Μία πολιτική λύση από την παρούσα Βουλή, η οποία θα εξασφαλίζει την ευρύτερη δυνατή κοινοβουλευτική στήριξη, «βλέπει» ως το πιο ρεαλιστικό σενάριο ο πολιτικός αναλυτής Γιώργος Σεφερτζής, αναφερόμενος στις πολιτικές εξελίξεις που δύνανται να ακολουθήσουν την κρίσιμη ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής της Τετάρτης.
Ο κ. Σεφερτζής δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να ζητήσει η κυβέρνηση τη ψήφιση της επόμενης δανειακής σύμβασης με ευρεία πλειοψηφία (180 ψήφους), εκτιμώντας πως το ίδιο το Μαξίμου «πριν απ’ όλους έχει συνειδητοποιήσει το λάθος που έκανε όταν ετέθη θέμα ψήφου του Μνημονίου και εν συνεχεία του Μεσοπρόθεσμου, αφού δεν αναζήτησε μια ευρύτερη στήριξη των νομοσχεδίων ακριβώς προς επιβεβαίωση μιας συναίνεσης που, αν δεν υπάρχει σε κομματικό επίπεδο, τουλάχιστον θα μπορούσε να βρεθεί σε επίπεδο κοινωνικής και οικονομικής αναγκαιότητας».
«Αν οι αποφάσεις της Τετάρτης δεν οδηγούν σε οριστική λύση, τότε θα είναι πολύ μικρή η απόσταση που μας χωρίζει από το χάος», υπογραμμίζει, τονίζοντας ότι οι πολιτικές εξελίξεις έχουν ούτως ή
άλλως δρομολογηθεί λόγω της ανάγκης να αντιστοιχηθεί «το πολιτικό σύστημα με το λαϊκό αίσθημα». Ως προς την πρόσφατη παρέμβαση Διαμαντοπούλου - Λοβέρδου - Ραγκούση, εκφράζει την πεποίθηση ότι αυτή συμβολίζει την «προβληματική συνύπαρξη μεταξύ εκσυγχρονιστικών και παραδοσιακών δυνάμεων».
Τι κρίνει σε αυτή τη φάση την επόμενη ημέρα για το πολιτικό σύστημα;
Εκείνο το οποίο ενδεχομένως θα είναι καθοριστικό δεν είναι μόνο το τελικό περιεχόμενο των αποφάσεων του συμβουλίου κορυφής στην ΕΕ αλλά κυρίως ο τρόπος με τον οποίο θα παρουσιαστούν τα χαρακτηριστικά του. Εάν μεν οι λύσεις που θα δοθούν θα έχουν πράγματι το χαρακτήρα μιας τελικής ρύθμισης τουλάχιστον του ελληνικού προβλήματος, αυτό από μόνο του θα δημιουργεί την προσδοκία ότι ο περίφημος πάτος που μπαίνει στο βαρέλι και πάντοτε λείπει, αυτή τη φορά πράγματι θα μπει. Και αυτό είναι κρισιμότατο ψυχολογικά. Διότι το πρόβλημα της κοινής γνώμης είναι κυρίως η αβεβαιότητα για το άμεσο μέλλον. Αν της δημιουργεί τουλάχιστον την αίσθηση ότι ως προς αυτήν την αβεβαιότητα σημειώνονται βήματα προόδου και πως η έξοδος γίνεται πιο ορατή, έστω και αν είναι μακρινή, αυτό ασφαλώς υπό τις περιστάσεις μπορεί να λειτουργήσει θα έλεγα σχετικά ανακουφιστικά χωρίς να σημαίνει ότι είναι ικανό από μόνο του να μειώσει την κοινωνική οργή και ανησυχία. Και αυτό το θεωρώ αρκετά κρίσιμο.
Το δεύτερο το οποίο θεωρώ κρίσιμο είναι αν δημιουργείται ή όχι η εντύπωση ότι τουλάχιστον οι νεότερες γενιές των Ελλήνων που δεν βρίσκονται αυτή τη στιγμή στο κατώφλι της αγοράς εργασίας θα μπορούν να ελπίζουν σε μια συνολικότερη εξυγίανση που θα τους επιτρέψει να ζήσουν με περισσότερη αυτοεκτίμηση και ασφάλεια όταν έρθει η σειρά τους να μπουν στην αγορά εργασίας. Διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το μέγιστο πρόβλημα -τουλάχιστον του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού- είναι πάρα πολύ απλά τι θα γίνει με τα παιδιά μας. Αν η χώρα στην οποία έζησαν οι ενήλικες θα υπάρχει για τα παιδιά τους. Εφόσον τουλάχιστον ως προς αυτό το πρόβλημα δοθούν με τις αποφάσεις της Τετάρτης κάποιες απαντήσεις, και αυτό ασφαλώς θα συμβάλει σε μια σχετική -αν όχι πολιτική- τουλάχιστον ψυχολογική σταθεροποίηση της κοινής γνώμης.
Το σημαντικότερο, όμως, όλων -και σ’ αυτό η κυβέρνηση έχει δείξει πρωτοφανή αδυναμία διαχείρισής του ως προβλήματος- είναι ότι επιτέλους θα πρέπει να ξεκαθαριστεί τι απ’ όσα θα υποχρεωθούμε να κάνουμε θα έπρεπε να τα κάνουμε ούτως ή άλλως προκειμένου να διασφαλίσουμε τους όρους βιωσιμότητας και ανταγωνιστικότητας της κοινωνίας και της οικονομίας, και τι θα είναι μια οδυνηρή και σκληρή προσαρμογή σε επιταγές που εξυπηρετούν διαφορετικές σκοπιμότητες από αυτές που θα είχε από μόνη της η χώρα θέλοντας να βάλει τάξη στα του οίκου της. Είναι ιδιαιτέρως κρίσιμο να γίνει αυτός ο διαχωρισμός, ο οποίος έπρεπε να γίνει εξαρχής. Δεν έγινε, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν πλείστες όσες συγχύσεις. Τουλάχιστον, ας γίνει με την ευκαιρία της λύσης που δοθεί την Τετάρτη και στο βαθμό που αυτή η λύση θα είναι οριστική. Διότι αν δεν είναι οριστική, έχω την εντύπωση ότι πια η απόσταση που θα μας χωρίσει από το χάος θα είναι πάρα πολύ μικρή.
Επίσης κρίσιμος παράγοντας θα είναι το περίφημο ζήτημα της απομείωσης της εθνικής κυριαρχίας. Πράγμα το οποίο μένει να δούμε με ποιον τρόπο θα αντιμετωπιστεί ακριβώς, αλλά ασφαλώς σε κάθε περίπτωση θα δημιουργηθούν νέες πολύ έντονες εστίες δυσπιστίας -αν όχι αμφισβήτησης- ως προς την ανθεκτικότητα των λύσεων που θα δοθούν.
Το μόνο σίγουρο, λοιπόν, είναι ότι θα συνοδέψουν πολιτικές εξελίξεις τα αποτελέσματα της επικείμενης Συνόδου.
Οι πολιτικές εξελίξεις έχουν ούτως ή άλλως δρομολογηθεί, όχι μόνο με την αναγκαιότητα των πολιτικών πρωτοβουλιών που πρέπει να αναληφθούν μετά τη ψήφιση του πολυνομοσχεδίου, αλλά πολύ περισσότερο με την έννοια της αναγκαιότητας να αναζητηθούν νέες πολιτικές ισορροπίας, ικανές να αντιστοιχίσουν το πολιτικό σύστημα προς το λαϊκό αίσθημα που όλοι γνωρίζουμε ότι βρίσκεται σε μία κατάσταση αφενός μεν ιδιαίτερης αβεβαιότητας, αφετέρου συνολικής απόρριψης του πολιτικού συστήματος και μεγίστης δυσπιστίας ως προς τις προοπτικές ανασύνταξης και της οικονομίας και της κοινωνίας. Δεν θα μπορούσε, λοιπόν, κανείς να αγνοήσει αυτή την κατάσταση και να αφήσει πολιτικά αναπάντητα τα ερωτήματα που έχουν εγερθεί στην κοινή γνώμη.
Πρακτικά, ποιοι είναι οι δρόμοι τους οποίους μπορεί να επιλέξει η κυβέρνηση;
Είναι ελάχιστοι, διότι οι συνθήκες δεν είναι κανονικές και η φύση των συνθηκών καθιστά ορισμένα πράγματα ιδιαιτέρως ελλειμματικά ως προς τις εναλλακτικές λύσεις που μπορούν να υιοθετηθούν. Από τη μια πλευρά, υπάρχει η απόλυτη ανάγκη μιας σχετικής πολιτικής σταθεροποίησης, άρα αποφυγής της διεξόδου που συνήθως δίνεται στις δημοκρατίες, δηλαδή της προσφυγής στις κάλπες. Από την άλλη πλευρά, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι υπάρχει εξίσου μεγάλη αναγκαιότητα, όχι τόσο για την επανανομιμοποίηση της διακυβέρνησης του τόπου, όσο κυρίως για τη δημιουργία ενός αισθήματος ασφάλειας, προοπτικής και συγκρατημένης υπό τις περιστάσεις αισιοδοξίας σε ό,τι αφορά την πορεία της χώρας. Άρα, χρειάζεται οπωσδήποτε οι πολιτικές πρωτοβουλίες που θα αναληφθούν, χωρίς να είναι υψηλού ρίσκου, να ικανοποιούν τουλάχιστον την ανάγκη σήμανσης μιας επανεκκίνησης τόσο στο επίπεδο της πολιτικής ζωής όσο κυρίως στο επίπεδο της οικονομικής και κοινωνικής ζωής.
Σε αυτό το πλαίσιο, ποιο σενάριο κρίνετε ως το πιο ρεαλιστικό;
Μία λύση η οποία θα μπορούσε να προκύψει από τη σημερινή Βουλή, χωρίς να απαιτεί τη διάλυσή της, και να έχει κατά το δυνατό ευρύτερη κοινοβουλευτική στήριξη. Με άλλα λόγια, ιδανικά θα ήταν οποιαδήποτε σενάρια θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν σε επίπεδο κοινοβουλευτικών δυνάμεων αυτό που ήδη υπάρχει σε επίπεδο κοινωνικών δυνάμεων. Δηλαδή, ένα οριζόντιο διαχωρισμό εκείνων που μπορούν να καταλήξουν σε μία μίνιμουμ συμφωνία για τον τρόπο, το χρόνο και το στόχο εξόδου για την κρίση και εκείνων που φαίνεται να αρνούνται την πραγματικότητα, φαντασιωνόμενοι ή προσδοκώντας λύσεις που προς το παρόν δεν είναι εφικτές. Υπάρχουν τόσο σε επίπεδο πολιτικών δυνάμεων, όσο και σε επίπεδο κοινωνικών δυνάμεων εκείνοι οι οποίοι τοποθετούνται ως προς το μέλλον αυτής της χώρας με διαφορετικούς τρόπους: ο ένας τρόπος είναι αυτών που ενδεχομένως φλερτάρουν με αναθεώρηση όλης αυτής της στρατηγικής έτσι όπως αυτή είχε γεννηθεί μετά τη μέγιστη εθνική απόφαση της ένταξης στην ΟΝΕ και εκείνων που θέτουν τα πάντα υπό αμφισβήτηση θεωρώντας ότι μπορεί να γίνει από μηδενική βάση μια νέα αρχή πλήρους αμφισβήτησης όσων εθνικών επιλογών είχαν υιοθετηθεί στο πρόσφατο παρελθόν.
Ανάμεσα στις εκδοχές για τη συνέχεια είναι και η ενδεχόμενη απόφαση της κυβέρνησης να ζητήσει τη ψήφιση της επόμενης δανειακής σύμβασης από τη Βουλή με ευρεία πλειοψηφία (180 ψήφους). Πόσο πιθανό είναι αυτό το σενάριο;
Είναι πιθανό και θα έλεγα ότι η ίδια η κυβέρνηση έχει πριν απ’ όλους συνειδητοποιήσει το λάθος που έκανε όταν ετέθη θέμα ψήφου του Μνημονίου και εν συνεχεία του Μεσοπρόθεσμου. Δεν αναζήτησε μια ευρύτερη στήριξη των νομοσχεδίων ακριβώς προς επιβεβαίωση μιας συναίνεσης που αν δεν υπάρχει σε κομματικό επίπεδο, τουλάχιστον θα μπορούσε να βρεθεί σε επίπεδο κοινωνικής και οικονομικής αναγκαιότητας. Υποθέτω ότι η αναζήτηση ενόψει μιας συνολικής επανεκκίνησης, μιας ευρύτερης βάσης στήριξης τουλάχιστον των αποφάσεων που θα δεσμεύσουν τις επόμενες γενιές των Ελλήνων, δεν θα μπορούσε να μη βασιστεί σε μια ευρύτερη πλειοψηφία. Βεβαίως, αν αυτό σημαίνει επιτάχυνση των πολιτικών εξελίξεων με επίσπευση της διεξόδου προς τις κάλπες θα τεθεί σίγουρα ένα δίλημμα ως προς το αν η συναίνεση θα πρέπει να εξασφαλιστεί έστω και με το τίμημα της προσφυγής σε υψηλού ρίσκου εκλογικές αναμετρήσεις στο άμεσο μέλλον ή αν θα πρέπει να διασφαλιστεί λίγος περισσότερος χρόνος έως ότου απορροφηθούν και από την κοινή γνώμη και από τις πολιτικές δυνάμεις οι αλλαγές που θα σημάνουν οι αποφάσεις της επόμενης Τετάρτης.
Έχει νόημα το ερώτημα αν υπάρχουν αυτή τη στιγμή τα περιθώρια συγκυβέρνησης ΠΑΣΟΚ και ΝΔ;
Έχει νόημα, πρώτα απ’ όλα διότι παραμένει ένα ανοιχτό ζητούμενο. Μπορεί βεβαίως να πιθανολογήσει κανείς ότι υπό την παρούσα μορφή του πολιτικού ανταγωνισμού μάλλον θα πρέπει να αποκλείεται το ενδεχόμενο η ηγεσία της ΝΔ να συναινέσει προς αυτή την κατεύθυνση. Μένει όμως ανοιχτό ένα άλλο ερωτηματικό: αν μια τέτοια υποχρεωτική επιλογή από πλευράς της ηγεσίας της ΝΔ θα γίνει αντιληπτή ως επίσης υποχρεωτική από το σύνολο των βουλευτών της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Νομίζω πως αποτελεί κοινό μυστικό ότι στους κόλπους όλων των κοινοβουλευτικών κομμάτων, τουλάχιστον των κομμάτων εξουσίας, υπάρχει ένας πολιτικός προβληματισμός ως προς τις μεταβατικές πολιτικές ισορροπίες που πρέπει να εξασφαλιστούν και από ποιους θα πρέπει να εξασφαλιστούν. Με αυτή την έννοια δηλαδή θα μπορούσε κανείς να θεωρεί ότι επιλογές των ηγεσιών των κομμάτων δεν είναι υποχρεωτικό να συμπίπτουν με τις τελικές επιλογές των μελών των κοινοβουλευτικών ομάδων. Με αυτή την έννοια λοιπόν θεωρητικά μπορεί να εξευρεθεί μια βάση σύγκλισης μελών και των δύο -ή περισσότερων κοινοβουλευτικών ομάδων- και από τις δικές τους στάσεις και επιλογές να προκύψει μια λύση χωρίς να προϋποθέτει, προς το παρόν τουλάχιστον, τη διάλυση της παρούσας Βουλής.
Από την άλλη μεριά είναι γεγονός ότι μία τέτοια λύση δύσκολα θα μπορούσε να ευδοκιμήσει τουλάχιστον στο βαθμό που δεν αλλάζουν οι όροι του πολιτικού ανταγωνισμού. Νομίζω ότι αυτό είναι και το ζητούμενο, αλλά πολύ αμφιβάλλω αν από το παρόν πολιτικό σύστημα μπορεί να ικανοποιηθεί αυτό το ζητούμενο. Εννοώ ότι αυτό που κυρίως έχει ξεπεραστεί, τουλάχιστον από την πλευρά της κοινής γνώμης, είναι οι όροι με τους οποίους ο πολιτικός ανταγωνισμός χαρακτήριζε τις συμπεριφορές των πολιτικών κομμάτων μέχρι τώρα. Αυτό είναι άλλωστε κι ένα μέρος του χάσματος που χωρίζει την κοινωνία από το πολιτικό σύστημα. Το πολιτικό σύστημα εμμένει σε έναν πολιτικό ανταγωνισμό που ουσιαστικά έχει «χρεοκοπήσει» μαζί με το πολιτικό σύστημα και την περίοδο της μεταπολίτευσης, αλλά η αλλαγή των όρων του πολιτικού ανταγωνισμού -που κάποια στιγμή θα επιβληθεί εκ των πραγμάτων- δεν είναι ακόμα αρκετά ώριμη, ώστε να μπορεί να εξυπηρετηθεί από τις υφιστάμενες πολιτικές δυνάμεις.
Τι σημαίνει πολιτικά η παρέμβαση Διαμαντοπούλου – Λοβέρδου – Ραγκούση;
Μία προσπάθεια διαφοροποίησης και επανατοποθέτησης, έστω μεμονωμένων στελεχών, μπροστά σε αυτό το πράγμα που μόλις προηγουμένως περιγράψαμε. Δηλαδή, αποτελεί ένα είδος συμπτώματος, μιας ανάγκης που δύσκολα εξυπηρετείται από το πολιτικό σύστημα: της αλλαγής των όρων του πολιτικού ανταγωνισμού. Δεν είναι τυχαίο ότι ουσιαστικά με αυτή την επιστολή εκείνο το οποίο περιγράφεται είναι αυτό που εκκρεμεί εδώ και δεκαετίες. Ότι στους κόλπους των κομμάτων εξουσίας συνυπάρχουν δυνάμεις που δύσκολα μπορούν πια να συμπορεύονται, ακριβώς επειδή -ενώ ανήκουν στον ίδιο χώρο- δεν έχουν σχέση με τις αντίπαλες τάσεις που υπάρχουν στις βάσεις των κομμάτων. Ο γνωστός διχασμός, χαρακτηριστικός για τα κόμματα της ύστερης αντιπολίτευσης (τη δεκαετία του ’90), είναι ακριβώς η προβληματική συνύπαρξη μεταξύ εκσυγχρονιστικών και παραδοσιακών δυνάμεων. Είτε αυτές εκφράζονται ως εκσυγχρονιστική κεντροδεξιά απέναντι στη λαϊκή δεξιά, είτε εκφράζονται ως μεταρρυθμιστική σοσιαλδημοκρατία απέναντι στην πατριωτική παραδοσιακή πολιτική εκδοχή του ΠΑΣΟΚ.
Τι επισημαίνετε ως προς το ρόλο Βενιζέλου, από τη στιγμή που ο ίδιος ανέλαβε το υπουργείο Οικονομικών και την αντιπροεδρία της κυβέρνησης;
Απάντησε σε μία πρόκληση. Καμία απάντηση σε καμία πρόκληση δεν στερείται ρίσκου. Μπορεί το ρίσκο που ανέλαβε να είναι υψηλό, αλλά από την άλλη μεριά τον επανατοποθετεί με ένα τρόπο -θα έλεγα- περισσότερο δυναμικό στο πολιτικό σκηνικό και τις εξελίξεις.
tvxs.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου