Του Μιχάλη Θεοδοσιάδη
Μόλις πριν από λίγες μέρες, οι δημιουργοί των Debtocracy και Catastroika κυκλοφόρησαν την τρίτη τους κατά σειρά δουλειά, το ντοκιμαντέρ με τίτλο ΦΑΣΙΣΜΟΣ Α.Ε., με στόχο (όπως άλλωστε είναι προφανές) να προβληθούν στο ευρύ κοινό τα οικονομικά αίτια που συνέβαλαν στην άνοδο των φασιστικών καθεστώτων κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Σε γενικές γραμμές, το μήνυμα της ταινίας συνοψίζεται ως εξής: ο φασισμός δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια αντίδραση του κεφαλαίου (όπως είχε πει και ο Τρότσκι 1996, σ.9), δηλαδή μια συντονισμένη επίθεση της αστικής τάξης στο οργανωμένο εργατικό κίνημα.
Αναμφισβήτητα, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι οι Ιταλοί φασίστες, οι Γερμανοί ναζί και οι
Έλληνες ομόλογοί τους υπήρξαν μπροστάρηδες στα κέρδη κάποιων μεγαλοβιομηχάνων ή ότι οι φιλελεύθεροι ηγέτες κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου έκλειναν το μάτι στα φασιστικά καθεστώτα. Ωστόσο, ο πυρήνας αυτής της σκέψης που, ούτε λίγο ούτε πολύ, καταλήγει στο εξής αξίωμα: ο φασισμός και ο καπιταλισμός πάνε πάντα χέρι χέρι, είναι μάλλον ανεπαρκής. Και αυτό διότι οποιαδήποτε αναγωγή στον οικονομισμό, επισκιάζει τις βαθύτερες πτυχές των εν γένει υπαρκτών καταστάσεων όπως αυτές διαμορφώνονται από το σύνολο των εκάστοτε ανθρώπινων αλληλεπιδράσεων, οδηγώντας μας συχνά σε υπεραπλουστεύσεις και ντετερμινιστικά ή συνωμοσιολογικά σενάρια: αναμφίβολα, τα φασιστικά καθεστώτα σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή στήριξαν τα οικονομικά συμφέροντα των μεγαλοβιομηχάνων. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν συνεπάγεται αυτόματα ότι ο φασισμός υπήρξε κατ’ ανάγκη γέννημα θρέμμα μιας συνωμοσίας ισχυρών και τίποτε άλλο. Συνεπώς, θα ήταν ωφέλιμο να προβάλουμε μια νέα προσέγγιση στο φαινόμενο αυτό, εξετάζοντας παράλληλα τρία πολύ σημαντικά ερωτήματα:- ποιός είναι ο ρόλος του θεσμού του Κράτους μέσα σε μια κοινωνία (όχι μόνο ως φορέας κατασταλτικής εξουσίας αλλά και ως διαμορφωτής μιας Α τάξης πραγμάτων) και πώς αυτό (το Κράτος) συμβάλλει στη διαμόρφωση των κατάλληλων συνθηκών που ευνοούν την άνοδο του φασισμού;
- Τί συμβαίνει με το μεταναστευτικό ζήτημα πάνω στο οποίο όλα τα σημερινά ακροδεξιά κόμματα χτίζουν την ιδεολογική τους ατζέντα; Τέλος,
- αν υποθέσουμε ότι ένα φασιστικό καθεστώς πάντα είναι προϊόν συνωμοσιών και μακιαβελικών κινήσεων, γιατί οι ίδιες οι μάζες τον αποδέχονται; Γιατί έλκονται από αυτόν; (βλ. επίσης: ΟΙΚΟΝΟΜΙΣΜΟΣ Α.Ε. του Άκη Γαβριηλίδη) Γιατί, με άλλα λόγια, το καθεστώς του Χίτλερ χρειάστηκε μια εκλογική πλειοψηφία για να εδραιωθεί στην εξουσία; Γιατί ο Μουσολίνι και ο Φράνκο είχαν με το μέρος τους εκατομμύρια οπαδούς;
Καπιταλισμός, δαρβινισμός και Κράτος: η προσωποποίηση της βαρβαρότητας
Απέναντι στην τυπική παλαιοαριστερή προσέγγιση που θέλει τον φασισμό να αποτελεί το «μακρύ χέρι» του κεφαλαίου, οι φιλελεύθεροι μας λένε ότι τα φασιστικά καθεστώτα δεν είναι τίποτα περισσότερο παρά υβρίδια ιδεολογιών της προ-Γαλλικής Επανάστασης και προ-Διαφωτισμού εποχής. Για τους ίδιους, τα φασιστικά κινήματα απορρέουν από τις τάσεις του όχλου να παρεκτρέπεται από την καθοδήγηση του κοινού νου, επενδύοντας στην κουλτούρα της ανομίας και της διάχυτης δημαγωγίας, παρασυρόμενος ταυτόχρονα από τις παρορμήσεις και τους συναισθηματισμούς ενάντια στον Ορθό Λόγο. Σε αντίθεση με όλες αυτές τις επιδερμικές αναλύσεις, ο Zygmunt Bauman – βλ. The Ambivalence of Modernity και Modernity and The Holocaust – θα μας δώσει να καταλάβουμε ότι ο φασισμός είναι στην ουσία αποτέλεσμα των ήδη υπαρκτών κοινωνικών τάσεων της ρασιοναλιστικής κυριαρχίας του ανταγωνιστικού παραδείγματος που πρεσβεύει η νεωτερικότητα (δηλαδή η πεμπτουσία του καπιταλιστικού φαντασιακού).
Με βάση, λοιπόν, το παράδειγμα αυτό οι πληθυσμοί θα πρέπει να διαιρεθούν σε αυτούς που είναι άξιοι, δηλαδή σε αυτούς που πετυχαίνουν, προοδεύουν, σκαρφαλώνουν ψηλά στην καπιταλιστική πυραμίδα, και στους αποτυχημένους οι οποίοι στάθηκαν ανίκανοι να ανταποκριθούν στις υψηλές απαιτήσεις του ανταγωνισμού (είτε γιατί δεν εργάστηκαν σκληρά ή, στις πιο ακραίες περιπτώσεις, δεν είχαν τις έμφυτες προαπαιτούμενες δυνατότητες ώστε να αντεπεξέλθουν, κι επομένως θα πρέπει να μάθουν να ζουν με τα λίγα και δίχως να διαμαρτύρονται). Πρόκειται ίσως για την πιο ακραία εκδοχή του κοινωνικού Δαρβινισμού – δηλαδή της θεωρίας που μας λέει ότι ο ισχυρότερος και ο καταλληλότερος θα επιβιώσει νομοτελειακά, μια λογική που ενσωματώνεται πλήρως στο φαντασιακό του βιομηχανικού καπιταλισμού του 17ου αιώνα (με κύριους εκφραστές τον φιλόσοφο Herbert Spencer).
Το σύγχρονο Βεμπεριανό (γραφειοκρατικό, ιεραρχικό και καπιταλιστικό) Κράτος αποτελεί βασικό όργανο για την επιβολή και διαιώνιση αυτής της τάξης πραγμάτων (άλλωστε υπήρξε και δημιούργημα της ίδιας της αστικής τάξης). Ταυτόχρονα, όμως, εκτός από το να προστατεύει και να ενισχύει το ρασιοναλιστικό κοινωνικό παράδειγμα, λειτουργεί και ως «παιδαγωγός».
Παρέχει τα πάντα: εκπαίδευση και κουλτούρα, αυτό καλλιεργεί εθνική συνείδηση και κατασκευάζει εθνικές ταυτότητες – όπως λέει και ο Hobbsbawm (1990, σ.91) παίρνοντας ως παράδειγμα την Γαλλία – προσδίδοντας συγκεκριμένα εθνικά χαρακτηριστικά (που συχνά θεωρούνται απόλυτα εξιδανικευμένα) σε όσους υπάγονται σε αυτό, διαχωρίζοντάςτους ταυτόχρονα από τους ξένους, τους «άλλους» που «διαφέρουν». Και τέλος, όπως ακριβώς ο κηπουρός (πρόκειται για μια αλληγορία που χρησιμοποιεί ο Bauman) καλείται να ξεχωρίσει τα αγριόχορτα από τα χρήσιμα φυτά, ξεριζώνοντας τα πρώτα με στόχο να προστατέψει τα δεύτερα, έτσι και το Κράτος με στόχο να προστατέψει την «κοινωνική ειρήνη» και την τάξη από τα «μιάσματα» από τη μια θα τιμωρήσει τους ποινικούς παραβάτες (οι οποίοι δεν αντιμετωπίζονται ως το λογικό αποτέλεσμα μιας κοινωνίας που νοσεί σε όλα τα επίπεδα, αλλά ως άνθρωποι κατώτερης φύσης που δεν επιθυμούν – είτε δεν έχουν τη δυνατότητα – να συμμορφωθούν με την έννομη τάξη) άλλοτε φυλακίζοντάς τους και άλλοτε εξολοθρεύοντάς τους. Από την άλλη, με άμεσο ή έμμεσο τρόπο θα γκετοποιήσει τους («άχρηστους») ανέργους οι οποίοι (πάντα με βάση το ανταγωνιστικό παράδειγμα) έχουν υποπέσει σε μείζον σφάλμα, την τεμπελιά επειδή επιθυμούν να ζουν ως τζαμπατζήδες εις βάρος του σκληρά εργαζόμενου φορολογούμενου (άποψη ιδιαίτερα διαδεδομένη στη Βρετανία σήμερα) ή απλά είναι ανίκανοι (βιολογικά και πνευματικά) να προσφέρουν στην αγορά εργασίας και κατ’ επέκταση στην ίδια την κοινωνία.
Επιπλέον, οι μετανάστες και οι μειονοτικοί πληθυσμοί (οι «άλλοι») που δεν καταφέρνουν να ακολουθήσουν αυτήν τη γραμμή που οι φορείς εξουσίας επιβάλλουν, αντιμετωπίζονται ως ανίκανοι ζήσουν μέσα σ’ ένα σύστημα κοινωνικής ομαλότητας, που αρνούνται να ενσωματωθούν στο ορθολογικό και εξελιγμένο Δυτικό σύστημα [1]. Με λίγα λόγια, καί στις τρεις περιπτώσεις η ευθύνη επιρρίπτεται στο θύμα αναντίρρητα, κάτι που σιγά σιγά και υπόρρητα καλλιεργεί μίσος και περιφρόνηση για τον αδύναμο και τον «διαφορετικό», ενώ από την άλλη ανατιμά και ειδωλοποιεί τον ισχυρό, αυτόν που πάτησε επί πτωμάτων. Ταυτόχρονα, η ρασιοναλιστική κοινωνική θέσμιση διέπεται αυστηρά από σχέσεις εξουσίας που αναπαράγουν τη νόρμα διαταγή-υπακοή, ενώ την ίδια στιγμή η ομοιομορφία και η υποταγή στο κυρίαρχο ρεύμα επιδοκιμάζονται ως ύψιστες κοινωνικές αρετές. Ο φασισμός πατά ακριβώς πάνω σε αυτήν την δαρβινιστική πραγματικότητα, μεταφράζοντας το ίδιο ανταγωνιστικό παράδειγμα με αυστηρά εθνικούς και πιο συχνά (όπως στην περίπτωση του εθνικοσοσιαλισμού) φυλετικούς όρους.
Μπορεί ο Goebbels σε δημόσιες εμφανίσεις του να αφόριζε τους φιλελεύθερους ως εχθρούς της Αρίας Φυλής, ωστόσο το αστικό Κράτος και η δυνατότητά του να αναστέλλει (δήθεν προσωρινά) πολιτικά δικαιώματα επικαλούμενο το κοινό συμφέρον και την έννομη τάξη (κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, ή βλ. επίσης: Mark Neocleous,Security, Liberty and the Myth of Balance: Towards a Critique of Security Politics) χρησιμοποιήθηκε από τη ναζιστική ηγεσία στο ακέραιο, με στόχο την «πάταξη του εβραιοκίνητου μπολσεβικισμού», τη διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνη και της ευημερίας των Γερμανών πολιτών.
Για τη ναζιστική τάξη (και με βάση πάλι τον παραλληλισμό του Bauman), τα αγριόχορτα και τα μιάσματα δεν ήταν μόνο οι άνεργοι και οι ποινικοί παραβάτες, αλλά κυρίως οι «ξένοι», οι Εβραίοι, οι τσιγγάνοι, κοινώς οι «άλλοι». Αυτές οι κοινωνικές ομάδες, είχαν ωστόσο ήδη στιγματιστεί και κατά την περίοδο της προ-χιτλερικής Γερμανίας, ως τα παράσιτα που δεν κατάφεραν να ενσωματωθούν στην εξορθολογισμένη Γερμανική κοινωνία. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με τον ενδημικό αντισημιτισμό των Ευρωπαίων (που αναζωπυρώθηκε από την εποχή του Affaire Dreyfus και τις μηχανορραφίες της μυστικής Ρωσικής Τσαρικής αστυνομίας αναφορικά με τη διάδοση του αντισημιτικού πλαστογραφήματος των Πρωτοκόλλων της Σιών) οδήγησε στην Τελική Λύση, σε μια από τις πιο χυδαίες μορφές ύβρεως που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα, η οποία ωστόσο σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε από τους φορείς επιβολής και κυριαρχίας που επισήμως αποτελούν γέννημα θρέμμα της νεωτεριστικής περιόδου [2].
Με λίγα λόγια, η καπιταλιστική ρασιοναλιστική τάξη πραγμάτων (δίχως την οποία το Κράτος δεν μπορεί να υπάρξει, όπως και το αντίθετο) προετοίμασε το έδαφος επιβάλλοντας διαιρέσεις σε πληθυσμούς, μια συνθήκη που απλά οι αντιδραστικές και φυλετικές θεωρίες εκμεταλλεύτηκαν, ανοίγοντας το δρόμο για την άνοδο του φασισμού, του οποίου ανώτατο στάδιο είναι οι γενοκτονίες και οι μαζικές εξοντώσεις πληθυσμών.
Ο μαζάνθρωπος και η ιδεολογία
Είδαμε λοιπόν πώς η νεωτερικότητα, και αντίστοιχα οι θεσμοί που φροντίζουν για την διαιώνιση της κοινωνικής δόμησης που η ίδια εξιδανικεύει, χτίζουν σιγά σιγά τα θεμέλια για το Κράτος εξαίρεσης. Ωστόσο όμως, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ο φασισμός/ναζισμός είναι κατά κύριο λόγο μια ιδεολογία, (όπως και κάθε άλλο ολοκληρωτικό κίνημα, βλ. Σταλινισμός), με βάση την Hannah Arendt (1976). Ο ναζισμός έχτισε τη θεωρία της Αρίας Φυλής πάνω στους νομούς της Φύσης – των οποίων η επικράτηση είναι νομοτελειακά βέβαιη (δεδομένου ότι η ίδια η φύση το επιβάλει) ενώ αντίστοιχα ο Σταλινισμός επένδυσε στους αδήριτους νόμους της Ιστορίας, υπάγοντας έτσι την εν γένει πραγματικότητα σε ένα σύνολο απαράβατων αξιωμάτων που διατείνονται ότι ο κομμουνισμός θα ανατείλει ως επίγειος παράδεισος μέσα από τον κεντρικό σχεδιασμό και τη δικτατορία του προλεταριάτου (που στην πραγματικότητα ήταν η δικτατορία του κόμματος).
Έτσι, όσοι αντιστέκονται (στην Ιστορία είτε στη Φύση) θα πρέπει να αφανιστούν, όντας παράσιτα που αρνούνται να ακολουθήσουν την τελειότητα της ανθρώπινης ολοκλήρωσης. Αυτή η ακραία μορφή εξελικτισμού που στην ουσία διατείνεται υπόρρητα ότι το ανθρώπινο ον είναι ικανό για τα πάντα, δεν είναι τίποτα περισσότερο παρά γέννημα θρέμμα της νεωτερικότητας και του καπιταλιστικού φαντασιακού, της απόλυτης κυριαρχίας των ανθρώπων στη φύση και στην αέναη εξάπλωση των παραγωγικών δυνατοτήτων. Αυτή την μεταφυσική υπαγωγή στο απροσδιόριστο άπειρο (που την ουσία αποτελεί η εκλαΐκευση των Χριστιανικών νόμων, όπου οι θνητοί Αδάμ και Εύα ανά πάσα στιγμή μπορούν να μοιάσουν τον δημιουργό τους) αναπαράγουν εξίσου και οι δύο ολοκληρωτικές ιδεολογίες, όντας κληροδοτήματα των ίδιων νεωτεριστικών παραδόσεων.
Μένει, ωστόσο, ένα από τα βασικότερα ερωτήματα αναπάντητα: γιατί οι μάζες συναινούν στην ύβρη του φασισμού (και του ολοκληρωτισμού εν τέλει), ή ακόμα περισσότερο, γοητεύονται από αυτόν; Διότι το Κράτος, οι θεσμοί που διαιωνίζουν την ετερόνομη εξουσία και κάθε μορφή κοινωνικής ιεραρχίας (δίχως τα οποία, φυσικά, δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί ένα τόσο μεγάλης κλίμακας έγκλημα όπως το Ολοκαύτωμα) αποτελούν δημιουργήματα των ίδιων των κοινωνιών κάτι που φυσικά σημαίνει ότι πολύ πριν οι θεσμοί αυτοί χρησιμοποιηθούν για να αφανίσουν πληθυσμούς ολόκληρους, οι κοινωνίες αντίστοιχα είχαν ανοίξει το δρόμο για την επώαση του αυγού του φιδιού [3].
Επιπλέον, για την Arendt, η εκκόλαψη του αυγού οφείλεται και σε έναν εξίσου σημαντικό παράγοντα: στη διάλυση της δημόσιας σφαίρας, στην απάθεια και τον εγκλεισμό του καθενός/καθεμιάς στο ιδιωτικό του/της κλουβί (μερικά από τα βασικά στοιχεία που συνθέτουν το παζλ της αποσάθρωσης των δυτικών κοινωνιών, και της ελληνικής συμπεριλαμβανομένης). Έτσι μέσα στη χαβούζα του γενικευμένου κομφορμισμού, του kitsch θεάματος της ευτελούς τηλενοβέλας και σαπουνόπερας, του χυδαίου σεξισμού και της αποκτήνωσης, βλέπουμε την μετάλλαξη του ανθρώπου από σκεπτόμενο (πολιτικό) ον σε μαζάνθρωπο, που απλά νοηματοδοτεί την ύπαρξή του μέσα από τις διάφορες φετιχιστικές εικόνες και διαφημίσεις, την εύκολη και ανέμελη ζωή.
Ο συγκεκριμένος τύπος ανθρώπου διακρίνεται χαρακτηριστικά από την πλήρη ανικανότητα να έρθει σε επαφή με τον ίδιο του/της τον εαυτό, με την πραγματικότητα που ο ίδιος/α δημιούργησε ή με τη συμμετοχή του στον αμοραλισμό της ιδιώτευσης. Το απότομο τέλος, όμως, των ονειρώξεων και η προσγείωση στη πραγματικότητα με το σκάσιμο της μεγάλης φούσκας/απάτης της κατανάλωσης, συνθλίβει ριζικά τον ψυχισμό του μίζερου μαζάνθρωπου, ο οποίος βλέπει μπροστά του τον κόσμο στον οποίο είχε πιστέψει να θρυμματίζεται. Έτσι, τρομαγμένος, θα κλειστεί ερμητικά στον εαυτό του.
Η στιγμή της αυτο-κριτικής του έχει έρθει! Αλλά, αντί να επενδύσει στην επώδυνη αυτή λύση, όντας άγνωστος μεταξύ αγνώστων, αναζητά μια νέα φούσκα για να κουρνιάσει μέσα της, να πατήσει στη γη που έφυγε από τα πόδια του. Πως θα ξεπεράσει και την καλλιεργούμενή του ροπή προς την ανευθυνότητα, την αδιαφορία, την ιδιοτέλεια, την αδράνεια, τον φετιχισμό, την λυσσαλέα υπερβολή, την ιδιώτευση και την ασημαντότητα; Πώς θ’ απομακρυνθεί και πάλι απ΄ τον δύσβατο δρόμο της κοινωνικής δημιουργίας που απλώνεται ανοιχτός μπροστά του; O εθνικιστικός ναρκισσισμός ή κάποια παρόμοιας φύσης τελολογική ιδεολογία (άλλωστε οι ιδεολογίες πάντοτε απευθύνονται στις μάζες παρά στην ατομική βούληση του κάθε ανθρώπου ως πολιτικού ζώου, νοηματοδοτώντας και φορτίζοντας θετικά ή αρνητικά διάφορα σημαίνοντα) και πάλι σαν κανονικό ναρκωτικό θα του προσφέρει μια χείρα βοηθείας, μια ψυχική υποστήριξη που έχει ανάγκη έτσι ώστε να του/της προσφερθεί και πάλι το βάθρο της (τάχα) φυλετικής ανωτερότητας, να δικαιολογήσει τα λάθη του παρελθόντος ρίχνοντας τις ευθύνες σε Εβραίους, Ιλλουμινάτι, ψεκασμούς αεροπλάνων, αυτο-καλλιεργώντας και πάλι την ψευδαίσθηση του υπερανθρώπου και ανακυκλώνοντας την παθολογική του λατρεία για την κυριαρχία, που όπως έλεγε και ο Wilhelm Reich (1983), κάθε άτομο εσωτερικεύει σε μια κοινωνία όπου η σχέσεις εξουσίας διέπονται αυστηρά από την Χομπσιανή νόρμα: διαταγή-υπακοή.
Αυτή ακριβώς η ανασφάλεια του απελπισμένου μαζανθρώπου, που μέχρι χθες ήξερε να ζει σε καθεστώς πλαστικής ευμάρειας, ενισχύεται ακόμα περισσότερο από της εικόνες εξαθλίωσης που προβάλλονται συνεχώς από τα Μέσα Ενημέρωσης (όπως τα καραβάνια μεταναστών από τις χώρες της Αφρικής) και λειτουργούν σαν σκιάχτρο στην ψυχοσύνθεσή του. Ο ίδιος, που πεισματάρικα αρνείται να πιστέψει ότι οι μέρες της αφθονίας του ήταν μετρημένες, αισθάνεται ότι η ευημερία του απειλείται από τις «ορδές» αυτών των «τριτοκοσμικών», κι έτσι η εικόνα ενός αυστηρά προστατευμένου κόσμου, μιας αδιαπέραστης γυάλινης σφαίρας όπου εντός της ο κάθε άνθρωπος εξασφαλίζει στο ακέραιο το κυνήγι της ευτυχίας μετατρέπεται σε εύθραυστο βάζο. Ως εκ τούτου, όντας γαλουχημένος σε αξίες ξέφρενου κοινωνικού κανιβαλισμού που προωθεί το ανταγωνιστικό παράδειγμα του κοινωνικού δαρβινισμού (όπου όλοι πατάμε επί πτωμάτων για μια «καλύτερη θέση»), σε αξίες ακραίου αμοραλισμού και κρετινισμού, έλκεται από τις χυδαίες φωνές που μιλούν για περιορισμό της μετανάστευσης (ακόμα και με απώλειες, όπως είχε δηλώσει και κάποιος βΟλευτής της ΝΔ πριν από λίγους μήνες), δίχως να αναρωτιέται καν έστω και ελάχιστα αν η στάση του είναι δίκαιη και ηθικά αποδεκτή (φτάνει μόνο το εξορθολογισμένο Κράτος να εφαρμόσει τη συνταγή που «οδηγεί στην επιτυχία»).
Εν κατακλείδι,
«Ο στρατηγικός αντίπαλος είναι ο φασισμός … ο φασισμός σε όλους μας, στο μυαλό μας και στην καθημερινή μας συμπεριφορά, ο φασισμός που μας κάνει να αγαπάμε την εξουσία, να επιθυμούμε το ίδιο το πράγμα που μας επιβάλλεται και μας εκμεταλλεύεται»είχε πει πριν μερικά χρόνια ο Michell Foucault (2004, σ.xiv). Ή, όπως πιο σωστά το θέτει ο Κορνήλιος Καστοριάδης (1999, σ.22-23), «το χάος το έχουμε και μέσα μας με τη μορφή της ύβρεως, δηλαδή της άγνοιας ή της αδυναμίας αναγνωρίσεως των ορίων των πράξεων μας. Διότι αν τα όρια ήταν σαφή και αναγνωρίσιμα εκ των προτέρων, δεν θα υπήρχε ύβρις, θα υπήρχε απλώς παράβαση ή αμάρτημα, έννοιες χωρίς κανένα βάθος». Άλλωστε ο εθνικισμός από μόνος του αποτελεί μια από τις πιο έντονες μορφές ύβρεως καθώς με τον τρόπο που επιβάλλεται στα κοινωνικά.
Η φυλετική ή εθνική υπερηφάνεια (που λόγω της έντασής της εκλαμβάνεται ως ανωτερότητα) υιοθετείται ως ύψιστο ιδανικό προσδιορίζοντας κύρος και αναγνωρισιμότητα στο ίδιο το άτομο την ίδια στιγμή που ο κόσμος γύρω του καταρρέει και οι παλιές αξίες, που για χρόνια εξαγόραζαν την θνητότητά του προτάσσοντας κατανάλωση και καριερισμό σβήνουν ολοσχερώς, αναπληρώνουν έτσι το κενό. Ως εκ τούτου, ο (μαζ)άνθρωπος μετατρέπεται σε εργαλείο ικανό να σκοτώσει και να σκοτωθεί για ένα καλύτερο χθες, όπως λέει και ο Δεσποινιάδης (2008). Αυτός είναι, λοιπόν, ο φασισμός: η πιο τερατώδης έκφραση της ύβρεως, αυτής της οργιώδους και καλλιεργούμενης τάσης να αυτό-ικανοποιούμε συνέχεια το εγώ μας δίχως κανένα όριο και κανένα μέτρο. Μέχρι που θα έρθει η στιγμή να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτήν ακριβώς την ύβρη πρέπει να καταγγείλουμε, τόσο στον εαυτό μας όσο και στους γύρω μας, και ταυτόχρονα να υιοθετήσουμε μια νέα ηθική, αυτήν του αυτο-περιορισμού (Castoriadis 2007, σ.150), τότε θα παραμένουμε διαρκώς εγκλωβισμένοι σε παιδιάστικες ψευδο-αναλύσεις επί αναλύσεων πάνω σε τέτοια τερατώδη ζητήματα.
___________________________
[1] Αυτό, με λίγα λόγια, εξηγεί και τα κρούσματα Ισλαμοφοβίας και αντιτσιγγανισμού που συναντά κανείς στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Οι δεξιοί λαϊκιστές θεωρούν υπεύθυνες εξ’ ολοκλήρου καί τις δύο αυτές μειονότητες για την μή ενσωμάτωσή τους με την υπόλοιπη κοινωνία, ενώ ταυτόχρονα, κανείς δεν φαίνεται να θέτει το ερώτημα αν πραγματικά η αφομοίωση – και συνεπώς η πολιτισμική ομοιομορφία – είναι μονόδρομος για την αρμονική συνύπαρξη των ανθρώπων. Με παρόμοιο τρόπο μπορεί εξίσου να ερμηνευτεί και ο ευρωπαϊκός ανθελληνισμός: όλες οι φωνές που μιλούν για την «έμφυτη τεμπελιά» των νεοελλήνων και την τάση τους να “κοροϊδεύουν” το Κράτος και «πόσο διεφθαρμένοι είναι» υπάγεται ακριβώς στο γεγονός ότι για τους βορειοευρωπαίους οι νεοέλληνες δεν καταφέρνουν ποτέ να συγκροτήσουν ένα σύγχρονο, εξορθολογισμένο έθνος (με τη βιομηχανία του, την κεντρική-γραφειοκρατική διοίκηση του κράτους, την ομογενοποίηση του πληθυσμού), που θα έχει τα χαρακτηριστικά της Γερμανίας.
[1] Αυτό, με λίγα λόγια, εξηγεί και τα κρούσματα Ισλαμοφοβίας και αντιτσιγγανισμού που συναντά κανείς στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Οι δεξιοί λαϊκιστές θεωρούν υπεύθυνες εξ’ ολοκλήρου καί τις δύο αυτές μειονότητες για την μή ενσωμάτωσή τους με την υπόλοιπη κοινωνία, ενώ ταυτόχρονα, κανείς δεν φαίνεται να θέτει το ερώτημα αν πραγματικά η αφομοίωση – και συνεπώς η πολιτισμική ομοιομορφία – είναι μονόδρομος για την αρμονική συνύπαρξη των ανθρώπων. Με παρόμοιο τρόπο μπορεί εξίσου να ερμηνευτεί και ο ευρωπαϊκός ανθελληνισμός: όλες οι φωνές που μιλούν για την «έμφυτη τεμπελιά» των νεοελλήνων και την τάση τους να “κοροϊδεύουν” το Κράτος και «πόσο διεφθαρμένοι είναι» υπάγεται ακριβώς στο γεγονός ότι για τους βορειοευρωπαίους οι νεοέλληνες δεν καταφέρνουν ποτέ να συγκροτήσουν ένα σύγχρονο, εξορθολογισμένο έθνος (με τη βιομηχανία του, την κεντρική-γραφειοκρατική διοίκηση του κράτους, την ομογενοποίηση του πληθυσμού), που θα έχει τα χαρακτηριστικά της Γερμανίας.
[2] «Γνωρίζουμε ότι πολλές σφαγές, πογκρόμ, μαζικές δολοφονίες, μάλιστα περιπτώσεις που δεν διαφέρουν από μια γενοκτονία, έχουν πραγματοποιηθεί δίχως τη σύγχρονη γραφειοκρατία, τις δεξιότητες και τις τεχνολογίες που αυτή καθοδηγεί, καθώς και τις επιστημονικές αρχές της εσωτερικής της διαχείρισης. Το Ολοκαύτωμα, βέβαια, ήταν σαφώς αδιανόητο χωρίς μια τέτοια γραφειοκρατία. Το Ολοκαύτωμα δεν ήταν μια παράλογη εκροή καταλοίπων της προ-νεωτερικής βαρβαρότητας που απλά δεν εξαλείφθηκαν. Ήταν ένα παράγωγο του οίκου της νεωτερικότητας» (Bauman 1991, σ.16), ένα φυσικό αποτέλεσμα όχι μόνο του αιώνιου αντισημιτισμού, αλλά και της ρασιοναλιστικής κυριαρχίας του αστικού πολιτισμού, κατεξοχήν φορέας της οποίας είναι το Κράτος, παρά της κυριαρχίας των παρορμήσεων πάνω στον κοινό νου. Εξάλλου (Sabini & Silver 1980, σ.329-30) ο συνήθης αριθμός των νεκρών ακόμα και έπειτα από συνεχόμενα πογκρόμ συνήθως δεν υπερβαίνει τους εκατό. Αυτό σημαίνει ότι θα απαιτούνταν σχεδόν 200 χρόνια καθημερινών διώξεων προκειμένου ο αριθμός των νεκρών να αγγίξει τα οχτώ εκατομμύρια (Εβραίοι, τσιγγάνοι – βλ. Porajmos, ομοφυλόφιλοι) που εξόντωσαν οι ναζί μέσα σε λιγότερο από 4 χρόνια. «Η βία του όχλου στηρίζεται σε μια εσφαλμένη ψυχολογική βάση για βίαιη συγκίνηση. Οι άνθρωποι μπορεί να καταφύγουν στη μανία, αλλά αυτή η μανία δεν μπορεί να διατηρηθεί για 200 χρόνια. Τα συναισθήματα και η βιολογική τους βάση έχουν μια συγκεκριμένη πορεία στο φυσικό χρόνο» Sabini & Silver 1980, σ.329-30). Έτσι, μόνο με τη βοήθεια ενός σύγχρονου εξορθολογισμένου και τεχνολογικά εξοπλισμένου κράτους θα μπορούσε να εφαρμόσει ένα τόσο ευρείας κλίμακας σχέδιο αφανισμού πληθυσμών. Αυτό πιθανότατα εξηγεί το γεγονός ότι η φασιστική – αλλά πάνω απ’ όλα μη εκβιομηχανισμένη (που δεν είχε, δηλαδή, ενσωματωθεί πλήρως στη ρασιοναλιστική καπιταλιστική τάξη πραγμάτων – Ιταλία του Μουσολίνι ελάχιστα συνέφερε στο σχέδιο judenrein, έως ότου οι χιτλέρικές δυνάμεις κατέλαβαν εξ’ ολοκλήρου τη χώρα (Arendt 2006, σ.179), πάντα φυσικά σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η ίδια η χώρα ουδέποτε γνώρισε τον τόσο ακραίο αντισημιτισμό της Γερμανίας και της Γαλλίας και, ως εκ τούτου, «υπήρξε μια από τις λίγες χώρες στην Ευρώπη όπου όλα τα αντί-εβραικά μέτρα δεν ήταν δημοφιλή» (Arendt 2006, σ.178). [3] Το γεγονός και μόνο ότι το Ολοκαύτωμα και τα στρατόπεδα εξόντωσης φάνταζαν αδιανόητα πριν τη δεκαετία του ’40 για τον μέσο Ευρωπαίο – όπως λέει ο Bauman (1989) – φανερώνει ακριβώς αυτήν την ετερονομία των δυτικών κοινωνιών. Οι ίδιες δεν κατάφεραν να γνωρίζουν ότι από μόνες τους οδηγούνται στην ύβρη, ότι σιγά σιγά μέσα από τη δημιουργία των θεσμών που οι ίδιες δεν αναγνώριζαν ως δικούς τους – συχνά χρειάζεται να λεχθεί ότι οι θεσμοί προήλθαν από κάπου αλλού (Καστοριάδης), από τον θεό, από την ιστορία, από τους νόμους της φύσης ή των προγόνων – θεσμοί που εξασφάλισαν την κυριαρχία της ρασιοναλιστικής τάξης πραγμάτων.
http://eleutheriellada.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου