Καθημερινά, ως δημοσιογράφοι, όσο «αισιόδοξα» κι αν θέλουμε να την προσεγγίσουμε, ψάχνουμε τρόπους και επίθετα να καταγράψουμε το πρόσωπο της κρίσης. Το λεξικό μεγαλώνει καθημερινά καθώς τα αρνητικά συναισθήματα πολλαπλασιάζονται αφού οι λέξεις χρωματίζονται με όλο και μελανότερες πινελιές προκειμένου να αποδώσουν πιστότερα το εύρος της.
Η εικόνα που είδα το μεσημέρι του Σαββάτου στο Παγκράτι, δεν χρειάζεται χρώματα. Είναι το πρόσωπο της κρίσης…
Μια σχεδόν 70χρονη γυναίκα, με λιωμένα ρούχα, περπατούσε στην Υμηττού. Τα μαλλιά της άλουστα, στέκονταν χωρίς τάξη στο κεφάλι της αφήνοντας σημεία του κρανίου να διακρίνονται, τα νύχια της φαγωμένα και μαυρισμένα. Ομως, τίποτα από αυτά, δεν είχε σημασία, όταν έβλεπες το βλέμμα της: χαμένο… όχι! Τρομοκρατημένο. Φαινόταν σαν να έκανε προσπάθεια από το πρωί να βγει από το σπίτι της (το ρολόι έδειχνε πέντε το απόγευμα). Περπατούσε μακριά από τους ανθρώπους, απομακρυνόταν από τα άκακα αδέσποτα σκυλάκια που σουλατσάριζαν αμέριμνα, τα πόδια της πατούσαν με τρόμο στο έδαφος. Σταμάτησα να ψάξω δήθεν κάτι στο κινητό μου. Δεν ήθελα να βγάλω φωτογραφία, άλλωστε δεν θα φύγει ποτέ από το φιλμ του μυαλού μου, πάει, τυπώθηκε. Ο κόσμος που περνούσε, την κοιτούσε με περιέργεια και βάδιζε πιο αργά (πώς κάνουμε όποτε γίνεται τρακάρισμα στο δρόμο και περνάμε με το αυτοκίνητο;) εκείνη όμως ήταν αφοσιωμένη και τρομοκρατημένη από το σκοπό που είχε βάλει με το μυαλό της: να φτάσει στον προορισμό της χωρίς απώλειες.
Περίμενε να περάσουν όλα τα αυτοκίνητα και όταν δεν φαινόταν κανένα στο βάθος του δρόμου, ξεκίνησε να περάσει αλαφιασμένη το δρόμο που μετά βίας χωρούσε ένα αυτοκίνητο, τόσο στενός ήταν. Πολύ αργά και γεμάτη αγωνία περπατούσε σαν σε πάτωμα γεμάτο γυαλιά, μέχρι που έφτασε στο απέναντι πεζοδρόμιο. Εκεί, κοντοστάθηκε. Δεν υπήρχε τρόπος να ανέβει στο αρκετά χαμηλό πεζοδρόμιο. Πλησίασε σε ένα σταθμευμένο αυτοκίνητο, το ζύγιασε, δοκίμασε να δει αν μπορεί να στηριχτεί πάνω του, το άφησε, άλλαξε γνώμη, στράφηκε προς την άλλη μεριά. Δεν είχε όμως άλλη λύση. Γύρισε, το ξαναέπιασε και ξαναδοκίμασε. Με πολλή προσπάθεια, κατάφερε να ανέβει στο πεζοδρόμιο… Πήγε στην άκρη, στη βιτρίνα της παρατημένης καφετέριας και βάδισε αργά με τον ίδιο
τρόμο στα μάτια σύριζα στον τοίχο, σαν να φοβόταν ότι αν πλησίαζε στη μεριά του δρόμου, αυτός θα την κατάπινε. Απομακρύνθηκε αργά, κρατώντας την απόσταση ασφαλείας από καθετί ζωντανό μέχρι να εξαφανιστεί από τα μάτια μου. Και αυτό πήρε αρκετή ώρα, καθώς ζύγιαζε κάθε της βήμα, σαν από αυτό να κρεμόταν η ζωή χιλιάδων αθώων και άμαχων πολιτών.
Μακριά από εδώ, στην Πτολεμαΐδα, το πρόσωπο της κρίσης είδε σχεδόν ταυτόχρονα με εμένα η κολλητή μου. Με πήρε αργά το βράδυ του Σαββάτου: «Ρε, Δώρα, δεν θα πιστέψεις αυτό που είδα. Κατέβηκα να βγάλω τα σκουπίδια, μετά το βραδινό. Και είδα έναν _πάνω από 30 δεν ήταν_ κανονικά ντυμένο, να ψάχνει τα σκουπίδια. Ξέρω, τα ακούω και στις ειδήσεις, εσείς στην Αθήνα, τα βλέπετε κάθε μέρα, αλλά εδώ δεν είναι το ίδιο, μια μικρή πόλη είμαστε και γνωριζόμαστε όλοι μεταξύ μας. Πρώτη φορά είδα τέτοιο πράγμα ρε συ». Ανέβηκε στο σπίτι της και έσφιξε στην αγκαλιά της δυνατά την κόρη της, πριν με πάρει τηλέφωνο: «Τι θα κάνουμε ρε φίλη;». Τι θα κάνουμε;
protagon.gr
Μια σχεδόν 70χρονη γυναίκα, με λιωμένα ρούχα, περπατούσε στην Υμηττού. Τα μαλλιά της άλουστα, στέκονταν χωρίς τάξη στο κεφάλι της αφήνοντας σημεία του κρανίου να διακρίνονται, τα νύχια της φαγωμένα και μαυρισμένα. Ομως, τίποτα από αυτά, δεν είχε σημασία, όταν έβλεπες το βλέμμα της: χαμένο… όχι! Τρομοκρατημένο. Φαινόταν σαν να έκανε προσπάθεια από το πρωί να βγει από το σπίτι της (το ρολόι έδειχνε πέντε το απόγευμα). Περπατούσε μακριά από τους ανθρώπους, απομακρυνόταν από τα άκακα αδέσποτα σκυλάκια που σουλατσάριζαν αμέριμνα, τα πόδια της πατούσαν με τρόμο στο έδαφος. Σταμάτησα να ψάξω δήθεν κάτι στο κινητό μου. Δεν ήθελα να βγάλω φωτογραφία, άλλωστε δεν θα φύγει ποτέ από το φιλμ του μυαλού μου, πάει, τυπώθηκε. Ο κόσμος που περνούσε, την κοιτούσε με περιέργεια και βάδιζε πιο αργά (πώς κάνουμε όποτε γίνεται τρακάρισμα στο δρόμο και περνάμε με το αυτοκίνητο;) εκείνη όμως ήταν αφοσιωμένη και τρομοκρατημένη από το σκοπό που είχε βάλει με το μυαλό της: να φτάσει στον προορισμό της χωρίς απώλειες.
Περίμενε να περάσουν όλα τα αυτοκίνητα και όταν δεν φαινόταν κανένα στο βάθος του δρόμου, ξεκίνησε να περάσει αλαφιασμένη το δρόμο που μετά βίας χωρούσε ένα αυτοκίνητο, τόσο στενός ήταν. Πολύ αργά και γεμάτη αγωνία περπατούσε σαν σε πάτωμα γεμάτο γυαλιά, μέχρι που έφτασε στο απέναντι πεζοδρόμιο. Εκεί, κοντοστάθηκε. Δεν υπήρχε τρόπος να ανέβει στο αρκετά χαμηλό πεζοδρόμιο. Πλησίασε σε ένα σταθμευμένο αυτοκίνητο, το ζύγιασε, δοκίμασε να δει αν μπορεί να στηριχτεί πάνω του, το άφησε, άλλαξε γνώμη, στράφηκε προς την άλλη μεριά. Δεν είχε όμως άλλη λύση. Γύρισε, το ξαναέπιασε και ξαναδοκίμασε. Με πολλή προσπάθεια, κατάφερε να ανέβει στο πεζοδρόμιο… Πήγε στην άκρη, στη βιτρίνα της παρατημένης καφετέριας και βάδισε αργά με τον ίδιο
τρόμο στα μάτια σύριζα στον τοίχο, σαν να φοβόταν ότι αν πλησίαζε στη μεριά του δρόμου, αυτός θα την κατάπινε. Απομακρύνθηκε αργά, κρατώντας την απόσταση ασφαλείας από καθετί ζωντανό μέχρι να εξαφανιστεί από τα μάτια μου. Και αυτό πήρε αρκετή ώρα, καθώς ζύγιαζε κάθε της βήμα, σαν από αυτό να κρεμόταν η ζωή χιλιάδων αθώων και άμαχων πολιτών.
Μακριά από εδώ, στην Πτολεμαΐδα, το πρόσωπο της κρίσης είδε σχεδόν ταυτόχρονα με εμένα η κολλητή μου. Με πήρε αργά το βράδυ του Σαββάτου: «Ρε, Δώρα, δεν θα πιστέψεις αυτό που είδα. Κατέβηκα να βγάλω τα σκουπίδια, μετά το βραδινό. Και είδα έναν _πάνω από 30 δεν ήταν_ κανονικά ντυμένο, να ψάχνει τα σκουπίδια. Ξέρω, τα ακούω και στις ειδήσεις, εσείς στην Αθήνα, τα βλέπετε κάθε μέρα, αλλά εδώ δεν είναι το ίδιο, μια μικρή πόλη είμαστε και γνωριζόμαστε όλοι μεταξύ μας. Πρώτη φορά είδα τέτοιο πράγμα ρε συ». Ανέβηκε στο σπίτι της και έσφιξε στην αγκαλιά της δυνατά την κόρη της, πριν με πάρει τηλέφωνο: «Τι θα κάνουμε ρε φίλη;». Τι θα κάνουμε;
protagon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου