Του Νίκου Μπέλλου
Η προχθεσινή συμφωνία στο Εurogroup για την Ελλάδα μπορεί να ξεκαθαρίζει το τοπίο σχετικά με τη δεύτερη αξιολόγηση, αλλά και την επόμενη μέρα μετά τη λήξη του προγράμματος το καλοκαίρι του 2018, ωστόσο οι διαπραγματεύσεις για τη διαμόρφωση των όρων και των προϋποθέσεων θα είναι δύσκολες, ενώ είναι βέβαιο πως ορισμένες επιμέρους αποφάσεις θα πλήξουν μεγάλο μέρος των πολιτών.
Στις Βρυξέλλες εμφανίζονται ικανοποιημένοι σε σχέση με τη συμφωνία που επιτεύχθηκε, καθώς απομακρύνεται ο άμεσος κίνδυνος νέας ελληνικής κρίσης στην Ευρωζώνη, σε μια ταραχώδη περίοδο για την Ευρώπη και εν όψει δύσκολων εκλογικών αναμετρήσεων σε σημαντικές χώρες. Είναι ικανοποιημένοι επίσης γιατί αυτή τη φορά η κυβέρνηση και οι δανειστές συμφώνησαν σε σχέση με το τι θέλουν και το πώς θα το πετύχουν.
Από κει και πέρα η κυβέρνηση φαίνεται ότι έκανε την πολιτική επιλογή της, που είναι η αποφυγή της ρήξης με τους δανειστές. Τα δύσκολα, όμως, είναι μπροστά της, γιατί θα πρέπει τώρα τα μέτρα να κοστολογηθούν και να ψηφιστούν από την κυβερνητική πλειοψηφία.
Το «δεν θα υπάρξει πρόσθετη λιτότητα ούτε ένα ευρώ» για τους πολίτες, που επαναλαμβάνουν από προχθές το βράδυ τα κυβερνητικά στελέχη, θα πρέπει να το αποδείξει και στην πράξη η κυβέρνηση. Δυστυχώς, ωστόσο, όσο περνούν οι ώρες και γίνονται γνωστές οι λεπτομέρειες, δεν προκύπτει η παραπάνω διαβεβαίωση.
Είναι προφανές ότι οι Ευρωπαίοι, θέλοντας να πάρουν πάση θυσία μαζί τους στο πρόγραμμα το ΔΝΤ, υποχώρησαν και δέχτηκαν τα βασικά σημεία των απαιτήσεών του, που ήταν να ανοίξουν εκ νέου το συνταξιοδοτικό και το φορολογικό, θέματα που δεν βρίσκονταν αρχικά στην ατζέντα της δεύτερης αξιολόγησης.
Το αφορολόγητο θα μειωθεί, ενώ θα μειωθεί, εάν δεν καταργηθεί εντελώς, η προσωπική διαφορά στις συντάξεις. Το ακριβές ύψος θα είναι προϊόν της διαπραγμάτευσης που θα γίνει στην Αθήνα μεταξύ των επικεφαλής των θεσμών και της κυβέρνησης. Το ΔΤΝ ζητεί δημοσιονομικά μέτρα 2% του ΑΕΠ ή 3,6 δισ. ευρώ, ωστόσο στις διαπραγματεύσεις που θα γίνουν μπορεί να μετριάσει τις απαιτήσεις του, λαμβάνοντας καλύτερα υπόψη τις πιο θετικές προβλέψεις της Κομισιόν για την ελληνική οικονομία, καθώς και τα τελευταία επίσημα δημοσιονομικά στοιχεία.
Όπως διευκρινίστηκε χθες στις Βρυξέλλες από κοινοτική πηγή, οι παραπάνω παρεμβάσεις θα νομοθετηθούν τώρα και θα εφαρμοστούν 1η Ιανουαρίου 2019. Με άλλα λόγια, οι μειώσεις που θα αποφασιστούν στο αφορολόγητο και στις συντάξεις θα εφαρμοστούν ανεξάρτητα από το αν επιτευχθούν ή όχι τα πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ από το 2018.
Η αναδιανομή
Αυτό που η κυβέρνηση πήρε ως διαβεβαίωση από τους εταίρους, και προφανώς θα αποτυπώνεται στην τελική συμφωνία, είναι σε περίπτωση που πετυχαίνει τον στόχο του πλεονάσματος, τότε η όποια υπεραπόδοση υπάρχει θα αναδιανέμεται στους πολίτες και στην οικονομία με τον τρόπο που θα συμφωνηθεί με τους θεσμούς. Για παράδειγμα, θα μπορεί να μειώνεται η φορολογία των φυσικών προσώπων, των κερδών των επιχειρήσεων, των ασφαλιστικών εισφορών, του ΕΝΦΙΑ ή άλλων έμμεσων φόρων. Θεωρητικά μπορεί να δίνει και το σύνολο των προνομοθετημένων μέτρων αν πετύχει χωρίς αυτά πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ ή τη διαφορά που θα προκύπτει. Σε κάθε περίπτωση η κυβέρνηση θα μπορεί να προνομοθετήσει και αυτά τα μέτρα, τα λεγόμενα θετικά για τους πολίτες και την οικονομία, αλλά η εφαρμογή τους ή όχι θα εξαρτάται από τις δημοσιονομικές επιδόσεις και την επίτευξη του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα.
Πέρα από το ποσό των μέτρων που θα πρέπει να καθοριστεί, οι Ευρωπαίοι δανειστές θα πρέπει να συμφωνήσουν και στη διάρκεια κατά την οποία η Ελλάδα θα πρέπει να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ. Στο «τραπέζι» υπάρχουν τρεις προτάσεις, του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε για 10 χρόνια, του Γερούν Ντέισελμπλουμ για 5 και της κυβέρνησης, που επιδιώκει 3 χρόνια.
Στο ερώτημα τι θα δώσουν οι Ευρωπαίοι εταίροι, αυτό που θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο είναι η ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της EKT. Αυτό θα μπορούσε να αποφασιστεί στη συνεδρίαση της ΕΚΤ στις 27 Απριλίου, εφόσον μέχρι τότε υπάρξει οριστική συμφωνία σε σχέση με τη δεύτερη αξιολόγηση.
Σχετικά με το χρέος η κατάσταση είναι «θολή», δεδομένου ότι οι Ευρωπαίοι δεν φαίνονται διατεθειμένοι -λόγω των εκλογών σε Ολλανδία, Γαλλία και Γερμανία- να αποφασίσουν από τώρα τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσής του. Ωστόσο, πρέπει να βρεθεί μια λύση, γιατί τη βιωσιμότητα του χρέους τη χρειάζονται τόσο το ΔΝΤ για να συμμετάσχει στο πρόγραμμα όσο και η ΕΚΤ για να εντάξει την Ελλάδα στο QE. Θα πρέπει δηλαδή να δοθούν ρητές διαβεβαιώσεις για περαιτέρω μέτρα εντός του 2018 και σίγουρα πριν από τη λήξη του προγράμματος.
Η κυβέρνηση θέλει επίσης με τη βοήθεια των δανειστών να πάρει ένα δάνειο ύψους μέχρι 3 δισ. ευρώ για τη χρηματοδότηση μαζικής δράσης με στόχο την καταπολέμηση της ανεργίας.
Όσον αφορά το πότε θα ληφθούν οι αποφάσεις, χθες στις Βρυξέλλες ανέφεραν ότι θεωρητικά θα μπορούσαν να κλείσουν όλα μέχρι το επόμενο Εurogroup, της 20ής Μαρτίου, ωστόσο επειδή οι εκκρεμότητες και τα θέματα που θα συζητηθούν είναι πολλά, προτάσσουν ως πιθανότερη ημερομηνία τη μεθεπόμενη συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης, στις 7 Απριλίου.
Η εκταμίευση της δόσης που μπορεί να φτάσει τα 10 δισ. ευρώ μαζί με την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου θα γίνει μετά τη νομοθέτηση όλων των αποφάσεων από την κυβέρνηση και την υλοποίηση των προαπαιτούμενων δράσεων.
Ταχύτητα για λόγους αξιοπιστίας
Eρωτηθείς σε σχέση με το χρονοδιάγραμμα, ο πρόεδρος του Εurogroup Γερούν Ντέισελμπλουμ, αφού ανέφερε χθες ότι θα πρέπει να γίνει πολλή δουλειά στην Αθήνα, πρόσθεσε ότι ναι μεν δεν υπάρχει βιασύνη, γιατί δεν βρισκόμαστε σε έκτακτη ανάγκη από πλευράς ρευστότητας, ωστόσο η συμφωνία πρέπει να επιτευχθεί το συντομότερο για λόγους αξιοπιστίας της Ελλάδας. «Πρέπει να γίνουν μεγάλες μεταρρυθμίσεις και οι συζητήσεις θα αφορούν το φορολογικό, το συνταξιοδοτικό και τα εργασιακά» κατέληξε ο ανώτατος αξιωματούχος του Εurogroup.
http://www.naftemporiki.gr/finance/story/1207694
Η προχθεσινή συμφωνία στο Εurogroup για την Ελλάδα μπορεί να ξεκαθαρίζει το τοπίο σχετικά με τη δεύτερη αξιολόγηση, αλλά και την επόμενη μέρα μετά τη λήξη του προγράμματος το καλοκαίρι του 2018, ωστόσο οι διαπραγματεύσεις για τη διαμόρφωση των όρων και των προϋποθέσεων θα είναι δύσκολες, ενώ είναι βέβαιο πως ορισμένες επιμέρους αποφάσεις θα πλήξουν μεγάλο μέρος των πολιτών.
Στις Βρυξέλλες εμφανίζονται ικανοποιημένοι σε σχέση με τη συμφωνία που επιτεύχθηκε, καθώς απομακρύνεται ο άμεσος κίνδυνος νέας ελληνικής κρίσης στην Ευρωζώνη, σε μια ταραχώδη περίοδο για την Ευρώπη και εν όψει δύσκολων εκλογικών αναμετρήσεων σε σημαντικές χώρες. Είναι ικανοποιημένοι επίσης γιατί αυτή τη φορά η κυβέρνηση και οι δανειστές συμφώνησαν σε σχέση με το τι θέλουν και το πώς θα το πετύχουν.
Από κει και πέρα η κυβέρνηση φαίνεται ότι έκανε την πολιτική επιλογή της, που είναι η αποφυγή της ρήξης με τους δανειστές. Τα δύσκολα, όμως, είναι μπροστά της, γιατί θα πρέπει τώρα τα μέτρα να κοστολογηθούν και να ψηφιστούν από την κυβερνητική πλειοψηφία.
Το «δεν θα υπάρξει πρόσθετη λιτότητα ούτε ένα ευρώ» για τους πολίτες, που επαναλαμβάνουν από προχθές το βράδυ τα κυβερνητικά στελέχη, θα πρέπει να το αποδείξει και στην πράξη η κυβέρνηση. Δυστυχώς, ωστόσο, όσο περνούν οι ώρες και γίνονται γνωστές οι λεπτομέρειες, δεν προκύπτει η παραπάνω διαβεβαίωση.
Είναι προφανές ότι οι Ευρωπαίοι, θέλοντας να πάρουν πάση θυσία μαζί τους στο πρόγραμμα το ΔΝΤ, υποχώρησαν και δέχτηκαν τα βασικά σημεία των απαιτήσεών του, που ήταν να ανοίξουν εκ νέου το συνταξιοδοτικό και το φορολογικό, θέματα που δεν βρίσκονταν αρχικά στην ατζέντα της δεύτερης αξιολόγησης.
Το αφορολόγητο θα μειωθεί, ενώ θα μειωθεί, εάν δεν καταργηθεί εντελώς, η προσωπική διαφορά στις συντάξεις. Το ακριβές ύψος θα είναι προϊόν της διαπραγμάτευσης που θα γίνει στην Αθήνα μεταξύ των επικεφαλής των θεσμών και της κυβέρνησης. Το ΔΤΝ ζητεί δημοσιονομικά μέτρα 2% του ΑΕΠ ή 3,6 δισ. ευρώ, ωστόσο στις διαπραγματεύσεις που θα γίνουν μπορεί να μετριάσει τις απαιτήσεις του, λαμβάνοντας καλύτερα υπόψη τις πιο θετικές προβλέψεις της Κομισιόν για την ελληνική οικονομία, καθώς και τα τελευταία επίσημα δημοσιονομικά στοιχεία.
Όπως διευκρινίστηκε χθες στις Βρυξέλλες από κοινοτική πηγή, οι παραπάνω παρεμβάσεις θα νομοθετηθούν τώρα και θα εφαρμοστούν 1η Ιανουαρίου 2019. Με άλλα λόγια, οι μειώσεις που θα αποφασιστούν στο αφορολόγητο και στις συντάξεις θα εφαρμοστούν ανεξάρτητα από το αν επιτευχθούν ή όχι τα πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ από το 2018.
Η αναδιανομή
Αυτό που η κυβέρνηση πήρε ως διαβεβαίωση από τους εταίρους, και προφανώς θα αποτυπώνεται στην τελική συμφωνία, είναι σε περίπτωση που πετυχαίνει τον στόχο του πλεονάσματος, τότε η όποια υπεραπόδοση υπάρχει θα αναδιανέμεται στους πολίτες και στην οικονομία με τον τρόπο που θα συμφωνηθεί με τους θεσμούς. Για παράδειγμα, θα μπορεί να μειώνεται η φορολογία των φυσικών προσώπων, των κερδών των επιχειρήσεων, των ασφαλιστικών εισφορών, του ΕΝΦΙΑ ή άλλων έμμεσων φόρων. Θεωρητικά μπορεί να δίνει και το σύνολο των προνομοθετημένων μέτρων αν πετύχει χωρίς αυτά πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ ή τη διαφορά που θα προκύπτει. Σε κάθε περίπτωση η κυβέρνηση θα μπορεί να προνομοθετήσει και αυτά τα μέτρα, τα λεγόμενα θετικά για τους πολίτες και την οικονομία, αλλά η εφαρμογή τους ή όχι θα εξαρτάται από τις δημοσιονομικές επιδόσεις και την επίτευξη του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα.
Πέρα από το ποσό των μέτρων που θα πρέπει να καθοριστεί, οι Ευρωπαίοι δανειστές θα πρέπει να συμφωνήσουν και στη διάρκεια κατά την οποία η Ελλάδα θα πρέπει να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ. Στο «τραπέζι» υπάρχουν τρεις προτάσεις, του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε για 10 χρόνια, του Γερούν Ντέισελμπλουμ για 5 και της κυβέρνησης, που επιδιώκει 3 χρόνια.
Στο ερώτημα τι θα δώσουν οι Ευρωπαίοι εταίροι, αυτό που θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο είναι η ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της EKT. Αυτό θα μπορούσε να αποφασιστεί στη συνεδρίαση της ΕΚΤ στις 27 Απριλίου, εφόσον μέχρι τότε υπάρξει οριστική συμφωνία σε σχέση με τη δεύτερη αξιολόγηση.
Σχετικά με το χρέος η κατάσταση είναι «θολή», δεδομένου ότι οι Ευρωπαίοι δεν φαίνονται διατεθειμένοι -λόγω των εκλογών σε Ολλανδία, Γαλλία και Γερμανία- να αποφασίσουν από τώρα τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσής του. Ωστόσο, πρέπει να βρεθεί μια λύση, γιατί τη βιωσιμότητα του χρέους τη χρειάζονται τόσο το ΔΝΤ για να συμμετάσχει στο πρόγραμμα όσο και η ΕΚΤ για να εντάξει την Ελλάδα στο QE. Θα πρέπει δηλαδή να δοθούν ρητές διαβεβαιώσεις για περαιτέρω μέτρα εντός του 2018 και σίγουρα πριν από τη λήξη του προγράμματος.
Η κυβέρνηση θέλει επίσης με τη βοήθεια των δανειστών να πάρει ένα δάνειο ύψους μέχρι 3 δισ. ευρώ για τη χρηματοδότηση μαζικής δράσης με στόχο την καταπολέμηση της ανεργίας.
Όσον αφορά το πότε θα ληφθούν οι αποφάσεις, χθες στις Βρυξέλλες ανέφεραν ότι θεωρητικά θα μπορούσαν να κλείσουν όλα μέχρι το επόμενο Εurogroup, της 20ής Μαρτίου, ωστόσο επειδή οι εκκρεμότητες και τα θέματα που θα συζητηθούν είναι πολλά, προτάσσουν ως πιθανότερη ημερομηνία τη μεθεπόμενη συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης, στις 7 Απριλίου.
Η εκταμίευση της δόσης που μπορεί να φτάσει τα 10 δισ. ευρώ μαζί με την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου θα γίνει μετά τη νομοθέτηση όλων των αποφάσεων από την κυβέρνηση και την υλοποίηση των προαπαιτούμενων δράσεων.
Ταχύτητα για λόγους αξιοπιστίας
Eρωτηθείς σε σχέση με το χρονοδιάγραμμα, ο πρόεδρος του Εurogroup Γερούν Ντέισελμπλουμ, αφού ανέφερε χθες ότι θα πρέπει να γίνει πολλή δουλειά στην Αθήνα, πρόσθεσε ότι ναι μεν δεν υπάρχει βιασύνη, γιατί δεν βρισκόμαστε σε έκτακτη ανάγκη από πλευράς ρευστότητας, ωστόσο η συμφωνία πρέπει να επιτευχθεί το συντομότερο για λόγους αξιοπιστίας της Ελλάδας. «Πρέπει να γίνουν μεγάλες μεταρρυθμίσεις και οι συζητήσεις θα αφορούν το φορολογικό, το συνταξιοδοτικό και τα εργασιακά» κατέληξε ο ανώτατος αξιωματούχος του Εurogroup.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου