Το καθαρό μήνυμα του ΔΝΤ προς την Ε.Ε. ότι οι μεταρρυθμίσεις δεν αρκούν για να ανακάμψουμε
Την προσεχή Δευτέρα το Διοικητικό Συμβούλιο του Διεθνούς
Νομισματικού Ταμείου θα ασχοληθεί με την Ελλάδα. Τα μέλη του θα πάρουν
και επισήμως στα χέρια τους την έκθεση που συνέταξε η ομάδα της Ντέλιας
Βελκουλέσκου στο πλαίσιο του άρθρου 4 του κανονισμού του ΔΝΤ. Η έκθεση
υποτίθεται ότι θα εφοδιάσει τα μέλη του Δ.Σ. του ΔΝΤ με τα τεχνοκρατικά
στοιχεία που είναι απαραίτητα για τη λήψη της κρίσιμης απόφασης:
«Μένουμε ή φεύγουμε από την Ελλάδα». Προφανώς, παρότι το ΔΝΤ είναι ένας κατ’ εξοχήν «τεχνοκρατικός
οργανισμός», κρίσιμο ρόλο θα παίξει και το πολιτικό στοιχείο. Όποιος
διαβάσει προσεκτικά την έκθεση – προσχέδιο της οποίας έχει ήδη
διαρρεύσει από την προηγούμενη εβδομάδα – αντιλαμβάνεται ότι ανάμεσα
στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και το ΔΝΤ υπάρχει τεράστια απόσταση.
Οι συντάκτες της έκθεσης φτάνουν στο σημείο να αποτυπώνουν στο
χαρτί αρκετές από τις διαφορές, οι οποίες έχουν να κάνουν με κρίσιμα
θέματα: τις προβλέψεις για την ανάπτυξη και την πορεία των πρωτογενών
πλεονασμάτων, τη «συνταγή» της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής και
τη βιωσιμότητα του χρέους.
Ούτε λίγο ούτε πολύ, οι συντάκτες της έκθεσης ζητούν από τις χώρες -
μέλη της Ευρωζώνης να... βάλουν λεφτά: «Ακόμη και αν προχωρήσουν όλες
οι φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα, η χώρα δεν μπορεί από μόνη της
να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του χρέους. Χρειάζεται σημαντικότατη μείωση
του χρέους από την πλευρά των Ευρωπαίων εταίρων προκειμένου να
εξασφαλιστεί η βιωσιμότητά του», αναφέρεται στο κείμενο συμπερασμάτων.
Τη στιγμή λοιπόν που στον δημόσιο διάλογο κυριαρχεί το αν η Ελλάδα
θα υποχρεωθεί να μειώσει το αφορολόγητο και να «κουρέψει» τις συντάξεις
κατ’ απαίτηση του ΔΝΤ, από την έκθεση αποκαλύπτεται ότι το Ταμείο έχει
μια πολύ πιο «σύνθετη» πρόταση για την από εδώ και στο εξής πορεία της
ελληνικής οικονομίας. Εκτός από τη διευθέτηση του χρέους, μιλάει:
για διεύρυνση της φορολογικής βάσης και μείωση των υψηλών φορολογικών συντελεστών,
για καλύτερη κατανομή της δαπάνης για τις συντάξεις ώστε να περισσέψουν πόροι για τη χρηματοδότηση του «κοινωνικού κράτους»,
για διατήρηση των πρωτογενών πλεονασμάτων σε πολύ πιο «λογικά»
επίπεδα σε σχέση με αυτά που προτείνουν οι Ευρωπαίοι (σ.σ.: 1,5% του ΑΕΠ
αντί για 3,5%)
και για αποφυγή συνέχισης της περιοριστικής πολιτικής λιτότητας, η
οποία θα θέσει σε κίνδυνο την επιστροφή της χώρας στην ανάπτυξη.
Οι αντιφάσεις του Ταμείου
Όποιος παρακολουθεί τη ρητορική του ΔΝΤ το τελευταίο διάστημα δεν
θα εντυπωσιαστεί από το τι αναφέρεται στο περιεχόμενο της έκθεσης. Το
θέμα όμως είναι – αυτό επισημαίνουν και στελέχη της ελληνικής κυβέρνησης
– ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δεν φαίνεται μέχρι τώρα να
υπερασπίζεται τις θέσεις που περιγράφει στις εκθέσεις.
Η βασική θέση «όχι άλλη λιτότητα» και «να μειωθούν τα πρωτογενή
πλεονάσματα στο 1,5%» στην πράξη ακυρώνεται. Το ΔΝΤ συμπληρώνει ότι «αν
οι Ευρωπαίοι και οι Έλληνες αποφασίσουν να ανεβάσουν τον πήχη των
πρωτογενών πλεονασμάτων στο 3,5%, τότε θα πρέπει να ληφθούν πρόσθετα
δημοσιονομικά μέτρα». Αυτομάτως πάει περίπατο η ρητορική περί
αναδιανομής των φορολογικών βαρών, ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους
κ.λπ.
Η μείωση του αφορολογήτου και το «κούρεμα» των συντάξεων γίνονται
απαραίτητες προϋποθέσεις για να εξασφαλιστεί ο βασικός δημοσιονομικός
στόχος. Όσο για τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους, από τη στιγμή που το
ΔΝΤ δεν επιμένει στην ανάγκη για αναδιάρθρωσή του – αν και το
χαρακτηρίζει ως εξαιρετικά μη βιώσιμο – αφήνει την Ελλάδα να κινηθεί σε
έναν εντελώς διαφορετικό δρόμο από αυτόν που το ίδιο προτείνει: μέσα από
την οδό της λιτότητας να προσπαθεί να εξυπηρετήσει ένα χρέος που δεν
θεωρείται εξυπηρετήσιμο.
Ακόμη και για ιστορικούς λόγους έχει πλέον πολύ μεγάλο ενδιαφέρον
το πώς θα καταλήξει αυτή η ιστορία. Ουσιαστικά, για να φανεί συνεπές το
Ταμείο βάσει των θέσεων που έχει πάρει μέσω της έκθεσης, θα πρέπει είτε
να αποχωρήσει από το ελληνικό πρόγραμμα είτε να αξιώσει από τους
Ευρωπαίους να κάνουν γενναίες παραχωρήσεις, ειδικά στο θέμα του χρέους.
Το αν θα γίνει κάτι από αυτά ή θα συμπιεστεί ακόμη μια φορά η
Ελλάδα από τις εκ διαμέτρου αντίθετες εκτιμήσεις των δύο πλευρών
(ευρωπαϊκών θεσμών και ΔΝΤ) θα φανεί τις αμέσως επόμενες ημέρες.
Οι προτάσεις
Οι προτάσεις στις οποίες καταλήγουν οι συντάκτες της έκθεσης του
ΔΝΤ «για να χαρακτηριστεί διατηρήσιμη η ανάπτυξη και για να διασφαλιστεί
ότι η Ελλάδα θα μπορέσει να γίνει πιο ανταγωνιστική μέσα στους κόλπους
της νομισματικής ένωσης παρέχοντας ταυτόχρονα μεγαλύτερη προστασία στους
οικονομικά πιο αδύναμους» είναι οι εξής:
1 Η Ελλάδα δεν χρειάζεται περαιτέρω δημοσιονομική προσαρμογή πέραν των μέτρων που έχουν ήδη δρομολογηθεί.
Σε μεσοπρόθεσμη βάση η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων θα πρέπει
να υποστηριχθεί από δημοσιονομικά ουδέτερες, υψηλής απόδοσης
μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα διευρύνουν τη φορολογική βάση και θα
καταστήσουν πιο ορθολογική τη δαπάνη για τις συντάξεις, επιτρέποντας
στον δημόσιο τομέα να προσφέρει καλύτερες υπηρεσίες και βοήθεια στις πιο
ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, δημιουργώντας ταυτόχρονα τις προϋποθέσεις
για αύξηση των επενδύσεων και ενίσχυση της ανάπτυξης.
Οι μεταρρυθμίσεις θα πρέπει επίσης να αποσκοπούν στην καταπολέμηση
της φοροδιαφυγής και τη μείωση του τεράστιου χρέους που έχουν
συσσωρεύσει οι φορολογούμενοι από απλήρωτους φόρους (σ.σ.: έχει
ξεπεράσει αισίως τα 95 δισ. ευρώ).
2 Τα «κόκκινα δάνεια» θα πρέπει να μειωθούν ταχέως
με «βιώσιμο» τρόπο, ώστε οι τράπεζες να μπορέσουν να επιτελέσουν το
έργο τους (χορήγηση δανείων) και να βοηθήσουν με αυτό τον τρόπο στην
τόνωση της ανάπτυξης. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, απαιτείται άμεσα αναμόρφωση του
νομοθετικού πλαισίου και να ενισχυθούν τα εργαλεία εποπτείας. Επίσης
πρέπει να ενισχυθεί η διοίκηση των τραπεζών και να εκλείψουν τα capital
controls με μέριμνα ώστε να διατηρηθεί η οικονομική σταθερότητα.
3 Χρειάζονται πιο φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις σε
εργασιακά, αγορά προϊόντων και υπηρεσιών προκειμένου να ενισχυθεί η
ανταγωνιστικότητα και να τονωθεί η ανάπτυξη. «Η επιστροφή στο
προηγούμενο λιγότερο ευέλικτο καθεστώς στην αγορά εργασίας θα πρέπει να
αποφευχθεί, καθώς αυτό θα αποτελούσε τεράστιο ρίσκο για την τόνωση των
επενδύσεων και για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας».
4 Η Ελλάδα δεν μπορεί να εξυπηρετήσει το χρέος της
– ακόμη και αν υλοποιηθούν οι μεταρρυθμίσεις – χωρίς σημαντική
απομείωσή του από την πλευρά των Ευρωπαίων εταίρων.
Οι προκλήσεις
Με βάση τους συντάκτες της έκθεσης, η Ελλάδα θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις ακόλουθες προκλήσεις:
1 Μια μη διατηρήσιμη οικονομική συνταγή, η οποία
προβλέπει την καταβολή υψηλών συντάξεων για τις αντοχές της ελληνικής
οικονομίας, που μάλιστα χρηματοδοτούνται από εξαιρετικά υψηλούς
φορολογικούς συντελεστές, οι οποίοι εφαρμόζονται σε περιορισμένη
φορολογική βάση.
2 Την αναποτελεσματική φορολογική διοίκηση, την
έλλειψη κουλτούρας πληρωμής φόρων και τη συνεχιζόμενη αύξηση των
ληξιπρόθεσμων οφειλών στην εφορία. Τα χρέη του ιδιωτικού τομέα στο
Δημόσιο έχουν φτάσει να αντιστοιχούν στο 70% του ΑΕΠ.
3 Τα «αδύναμα», όπως χαρακτηρίζονται, οικονομικά
μεγέθη των τραπεζών και τις ελλείψεις στον τομέα της τραπεζικής
διοίκησης. Το ΔΝΤ στηλιτεύει το γεγονός ότι το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής
Σταθερότητας δεν κατέστη δυνατό να «προστατευτεί» από την ανάμειξη της
πολιτικής εξουσίας.
4 Τις δυσκαμψίες που διατηρούνται στην αγορά
εμποδίζοντας την ανάπτυξη. Πίσω από αυτές τις «δυσκαμψίες» (π.χ. μη
απελευθέρωση κλειστών επαγγελμάτων) το ΔΝΤ εντοπίζει συγκεκριμένα
συμφέροντα.
Οι οικονομικές προβλέψεις
Με βάση την έκθεση του ΔΝΤ, η ανάπτυξη για το 2016 θα φτάσει στο
0,4% (υψηλότερα από τις προβλέψεις που είχαν γίνει μέχρι τώρα και από
την Κομισιόν και από την ελληνική κυβέρνηση). Για το 2017 ανεβάζει τον
πήχη της ανάπτυξης στο 2,7% υπό την προϋπόθεση:
ότι θα εφαρμοστούν όσα προβλέπονται στο μνημόνιο,
ότι η Ελλάδα θα ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ,
ότι θα εξαλειφθούν γρήγορα τα capital controls (σ.σ.: η ομάδα του ΔΝΤ προτείνει διατήρησή τους για ακόμη έναν χρόνο)
και ότι θα επιταχυνθεί η διαδικασία αποπληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου.
Για τα επόμενα χρόνια, όμως, το ΔΝΤ κάνει λιγότερο αισιόδοξες
προβλέψεις σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Ελλάδα. Έτσι:
1. Για το 2018 προβλέπεται ανάπτυξη 2,6%.
2. Για το 2019 προβλέπεται 2,4%.
3. Για το 2020 προβλέπεται 2%.
Στην έκθεση του ΔΝΤ διαπιστώνεται δομικό πρόβλημα ανεργίας, ενώ
προβλέπεται ότι το ποσοστό θα μειωθεί από το 23,2% το 2016 στο 21,3% το
2017, στο 19,8% το 2018, στο 19% το 2019 και στο 18,4% το 2020. Μάλιστα,
αναφέρεται και το στοιχείο που περιέγραψε προ ημερών ο Πολ Τόμσεν
προκαλώντας την αντίδραση του Ευκλείδη Τσακαλώτου: ότι δηλαδή η ανεργία
στην Ελλάδα θα παραμείνει σε διψήφια επίπεδα μέχρι και το 2040.
Στο κρίσιμο θέμα του πρωτογενούς πλεονάσματος η ομάδα της Ντέλια
Βελκουλέσκου ξεκινάει από πολύ χαμηλή «αφετηρία»: παραδέχεται ότι το
2016 θα υπάρξει υπεραπόδοση και προσδιορίζει το πρωτογενές πλεόνασμα στο
1% αντί για 0,5% που είναι ο στόχος. Την ίδια στιγμή όμως η ελληνική
κυβέρνηση έχει ενημερώσει τους θεσμούς ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα
διαμορφωθεί κοντά στο 2%.
Οι συντάκτες της έκθεσης έχουν καταστρώσει και ένα δυσμενές
σενάριο, το οποίο κατεβάζει τον πήχη της ανάπτυξης στο 1,1% για το 2017
και στο 1,2% για το 2018. Το σενάριο αυτό στηρίζεται στις παραδοχές ότι
θα παραμείνουν τα capital controls, ότι δεν θα μπουν τα ελληνικά ομόλογα
στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, ότι δεν θα εφαρμοστούν οι
μεταρρυθμίσεις κ.λπ.
Με αυτές τις παραδοχές το ΔΝΤ κατεβάζει τον πήχη της ανάπτυξης στο
0,3% (κατά μέσον όρο) σε μακροπρόθεσμη βάση. Αξίζει πάντως να σημειωθεί
ότι και οι ίδιοι οι συντάκτες της έκθεσης του ΔΝΤ αναγνωρίζουν τις
διαφορετικές εκτιμήσεις με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς όσον αφορά την
ανάπτυξη.
http://www.topontiki.gr/article/205856/valte-lefta-stin-ellada
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου