Ο κος Δραγασάκης τονίζει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν επιδιώκει αναβίωση της πολιτικής των ελλειμμάτων. Μάλιστα επισημαίνει ότι αυτό είναι ανέφικτο δεδομένου ότι “δεν υπάρχει η δυνατότητα κρατικού δανεισμού”. Το πρώτο ερώτημα είναι γιατί ένα στέλεχος της αριστεράς προσχωρεί στη συζήτηση
που ορίζει ως σημείο αναφοράς τα δημοσιονομικά ζητήματα και δη αυτά των ελλειμμάτων και του χρέους. Γιατί νιώθει την ανάγκη να διαβεβαιώσει τους ανά την Ευρώπη δημοσιονομιστές ότι δεν πρόκειται να ασκήσει επεκτατική πολιτική και κυρίως ότι δεν μπορεί να ασκήσει τέτοια πολιτική, τη στιγμή που είναι κοινός τόπος της εν γένει προοδευτικής, όχι μόνο αριστερής, οικονομικής σκέψης ότι το κυνήγι της δημοσιονομικής πειθαρχίας εν μέσω καπιταλιστικής κρίσης συνιστά ολέθρια για τους λαούς επιλογή. Επιλογή που απλά συντείνει στην υφαρπαγή πλούτου από τα μεσαία και κατώτερα κοινωνικά στρώματα προς την ολιγαρχία.
Διόλου τυχαια άλλωστε, όλη η μνημονιακή πολιτική θεμελιώθηκε στο μύθο ότι μια χώρα δε δικαιούται να έχει ελλείμματα και ότι η επίτευξη πλεονασμάτων συνιστά τον κύριο εθνικό στόχο, που δικαιολογεί κάθε μέτρο φτωχοποίησης. Στην πραγματικότητα βέβαια ελάχιστες- και δη αναπτυγμένες με καπιταλιστικά πρότυπα- χώρες είναι πλεονασματικές και ακόμα λιγότερες είναι σταθερά πλεονασματικές.
Έπειτα, όμως ο κος Δραγασάκης, προφανώς προκειμένου να προσδώσει μεγαλύτερη αξιοπιστία στο μήνυμά του οτι θα ακολουθήσει πιστά τους δημοσιονομικούς στόχους των μνημονίων, επισημαίνει ότι και αν ακόμα θέλαμε να ασκήσουμε πολιτική ελλειμμάτων δε θα μπορούσαμε να το πράξουμε επειδή “δεν υπάρχει η δυνατότητα κρατικου δανεισμού”. Βεβαίως πρόκειται περί χονδροειδούς λάθους(;) Οι αγορές στον καπιταλισμό δεν κλείνουν ποτέ. Αυτό που ισχύει είναι ότι οι δανειστές αναλόγως με το πώς αποτιμούν τον κίνδυνο της δανειοδότησης ενός φυσικού προσώπου, μιας επιχείρησης ή ενός κράτους, απαιτούν διαφορετικά επιτόκια. Οι αγορές μπορεί να είναι τοκογλυφικές ή ακριβές. Δεν είναι όμως ούτε κλειστές, ούτε ενιαίες. Όλος ο μνημονιακός δήθεν μονόδρομος βασίστηκε στην τρομοκρατική επίκληση των δήθεν κλειστών αγορών, προκειμένου με τη χρήση κατάλληλων όρων να δημιουργούν οι εμπνευστές και εφαρμοστές των μνημονίων συνθήκες πανικού στο λαό.
Η ρητορική Δραγασάκη περιέργως (;) θυμίζει αναπαραγωγή των επιχειρημάτων που ακολούθησε η τότε κυβέρνηση Παπανδρέου και τα δελτία ειδήσεων των καθεστωτικών ΜΜΕ, από το 2010, όταν η τότε κυβέρνηση με επιτόκια δανεισμού κοντά στο 6% αποφάσισε ότι η χώρα ετέθη εκτός αγορών- επιλογή καταστροφική από κάθε άποψη, αφού σήμερα το επιτόκιο αυτό θα φάνταζε ονειρικό. Η χώρα όντως δεν προσφεύγει για δανεισμό στις αγορές. Το επιτόκιο κυμαίνεται περίπου στο 11%. Ωστόσο για ποιό λόγο αυτή η κατάσταση ερμηνεύεται προκαταβολικά ως αδυναμία κρατικού δανεισμού;
Ποιό ήταν το επιτόκιο για δανεισμό στα δεκαετή ομόλογα που πλήρωνε η χώρα τη δεκαετία του '80 για παράδειγμα; Αρκεί κανείς να δει τα στατιστικά στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας προκειμένου να διαπιστώσει ότι τότε τα επιτόκια των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου ήταν θηριωδώς μεγαλύτερα ακόμα και από τα σημερινά. Και γιατί τότε, με πολύ μεγαλύτερα επιτόκια δανεισμού ακόμα και από τα σημερινά, οι αγορές δεν κηρύσσονταν κλειστές;
Βεβαίως θα απαντήσει κανείς ότι τότε η Ελλάδα διέθετε εθνικό νόμισμα και μπορούσε να πληθωρίζει το χρέος της. Επίσης οτι ξεκινούσε από ένα δημόσιο χρέος σημαντικά μικρότερο- το δεύτερο αυτό σκέλος βέβαια δεν ισχύει για τη δεκαετία του '90. Ακόμα όμως και αν δεχτούμε τις δύο αυτές απαντήσεις τότε τίθεται το ερώτημα γιατί επιλέγουμε βάσει αυτής της διπλής απάντησης να αποφανθούμε ότι οι αγορές είναι κλειστές και όχι ότι πρέπει να ανοίξουμε σε σοβαρό πλαίσιο τη συζήτηση για το εναλλακτικό σχέδιο εξόδου από το Ευρώ και μη αναγνώρισης τμήματος του χρέους;
Δηλαδή αν αποδεχόμαστε ότι σε συνθήκες υψηλών επιτοκίων και πρόταξης της ανάγκης εξεύρεσης δανεικών η χώρα ίσως να ευνοούνταν από την ύπαρξη εθνικού νομίσματος- ακόμα και μεσοπρόθεσμα, δηλαδή μετά το αρχικό σοκ της αλλαγής νομίσματος- γιατί πρέπει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι το ευρώ είναι θέσφατο, παραδοχή που συντείνει στην πιστωτική ασφυξία και όχι να ανοίξουμε έγκαιρα και αξιόπιστα το θέμα της αλλαγής νομίσματος, επιλογή που απέρριψε ο ΣΥΡΙΖΑ στο τελευταίο συνέδριό του;
Το τρίτο σημείο της συνέντευξης είναι ακριβώς αυτό: το θέμα του ευρώ. Ο κος Δραγασάκης αναφέρει επί λέξει: “Με δεδομένη την αδυναμία μας να καθορίσουμε τη νομισματική πολιτική, πρέπει με άλλους τρόπους να επηρεάσουμε την πιστωτική πολιτική έτσι ώστε οι περιορισμένοι πόροι να κατευθυνθούν εκεί που επιβάλλουν οι προτεραιότητες της πολιτικής και όχι εκεί που συμφέρει κοντόφθαλμα τις τράπεζες.” Με άλλα λόγια και από αυτήν τη συνέντευξη συνάγεται ότι η θέση του ΣΥΡΙΖΑ πως το ευρώ δεν είναι φετίχ έχει οριστικά εγκαταλειφθεί. Πράγμα άλλωστε που αν επρόκειτο να ισχύσει θα απαιτούσε μια ουσιαστική συζήτηση τόσο στο εσωτερικό του, όσο και με άλλες δυνάμεις. Το ερώτημα όμως που τίθεται είναι: αν αποδέχεσαι όλο το δημοσιονομικό πλαίσιο και την αντίστοιχη ιεράρχηση των προτεραιοτήτων, πώς μπορείς να ξεφύγεις από το μνημονιακό κορσέ, που ήλθε ως φυσιολογική απόληξη της αποδοχής αυτού ακριβώς του πλαισίου;
Θα απαντήσει κανείς με αλλαγή συσχετισμού εντός της ΕΕ ή και διεθνώς, φωτογραφίζοντας την όξυνση των ενδό- καπιταλιστικών και ενδό- ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων και τη συνακόλουθη αξιοποίησή τους. Πολύ ωραία αλλά υπάρχουν τέσσερις προϋποθέσεις για μια τέτοια τακτική: πρώτον ότι θα κλιμακωθούν με τρόπο και σε χρόνο κατάλληλο για τις επιδιώξεις σου. Δεύτερον ότι έχεις σαφή στρατηγική για το τί επιδιώκεις- στην ελληνική ιστορία η μόνη τέτοια περίπτωση είναι του Ελευθερίου Βενιζέλου και ίσως του Ανδρέα Παπανδρέου. Τρίτον ότι στη στρατηγική αυτή έχεις καταστήσει κοινωνούς μεγάλα τμήματα του λαού, ώστε να επιδείξουν την απαιτούμενη αντοχή. Τέταρτον ότι είσαι έτοιμος μέσα από μια σειρά απρόβλεπτων κινήσεων να λειτουργήσεις βολονταριστικά, προωθητικά στο διεθνές πεδίο εξέλιξης αυτών των αντιθέσεων- πχ έξοδος από το ευρώ και κλιμάκωση της παγκόσμιας κρίσης. Στην περίπτωση της σημερινής Ελλάδας και του ΣΥΡΙΖΑ δεν απαντάται καμία από αυτές τις προϋποθέσεις.
Συνεπώς, αντικειμενικά η συνέντευξη Δραγασάκη ορίζει μια πορεία πρόσκρουσης του ΣΥΡΙΖΑ με τον εαυτό του και κυρίως μια πορεία αυτό- παγίδευσης τελικά στο ίδιο μνημονιακό πλαίσιο που έντιμα και συνεπώς καταγγέλλει. Ακολουθεί δηλαδή μια τυπική σοσιαλδημοκρατική πορεία.
Στην ίδια συνέντευξη όμως αξίζει να προσέξουμε δύο ακόμα, σημαντικά σημεία, στρατηγικού χαρακτήρα. Λέει ο κος Δραγασάκης: “Σε ό,τι αφορά το άλλο σκέλος του ερωτήματός σας, ο κρατικός καπιταλισμός δεν είναι ούτε ο στόχος μας ούτε το όραμά μας. Ούτε τον θεωρούμε προθάλαμο του σοσιαλισμού. Αυτή η τριτοκοσμική άποψη αποδείχθηκε όχι μόνο λανθασμένη αλλά και επικίνδυνη. Επιβιώνει ακόμη σε τμήματα της Αριστεράς, αν και διαπιστώνω ότι τελευταία μαζί με τους όρους "κρατικοποίηση" ή "εθνικοποίηση" χρησιμοποιείται και ο όρος "κοινωνικοποίηση", έστω και με ένα ασαφές περιεχόμενο. Επομένως η βάση της πολιτικής μας δεν είναι αναβίωση του κράτους των προηγούμενων δεκαετιών αλλά ο επαναπροσδιορισμός της ίδιας της έννοιας και του περιεχομένου του κράτους, του κοινωνικού σκοπού του και των ορίων του στο πλαίσιο μιας πλουραλιστικής μεταβατικής οικονομίας”.
Σε μια του απάντηση σβήνει δεκαετίες γνώσης πάνω στον καπιταλισμό, γιατί προφανώς σε συνθήκες καπιταλισμού θα δράσει ο ΣΥΡΙΖΑ εάν κυβερνήσει. Η θεωρεία του κρατικού ή ακριβέστερα κρατικό- μονοπωλιακού καπιταλισμού που βεβαίως δε συνιστά σοσιαλισμό, προτάχθηκε ως απάντηση σε καπιταλιστικές κρίσεις ή σε κρίσεις μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό- βλ. ΕΣΣΔ- ασχέτως του αν ο στόχος του σοσιαλισμού επετεύχθη ή όχι. Το σημαντικό είναι ωστόσο από ποιά σκοπιά ασκεί κριτική στον “κρατικό καπιταλισμό” ο κος Δραγασάκης. Από τη σκοπιά για παράδειγμα της “αριστερής” αντιπολίτευσης στο Λένιν ή μήπως από τη σκοπιά των νεοφιλελεύθερων που γκρέμισαν τα όποια μεταπολεμικά επιτεύγματα της μεικτής οικονομίας στο βώμο της νεοφιλελεύθερης δυστοπίας;
Και για να γίνει το πράγμα λίγο πιο άμεσο: ποιό ιστορικό πρότυπο εξόδου από διαλυτική οικονομική και κοινωνική κρίση μπορεί να επικαλεστεί ο οποιοσδήποτε που δεν εμπεριείχε ισχυρότατες δόσεις κρατικού παρεμβατισμού, που αναγκαστικά και καταρχήν- τουλάχιστον- (θα) έχει χαρακτηριστικά κρατικού καπιταλισμού αφού ο όποιος παρεμβατισμός λαμβάνει χώρα σε καπιταλιστικό πλαίσιο και εν πολλοίς επικαθορίζεται από αυτό;
Έπειτα, ορθώς διαχωρίζει ο κος Δραγασάκης μεταξύ “εθνικοποίησης” και “κοινωνικοποίησης”. Σε κοινωνίες όμως και οικονομίες που βιώνουν κρίση κατεξοχήν (νεο)αποικιακής εξάρτησης, η επανά- εθνικοποίηση παραγωγικών δομών και τομέων της οικονομίας συνιστά αναγκαίο προστάδιο της κοινωνικοποίησης, όχι με την έννοια του οικονομικού εθνικισμού αλλά της επαναφοράς στο δημοκρατικά νομιμοποιημένο, εθνικό πλαίσιο λήψης αποφάσεων, εργαλείων άσκησης πολιτικής. Με άλλα λόγια και για παράδειγμα θα επανέλθει στο εθνικό πλαίσιο ελέγχου ο τραπεζικός τομέας ή θα παραμείνει στον έλεγχο του ΤΧΣ σε συνεργασία με τους ντόπιους συνεργάτες της αποικιακά δρώσας ευρωπαϊκής- και δη γερμανικής- και διεθνούς χρηματοπιστωτικής ολιγαρχίας;
Τα παραπάνω ζητήματα καταδεικνύουν μια βαθμιαία αλλά εμφανή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ σ' αυτό που από συστημικής άποψης αποκαλείται “ρεαλισμός”. Πρόκειται για μια καλοστημένη παγίδα. Ο ρεαλισμός δεν έχει την ίδια έννοια για την αριστερά και για το κατεστημένο. Για την πρώτη περνά μέσα από την διαρκώς παρούσα πάλη- παρά την άσκηση ενδεχομένως μεταβατικών πολιτικών- για την αλλαγή του κυρίαρχου οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου. Για το κατεστημένο μέσα από τη συντήρησή και την ενίσχυση του κυρίαρχου μοντέλου, παρά τις όποιες πρόσκαιρες υποχωρήσεις σε λαϊκές διεκδικήσεις. Γι' αυτό όταν η αριστερά αρχίζει να ακούει φιλοφρονήσεις για το ρεαλισμό της από τους εκφραστές του κατεστημένου, αν δεν πρόκειται για προβοκάτσια πρέπει να ανησυχεί μήπως κινδυνεύει να χάσει και το ρεαλισμό της και την ταυτότητά της.
tvxs.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου