image002

Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
Οι πρόσφατες εμπειρίες από την Ουκρανία, τη Βενεζουέλα και τις  χώρες  της  λεγόμενης «αραβικής άνοιξης» μαρτυρούν πως ό,τι λάμπει δεν είναι πάντα χρυσός… 

Ακόμη κι αν δεν το γνωρίζαμε από την Ιστορία, η άνοδος των κινημάτων διαμαρτυρίας σε διεθνές επίπεδο κατά την τελευταία τριετία μάς δίδαξε ότι οι μαζικές διαδηλώσεις μπορεί να είναι φορείς εντελώς διαφορετικών κοινωνικών και πολιτικών μηνυμάτων. Από μόνο του το γεγονός ότι οι διαδηλωτές φορούν μάσκες, φτιάχνουν οδοφράγματα και υποφέρουν από πραγματικά προβλήματα δεν σημαίνει αυτόματα ότι αγωνίζονται για τη δημοκρατία και την κοινωνική δικαιοσύνη». Με αυτές τις εύστοχες διατυπώσεις ξεκινούσε ο αρθρογράφος της βρετανικής εφημερίδας Guardian Σέιμας  Μάιλν την ανάλυσή του για τις εν εξελίξει ταραχές στη Βενεζουέλα στο φύλλο της 9ης Απριλίου. Ωστόσο, οι διαπιστώσεις του θίγουν ένα γενικότερο ζήτημα καίριας σημασίας, που υπερβαίνει κατά πολύ τα τεκταινόμενα στη συγκεκριμένη χώρα.



Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 – αρχές της δεκαετίας του ’90 η διεθνής Αριστερά, σε όλες τις εκφάνσεις της, υπέστη το σοκ μιας τριπλής κατάρρευσης: αποσάθρωση του ιστορικού κομουνιστικού κινήματος με τη διάλυση της ΕΣΣΔ, εκφυλισμός της σοσιαλδημοκρατίας σε σοσιαλφιλελευθερισμό, στο πρότυπο των Μπλερ και Σρέντερ, και εγκατάλειψη του τριτοκοσμικού σοσιαλισμού, με ορόσημο την επιλογή του καπιταλιστικού δρόμου από την Κίνα του Ντενγκ Σιαοπίνγκ. Αναζητώντας τις αιτίες του εκφυλισμού και της ήττας, πολλοί ενοχοποίησαν αυτό που πολιτογραφήθηκε ως η «πολιτική αυταπάτη» της ιστορικής Αριστεράς είτε στη σταλινική είτε στη σοσιαλδημοκρατική είτε στην τριτοκοσμική της έκφραση: τη μονόπλευρη εστίαση στην κατάληψη της εξουσίας ως  πανάκεια για την αντιμετώπιση του κοινωνικού προβλήματος.

Στη θέση αυτής της παράδοσης ήρθε ο «σοσιαλισμός από τα κάτω» να γίνει το σύνθημα της ημέρας. Όπως το συμπιεσμένο ελατήριο που απελευθερώνεται για να πάει από τη μια άκρη στην άλλη, έτσι και σημαντικό τμήμα της διεθνούς Αριστεράς αντικατέστησε την «πολιτική αυταπάτη» με την κοινωνική.  Μυθοποιώντας τα ριζοσπαστικά κινήματα εναντίον της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και των πολιτικών λιτότητας τύπου Σιάτλ, Πόρτο Αλέγκρε, «Αγανακτισμένων» και Occupy Wall  Street, σημαντικοί αριστεροί διανοητές (Χόλογουεϊ, Νέγκρι, Χαρντ κ.ά.) έριξαν το σύνθημα «να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να πάρουμε την εξουσία», όπως τιτλοφορείται και ένα σχετικό βιβλίο που έγινε διεθνώς best seller.  Μια νοοτροπία που ανάγει την πολιτική αδυναμία της Αριστεράς σε αρετή και με την οποία ασφαλώς θα σκάνε στα γέλια οι -οτιδήποτε άλλο εκτός από αιθεροβάμονες-  σοβαροί ιδεολογικοί εκπρόσωποι του καπιταλισμού. Όπως, π.χ., ο συγγραφέας και αρθρογράφος των New York Times Τόμας Φρίντμαν, ο οποίος ήδη το 1999 περιέγραφε με αφοπλιστική ειλικρίνεια την αντίληψή του για το «θαυμαστό καινούριο κόσμο» της παγκοσμιοποίησης: «Το αόρατο χέρι της Αγοράς δεν θα λειτουργήσει ποτέ χωρίς την ορατή γροθιά. Τα Μακ Ντόναλντ’ς δεν θα ευημερούν χωρίς τη Μακ Ντόνελ Ντάγκλας, που κατασκευάζει τα F-15.  Η κρυμμένη γροθιά που εγγυάται ένα διεθνές περιβάλλον για την τεχνολογία της Κοιλάδας της Σιλικόνης, ονομάζεται στρατός, ναυτικό, αεροπορία και πεζοναύτες των ΗΠΑ».
Η μεγαλύτερη μεταπολεμική κρίση του διεθνούς καπιταλισμού, που ξεκίνησε το 2008, έθεσε σε δεινή δοκιμασία την απολίτικη εξιδανίκευση των «κινημάτων από τα κάτω» και την αφελή πεποίθηση στη δυνατότητά τους «να αλλάξουν τον κόσμο» έτσι, χωρίς πρόγραμμα – και χωρίς να πάρουν την εξουσία. Η κρίση προκάλεσε όντως παλίρροια κινημάτων διαμαρτυρίας, με μια μαζικότητα κι έναν αυθορμητισμό που είχαμε δεκαετίες να δούμε, ιδίως στους αδύναμους κρίκους του παγκόσμιου συστήματος. Ωστόσο, τα κινήματα τύπου «Αγανακτισμένων» στις αναπτυγμένες χώρες της Δύσης -Ελλάδα, Ισπανία, αλλά και Βρετανία, Αμερική κ.α- σύντομα ξεθύμαναν, καθώς δεν ήταν έτοιμα να αντιμετωπίσουν τη θηριώδη δύναμη των κατασταλτικών και ιδεολογικών μηχανισμών του συστήματος. Ακόμη περισσότερο διδακτικές ήταν οι εξελίξεις στις χώρες όπου η σύγκρουση πήρε πιο «άγριες», αιματηρές μορφές, στο όριο του εμφυλίου πολέμου.
«Αραβική άνοιξη»
Οι χώρες της λεγόμενης «αραβικής άνοιξης» (Τυνησία, Αίγυπτος Λιβύη, Υεμένη, Συρία) συγκλονίστηκαν από ένα κύμα μαζι κών, αρχικά ειρηνικών και πάντως δίκαιων εξεγέρσεων εναντίον διεφθαρμένων απολυταρχικών καθεστώτων, που είχαν προδώσει εδώ και πολύ καιρό τους εθνικοαπελευθερωτικούς πόθους των λαών τους, υποτασσόμενες στις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους. Στις δύο χώρες που έδωσαν το γενικό σύνθημα, την Τυνησία και την Αίγυπτο, συμμετείχαν τόσο η μορφωμένη μεσαία τάξη των πόλεων όσο και τα εργατικά – «πληβειακά» στρώματα του πληθυσμού. Η Αριστερά στις διάφορες εκφράσεις της (Νασερικοί, σοσιαλιστές, κομουνιστές, ριζοσπάστες) βρέθηκε εξαρχής στην πρώτη γραμμή, σε αντίθεση με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους που μπήκαν στο κίνημα μόνο όταν άρχισε να φαίνεται ότι οι αρμοί του παλιού καθεστώτος έτριζαν επικίνδυνα.
Ωστόσο, το καθεστώς κατάφερε να διασωθεί θυσιάζοντας το γηραιό ηγέτη του εν είδει αποδιοπομπαίου τράγου. Η πολιτική αδυναμία της Αριστεράς είχε ως αποτέλεσμα να εγκλωβιστεί η δύσκολη μεταβατική περίοδος στο ίδιο δίπολο που σφράγισε και την προηγούμενη εποχή – στρατός ή ισλαμιστές. Στην περίπτωση της Αιγύπτου η δικτατορία του στρατηγού Σίσι είναι πολύ πιο τυραννική από εκείνη του Χόσνι  Μουμπάρακ, έχοντας, μάλιστα, εξασφαλίσει την ανοχή μεγάλης μερίδας της Αριστεράς που είδε το στρατό ως το λιγότερο κακό σε σύγκριση με τους ισλαμιστές.
Ουκρανία και Βενεζουέλα
Στην περίπτωση της Ουκρανίας, η εξέγερση του Μάίντάν στο Κίεβο ξεκίνησε από μια δίκαιη -όπως αναγνώρισε και ο Βλ. Πούτιν- διαμαρτυρία κυρίως των εύπορων και μορφωμένων μεσοστρωμάτων απέναντι στην κλεπτοκρατία του Γιανουκόβιτς. Ωστόσο, η εξέγερση βρισκόταν ευθύς εξαρχής κάτω από την ηγεμονία των αντιδραστικών πολιτικών δυνάμεων, της Ουάσινγκτον και του Βερολίνου, που «απήγαγαν» με τον πιο προκλητικό τρόπο την υπόθεση των διαδηλωτών, μη διστάζοντας να νομιμοποιήσουν και να προσφέρουν στήριξη ακόμη και στα πιο ακραία έως και φιλοναζιστικά στοιχεία. Αντίστοιχα έπραξε η Ρωσία, με την «απαγωγή» των επίσης δίκαιων αντιδράσεων μεγάλων τμημάτων του ρωσόφωνου (κυρίως του εργατικού) πληθυσμού της Κριμαίας και της Ανατολικής Ουκρανίας, που ανησυχούν βάσιμα ότι θα υποστούν στο εξής το διπλό ζυγό της κοινωνικής και της εθνικής καταπίεσης από το νέο κλεπτοκρατικό και αμερικανόδουλο μαζί καθεστώς του Κιέβου.
Εκεί όπου οι διαδηλώσεις πήραν ξεκάθαρα χαρακτηριστικά αντεπαναστατικής «εξέγερσης των πλουσίων» ήταν στη Βενεζουέλα. Όχι ότι δεν υπήρχαν και εδώ πραγματικά προβλήματα, τα οποία τροφοδοτούσαν τη δυσαρέσκεια πολλών και την οργή αρκετών – πληθωρισμός, εγκληματικότητα, ανεπάρκεια αγαθών, ακόμη και διαφθορά στελεχών του κρατικού μηχανισμού. Ωστόσο, οι διαδηλωτές που επιζητούν την ανατροπή του διαδόχου του Τσάβες, Νικολάς  Μαδούρο -κατά κανόνα λευκοί, από τα προάστια των πλουσίων-, δύσκολα μπορούν να χαρακτηριστούν «μαχητές της Δημοκρατίας» που αντιμετωπίζουν, τάχα, ένα τυραννικό καθεστώς. Η διχασμένη αντιπολίτευση της Βενεζουέλας έχει χάσει τις δεκαοκτώ από τις δεκαεννέα εκλογικές αναμετρήσεις που έδωσε με τους «Τσαβίστας» μέσα σε δεκαέξι χρόνια. Αναθάρρησε λίγο στις πρώτες προεδρικές εκλογές μετά το θάνατο του Τσάβες, όταν ο λιγότερο χαρισματικός Μαδούρο κέρδισε με διαφορά μόλις 1,5%, αλλά είδε τις ελπίδες της να εξαερώνονται το Δεκέμβριο, όταν οι «Τσαβίστας» επικράτησαν σε πανεθνική κλίμακα με διαφορά 10 ποσοστιαίων μονάδων.
Αδυνατώντας να κερδίσουν στις κάλπες, οι ηγέτες της αντιπολίτευσης και οι Αμερικανοί σύμβουλοι τους έβαλαν μπροστά το σχέδιο της αποσταθεροποίησης – ουσιαστικά ενός ολιγαρχικού πραξικοπήματος με «εξεγερσιακό» μανδύα, κατά το πρότυπο των χρηματοδοτούμενων από τη CIA ταραχών εναντίον του Μοσαντέκ στο Ιράν, το 1953, και των διαδηλώσεων κατσαρόλας κατά του Αλιέντε στη Χιλή, είκοσι χρόνια αργότερα. Όπως αναφέρουν πολλά ρεπορτάζ που είδαν το φως της δημοσιότητας στο δυτικό Τύπο, από τους τριάντα εννέα (μέχρι σήμερα) νεκρούς των ταραχών, η μεγάλη πλειονότητα σκοτώθηκε από ακτιβιστές της αντιπολίτευσης, συμπεριλαμβανομένων οκτώ ανδρών των δυνάμεων ασφαλείας. Άλλωστε, είναι πασίγνωστο ότι ορισμένοι από τους πλέον προβεβλημένους ηγέτες της αντιπολίτευσης είχαν υποστηρίξει ανοιχτά το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα εναντίον του Τσάβες το 2002.
Αφήνουμε το υστερόγραφο σε έναν τοπικό ακτιβιστή των «Τσαβίστας» από την εργατογειτονιά του Καράκας «23 Γενάρη», τον Ανακάουνα Μαρίν: «Ιστορικά, οι διαδηλώσεις αποτελούν μια μορφή πάλης των φτωχών για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής τους. Εδώ όμως είναι οι πλούσιοι που διαδηλώνουν, ενώ οι φτωχοί δουλεύουν».