Παρόλο που οι εξελίξεις τρέχουν και η απόφαση του Eurogroup μοιάζει ήδη παλιά, πρέπει να ξεκινήσουμε από αυτή. Γιατί η απόφαση oδηγεί σε κρίση όχι μόνο το κυπριακό, αλλά όλο το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, και περισσότερο των χωρών του Νότου. Το ζήτημα δεν είναι, όπως λέγεται, αν το ποσοστό της Κύπρου στο ΑΕΠ της Ένωσης είναι μόνο 0,2% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ — άρα απορροφήσιμο. Το ζήτημα είναι ότι με αυτή την απόφαση, όσο και αν ο Σόιμπλε ή οι άλλοι ευρωπαίοι ηγέτες λένε ότι η Κύπρος είναι ιδιαίτερη και ανεπανάληπτη περίπτωση, η προοπτική του κουρέματος επικρέμαται απειλητικά σε όλο τον ευρωπαϊκό Νότο. Ποιος καταθέτης στην Ιταλία, λ.χ., θα πιστέψει ότι αν η τράπεζά του (όπως η Banca Monte dei Pasch στη Σιένα) βρίσκεται σε δυσκολία –ή οι τράπεζες γενικότερα ή σε μια περίοδο αβεβαιότητας– δεν πρέπει να ορμήσει να σηκώσει τα
λεφτά του, για να
τα σώσει; Διότι θα περιμένει ένα κούρεμα, μικρότερο ή μεγαλύτερο.
Υπάρχει μεγάλος κίνδυνος αυτή η αίσθηση να εξαπλωθεί σε όλο το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα — και ο κίνδυνος υπάρχει ακόμα και μετά την απόρριψη του σχεδίου από την κυπριακή Βουλή. Κι αυτό γιατί η απόφαση του Eurogroup (ακόμα κι αν λένε ότι θα ίσχυε «ειδικά» μόνο για την Κύπρο, ακόμα και αν τελικά δεν εφαρμοστεί) υπάρχει και την έμαθαν όλοι, τινάζοντας στον αέρα τις διαβεβαιώσεις περί «εγγυήσεως των καταθέσεων» που είχαν διατυπωθεί στην αρχή της κρίσης. Άρα, μπορεί να εφαρμοστεί κάποια άλλη στιγμή οπουδήποτε αλλού.
Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο, η θετική ψήφος του Γιάννη Στουρνάρα έχει μεγάλο βάρος, τη στιγμή που οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται στην κατάσταση που βρίσκονται (το ίδιο ισχύει και για τους υπουργούς Οικονομικών της Ισπανίας, της Ιταλίας και της Πορτογαλίας). Φυσικά, όταν λέμε «Στουρνάρας» εννοούμε «Σαμαράς», γιατί είναι προφανές ότι σε τέτοια ζητήματα δεν αποφασίζει ο υπουργός Οικονομικών μόνος του, κανένας υπουργός δεν παίρνει τέτοιες αποφάσεις χωρίς να ενημερώσει τον πρωθυπουργό, ο οποίος έχει την τελική πολιτική ευθύνη — ακόμα και αν πρόκειται για εφαρμογή της «πάγιας εντολής: «Λέμε ναι σε ό,τι πει το Eurogroup».
Κατά τη γνώμη μου, υπάρχουν δύο εξηγήσεις για την απόφαση αυτή του Eurogroup.
Η πρώτη είναι ο νεοφιλελεύθερος δογματισμός: ο καταθέτης ας προσέχει πού βάζει τα λεφτά του. Αυτή η αρχή όμως δεν μπορεί να ισχύει προπάντων όταν πρόκειται για μικροκαταθέτες και μικροαποταμιευτές που δεν έχουν, ούτε μπορούν να έχουν, καμία πληροφόρηση και καμία δυνατότητα σύγκρισης των τραπεζικών ιδρυμάτων.
Η δεύτερη είναι ότι τα κεφάλαια που θα έφευγαν από την Κύπρο, αν εφαρμοζόταν η απόφαση (γιατί είναι σίγουρο ότι θα είχαμε μαζική φυγή μεγάλων κεφαλαίων μετά το κούρεμα) θα μετακινούνταν σε πιο «σίγουρες» χώρες. Όπως στην Ελλάδα το διάστημα που έφευγαν οι καταθέσεις, το ίδιο θα γινόταν –ή θα γίνει– και με την Κύπρο: η Κύπρος, όπως η Ελλάδα, η Ισπανία, η Πορτογαλία, θα χρηματοδοτούσε με φτηνό χρήμα τη γερμανική, την αυστριακή ή την ολλανδική κ.ο.κ. οικονομία, αλλά και τους προϋπολογισμούς αυτών των κρατών. Σήμερα, ήδη οι επιχειρήσεις των βόρειων κρατών της Ευρώπης δανείζονται με επιτόκια κατά 50% χαμηλότερα από των νότιων κρατών, και για μια ακόμα φορά το γερμανικό δημόσιο δανείστηκε με αρνητικά επιτόκια.
Η απόφαση του Eurogroup είναι, λοιπόν, και μια απόφαση που αποσκοπεί στον περιορισμό του κυπριακού τραπεζικού συστήματος. Πρόκειται για τη γενική στάση των οργάνων της Ε.Ε. απέναντι σε επιχειρήσεις, ιδίως τράπεζες, που διασώζονται με δημόσια παρέμβαση: τις υποχρεώνουν να συρρικνωθούν, προς όφελος των «υγιών» ανταγωνιστών τους. Ασφαλώς, τα πράγματα είναι περίπλοκα. Οι τράπεζες του Βορρά, λ.χ., μετέχουν στις τράπεζες του Νότου. Επίσης, οι μεγάλες νότιες τράπεζες υπάρχουν και στον Βορρά: η μεγαλύτερη ισπανική τράπεζα, η Santander, δραστηριοποιείται σε όλη την Ευρώπη, κι έτσι, αν χάσει στην Ισπανία, μπορεί να κερδίσει στη Γερμανία — αυτό βέβαια ισχύει για τη Santander, όχι για την ισπανική οικονομία και τον κοσμάκη στην Ισπανία.
Υπάρχουν βέβαια αντιδράσεις και από την πλευρά ορισμένων νεοφιλελεύθερων οι οποίοι βλέπουν τον κίνδυνο για το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα συνολικά ή φοβούνται ότι αυτή η εξέλιξη μπορεί να ευνοήσει το αίτημα για φορολόγηση των μεγάλων περιουσιών.
Το σκανδαλώδες στην Κύπρο δεν είναι αυτή καθαυτή η επιβολή μιας έκτακτης εισφοράς στις καταθέσεις. Το σκανδαλώδες είναι, πρώτον, ότι αφορά και τους μικροκαταθέτες, ότι ουσιαστικά εξισώνονται οι εκατομμυριούχοι με τους μικροσυνταξιούχους. Εκτός αυτού, αυτές που βρίσκονται σε δυσκολία είναι οι δύο μεγάλες κυπριακές τράπεζες, ενώ τα μέτρα αφορούν και τις μικρές συνεταιριστικές τράπεζες, αλλά και τις καταθέσεις ασφαλιστικών ταμείων και ταμείων. Και, δεύτερον, το σκανδαλώδες είναι ότι τα λεφτά του κουρέματος πηγαίνουν υπέρ των τραπεζιτών. Για διάσωση των τραπεζιτών πρόκειται και όχι, όπως λέγεται, για διάσωση της κυπριακής οικονομίας.
Η απόφαση του Eurogroup είναι επικίνδυνη και για τη συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης της ίδιας. Ήδη την Παρασκευή της περασμένης εβδομάδας, μετά την ανακοίνωση της απόφασης –και πριν την καταψήφισή της από την κυπριακή Βουλή, ας το προσέξουμε– η PIMCO, το μεγαλύτερο Fund παγκοσμίως, ανακοίνωσε ότι θα περιορίσει τις τοποθετήσεις του σε ευρώ, γιατί η απόφαση δείχνει, όπως λέει, ότι το ευρώ δεν είναι ασφαλές.
Όσον αφορά τις προοπτικές που ανοίγονται για την Κύπρο, μετά την αρνητική ψήφο της Βουλής, η πρώτη εναλλακτική δυνατότητα που έχει, κατά τη γνώμη μου, μετά την απόρριψη του σχεδίου, είναι να μπει σε διαπραγμάτευση για βοήθεια από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και εκεί η Κύπρος έχει ατού, όπως η στρατηγική της θέση, οι υδρογονάνθρακες, η θέση της ως τραπεζικού κέντρου· νομίζω ότι είναι πολύ ισχυρά χαρτιά αυτά. Κα, βέβαια, χρειάζεται η συνέχιση της προσπάθειας, να μεταφερθεί το ζήτημα εκτός Ένωσης, να αναζητηθούν συμμαχίες και αλλού.
Το σημαντικό στην περίπτωση της Κύπρου είναι το «Όχι» του κοινοβουλίου και ο τρόπος που επιτεύχθηκε. Κατά τη γνώμη μου, πρόκειται για πολιτική νίκη της Αριστεράς, του ΑΚΕΛ που εξαρχής απέρριψε το σχέδιο του Eurogroup, επιδίωξε και πέτυχε τη λαϊκή κινητοποίηση και πολιτικές συμμαχίες που στρίμωξαν την κυπριακή Δεξιά και την κυβέρνηση Αναστασιάδη, αναγκάζοντάς την να υπαναχωρήσει, ενώ αρχικά είχε δεχτεί το ευρωπαϊκό τελεσίγραφο. Δεν μπορούμε να προβλέψουμε την κατάληξη του δράματος: πάντως, θα επηρεαστεί καθοριστικά από τη διατήρηση της λαϊκής ενότητας, γιατί άλλος παράγοντας πίεσης και απόκρουσης της εκστρατείας τρομοκράτησης, που ήδη εκτυλίσσεται, δεν υπάρχει.
Left.gr
τα σώσει; Διότι θα περιμένει ένα κούρεμα, μικρότερο ή μεγαλύτερο.
Υπάρχει μεγάλος κίνδυνος αυτή η αίσθηση να εξαπλωθεί σε όλο το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα — και ο κίνδυνος υπάρχει ακόμα και μετά την απόρριψη του σχεδίου από την κυπριακή Βουλή. Κι αυτό γιατί η απόφαση του Eurogroup (ακόμα κι αν λένε ότι θα ίσχυε «ειδικά» μόνο για την Κύπρο, ακόμα και αν τελικά δεν εφαρμοστεί) υπάρχει και την έμαθαν όλοι, τινάζοντας στον αέρα τις διαβεβαιώσεις περί «εγγυήσεως των καταθέσεων» που είχαν διατυπωθεί στην αρχή της κρίσης. Άρα, μπορεί να εφαρμοστεί κάποια άλλη στιγμή οπουδήποτε αλλού.
Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο, η θετική ψήφος του Γιάννη Στουρνάρα έχει μεγάλο βάρος, τη στιγμή που οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται στην κατάσταση που βρίσκονται (το ίδιο ισχύει και για τους υπουργούς Οικονομικών της Ισπανίας, της Ιταλίας και της Πορτογαλίας). Φυσικά, όταν λέμε «Στουρνάρας» εννοούμε «Σαμαράς», γιατί είναι προφανές ότι σε τέτοια ζητήματα δεν αποφασίζει ο υπουργός Οικονομικών μόνος του, κανένας υπουργός δεν παίρνει τέτοιες αποφάσεις χωρίς να ενημερώσει τον πρωθυπουργό, ο οποίος έχει την τελική πολιτική ευθύνη — ακόμα και αν πρόκειται για εφαρμογή της «πάγιας εντολής: «Λέμε ναι σε ό,τι πει το Eurogroup».
Κατά τη γνώμη μου, υπάρχουν δύο εξηγήσεις για την απόφαση αυτή του Eurogroup.
Η πρώτη είναι ο νεοφιλελεύθερος δογματισμός: ο καταθέτης ας προσέχει πού βάζει τα λεφτά του. Αυτή η αρχή όμως δεν μπορεί να ισχύει προπάντων όταν πρόκειται για μικροκαταθέτες και μικροαποταμιευτές που δεν έχουν, ούτε μπορούν να έχουν, καμία πληροφόρηση και καμία δυνατότητα σύγκρισης των τραπεζικών ιδρυμάτων.
Η δεύτερη είναι ότι τα κεφάλαια που θα έφευγαν από την Κύπρο, αν εφαρμοζόταν η απόφαση (γιατί είναι σίγουρο ότι θα είχαμε μαζική φυγή μεγάλων κεφαλαίων μετά το κούρεμα) θα μετακινούνταν σε πιο «σίγουρες» χώρες. Όπως στην Ελλάδα το διάστημα που έφευγαν οι καταθέσεις, το ίδιο θα γινόταν –ή θα γίνει– και με την Κύπρο: η Κύπρος, όπως η Ελλάδα, η Ισπανία, η Πορτογαλία, θα χρηματοδοτούσε με φτηνό χρήμα τη γερμανική, την αυστριακή ή την ολλανδική κ.ο.κ. οικονομία, αλλά και τους προϋπολογισμούς αυτών των κρατών. Σήμερα, ήδη οι επιχειρήσεις των βόρειων κρατών της Ευρώπης δανείζονται με επιτόκια κατά 50% χαμηλότερα από των νότιων κρατών, και για μια ακόμα φορά το γερμανικό δημόσιο δανείστηκε με αρνητικά επιτόκια.
Η απόφαση του Eurogroup είναι, λοιπόν, και μια απόφαση που αποσκοπεί στον περιορισμό του κυπριακού τραπεζικού συστήματος. Πρόκειται για τη γενική στάση των οργάνων της Ε.Ε. απέναντι σε επιχειρήσεις, ιδίως τράπεζες, που διασώζονται με δημόσια παρέμβαση: τις υποχρεώνουν να συρρικνωθούν, προς όφελος των «υγιών» ανταγωνιστών τους. Ασφαλώς, τα πράγματα είναι περίπλοκα. Οι τράπεζες του Βορρά, λ.χ., μετέχουν στις τράπεζες του Νότου. Επίσης, οι μεγάλες νότιες τράπεζες υπάρχουν και στον Βορρά: η μεγαλύτερη ισπανική τράπεζα, η Santander, δραστηριοποιείται σε όλη την Ευρώπη, κι έτσι, αν χάσει στην Ισπανία, μπορεί να κερδίσει στη Γερμανία — αυτό βέβαια ισχύει για τη Santander, όχι για την ισπανική οικονομία και τον κοσμάκη στην Ισπανία.
Υπάρχουν βέβαια αντιδράσεις και από την πλευρά ορισμένων νεοφιλελεύθερων οι οποίοι βλέπουν τον κίνδυνο για το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα συνολικά ή φοβούνται ότι αυτή η εξέλιξη μπορεί να ευνοήσει το αίτημα για φορολόγηση των μεγάλων περιουσιών.
Το σκανδαλώδες στην Κύπρο δεν είναι αυτή καθαυτή η επιβολή μιας έκτακτης εισφοράς στις καταθέσεις. Το σκανδαλώδες είναι, πρώτον, ότι αφορά και τους μικροκαταθέτες, ότι ουσιαστικά εξισώνονται οι εκατομμυριούχοι με τους μικροσυνταξιούχους. Εκτός αυτού, αυτές που βρίσκονται σε δυσκολία είναι οι δύο μεγάλες κυπριακές τράπεζες, ενώ τα μέτρα αφορούν και τις μικρές συνεταιριστικές τράπεζες, αλλά και τις καταθέσεις ασφαλιστικών ταμείων και ταμείων. Και, δεύτερον, το σκανδαλώδες είναι ότι τα λεφτά του κουρέματος πηγαίνουν υπέρ των τραπεζιτών. Για διάσωση των τραπεζιτών πρόκειται και όχι, όπως λέγεται, για διάσωση της κυπριακής οικονομίας.
Η απόφαση του Eurogroup είναι επικίνδυνη και για τη συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης της ίδιας. Ήδη την Παρασκευή της περασμένης εβδομάδας, μετά την ανακοίνωση της απόφασης –και πριν την καταψήφισή της από την κυπριακή Βουλή, ας το προσέξουμε– η PIMCO, το μεγαλύτερο Fund παγκοσμίως, ανακοίνωσε ότι θα περιορίσει τις τοποθετήσεις του σε ευρώ, γιατί η απόφαση δείχνει, όπως λέει, ότι το ευρώ δεν είναι ασφαλές.
Όσον αφορά τις προοπτικές που ανοίγονται για την Κύπρο, μετά την αρνητική ψήφο της Βουλής, η πρώτη εναλλακτική δυνατότητα που έχει, κατά τη γνώμη μου, μετά την απόρριψη του σχεδίου, είναι να μπει σε διαπραγμάτευση για βοήθεια από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και εκεί η Κύπρος έχει ατού, όπως η στρατηγική της θέση, οι υδρογονάνθρακες, η θέση της ως τραπεζικού κέντρου· νομίζω ότι είναι πολύ ισχυρά χαρτιά αυτά. Κα, βέβαια, χρειάζεται η συνέχιση της προσπάθειας, να μεταφερθεί το ζήτημα εκτός Ένωσης, να αναζητηθούν συμμαχίες και αλλού.
Το σημαντικό στην περίπτωση της Κύπρου είναι το «Όχι» του κοινοβουλίου και ο τρόπος που επιτεύχθηκε. Κατά τη γνώμη μου, πρόκειται για πολιτική νίκη της Αριστεράς, του ΑΚΕΛ που εξαρχής απέρριψε το σχέδιο του Eurogroup, επιδίωξε και πέτυχε τη λαϊκή κινητοποίηση και πολιτικές συμμαχίες που στρίμωξαν την κυπριακή Δεξιά και την κυβέρνηση Αναστασιάδη, αναγκάζοντάς την να υπαναχωρήσει, ενώ αρχικά είχε δεχτεί το ευρωπαϊκό τελεσίγραφο. Δεν μπορούμε να προβλέψουμε την κατάληξη του δράματος: πάντως, θα επηρεαστεί καθοριστικά από τη διατήρηση της λαϊκής ενότητας, γιατί άλλος παράγοντας πίεσης και απόκρουσης της εκστρατείας τρομοκράτησης, που ήδη εκτυλίσσεται, δεν υπάρχει.
Left.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου