Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2011

«Αντιλαϊκισμός», το ανώτατο στάδιο του λαϊκισμού, του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου

«Ο προοδευτικός είναι εκείνος που κάνει τα πιο “εξτρεμιστικά” (φιλελεύθερα) πράγματα με το μειλίχιο και γλυκανάλατο τρόπο μιας μπαλάντας του Έλτον Τζον…» Τελευταία, και ιδίως μετά το ξέσπασμα της τρέχουσας κρίσης, έχει αρχίσει να παίρνει όλο και πιο ξεκάθαρη μορφή ένα καινούριο ιδεολογικό ρεύμα προωθούμενο από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και συνεπικουρούμενο από ένα μέρος του ακαδημαϊκού κόσμου καθώς και από κάποιους τριτοκοσμικά μοντερνίζοντες λογοτέχνες και «οργανικούς» –ου μην αλλά και «ελευθέρας βοσκής»– διανοούμενους.
Κύριο χαρακτηριστικό αυτού του ρεύματος είναι μια τάση να αντιμετωπίζεται, αντανακλαστικά σχεδόν, κάθε εκ των κάτω διαμαρτυρία με μια ηθικολογική ρητορεία η οποία, εν ονόματι του πολιτικού ρεαλισμού, της ευθύνης και της ευταξίας, επιθέτει σε κάθε κοινωνική διεκδίκηση, κριτική ή καταγγελία το στίγμα της ανευθυνότητας και του λαϊκισμού.
Στην ουσία, θα λέγαμε ότι πρόκειται για μια πραγματιστική μετάλλαξη ή αντιστροφή του λαϊκισμού ο οποίος είχε επικρατήσει στη χώρα κατά τις προηγούμενες χαρισάμενες δεκαετίες. Φαίνεται μάλιστα να ξεκινάει, κατά τραγική ειρωνεία, από μια εύλογη κατ’ αρχήν κριτική του λαϊκισμού εκείνης της περιόδου, μεταστρέφοντας τώρα τις αιχμές της από τον παρωχημένο και παροπλισμένο πλέον πασοκικό «εθνολαϊκισμό» στα σημερινά δεδομένα. Και λέμε «φαίνεται», διότι στην πραγματικότητα κάποια συστατικά εκείνης της φανφαρόνικης λαϊκίστικης ιδεολογίας έχουν μεταφερθεί και ενσωματωθεί στον πνευματικά νεοπλουτίστικο ρητορικό κορμό του «προοδευτικού» ρεύματος και της «υπεύθυνης» πολιτικής σκέψης. Ένα από τα συστατικά που αναβιώνουν σ’ αυτό το (νέο) φιλελεύθερο «αντιλαϊκιστικό» λαϊκισμό είναι, «εκσυγχρονιστικά» μεταποιημένος, και ο αλλοτινός βαρβάτος αντιδιανοουμενισμός – θυμηθείτε τους χλευαζόμενους «κουλτουριάρηδες» και τους «λαπάδες ποιητές». Ιδού μια τυπική σημερινή αναβαθμισμένη εκδοχή της ίδιας απαξιωτικής θεώρησης:
«Το κλασικό μοντέλο του διανοούμενου υπήρξε αυτό του οραματιστή της ουτοπίας. Παλιότερα τους αποκαλούσαν προφήτες. Αθεράπευτα ρομαντικοί, αιώνια απαισιόδοξοι, πάντοτε θυμωμένοι, με δραματικό οίστρο και ατράνταχτη γνώμη περί παντός του επιστητού, αναφέρονται και προσβλέπουν σ’ έναν τέλειο κόσμο, η σύγκριση του οποίου με την καθημερινή πραγματικότητα αποβαίνει αναπόφευκτα καταλυτική σε βάρος της δεύτερης. Ρέπουν λοιπόν προς τη μεγαλόσχημη καταγγελία στο όνομα κάποιας, παρελθούσας ή μελλοντικής, αλλά πάντα ασαφούς, ουτοπίας θεωρώντας ταυτόχρονα πως κατέχουν την απόλυτη αλήθεια». (* Στάθης Καλύβας, «Διανοούμενοι και προφήτες» εφ. Καθημερινή 22/8/2010)
Στο σημείο αυτό, αν ρωτούσε κανείς ποιος είναι άραγε ο στόχος τέτοιων ορθοπολιτικών καταγγελιών του (ανυπόστατου στη σημερινή πραγματικότητα) ουτοπιστικού «αρχαϊσμού», θα έθετε ένα μάλλον ρητορικό ερώτημα: ο στόχος αναδύεται εκ των εντός και εκτός κειμένου συμφραζομένων: στο βάθος διακρίνονται ήδη τα υλικά με τα οποία στήνεται το νέο σκηνικό: η απομυθοποίηση των μεγάλων «αφηγήσεων» υπό τη μορφή μιας «ψύχραιμης» (ανα)θεώρησης του παρελθόντος λειτουργεί ως άλλοθι ακριβώς του παρόντος κακού. Από αυτήν τη σκοπιά, όσοι μέσα στην κρίση που βιώνουμε διαπιστώνουν συμπτώματα, καταδείχνουν αιτίες ή εκφράζουν το ασφυκτικό «μη περαιτέρω» της κατάστασης διαδηλώνοντας ότι δεν πάει άλλο, στοχοποιούνται ως αθεράπευτα ρομαντικοί, γκρινιάρηδες, αρχαϊστές, ουτοπιστές-λαϊκιστές μ’ ένα λόγο.
Διότι τώρα που ο παλιός λαϊκισμός έχει δύσει στην ανυποληψία του, νέοι αστέρες μεσουρανούν στους τεχνητούς ουρανούς των μίντια που διαφημίζουν νέα είδωλα. Έχουμε περάσει στη λατρεία του «νέου» – «νέα» νέα αρχή, «νέα» Νέα Δημοκρατία, «νέος» νεοφιλελευθερισμός. Όλοι θέλουν να μηδενίσουν το κοντέρ, να ξαναχτιστεί μια νεόκοπη «νοικοκυροσύνη» στον τόπο. Με κάθε θυσία (των άλλων), με το ψαλίδισμα των οραμάτων, με την ισοπέδωση των ερωτημάτων, με την («εξίσου») καταδίκη των «άκρων» και την (επ)ανάκαμψη του φαντασματικού πολιτικού «κέντρου». Σ’ αυτό το κλίμα, λοιπόν, ο πραγματικός στόχος των ρεαλπολιτικών πραγματιστών δεν είναι ο λαϊκισμός του ανύπαρκτου κομμουνισμού αλλά η υπαρκτή κριτική του παρόντος και όζοντος κακού. Έχουν περάσει πλέον οι καιροί του ένδοξου λαϊκισμού που λαφυραγωγώντας κάποτε τα εαμικά κειμήλια οικοδόμησε τα νέα τζάκια της ελληνορθόδοξης παλαιοπασοκικής εθνικοφροσύνης. Στο μεγάλο διάστημα που κύλησε έκτοτε, η πραγματική σύγχρονη δυστυχία, η ξένη, η «άλλη» δυστυχία που γίνεται μέρα με τη μέρα δική μας δυστυχία, η συνακόλουθη Κρίση που έρχεται να μας κρίνει όλους, από τον Άγιο Παντελεήμονα ως τα Κολωνάκια των βορείων προαστίων, έδειξε πλέον, μαζί με τα νύχια της, και τα όρια των παλιών και νέων (λαϊκίστικων και ορθοπολιτικών) ιδεολογημάτων – έδειξε γυμνά τα Κέρδη και τα Συμφέροντα και ξεκαθάρισε την πραγματική διαχωριστική γραμμή.

Τώρα εκείνοι
οι χοντροί γαλάζιοι ραψωδοί, αφού ροκάνισαν τ’ αυτιά μας και την αντιεξουσιαστική γραβιέρα τρυπώνοντας από κόμμα σε κόμμα, έρχονται να σιγοντάρουν κι αυτοί τον «αντιλαϊσμό» της λιπαρής εξουσίας, η οποία υποδύεται από τα έδρανά της την «παρρησία»: «Όλοι μαζί τα φάγαμε!». Περιττό να πούμε πως αυτού του είδους ο «αντιλαϊσμός», αυτή η επίδειξη περιφρόνησης του «πολιτικού κόστους» δεν κοστίζει –αλλά ούτε και αξίζει– τίποτα.
37 χρόνια σημειώσεις
Δεν ξέρω αν πρόκειται για πείσμα ή όχι, πάντως οι σημειώσεις, μια περιοδική έκδοση που ξεκίνησε την πορεία της πριν από 37 χρόνια, ως μια συλλογική έκφραση ανοιχτής πολιτικής και πολισμικής ματιάς συνεχίζει τις άτακτες εμφανίσεις της μέχρι τις μέρες μας, με… τακτικές πάντοτε συνεργασίες. Τριανταεφτά χρόνια ιστορίας λοιπόν με 72 τεύχη εν συνόλω. Πιο πρόσφατο αυτό του περασμένου Νοέμβρη απ’ όπου και αποσπάσαμε «αυθαίρετα» το κείμενο του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου το οποίο δημοσιεύουμε στις παράπλευρες στήλες.
Εκτός από το κείμενο αυτό, στο πρόσφατο τεύχος των «σημειώσεων» θα βρείτε ακόμη: κείμενο του Στέφανου Ροζάνη «περί συμβόλων» των Βασίλη Αλεξίου και Παν. Καραγιάννη για τα όρια της μεταφοράς και τις μεταφορές των ορίων, κείμενο του Γιώργου Παπαπαναγιώτου για τον Αντον Πάνενουκ αλλά και του ίδιου του Πάννενουκ με τίτλο «Γιατί απέτυχαν τα προηγούμενα επαναστατικά κινήματα». Τέλος θα βρείτε ένα σημείο συνάντησης του Φρανσουά Βιγιόν με τον δικό μας Μάρκο Μέσκο μέσα από «ποιητικό» πόνημα του δεύτερο που τιτλοφορείται «Οι κλοσάρ των Βοδενών». Αναζητείστε το τεύχος στα κεντρικά βιβλιοπωλεία της πόλης, αξίζει τον κόπο!.
tvxs.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η φθορά της Ν.Δ. και το σχέδιο του ΠΑΣΟΚ

Τους τρόπους με τους οποίους θα αποδομηθεί η «πολιτική Μαξίμου» και θα έρθει στην επιφάνεια η μεγάλη φθορά της κυβέρνησης έχουν βρει στο ΠΑΣ...