – «το μεταναστευτικό, η Ρωσία, το μεγάλο μπλέξιμο στην Ιταλία, οι γαλλικές προεδρικές εκλογές, η άνοδος του αντιευρωπαϊκού λαϊκισμού και, ίσως σημαντικότερο όλων, ο προστατευτισμός και η συναλλακτική προσέγγιση του Ντόναλντ Τραμπ προς τους συμμάχους του στην Ευρώπη και την Ασία».
Παρότι στέκεται στην επικινδυνότητα της όποιας απόπειρας να προβλεφθεί το μέλλον στις σημερινές συνθήκες, ο αρθρογράφος του Economist καταλήγει: «Βλέπω να έρχεται μια δύσκολη χρονιά».
Υπάρχει, για παράδειγμα, σοβαρό ενδεχόμενο εξόδου της Ιταλίας από το ευρώ; «Είναι μια πιθανότητα, αλλά πολλά θα έπρεπε να πάνε στραβά», απαντά. «Η κρίση στις τράπεζες θα πρέπει να αποδειχθεί χειρότερη από ό,τι υπολογίζουμε. Θα πρέπει να υπάρξει κατάρρευση του πολιτικού
συστήματος. Η ΕΚΤ θα πρέπει να αλλάξει πολιτική απότομα [όσον αφορά τη στήριξη των ιταλικών ομολόγων]. Και κάποιος θα πρέπει να οργανώσει ένα δημοψήφισμα και να πείσει τους Ιταλούς να ψηφίσουν υπέρ της αποχώρησης από το ευρώ». Ωστόσο, προσθέτει, «όλα αυτά γίνονται πιο πιθανά όσο η ιταλική οικονομία παραμένει στάσιμη και καθυστερεί η εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα ενισχύσουν την παραγωγικότητα. Ο Ματέο Ρέντσι είχε ξεκινήσει καλά, αλλά μετά σπατάλησε χρόνο σε μια αμφιλεγόμενη μεταρρύθμιση του συντάγματος και του εκλογικού νόμου».
Οσον αφορά την Ελλάδα, «ο κίνδυνος αναταραχής υπάρχει πάντα», σημειώνει. «Αυτό που έχουμε μάθει μέσα στα χρόνια όμως είναι ότι, αντιμέτωπη με τη σκληρή επιλογή, η Ελλάδα δεν επιθυμεί να φύγει και οι εταίροι της στην Ευρωζώνη θέλουν να την κρατήσουν». Παρότι καμία από τις δύο πλευρές δεν θα επιμείνει σε αυτή τη θέση «με κάθε κόστος», η Ε.Ε. «είναι σήμερα τόσο εύθραυστη, που και οι δύο ήθελαν να αποφύγουν μια νέα έξαρση της ελληνικής κρίσης».
Οι γερμανικές εκλογές
Τελικά, οι προοπτικές ανάπτυξης της Ιταλίας και της Ελλάδας εντός ευρώ θα κριθούν από τη στάση του Βερολίνου. Ο Λα Γκουάρντια συμφωνεί με τη συμβατική σοφία: «Δεν θα δούμε πολλά πράγματα πριν από τις εκλογές. Το τι θα συμβεί μετά θα εξαρτηθεί από τον κυβερνητικό συνασπισμό που θα προκύψει. Το πιθανότερο είναι να επανεκλεγεί η Αγκελα Μέρκελ».
«Οι Γερμανοί κατανοούν ότι πρέπει να γίνουν περισσότερα για να διορθωθούν τα προβλήματα της Ευρωζώνης, αλλά θα είναι πάντα καχύποπτοι απέναντι σε οτιδήποτε τους φαίνεται σαν έκκληση για περισσότερα χρήματα». Οποιος και να ηγηθεί της επόμενης γερμανικής κυβέρνησης, πάντως, ο συνομιλητής της «Κ» δεν είναι ιδιαίτερα αισιόδοξος ως προς την προοπτική ριζικών αλλαγών στη γραμμή του Βερολίνου.
Η αμοιβαιοποίηση των υποχρεώσεων, εξηγεί, είτε αφορά κρατικά χρέη είτε εγγυήσεις καταθέσεων, «θα έχει ως προϋπόθεση περισσότερες μεταρρυθμίσεις, γερμανικού τύπου, από τις άλλες χώρες. Ακόμα μάλιστα κι αν προχωρήσουν αυτές οι μεταρρυθμίσεις, η αμοιβαιοποίηση αυτή θα έλθει με το σταγονόμετρο, αν έλθει καθόλου».
Η ικανότητα της Γερμανίας να δράσει, τονίζει ο Λα Γκουάρντια, θα εξαρτηθεί από την ένταση των πολλαπλών άλλων κρίσεων που διεκδικούν την προσοχή της – «το μεταναστευτικό, η Ρωσία, το μεγάλο μπλέξιμο στην Ιταλία, οι γαλλικές προεδρικές εκλογές, η άνοδος του αντιευρωπαϊκού λαϊκισμού και, ίσως σημαντικότερο όλων, ο προστατευτισμός και η συναλλακτική προσέγγιση του Ντόναλντ Τραμπ προς τους συμμάχους του στην Ευρώπη και την Ασία».
Παρότι στέκεται στην επικινδυνότητα της όποιας απόπειρας να προβλεφθεί το μέλλον στις σημερινές συνθήκες, ο αρθρογράφος του Economist καταλήγει: «Βλέπω να έρχεται μια δύσκολη χρονιά».
http://www.kathimerini.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου