Ο αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Λευτέρης Τσουλφίδης, ανέλυσε λίγες ημέρες πριν την απόφαση της Ευρωζώνης στο tvxs, τι συνεπάγεται το "κούρεμα" -διεθνώς γνωστό ως- «haircut». Αξίζει να θυμηθούμε τις παρατηρήσεις του αλλά και να ανιχνεύσουμε το θολό τοπίο της "επόμενης ημέρας". Είναι αναμφισβήτο ότι η "υπόθεση κούρεμα" δεν είναι καθόλου απλή. Η έμμεση μείωση των εισοδημάτων, η «κρατικοποίηση» των τραπεζών, το πλήγμα στα ασφαλιστικά ταμεία με δυσμενείς συνέπειες στις συντάξεις και εν γένει η περαιτέρω ύφεση με τον παράλληλο κίνδυνο σοβαρών διεθνών επιπτώσεων, ενδεχομένως συνοδεύσουν αυτό για το οποίο εξαρχής σχεδόν όλοι γνώριζαν και λίγοι παραδέχονταν
Περί «κουρέματος»
Στη διαμάχη περί «κουρέματος» των ελληνικών ομολόγων δύο είναι οι αντιτιθέμενες πολιτικές. Η πρώτη του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, που υποστηρίζει το νέο δανεισμό παρεχόμενο από τα κράτη, δηλαδή από τα χρήματα των φορολογουμένων προς τις προβληματικές χώρες (όπως η Ελλάδα) προκειμένου να αποπληρώνουν τα τοκοχρεολύσια και τις τρέχουσες δαπάνες του κράτους. Με αυτήν την πολιτική τάσσονται πρώτα και κύρια η τράπεζα των τραπεζών, δηλαδή η ΕΚΤ και στη συνέχεια οι χώρες των οποίων οι τράπεζες έχουν δανείσει τα περισσότερα (όπως η Γαλλία).
Η δεύτερη πολιτική είναι αυτή του παραγωγικού κεφαλαίου που επιδιώκει να ελαφρύνει το βάρος τού δανεισμού από τα κράτη και το μεγαλύτερο μέρος του να το «ξεφορτώσει» στον ιδιωτικό τομέα. Η
ιδέα είναι ότι οι τράπεζες δεν παράγουν, αλλά υποστηρίζονται από το παραγόμενο προϊόν (εισόδημα) της πραγματικής οικονομίας. Η πολιτική αυτή είναι υπέρ της αναδιάρθρωσης του χρέους ακόμη και με βαθύ «κούρεμα» και ότι όσο γρηγορότερα τόσο καλύτερα. Την άποψη αυτή την εκφράζει (με συνέπεια) κυρίως η Γερμανία, η οποία έτσι και αλλιώς είναι η χώρα που έχει δανείσει τα περισσότερα.
Ένας κάποιος συμβιβασμός επιτεύχθηκε την 21η Ιουλίου αλλά γρήγορα έγινε αντιληπτό ότι το «κούρεμα» του 21% στην πραγματικότητα δεν ήταν αρκετό για την επίλυση του προβλήματος του ελληνικού χρέους.
Οι συνέπειες
Το «κούρεμα» του 50% δεν είναι καθόλου απλή υπόθεση για να πούμε ότι θα πρέπει να απασχολεί μόνο τις τράπεζες και τους μετόχους τους. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν θα αντέξουν μια τέτοια απομείωση των περιουσιακών τους στοιχείων και οι τράπεζες της ΕΕ θα υποστούν επίσης μεγάλες απώλειες με διεθνείς επιπτώσεις. Τα ελληνικά ομόλογα που βρίσκονται σε χαρτοφυλάκια διεθνών χρηματοπιστωτικών οργανισμών είναι μοχλευμένα, δηλαδή επ’ αυτών έχει στηριχθεί πολλαπλάσιος (ίσως και τετραπλάσιος) της ονομαστικής τους αξίας δανεισμός. Με άλλα λόγια, τα ελληνικά ομόλογα έχουν συμβάλει στη δημιουργία μιας διεθνούς χρηματοπιστωτικής «φούσκας» που αν σκάσει θα έχει ενδεχομένως ανυπολόγιστες επιπτώσεις διεθνώς.
Η σημερινή εικόνα των αγορών, οι οποίες είναι απελευθερωμένες από τους περιορισμούς του παρελθόντος με πολλαπλά χρηματοπιστωτικά εργαλεία, καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την ακριβή εκτίμηση της μόχλευσης ακόμη και γι’ αυτούς που έχουν πρόσβαση στα στοιχεία. Πέραν τούτων, η πιθανότητα να εκληφθεί το «κούρεμα» του 50% ως πιστωτικό γεγονός είναι ιδιαίτερα πολύ μεγάλη και ενδέχεται να ενεργοποιήσει τα ασφάλιστρα κινδύνου (CDS), το μέγεθος των οποίων δεν είναι ακριβώς γνωστό, ωστόσο μπορούμε να υποθέσουμε ότι θα πρέπει να είναι αρκετά μεγάλο δεδομένου ότι πολλοί έσπευσαν να ασφαλιστούν έναντι του κινδύνου ελληνικής χρεοκοπίας. Οι επιπτώσεις στα ίδια κεφάλαια των ελληνικών τραπεζών θα είναι άμεσες και θα είναι υπερβολικά δύσκολο να καλυφθούν σε μια περίοδο που το Χρηματιστήριο της Αθήνας έχει κατρακυλήσει σε απίστευτα χαμηλά επίπεδα.
Έτσι οι ελληνικές τράπεζες επειδή δεν θα μπορούν οι ιδιώτες να παράσχουν τα απαιτούμενα κεφάλαια θα υποχρεωθούν να στραφούν στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) για την αύξηση των κεφαλαίων τους και έτσι ουσιαστικά κρατικοποιούνται. Σε αυτήν την περίπτωση το ΤΧΣ θα αυξήσει τα δυνητικά διαθέσιμά του από 10 δις. που είναι σήμερα, σε 30 δις. ευρώ.Δυστυχώς, τα άμεσα θύματα μιας τέτοιας διευθέτησης θα είναι όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις οι εργαζόμενοι στον τραπεζικό τομέα που αναμένονται να υποστούν μειώσεις μισθών και γενικότερες αλλαγές στα εργασιακά τους. Πράγμα που ήδη γίνεται αισθητό και παρατηρούνται οι πρώτες αντιδράσεις.
Ειδικότερα
Όσον αφορά στους ίδιους τους πολίτες, οι περαιτέρω μειώσεις μισθών, συνεπεία του γενικότερου κλίματος, εφεξής θα γίνονται ευκολότερα αποδεκτές. Οι καταθέσεις κατ’ αρχήν και επί του παρόντος τουλάχιστον δεν κινδυνεύουν λόγω εγγυήσεων της ΤτΕ αλλά και της ΕΚΤ μέχρι 100.000 ευρώ ανά λογαριασμό. Το ζήτημα είναι ότι αν διαχυθεί η κρίση και σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης, τότε οι εγγυήσεις αυτές δύσκολα θα μπορούν να εκπληρωθούν.
Για τις τράπεζες, αυτές που θα «κρατικοποιηθούν» μέσω της έκδοσης ικανού αριθμού μετοχών που θα αγοράσει το κράτος με τη χρήση του ΤΧΣ σε τιμές πολύ χαμηλότερες από τις αγοραίες. Αν και όταν η οικονομία επιστρέψει στην ανάπτυξη και επανέλθει η ευφορία στο χρηματιστήριο, το κράτος (ή καλύτερα το ΤΧΣ) μπορεί να πουλήσει τη συμμετοχή του με κέρδος.
Για τα ασφαλιστικά ταμεία, στη Συμφωνία της 21ης Ιουλίου αυτά είχαν δικαίωμα επιλογής αν θα υπαχθούν ή όχι στη ρύθμιση. Ωστόσο, ένα ουσιαστικά πτωχευμένο κράτος θα αδυνατεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του σε πληρωμές τόκων, επομένως με τον ένα ή άλλο τρόπο αναμένεται να υπάρξει πλήγμα στα ασφαλιστικά ταμεία με περαιτέρω δυσμενείς επιπτώσεις στις συντάξεις.
Ως προς την περαιτέρω σχέση της ελληνικής οικονομίας με τις αγορές, όλα τα ανωτέρω θα οδηγήσουν την εθνική οικονομία σε βαθύτερη ύφεση και συνεπώς σε συνθήκες ύφεσης και με βεβαρημένο παρελθόν κάθε άλλο εύκολη θα είναι η προσφυγή σε νέους δανεισμούς. Εντωμεταξύ, δεν πρέπει να αποκλείεται η κρίση του ελληνικού χρέους να προσλάβει διεθνείς διαστάσεις. Και εδώ δεν χρειάζεται να αναφερθούμε στη διάχυση της κρίσης στην Πορτογαλία και την Ιρλανδία με την Ιταλία, την Ισπανία και το Βέλγιο σε αναμονή. Μόνο το γεγονός των απωλειών τις οποίες υφίστανται οι τράπεζες της ΕΕ και της ανάγκης για ανα-κεφαλαιοποίηση συνεπάγεται ότι θα περισταλούν οι χορηγήσεις νέων δανείων και η πιστωτική ασφυξία που θα ακολουθήσει θα οδηγήσει σε όξυνση της ύφεσης.
Επισημαίνεται ότι οι επιχειρήσεις στην ΕΕ παραδοσιακά εξαρτώνται πολύ περισσότερο από την τραπεζική χρηματοδότηση σε σχέση π.χ. οι επιχειρήσεις στις ΗΠΑ και αυτό διότι στην ΕΕ έχουμε μεγάλες τράπεζες και σχετικά μικρές επιχειρήσεις, ενώ π.χ. στις ΗΠΑ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Επιπλέον, μια όξυνση της ύφεσης στην ΕΕ συνεπάγεται μείωση των εισαγωγών της από της χώρες της Ασίας και άρα η ύφεση μπορεί πολύ εύκολα να εξαπλωθεί και να λάβει απρόσμενες διαστάσεις λόγω της γενικότερης εύθραυστης κατάστασης.
tvxs.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου