ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Κίνημα Βαρουφάκη (DIEM25): Μανιφέστο για τον εκδημοκρατισμό της Ευρώπης ή για τη διαιώνιση της κυριαρχίας των ελίτ της ΕΕ επάνω στους ευρωπαϊκούς λαούς;
—Προς μια δημοκρατική κοινότητα κυρίαρχων εθνών *
ΠερίληψηΕν μέσω τεράστιας δημοσιότητας, ιδιαίτερα από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης της παγκοσμιοποιητικής «Αριστεράς» (δηλαδή της Αριστεράς που είναι πλήρως ενσωματωμένη στη Νέα Διεθνή Τάξη (ΝΔΤ) της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης), όπως ο Guardian—και στα παρ’ημίν The Press Project, η Εφημερίδα των Συντακτών κλπ.—, ο Γιάνης Βαρουφάκης, ένας από τους πρωταγωνιστές της σημερινής οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής καταστροφής στην Ελλάδα, αυτοπαρουσιάστηκε ως ο «σωτήρας της Ευρώπης», —χαρακτηρισμός που του απέδωσε ένα ακόμα γνωστό μέλος της
ίδιας «Αριστεράς» σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε στο ελεγχόμενο από τους Ρώσους «παγκοσμιοποιητές» κανάλι!. [1] Στο παρόν άρθρο θα προσπαθήσω, αρχικά να εξετάσω τα δημοκρατικά «διαπιστευτήρια» του μανιφέστου Βαρουφάκη και, δεύτερον, να εξερευνήσω τους στόχους και τη στρατηγική του. Στη συνέχεια, θα προσπαθήσω να απαντήσω σε μερικές κρίσιμες ερωτήσεις σχετικά με την (ιδιαίτερα σημαντική) επιλογή του χρόνου δημοσίευσης του μανιφέστου και ποιοι το υποστηρίζουν. Θα ολοκληρώσω το άρθρο με την πρόταση μου για μια δημοκρατική κοινότητα κυρίαρχων εθνών, η οποία, κατά τη γνώμη μου, αντιπροσωπεύει μια πραγματική επιλογή σήμερα, σε αντίθεση με τις ψευδο-επιλογές που προσφέρονται από αυτό το λεγόμενο «μανιφέστο», το οποίο έμμεσα, έχει ήδη εγκριθεί από τις ελίτ. [2]
1. Τα ψευτο-«δημοκρατικά» διαπιστευτήρια του DIEM25
Ο Βαρουφάκης ξεκινά το «μανιφέστο» του, δηλώνοντας ότι «Παρά τις εκφράσεις αγωνίας τους για το μεταναστευτικό, την ανταγωνιστικότητα και την τρομοκρατία, μόνο μία απειλή τρομάζει πραγματικά τις Ευρωπαϊκές Δυνάμεις: Η Δημοκρατία! … γιατί η κυριαρχία των λαών της Ευρώπης, η κυβέρνηση μέσω των δήμων, είναι ο κοινός εφιάλτης των ευρωπαϊκών ελίτ». [3]
Στη συνέχεια, διασαφηνίζει τι εννοεί με αυτό, όταν ο ίδιος περιγράφει λεπτομερώς ποιες είναι αυτές οι ελίτ, δηλαδή.:
- Η Γραφειοκρατία των Βρυξελλών και τα λόμπι της
- οι ομάδες κρούσης των Επιθεωρητών και οι Τρόικες
- το ισχυρό Eurogroup που δεν στηρίζεται σε κανένα νόμο ή Συνθήκη
- «Διασωσμένοι» Τραπεζίτες, διαχειριστές κεφαλαίων και αναστημένοι ολιγάρχες
- Πολιτικά κόμματα που επικαλούνται τον φιλελευθερισμό, τη δημοκρατία, την ελευθερία και την αλληλεγγύη
- Κυβερνήσεις που τροφοδοτούν σκληρή ανισότητα τις πολιτικές λιτότητας που εφαρμόζουν
- Μιντιακοί Μεγιστάνες που έχουν μετατρέψει την πρόκληση φόβου σε μορφή τέχνης
- Επιχειρήσεις που «τα έχουν κάνει πλακάκια» με μυστικοπαθείς δημόσιους φορείς, επενδύοντας στον ίδιο φόβο, ώστε να προωθήσουν τη μυστικότητα και μια κουλτούρα παρακολουθήσεων που υποτάσσει την κοινή γνώμη σύμφωνα με τη θέλησή τους.
Αυτό που ΔΕΝ αναφέρεται καθόλου είναι το ποιες είναι οι ελίτ που ασκούν οικονομική δύναμη και ποιος ο ρόλος τους στη χειραγώγηση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων της ΕΕ. Δηλαδή, δεν αρθρώνεται ούτε λέξη για τις Υπερεθνικές/Πολυεθνικές εταιρείες, ιδιαίτερα εκείνες ευρωπαϊκής προέλευσης, όπως η Ευρωπαϊκή Στρογγυλή Τράπεζα των Βιομηχάνων, η οποία αποτελείται από τις κύριες Υπερεθνικές/Πολυεθνικές Επιχειρήσεις που ελέγχουν την Ευρωπαϊκή Ένωση. [4] Ομοίως, δεν υπάρχει καμία ουσιαστική αναφορά στα διάφορα διεθνή οικονομικά ιδρύματα και τους θεσμούς που ελέγχονται από την Υπερεθνική Ελίτ[5] (δηλαδή χοντρικά τις ελίτ, οι οποίες βασίζονται στις χώρες του G7), όπως η ίδια η ΕΕ, ο ΠΟΕ, το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα, και τον ρόλο τους –στο παρασκήνιο– να καθορίζουν τις αποφάσεις της ΕΕ (δλδ. τις οικονομικές και πολιτικές, καθώς και τις πολιτιστικές αποφάσεις).
Στην πραγματικότητα, το Μανιφέστο κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να τονίσει τον δήθεν καθαρά πολιτικό χαρακτήρα της «δημοκρατίας» (την οποία ταυτίζει βασικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα!). Όπως όταν επισημαίνει ότι «η Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν ένα εξαιρετικό επίτευγμα … απέδειξε ότι ήταν δυνατό να δημιουργηθεί ένα κοινό πλαίσιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε μια ήπειρο που ήταν, πριν από λίγο καιρό, εστία για τον εγκληματικό σοβινισμό, τον ρατσισμό και τη βαρβαρότητα». Ακόμη και όταν το Μανιφέστο προσπαθεί να αναφερθεί στις οικονομικές ελίτ, και πάλι δεν ρίχνει το φταίξιμο στην πολύ άνιση κατανομή της οικονομικής δύναμης, στην οποία ευδοκιμούν οι ελίτ της ΕΕ, αλλά στην άνιση κατανομή της πολιτικής δύναμης, η οποία, υποτίθεται, καθιστά δυνατή την άσκηση εξουσίας από τις οικονομικές ελίτ:
«Μια συνομοσπονδία κοντόφθαλμων
πολιτικών, οικονομικά αφελών υπαλλήλων και ανίκανων “ειδικών” στη
χρηματο-οικονομική, υποτάσσονται δουλικά στις διαταγές των οικονομικών
και βιομηχανικών ομίλων, αποξενώνοντας τους Ευρωπαίους και προκαλώντας
μια επικίνδυνη αντι-ευρωπαϊκή αντίδραση … Στην καρδιά της –σε διαδικασία
αποσύνθεσης– ΕΕ μας βρίσκεται μια ένοχη εξαπάτηση: Μια άκρως πολιτική,
αδιαφανής διαδικασία λήψης αποφάσεων, που επιβάλλεται από πάνω προς τα
κάτω, παρουσιάζεται ως “απολιτική”, “τεχνική”, “διαδικαστική” και
“ουδέτερη”. Σκοπός της είναι να αποτρέψει τους Ευρωπαίους από την άσκηση
δημοκρατικού ελέγχου πάνω στα χρήματα τους, τα χρηματοοικονομικά, τις
συνθήκες εργασίας και το περιβάλλον». [6]
Είναι επομένως απολύτως σαφές ότι σύμφωνα με το Μανιφέστο η αιτία
όλων των κακών στην ΕΕ είναι η ανισότητα στην κατανομή της πολιτικής
δύναμης. Όμως αυτό είναι ένα συμπέρασμα που, στην καλύτερη περίπτωση,
προδίδει πλήρη άγνοια του τι είναι πραγματικά μια δημοκρατία
και, στη χειρότερη, προσπαθεί να παραπλανήσει τα θύματα της
παγκοσμιοποίησης στην Ευρώπη ως προς τις πραγματικές αιτίες των
σημερινών δεινών τους. Περιττό να προστεθεί ότι ο Βαρουφάκης, ως ο πρώην
επικεφαλής του υπουργείου Οικονομικών, ξέρει καλά τι σημαίνει πολιτική
εξαπάτηση, δεδομένου ότι η «αριστερή κυβέρνηση», στην οποία συμμετείχε,
είναι μια κυβέρνηση άνευ προηγουμένου πολιτικών απατεώνων —όπως
χαρακτηρίζουν τα στελέχη της οι περισσότεροι Έλληνες σήμερα που
βρίσκονται σε ανοιχτή εξέγερση εναντίον της, γεγονός που καθιστά δύσκολο
στους υπουργούς και τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ να βγουν στους δρόμους
πράγμα που τους αναγκάζει να καταφύγουν στα ΜΑΤ για την προστασία τους!
Ωστόσο ο Βαρουφάκης δεν έχει τον παραμικρό ενδοιασμό να ανοίξει συζήτηση
περί «πολιτικής εξαπάτησης», όταν ο ίδιος ισχυρίζεται ότι «το τίμημα
αυτής της εξαπάτησης είναι όχι απλώς το τέλος της δημοκρατίας, αλλά και
των κακών οικονομικών πολιτικών», με τις οποίες εννοεί –όπως ο ίδιος
εξηγεί στη συνέχεια– τις πολιτικές λιτότητας που εφαρμόζονται από τις
ελίτ της ΕΕ, «που έχουν αποτέλεσμα τη μόνιμη ύφεση στις ασθενέστερες
χώρες και τις χαμηλές επενδύσεις στις χώρες του “πυρήνα” της ΕΕ» (μια
παρανόηση που θα εξετάσω παρακάτω), καθώς και την «άνευ προηγουμένου
ανισότητα». Έτσι, πληροφορούμαστε ότι η σημερινή, πρωτοφανής στα
χρονικά, ανισότητα δεν είναι αναπόφευκτο αποτέλεσμα του ανοίγματος και
της απελευθέρωσης των αγορών που συνεπάγεται η παγκοσμιοποίηση, αλλά
απλώς το αποτέλεσμα της «ένοχης εξαπάτησης» που περιγράφει ο Βαρουφάκης,
η οποία υποτίθεται οφείλεται στον «μη δημοκρατικό» χαρακτήρα του
θεσμικού πλαισίου της ΕΕ.Ωστόσο, όπως έχω προσπαθήσει να δείξω αλλού, [7] αν ορίσουμε την πολιτική δημοκρατία σαν την εξουσία του λαού (δήμος) στην πολιτική σφαίρα —γεγονός που συνεπάγεται πολιτική ισότητα,— τότε, η οικονομική δημοκρατία θα μπορούσε να οριστεί αντίστοιχα ως η αρχή του δήμου στην οικονομική σφαίρα —γεγονός που συνεπάγεται την οικονομική ισότητα. Ως εκ τούτου, η οικονομική δημοκρατία αναφέρεται σε κάθε κοινωνικό σύστημα που θεσμοποιεί την ενσωμάτωση της κοινωνίας με την οικονομία. Αυτό σημαίνει ότι, σε τελική ανάλυση, ο δήμος ελέγχει την οικονομική διαδικασία, μέσα σε ένα θεσμικό πλαίσιο δημοτικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Με μια στενότερη έννοια, η οικονομική δημοκρατία αναφέρεται επίσης σε κάθε κοινωνικό σύστημα που θεσμοποιεί την ελαχιστοποίηση των κοινωνικό-οικονομικών διαφορών, ιδιαίτερα εκείνων που προκύπτουν από την άνιση κατανομή της ατομικής ιδιοκτησίας και τη συνακόλουθη ανισοκατανομή του εισοδήματος και του πλούτου (όπως κήρυτταν τα παλιά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα). Είναι προφανές ότι η οικονομική δημοκρατία αναφέρεται τόσο στον τρόπο παραγωγής όσο και στην κατανομή του κοινωνικού προϊόντος και του πλούτου.
Με αυτή την έννοια, ο μηχανισμός της ΕΕ δεν είναι, και ποτέ δεν θα μπορούσε να είναι μια δημοκρατία, μέσα σε ένα θεσμικό πλαίσιο που εξασφαλίζει την άνιση κατανομή της οικονομικής δύναμης, όπως αυτό που επιβάλλει η ΝΔΤ της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Για να το θέσουμε απλά, εφ’όσον μια μειοψηφία ανθρώπων κατέχει και ελέγχει τα μέσα παραγωγής και διανομής, είναι αυτή η μειονότητα (ή ελίτ) που θα λαμβάνει όλες τις σημαντικές οικονομικές αποφάσεις, και όχι η πολιτική ελίτ, που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την οικονομική ελίτ για τη χρηματοδότηση των ακριβών προεκλογικών εκστρατειών της ή για την προώθησή της μέσω των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, τα οποία, επίσης, ελέγχουν οι οικονομικές ελίτ, και ούτω καθεξής. Ωστόσο, ένας από τους κύριους υποστηρικτές του Βαρουφάκη (και ένας από τις πολιτικούς του συμβούλους όταν βρισκόταν στην κυβέρνηση, προφανώς με έξοδα του ελληνικού λαού), ο James K. Galbraith –που είναι εξίσου γνωστό μέλος της παγκοσμιοποιητικής «Αριστεράς»— δεν δίστασε να συγκρίνει πόσο δημοκρατικό είναι το Κογκρέσο των ΗΠΑ σε σύγκριση με τον μηχανισμό της ΕΕ:
«Αυτό που μου έκανε εντύπωση, ιδίως από
τη σκοπιά μιας «παλιάς καραβάνας» του προσωπικού του Κογκρέσου, ήταν η
σχεδόν πλήρης απουσία διαδικαστικών δικλείδων ασφαλείας, λογοδοσίας,
τήρησης αρχείων, διαφάνειας, καθώς και η ουσιαστική απουσία ενός
ανεξάρτητου και σκεπτικιστικού Τύπου [στον μηχανισμό της ΕΕ]. Αυτά είναι
τα στοιχειώδη λειτουργικά στοιχεία μιας λειτουργικής δημοκρατίας, και η
απουσία τους είναι ένα τεράστιο εμπόδιο για την πρόοδο της δημοκρατίας
στην Ευρώπη. Ως εκ τούτου, αποτελούν ένα εξαιρετικό σημείο για να
ξεκινήσουμε». [8]
Έτσι, σύμφωνα με αυτό το κριτήριο της δημοκρατίας (διαφάνεια, κλπ.),
το οποίο είναι επίσης το βασικό κριτήριο του Μανιφέστου, το μοντέλο για
τη «σωστή» δημοκρατία της ΕΕ θα πρέπει να αντιγράψει αυτό που αποτελεί
τον απόλυτο εκφυλισμό κάθε έννοιας δημοκρατίας, δηλαδή τη «δημοκρατία»
που εκφράζουν στην πραγματικότητα οι θεσμοί των ΗΠΑ, —όπου τα μέλη του
Κογκρέσου και ο ίδιος ο Πρόεδρος εκλέγονται ανάλογα με το πόση
υποστήριξη μπορούν να συγκεντρώσουν από τις οικονομικές ελίτ
(χρηματοδότηση, υποστήριξη από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης κλπ.)!2. Οι στόχοι της «αυθεντικής δημοκρατίας» και η στρατηγική του DIEM25
Έχοντας παρουσιάσει αυτή την παρωδία (ή μάλλον την πλήρη διαστρέβλωση) της έννοιας της δημοκρατίας ως «αυθεντική» δημοκρατία, το Μανιφέστο προχωρά στον καθορισμό, με χρονολογική σειρά, των στόχων του κινήματος DIEM25.
Α. ΑΜΕΣΩΣ
Ο άμεσος στόχος είναι «η πλήρης διαφάνεια στη διαδικασία λήψης αποφάσεων», δηλαδή η δημοσίευση των πρακτικών των θεσμικών οργάνων της ΕΕ, η ηλεκτρονική ανάρτηση σημαντικών εγγράφων, η παρακολούθηση των εκπροσώπων των λόμπι κ.λπ. Τα σχόλια εδώ είναι μάλλον περιττά, καθώς γίνεται σαφές ότι ο λόγος που ένας τόσο ήσσονος σημασίας στόχος συσχετίζεται με την «αυθεντική» δημοκρατία, είναι για να αποπροσανατολίσει σαφώς τους λαούς από τις πραγματικές προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται ώστε να ισοκατανέμεται η πολιτική εξουσία μεταξύ όλων των πολιτών.
Β. ΕΝΤΟΣ ΔΩΔΕΚΑ ΜΗΝΩΝ
Ο στόχος εδώ είναι να αντιμετωπιστεί η σημερινή οικονομική κρίση «χρησιμοποιώντας τους υπάρχοντες θεσμούς, και εντός των υφιστάμενων συνθηκών της ΕΕ». Οι προτεινόμενες πολιτικές, σύμφωνα με το Μανιφέστο, «θα πρέπει να αποσκοπούν στην αναδιάταξη των υφιστάμενων θεσμών (μέσα από μια δημιουργική επανερμηνεία των υφιστάμενων συνθηκών και καταστατικών), προκειμένου να σταθεροποιηθούν οι κρίσεις δημοσίου χρέους, το τραπεζικό σύστημα, οι ανεπαρκείς επενδύσεις και η αύξηση της φτώχειας».
Ωστόσο, μπορεί να δειχθεί ότι είναι οι ίδιοι οι θεσμοί της ΕΕ που έχουν δημιουργήσει αυτές τις κρίσεις, οι οποίες, επομένως, δεν μπορούν ποτέ να «σταθεροποιηθούν» στο πλαίσιο των υφιστάμενων θεσμών και συνθηκών. Έτσι, μπορεί να δειχθεί ότι, δεδομένου ότι η σημερινή παγκοσμιοποίηση ανέκυψε σε συνθήκες καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και ελέγχου των μέσων παραγωγής, δεν μπορούσε παρά να είναι μόνο νεοφιλελεύθερη. Είναι δηλαδή η ίδια η η εξάπλωση των πολυεθνικών (ή υπερεθνικών εταιρειών -TNCs), από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και μετά, η οποία οδήγησε στο φαινόμενο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης (η οποία δεν έχει καμία σχέση με την αποτυχημένη απόπειρα παγκοσμιοποίησης στις αρχές του 20ου αιώνα). [9] Η τεράστια επέκταση των πολυεθνικών έκανε αναγκαία το άνοιγμα και την απελευθέρωση των αγορών αγαθών, υπηρεσιών, κεφαλαίου και εργασίας. Το άνοιγμα των αγορών κεφαλαίου αρχικά επιτεύχθηκε ανεπίσημα από τις πολυεθνικές, «από τα κάτω» (π.χ. η αγορά ευρω-δολαρίου, κλπ.) πριν θεσμοθετηθεί, πρώτα στη Βρετανία και τις ΗΠΑ, μέσω του Θατσερισμού και του Ρεηγκανισμού αντίστοιχα, και στη συνέχεια μέσω του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας, του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και φυσικά της ΕΕ, σε όλο τον κόσμο. Περιττό να πούμε ότι, όταν οι οικονομικοί μηχανισμοί (δηλαδή η οικονομική βία) δεν είναι αρκετοί για να ενσωματώσουν μια χώρα στη ΝΔΤ, τότε η Υπερεθνική Ελίτ —δηλαδή οι οικονομικές, οι πολιτικές, οι μιντιακές και ακαδημαϊκές ελίτ που ορμώνται από τις χώρες (κυρίως της «G7»), στις οποίες εδράζονται οι μεγάλες πολυεθνικές (όχι με την επίσημη νομική έννοια του όρου),— δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει κτηνώδη φυσική βία για την ενσωμάτωση τους (π.χ. Γιουγκοσλαβία, Λιβύη, Συρία, κ.λπ.).
Ωστόσο, το άνοιγμα και η απελευθέρωση των αγορών επέφερε μια δομική αλλαγή στο καπιταλιστικό οικονομικό μοντέλο, την οποία οι περισσότεροι μαρξιστές έχουν αποτύχει να κατανοήσουν (αναφέρομαι στους εναπομείναντες αντι-συστημικούς μαρξιστές—εκτός από κάποιες αξιοσημείωτες εξαιρέσεις, όπως ο Leslie Sklair—και όχι στους ψευδο-μαρξιστές της παγκοσμιοποιητικής «αριστεράς»). Ως εκ τούτου, οι μαρξιστές αυτοί αδυνατούν να ερμηνεύσουν την άμεση σχέση μεταξύ νεοφιλελευθερισμού και του ανοίγματος / απελευθέρωσης των αγορών. Όμως, μπορεί να δειχθεί ότι οι περίφημες «τέσσερις ελευθερίες», δηλαδή το άνοιγμα και η απελευθέρωση των αγορών (κεφαλαίου, αγαθών, υπηρεσιών και εργασίας) που θεσμοθετήθηκαν για πρώτη φορά από τη συνθήκη του Μάαστριχτ, και οι συνθήκες που ακολούθησαν, ήταν η βασική αιτία όλων των σημερινών κρίσεων της ΕΕ (κρίσεις χρέους, αύξηση της ανισότητας και της ανεργίας, καθώς και η προσφυγική κρίση). [10] Με άλλα λόγια, οι μαρξιστές αυτοί αδυνατούν να κατανοήσουν ότι σε όλο το τμήμα της μεταπολεμικής περιόδου πριν την ανάδυση της παγκοσμιοποίησης (1945-1975), το μοντέλο καπιταλιστικής ανάπτυξης βασιζόταν ουσιαστικά στην εσωτερική αγορά. Αυτό σήμαινε ότι ο έλεγχος των πολιτικών της συνολικής ζήτησης και ιδίως οι δημοσιονομικές πολιτικές (σχετικά με τη φορολογία, αλλά και, το πιο σημαντικό, οι δημόσιες δαπάνες—συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων επενδύσεων, των κοινωνικών δαπανών και του κράτους πρόνοιας), έπαιζαν κρίσιμο ρόλο στον καθορισμό των επιπέδων του εθνικού εισοδήματος και της απασχόλησης. Αντίθετα, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης που ακολούθησε με το άνοιγμα και την απελευθέρωση των αγορών, η βάση της ανάπτυξης μετατοπίζεται από την εσωτερική προς την εξωτερική αγορά. Αυτό σήμαινε ότι η ανταγωνιστικότητα έγινε το βασικό κριτήριο για την επιτυχία μιας καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς και, κατά συνέπεια, οι πολυεθνικές παίζουν πλέον σημαντικό ρόλο στη διαδικασία της ανάπτυξης μέσω των επενδύσεων που κατ’ουσίαν χρηματοδοτούν οι ίδιες, καθώς και μέσω της επέκτασης των εξαγωγών που μπορεί να φέρει η εγκατάσταση θυγατρικών σε μια χώρα. Η ΕΕ είναι, φυσικά, η κύρια έκφραση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης στον ευρωπαϊκό χώρο.
Στο πλαίσιο αυτό, δεν είναι οι πολιτικές λιτότητας που επιβάλλονται από ορισμένους «κακούς» μέσα στις πολιτικές και οικονομικές ελίτ που δήθεν είναι η αιτία της σημερινής «οικονομίας χαμηλής ανάπτυξης», όπως υποστηρίζουν νεο-Κεϋνσιανοί διαφόρων ειδών, επειδή απλώς δεν θέλουν να υιοθετήσουν κεϋνσιανές πολιτικές για την επέκταση των εισοδημάτων και της ζήτησης. [11] Στην πραγματικότητα, οι πολιτικές λιτότητας είναι απλά το σύμπτωμα της παγκοσμιοποίησης, με την έννοια ότι, αν η ανταγωνιστικότητα δεν μπορεί να βελτιωθεί μέσω επενδύσεων στην έρευνα και την ανάπτυξη, τότε, ο εναλλακτικός «φθηνός» τρόπος για να επιτευχθεί το ίδιο αποτέλεσμα είναι μέσω της συμπίεσης των εγχώριων μισθών και τιμών, μέσω των πολιτικών λιτότητας κάποιου είδους. Όμως, σήμερα δεν είναι μόνο αφελείς οικονομολόγοι, ανήκοντες στην παγκοσμιοποιητική «Αριστερά», που υποστηρίζουν κεϋνσιανές πολιτικές —προφανώς επειδή εξακολουθούν να ζουν στο χρονοντούλαπο του έθνους-κράτους, όπου προωθούντανπαρόμοιες πολιτικές μαζί με τα απαραίτητα ιδεολογικά τους συμπράγκαλα—, αλλά ακόμη και νομπελίστες στα οικονομικά. Στην περίπτωση αυτή βέβαια δεν μπορεί κανείς να μιλήσει για αφέλεια, αλλά, μάλλον, για σκόπιμο αποπροσανατολισμό. Για παράδειγμα, ο Πωλ Κρούγκμαν, σε πρόσφατο άρθρο του στον Guardian [12]—τη ναυαρχίδα της παγκοσμιοποιητικής «Αριστεράς»— προσπαθεί συστηματικά να παρακάμψει τα κρίσιμα ζητήματα της εποχής μας και ιδιαίτερα την παγκοσμιοποίηση και τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία της, προτιμώντας να επικεντρωθεί αντ’αυτού στην «αυταπάτη» της λιτότητας ή τις «εμμονές» των φορέων χάραξης πολιτικής, ιδίως στο Ηνωμένο Βασίλειο –βολικά «ξεχνώντας» ότι αυτές είναι, επίσης, οι συνήθεις πολιτικές της ΕΕ, όπως και των ΗΠΑ, από την εποχή μάλιστα του Ρήγκαν! Με άλλα λόγια, παραβλέπει το γεγονός ότι αυτές είναι οι πολιτικές της Υ/Ε που επιβάλλονται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σε κάθε χώρα που έχει ενσωματωθεί στη ΝΔΤ.
Γ. ΜΕΣΑ ΣΕ ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ
Στο διάστημα αυτό πρέπει να συγκληθεί μια Συντακτική Συνέλευση, η οποία θα αποτελείται από «αντιπροσώπους» των εθνικών συνελεύσεων (κοινοβούλια), τις περιφερειακές συνελεύσεις και τα δημοτικά συμβούλια. Η προκύπτουσα Συντακτική Συνέλευση, σύμφωνα με το «Μανιφέστο», θα εξουσιοδοτούνταν να αποφασίσει σχετικά με ένα μελλοντικό δημοκρατικό σύνταγμα που θα αντικαταστήσει όλες τις υπάρχουσες ευρωπαϊκές Συνθήκες μέσα σε μια δεκαετία. Εδώ γίνεται ολοφάνερο ότι ο συγγραφέας του «Μανιφέστου» δεν έχει την παραμικρή ιδέα για την έννοια της κλασικής δημοκρατίας ή την έννοια του δήμου που χρησιμοποιεί όμως εκτενέστατα, στο «μανιφέστο». Έτσι δεν διστάζει να ταυτίσει την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» με την κλασική δημοκρατία, πράγμα που ούτε πρωτοετής φοιτητής πολιτικών επιστημών δεν θα έκανε!
Όμως, στην πραγματικότητα, ήταν μόνο κατά τη διάρκεια του δέκατου έκτου αιώνα, που η ιδέα της αντιπροσώπευσης μπήκε στο πολιτικό λεξικό,ενώ η κυριαρχία του Κοινοβουλίου δεν καθιερώθηκε παρά μόλις τον δέκατο έβδομο αιώνα. Με τον ίδιο τρόπο που ο βασιλιάς κάποτε «εκπροσωπούσε» την κοινωνία στο σύνολό της, τώρα ήταν η σειρά του Κοινοβουλίου να παίξει αυτό το ρόλο, αν και η ίδια η κυριαρχία υποτίθεται ότι ακόμη ανήκε στο σύνολο του λαού. Το δόγμα που επικράτησε στην Ευρώπη μετά τη Γαλλική Επανάσταση δεν ήταν μόνο απλά ότι ο γαλλικός λαός ήταν κυρίαρχος και ότι οι απόψεις του εκπροσωπούνταν στην Εθνοσυνέλευση, αλλά ότι το γαλλικό έθνος ήταν κυρίαρχο και η Εθνοσυνέλευση ενσωμάτωνε τη βούληση του έθνους. Όπως τονίστηκε από τον Birch:
«Αυτό αποτέλεσε σημείο καμπής στις
ευρωπαϊκές ιδέες, δεδομένου ότι, πριν από αυτό, ο πολιτικός αντιπρόσωπος
θεωρούνταν στην ήπειρο ως εντολοδόχος των ψηφοφόρων του.
Σύμφωνα με τη νέα θεωρία που διακήρυτταν οι Γάλλοι επαναστάτες … ο
εκλεγμένος αντιπρόσωπος θεωρείται ως ανεξάρτητος νομοθέτης και
σχεδιαστής πολιτικών και όχι ως φορέας της βούλησης των ψηφοφόρων του ή
τοπικών συμφερόντων». [13]
Στην πραγματικότητα, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η μορφή της
φιλελεύθερης «δημοκρατίας» που έχει κυριαρχήσει στη Δύση τους
τελευταίους δύο αιώνες, δεν είναι καν μια αντιπροσωπευτική «δημοκρατία»,
αλλά μια αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση, δηλαδή, μια διακυβέρνηση του λαού από τους αντιπροσώπους του. Έτσι, όπως επισημαίνει ο Bhikhu Parekh:
«Οι αντιπρόσωποι μολονότι εκλέγονταν από
τον λαό, από τη στιγμή που εκλέγονταν παρέμεναν ελεύθεροι να
διαχειρίζονται τις δημόσιες υποθέσεις κατά το δοκούν. Αυτός ο εξαιρετικά
αποτελεσματικός τρόπος για την απομόνωση της κυβέρνησης από την
καθολική ψήφο βρίσκεται στην καρδιά της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Για να
κυριολεκτήσουμε, η φιλελεύθερη δημοκρατία δεν είναι αντιπροσωπευτική
δημοκρατία αλλά αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση». [14]
Η ευρωπαϊκή αυτή αντίληψη της Κυριαρχίας ήταν εντελώς ξένη προς την
Αθηναϊκή αντίληψη, όπου ο διαχωρισμός της κυριαρχίας από την άσκηση της
ήταν άγνωστος. Όλες οι εξουσίες ασκούνταν άμεσα από τους ίδιους τους
πολίτες ή από τους εντολοδόχους τους, οι οποίοι διορίζονταν με κλήρο και
για σύντομο χρονικό διάστημα. Στην πραγματικότητα, όπως επισημαίνει ο
Αριστοτέλης, η εκλογή με ψηφοφορία θεωρούνταν ολιγαρχική και δεν
επιτρεπόταν παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις (συνήθως σε περιπτώσεις
όπου απαιτούνταν ειδική γνώση), και μόνο ο διορισμός με κλήρο
θεωρούνταν δημοκρατικός. [15]
Ως εκ τούτου, ο τύπος της «δημοκρατίας» που έχει καθιερωθεί από τον
δέκατο έκτο αιώνα στην Ευρώπη έχει πολύ λίγα κοινά με την κλασική
(αθηναϊκή) δημοκρατία. Ο πρώτος προϋποθέτει τον διαχωρισμό του κράτους
από την κοινωνία και την άσκηση της κυριαρχίας από ένα χωριστό σώμα
αντιπροσώπων, ενώ ο δεύτερος βασίζεται στην αρχή ότι η κυριαρχία
ασκείται άμεσα από τους ίδιους τους ελεύθερους πολίτες. Η Αθήνα, ως εκ
τούτου, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί κράτος, με τη συνήθη έννοια του
όρου.Δ. ΜΕΧΡΙ ΤΟ 2025: Θέσπιση των αποφάσεων της Συντακτικής Συνέλευσης
Ο απώτερος, επομένως, στόχος της διαδικασίας που προβλέπεται από το DIEM25 συνιστά καθαρή εξαπάτηση, και βέβαια δεν είναι τυχαίο πως ο Γ. Βαρουφάκης έχει δείξει στην καριέρα του ως υπουργός Οικονομικών ότι έχει πάρει μάστερ σε αυτή. Ο Γ. Β. Ισχυρίζεται ότι η Συντακτική Συνέλευση (ή «Εμείς, οι λαοί της Ευρώπης», όπως ο ίδιος την αποκαλεί, αντιγράφοντας το αμερικανικό Σύνταγμα) θα επιφέρει τη «ριζοσπαστική» αλλαγή που προβλέπεται από το Μανιφέστο. Ωστόσο, η αμερικανική περίπτωση κάθε άλλο παρά μπορεί να θεωρηθεί πρότυπο για μια δημοκρατία, όπως έχει τονίσει, μεταξύ άλλων, ο Α. Birch: «οι “Θεμελιωτές- Πατέρες» της Αμερικανικής δημοκρατίας, Madison και Jefferson ήταν επιφυλακτικοί απέναντι στον όρο ‘δημοκρατία’, ακριβώς εξαιτίας του ότι παρέπεμπε στην ελληνική άμεση δημοκρατία. Γι’ αυτό προτίμησαν να αποκαλέσουν το αμερικανικό σύστημα “ρεπουμπλικανικό”, επειδή ο όρος θεωρήθηκε περισσότερο αντιπροσωπευτικός του ισορροπημένου συντάγματος που υιοθετήθηκε το 1787 από τον όρο “δημοκρατικό”, που παρέπεμπε στην κυριαρχία των χαμηλότερων στρωμάτων». [16] Όπως τόνισε εύστοχα ο John Dunn όταν περιέγραφε τον σκοπό της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας»:
«Είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι το
σύγχρονο κράτος κατασκευάστηκε, με ιδιαίτερη προσοχή και εσκεμμένα,
κυρίως από τον Jean Bodin και τον Thomas Hobbes, με φανερό στόχο την
άρνηση σε οποιοδήποτε λαό της ικανότητας, ή του δικαιώματος, να ενεργεί
από κοινού για τον εαυτό του, ανεξάρτητα από, ή ακόμη και ενάντια, στην
κυρίαρχη εξουσία. Το κεντρικό σημείο της αντίληψης αυτής ήταν η άρνηση
της ίδιας της πιθανότητας ότι οποιοσδήποτε δήμος
(και βέβαια πολύ περισσότερο στη δημογραφική κλίμακα μιας ευρωπαϊκής
μοναρχίας) θα μπορούσε να είναι ένα αυθεντικό πολιτικό υποκείμενο, που
θα είχε την οποιαδήποτε ικανότητα να δράσει,
ή, πολύ περισσότερο, να δράσει κατά τρόπο που θα διασφάλιζε τη συνέχεια
της ταυτότητας του και την πρακτική συνοχή που απαιτεί η αυτοκυβέρνηση… η
ιδέα του σύγχρονου κράτους εφευρέθηκε ακριβώς για να απορριφθεί κάθε
ιδέα αυτοκυβέρνησης … η αντιπροσωπευτική δημοκρατία δεν είναι παρά η
μετατροπή της πραγματικής δημοκρατίας σε μια ασφαλή δημοκρατία για το
σύγχρονο κράτος». [17]
Είναι λοιπόν σαφές ότι αυτό που είχε ο Βαρουφάκης στο μυαλό του με το
«Μανιφέστο» του ήταν απλώς να επαναλάβει την εξαπάτηση των «Θεμελιωτών –
Πατέρων» και να δημιουργήσει ένα ακόμη «δημοκρατικό» τέρας, σαν το
αγαπημένο του Αμερικάνικο, αυτή τη φορά στην Ευρώπη! Δεν είναι λοιπόν
περίεργο ότι αυτό που περιγράφει δεν έχει τίποτα να κάνει με την κλασική
δημοκρατία, αντίθετα με την παραπλανητική ορολογία που χρησιμοποιεί (δήμοι
κλπ.). Έτσι, ενώ όπως ο ίδιος τονίζει, « το μοντέλο των εθνικών
κομμάτων που σχηματίζουν σαθρές συμμαχίες στο επίπεδο του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου είναι ξεπερασμένο», στη συνέχεια ουσιαστικά αναιρεί αυτή τη
δήλωση λέγοντας:
«Ενώ ο αγώνας για τη δημοκρατία “από τα
κάτω” (σε τοπικό, περιφερειακό ή εθνικό επίπεδο) είναι απαραίτητος,
είναι, ωστόσο, ανεπαρκής αν διεξάγεται χωρίς μια διεθνιστική στρατηγική
προς μια πανευρωπαϊκή συμμαχία για τον εκδημοκρατισμό της Ευρώπης. Οι
Ευρωπαίοι δημοκράτες πρέπει να πρώτα να συνέρχονται, να διαμορφώνουν μια
κοινή ατζέντα, και στη συνέχεια να βρίσκουν τρόπους για να τη συνδέουν
με τις τοπικές κοινότητες, καθώς και σε περιφερειακό και εθνικό
επίπεδο.» [18]
Είναι λοιπόν φανερό ότι στόχος του Βαρουφάκη είναι να σώσει την ΕΕ,
και όχι τη δημοκρατία, αφού ο ίδιος γνωρίζει πολύ καλά ότι η διαδικασία
που προτείνει ποτέ δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια δημοκρατία από τα
κάτω. Μια τέτοια δημοκρατία θα μπορούσε να ξεκινήσει μόνο από το τοπικό
επίπεδο και, στη συνέχεια, οι τοπικοί δήμοι θα μπορούσαν να
ομοσπονδιοποιούνται σε δημοκρατικές περιφέρειες, έθνη και, τέλος, σε μια
δημοκρατική Ευρώπη. Και όχι βέβαια αντίστροφα, όπως ο ίδιος απατηλά
προτείνει, ιδιαίτερα όταν μιλάμε για μια ήπειρο η οποία, σε αντίθεση με
τις ΗΠΑ, χαρακτηρίζεται από μια ποικιλία λαών με διαφορετικές γλώσσες,
πολιτισμό και ιστορία. Παρόλα αυτά, ο Βαρουφάκης ακάθεκτος συνεχίζει με
τα εξής:
«Ο πρωταρχικός στόχος μας για τον
εκδημοκρατισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι συνυφασμένος με μια φιλοδοξία
για την προώθηση της αυτό-κυβέρνησης (οικονομικής, πολιτικής και
κοινωνικής) στο τοπικό, δημοτικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο.
Δηλαδή, να ανοίξουμε τους διαδρόμους της εξουσίας για το κοινό. Να
αγκαλιάσουμε κοινωνικά και πολιτικά κινήματα. Και να χειραφετήσουμε όλα
τα επίπεδα της διακυβέρνησης από τη γραφειοκρατική και εταιρική
εξουσία.» [19]
Αυτό όμως που πραγματικά κάνει ο Β. εδώ , είναι να εξαπατήσει τους
λαούς ώστε να πιστέψουν ότι αν συνταχθούν με το «κίνημα» του θα
αγωνίζονται για τη μετατροπή της ΕΕ σε μια δημοκρατία, μέσω κάποιου
είδους αποκέντρωσης της εξουσίας στο τοπικό, δημοτικό, περιφερειακό και
εθνικό επίπεδο (στην πραγματικότητα, η ίδια η ΕΕ ενθαρρύνει μια τέτοια
αποκέντρωση με βάση την αρχή της επικουρικότητας!), ενώ την ίδια στιγμή
βέβαια οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ θα συνεχίσουν να μονοπωλούν την
οικονομική και πολιτική εξουσία, ακριβώς όπως και σήμερα.3. Γιατί ένα τέτοιο μανιφέστο τώρα; Η άνοδος του νεο-εθνικιστικού κινήματος
Ένα εύλογο ερώτημα που προκύπτει σε σχέση με τη χρονική συγκυρία της δημοσιοποίησης του «Μανιφέστου» είναι γιατί είναι απαραίτητο σε αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή ένα τέτοιο μανιφέστο για τον «εκδημοκρατισμό» της ΕΕ. Δεδομένου ότι, όπως είδαμε παραπάνω, δεν πρόκειται για ένα μανιφέστο για τον εκδημοκρατισμό της Ευρώπης, αλλά, περισσότερο μια προσπάθεια για την προώθηση της ΕΕ, τα κίνητρα πίσω από αυτό το ψευδο-μανιφέστο είναι πλέον σαφή. Ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη ότι στην πραγματικότητα αυτή είναι «η στιγμή της αλήθειας» για την ΕΕ, όχι μόνο λόγω του προσφυγικού, αλλά και λόγω της κρίσης της Ευρωζώνης, της πιθανότητας η Βρετανία να βγει από την ΕΕ και ούτω καθεξής. Ωστόσο, όλες αυτές οι κρίσεις δεν είναι «εξωτερικές» σε σχέση με τις κρίσεις της ΕΕ, αλλά στην πραγματικότητα έχουν δημιουργηθεί από την ίδια την ΕΕ και τους θεσμούς της.
Το άνοιγμα της αγοράς εργασίας μεταξύ των χωρών της ΕΕ και η κατάργηση των συνοριακών ελέγχων μέσω της συμφωνίας Σένγκεν ήταν μία από τις κύριες αιτίες του προσφυγικού προβλήματος. Ωστόσο, καθοριστικό ρόλο σε αυτό έπαιξε επίσης η ελίτ της ΕΕ, ως τμήμα της Υπερεθνικής Ελίτ, η οποία κατέστρεψε τα σταθερά Μπααθικά καθεστώτα στο Ιράκ και τη Συρία, καθώς και το Λιβυκό καθεστώς. Μοναδικός σκοπός της Υ/Ε σε αυτές τις περιπτώσεις ήταν η «αλλαγή καθεστώτος», δηλαδή να ενσωματωθούν όλοι αυτοί οι λαοί, οι οποίοι αντιστέκονταν στη Νέα Διεθνή Τάξη, αφού αγωνίζονταν να διατηρήσουν την εθνική τους κυριαρχία.
Στη συνέχεια, ήταν τα θεσμικά όργανα της ίδιας της Ευρωζώνης που δημιούργησαν την κρίση στην Ευρωζώνη, την κρίση χρέους και τη μαζική αύξηση της ανεργίας και της φτώχειας. Όπως έχω δείξει αλλού[20], οι θεσμοί αυτοί ήταν «κομμένοι και ραμμένοι» για να δημιουργήσουν έναν μηχανισμό μεταβίβασης του οικονομικού πλεονάσματος από τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες-μέλη της Ευρωζώνης (π.χ.. Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιρλανδία και Ισπανία) στις πιο προηγμένες, ιδιαίτερα στη Γερμανία.
Όμοια, είναι η δυσαρέσκεια των Βρετανών για την απώλεια της εθνικής τους κυριαρχίας μέσα στην ΕΕ (παρά το γεγονός ότι οι Βρετανικές ελίτ αποτελούν συστατικό μέρος της Υπερεθνικής Ελίτ), η οποία έχει οδηγήσει σε ένα αυξανόμενο αντι-ΕΕ κίνημα στη Βρετανία, που μπορεί κάλλιστα να οδηγήσει σε Brexit —ένα γεγονός που θα μπορούσε να έχει καταλυτικές συνέπειες για την ίδια την ΕΕ, αφού πολλοί άλλοι λαοί θα ήταν πρόθυμοι να την ακολουθήσουν, απαιτώντας ανάλογα δημοψηφίσματα—ακόμη και ο ελληνικός λαός που θα έπρεπε να το είχε κάνει βέβαια από καιρό για να σταματήσει η καταστροφή του. Η άνοδος αυτή του κινήματος για την εθνική κυριαρχία, (που ουσιαστικά εκφράζει το νεο-εθνικιστικό κίνημα σε όλη την Ευρώπη, και το οποίο η άθλια παγκοσμιοποιητική «Αριστερά» αποκαλεί ρατσιστικό, αν όχι και φασιστικό!) σημειώνεται κυρίως επειδή, όπως παραδέχονται οι ίδιες οι βρετανικές ελίτ, το αντι-ΕΕ κίνημα είναι στην πραγματικότητα ένα κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης. Αυτό το γεγονός κάνει πως το αγνοεί η παγκοσμιοποιητική «Αριστερά»—γεγονός το οποίο θα μπορούσε επίσης να εξηγήσει την άνοδο του νεο-εθνικιστικού κόμματος UKIP:
«Η αύξηση της υποστήριξης στο UKIP δεν
είναι απλώς μια ψήφος διαμαρτυρίας. Το κόμμα έχει κυρίως υποστηρικτές
μεταξύ αυτών που τους άφησε πίσω η παγκοσμιοποίηση … η παγκοσμιοποίηση
της οικονομίας έχει δημιουργήσει χαμένους και κερδισμένους. Κατά κανόνα,
οι νικητές είναι οι βολεμένοι ενώ οι ηττημένοι ανήκουν στα ασθενέστερα
εισοδηματικά στρώματα.»[21]
Η ίδια διαδικασία επαναλαμβάνεται σχεδόν παντού στην Ευρώπη σήμερα,
οδηγώντας αναπόφευκτα πολλούς ανθρώπους (ιδιαίτερα την εργατική τάξη) να
προσχωρήσουν στη νεο-εθνικιστική Δεξιά. Αυτό δεν οφείλεται βέβαια στο
ότι ξαφνικά όλοι αυτοί έγιναν «εθνικιστές», πόσο μάλλον «φασίστες» (όπως
τους κατηγορεί η παγκοσμιοποιητική «Αριστερά» για να τους
στιγματίσει!), αλλά απλώς και μόνο στο γεγονός ότι η σημερινή
παγκοσμιοποιητική «Αριστερά» δεν θέλει να ηγηθεί του αγώνα ενάντια στην
παγκοσμιοποίηση, ενώ, την ίδια στιγμή, τα λαϊκά στρώματα έχουν
συνειδητοποιήσει ότι η εθνική και οικονομική κυριαρχία είναι ασύμβατη με
την παγκοσμιοποίηση. Πρόκειται για ένα γεγονός που έχει πλήρως
κατανοηθεί, για παράδειγμα, από το ισχυρό πατριωτικό κίνημα στη Ρωσία,
το οποίο περιλαμβάνει όλους εκείνους που αντιτίθενται στην ένταξη της
χώρας στη ΝΔΤ –από εθνικιστές μέχρι κομμουνιστές και από ορθόδοξους
Χριστιανούς ως κοσμικούς–, ενώ η ηγεσία του Πούτιν προσπαθεί να
«συμβιβάσει» το πολύ ισχυρό παγκοσμιοποιητικό τμήμα της ελίτ (ολιγάρχες,
μέσα μαζικής ενημέρωσης, μέσα κοινωνικής δικτύωσης κ.λπ.), με αυτό το
πατριωτικό κίνημα.Αλλά είναι κυρίως το κόμμα του Εθνικού Μετώπου (FN) της Λεπέν, περισσότερο από κάθε άλλο νεο-εθνικιστικό κόμμα στη Δύση, που έχει συνειδητοποιήσει ότι η παγκοσμιοποίηση και η συμμετοχή στους θεσμούς της ΝΔΤ είναι ασύμβατες με την εθνική κυριαρχία. Όπως τόνισε πρόσφατα η Λεπέν, (με ορολογία που η «Αριστερά» σταμάτησε να χρησιμοποιεί εδώ και πολύ καιρό!):
«Η παγκοσμιοποίηση είναι μια βαρβαρότητα,
είναι στο επίπεδο της κάθε χώρας χωριστά που θα πρέπει να περιοριστούν
οι καταχρήσεις της και να ρυθμιστεί… Σήμερα ο κόσμος είναι στα χέρια των
πολυεθνικών εταιρειών και των μεγάλων διεθνών χρηματοπιστωτικών
ιδρυμάτων … Η μετανάστευση καθηλώνει τους μισθούς, ενώ ο κατώτατος
μισθός γίνεται τώρα ο μέγιστος μισθός». [22]
Στην πραγματικότητα, το γαλλικό Εθνικό Μέτωπο είναι τώρα το πιο
σημαντικό νεο-εθνικιστικό κόμμα στην Ευρώπη και μπορεί κάλλιστα να
βρίσκεται στην εξουσία μετά τις επόμενες προεδρικές εκλογές του 2017,
εκτός φυσικά αν το σταματήσει μια ανίερη συμμαχία από όλα τα
παγκοσμιοποιητικά κόμματα που ελέγχει η Υ/Ε–με την υποστήριξη του
συνόλου της ελίτ αυτής και ιδιαίτερα των ευρω-ελίτ και των ΜΜΕ που
ελέγχονται από αυτές. Ο Florian Philippot, αντιπρόεδρος του FN και
επικεφαλής στρατηγικός αναλυτής, πρόβαλε εύστοχα τη θέση του Μετώπου, ως
εξής, σε συνέντευξή του στους Financial Times:
«Οι άνθρωποι που ψήφιζαν πάντα την
αριστερά, που πίστευαν στην αριστερά και πίστευαν ότι αντιπροσώπευε τη
βελτίωση στους μισθούς και τις συντάξεις, την κοινωνική και οικονομική
πρόοδο, τις βιομηχανικές πολιτικές . . . αυτοί οι άνθρωποι έχουν
συνειδητοποιήσει ότι είχαν παραπλανηθεί.» [23]
Όπως επισημαίνει το ίδιο ρεπορτάζ των FT, για ορισμένους
παρατηρητές της Γαλλικής πολιτικής σκηνής, οι οικονομικές πολιτικές του
FN –οι οποίες περιλαμβάνουν την έξοδο από το ευρώ και την έγερση
εμπορικών φραγμών για την προστασία της βιομηχανίας— είναι σα να έχουν
αντιγραφεί από κάποιο πολιτικό μανιφέστο του 1930, ενώ ο Christian
Saint-Étienne, ένα οικονομολόγος για την εφημερίδα Le Figaro, περιέγραψε πρόσφατα αυτό το όραμα ως «Περονικό Μαρξισμό». [24]
Στην πραγματικότητα, σε μια πιο πρόσφατη συνέντευξή των FT με τη Marine
Le Pen, η πρόεδρος του FN πήγε ένα βήμα παραπέρα, ζητώντας την
εθνικοποίηση των τραπεζών, εκτός από την έξοδο από το ευρώ (που αναμένει
ότι θα οδηγούσε στην κατάρρευση του, αν όχι σε κατάρρευση της ίδιας της
ΕΕ—μια εξέλιξη που καλωσορίζει), ενώ, επίσης, υπεραμύνθηκε των δημόσιων
υπηρεσιών και παρουσίασε τον εαυτό της ως προστάτη των εργαζομένων και
των αγροτών μπροστά στην «άγρια και άναρχη παγκοσμιοποίηση … που έφερε
περισσότερο πόνο από ευτυχία». [25]
Κάνοντας τις αναπόφευκτες συγκρίσεις, είναι χαρακτηριστικό ότι ποτέ ο
ΣΥΡΙΖΑ και ο Βαρουφάκης δεν τόλμησαν να χρησιμοποιήσουν τέτοια συνθήματα
πριν από τις εκλογές —πόσο μάλλον μετά τις δεύτερες εκλογές, όταν ο
ΣΥΡΙΖΑ υιοθέτησε πλήρως όλες τις πολιτικές των ελίτ της ΕΕ και της
Τρόικας, τις οποίες, πριν τις πρώτες εκλογές, είχε υποσχεθεί να
αντιστρέψει! Περιττό να σημειωθεί ότι η εξωτερική πολιτική της Λεπέν
είναι επίσης πολύ διαφορετική από εκείνη του γαλλικού κατεστημένου (και,
φυσικά, από τις ελίτ της ΕΕ), αφού θέλει μια ριζική αναμόρφωση της
γαλλικής εξωτερικής πολιτικής, σύμφωνα με την οποία θα πρέπει να
αποκατασταθούν οι σχέσεις με το καθεστώς του Σύρου προέδρου Μπασάρ αλ
Άσαντ και θα πρέπει να επανεξεταστούν οι σχέσεις με καθεστώτα όπως το
Κατάρ και η Τουρκία, τα οποία θεωρεί ότι υποστηρίζουν την τρομοκρατία.
Ταυτόχρονα, η Λεπέν βλέπει τις ΗΠΑ ως παράγοντα επικίνδυνων πολιτικών
και τη Ρωσία ως καταλληλότερο φίλo—γεγονός που αδυνατεί να κατανοήσει
ακόμη και το ΚΚΕ, που μιλά ανοήτως για «ενδοϊμπεριαλιστικές
διαφορές»—πράγμα που αδυνατούν να αντιληφθούν οι Ρώσοι ή οι Ουκρανοί
κομμουνιστές, αλλα κατάλαβαν οι φωστήρες Έλληνες κομμουνιστές! Είναι
φανερό ότι οι τελευταίοι δεν έχουν πάρει είδηση από τη σημασία της
παγκοσμιοποίησης και του αγώνα για την εθνική κυριαρχία (παρόλο που η
εθνική κυριαρχία είναι αναγκαία προϋπόθεση για οποιαδήποτε κοινωνική
αλλαγή!) που φουντωνει σημερα παντού, ακόμη και στις ΗΠΑ…Και σα να μην έφταναν αυτά, ο Τζορτζ Σόρος (ο οποίος βρίσκεται πίσω από κάθε «χρωματιστή επανάσταση» στη Γη με τις μυριάδες των ΜΚΟ κλπ., τις οποίες χρηματοδοτεί —δεν θα ήταν μάλιστα έκπληξη αν αργότερα μαθαίναμε ότι χρηματοδοτεί και το κίνημα πίσω από το DieM25)—έγραψε ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε επίσης στη ναυαρχίδα της παγκοσμιοποιητικής «αριστεράς», τον Γκάρντιαν (ο οποίος—εκτός από τα συστημικά μίντια όπως οι Financial Times—προωθεί επανειλημμένα και μαζικά τον Βαρουφάκη) με τον εύγλωττο τίτλο, «Ο Πούτιν είναι μεγαλύτερη απειλή για την ύπαρξη της Ευρώπης απ’ ό,τι ο Isis»! [26]
4. Η πτώχευση της παγκοσμιοποιητικής «Αριστεράς» και το «Μανιφέστο»
Δεν είναι περίεργο λοιπόν ότι το νεο-εθνικιστικό αυτό κίνημα, το οποίο συνήθως είναι ρητά αντί-ΕΕ, αυτή τη στιγμή κατακυριεύει όλες σχεδόν τις χώρες της ΕΕ. Το ενοποιητικό στοιχείο των νέο-εθνικιστών είναι ο αγώνας τους για την εθνική και οικονομική κυριαρχία, την οποία σωστά βλέπουν να εξαφανίζεται στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Αν και μερικές φορές το κυριότερο άμεσο κίνητρο των κινημάτων αυτών είναι η καταπολέμηση της μετανάστευσης, είναι σαφές ότι αυτό είναι αποτέλεσμα (συνειδητής ή μη) παραπλάνησης, δεδομένου ότι οι λαοί συνήθως δεν συνειδητοποιούν ότι είναι το άνοιγμα όλων των αγορών, συμπεριλαμβανομένης της αγοράς εργασίας—ιδίως στο πλαίσιο οικονομικών ενώσεων όπως η ΕΕ—, που είναι η άμεση αιτία της δικής τους ανεργίας ή των χαμηλόμισθων θέσεων εργασίας. Με άλλα λόγια, το νέο-εθνικιστικό κίνημα δεν είναι ένα ρατσιστικό κίνημα αυτό καθαυτό, αλλά ένα καθαρά οικονομικό κίνημα, αν και η Υπερεθνική και σιωνιστική ελίτ, με τη βοήθεια της παγκοσμιοποιητικής «Αριστεράς», παλεύουν σκληρά για να το μετατρέψουν σε ένα ισλαμοφοβικό κίνημα —όπως έδειξε σαφώς η περίπτωση της επίθεσης στο Παρίσι και τώρα η επίθεση στις Βρυξέλλες— έτσι ώστε να μπορούν να το χρησιμοποιήσουν κατά το δοκούν προς όφελος τους στη ΝΔΤ. Αναπόφευκτα, ισλαμοφοβικές —αν όχι ρατσιστικές— τάσεις έχουν αναπτυχθεί μέσα σε μερικά από αυτά τα νεο-εθνικιστικά κινήματα. Όπως θα δούμε στο τελευταίο τμήμα του άρθρου αυτού, αυτός είναι ένας ακόμη λόγος για τον οποίον πρέπει να χτιστούν Λαϊκά Μέτωπα για την εθνική και κοινωνική απελευθέρωση σε κάθε χώρα για να αγωνιστούν όχι μόνο κατά της ΕΕ και της ΝΔΤ —η οποία είναι φυσικά ο κύριος εχθρός— αλλά και τυχόν ρατσιστικών τάσεων που αναπτύσσονται μέσα σε αυτό το νέο κίνημα της αντι-παγκοσμιοποίησης. Ένα τέτοιο κίνημα θα απέτρεπε επίσης τις ελίτ από το να χρησιμοποιούν την, ιστορικά, καλά δοκιμασμένη πρακτική του «διαίρει και βασίλευε», με στόχο να προκαλέσουν εσωτερικές συγκρούσεις μεταξύ των θυμάτων της παγκοσμιοποίησης.
Το κίνημα αυτό αγκαλιάζεται σήμερα από τα περισσότερα από τα θύματα της παγκοσμιοποίησης σε όλη την Ευρώπη, ιδιαίτερα την εργατική τάξη, που υποστήριζε παραδοσιακά την Αριστερά[27], ενώ η τελευταία έχει ουσιαστικά ενστερνιστεί όχι μόνο την οικονομική παγκοσμιοποίηση, αλλά και την πολιτική, ιδεολογική και πολιτιστική παγκοσμιοποίηση, και ως εκ τούτου έχει πλήρως ενσωματωθεί στη Νέα Διεθνή Τάξη –ένα καθοριστικό ορόσημο που οδήγησε στη σημερινή πνευματική και πολιτική χρεοκοπία της. Η διαδικασία της χρεοκοπίας της Αριστεράς ενισχύεται περαιτέρω από το γεγονός ότι οι εκπρόσωποι της, αντιμέτωποι με την πολιτική κατάρρευση στις ευρω-εκλογές του Μαΐου 2014, έφτασαν στο σημείο να συμμαχήσουν με τις ελίτ στο να καταδικάσουν τα νεο-εθνικιστικά κόμματα ως φασιστικά και νεοναζιστικά, ενώ σε ακραίες περιπτώσεις έδωσαν ακόμη και τη συγκατάθεσή τους για τη χρήση κατάφωρα φασιστικών μεθόδων, προκειμένου να καταστείλουν κάποια από αυτά —π.χ. το κόμμα της Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα, παρόλο βέβαια που το κόμμα αυτό, σε αντίθεση με τα κύρια Ευρωπαϊκά νεο-εθνικιστικά κόμματα, δεν κρύβει τις συμπάθειές του για τους Γερμανοτσολιάδες κλπ.
Ωστόσο, σήμερα, μετά τον ουσιαστικό ευνουχισμό του αντισυστημικού κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης (κυρίως μέσω του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ, χάρη στις δραστηριότητες της παγκοσμιοποιητικής «Αριστεράς»), [28] ο πόλεμος κατά της παγκοσμιοποίησης γενικά και ενάντια στην ΕΕ ειδικότερα, είναι στα χέρια του νέο-εθνικιστικού κινήματος. Είναι, επομένως, σαφές ότι τα νεο-εθνικιστικά κόμματα, τα οποία βρίσκονται, στην πραγματικότητα, όλα κάτω από την επίθεση της Υ/Ε, αποτελούν περιπτώσεις μετακινήσεων λαϊκών στρωμάτωνπου απλά συμπληρώνουν το τεράστιο πολιτικό κενό που δημιουργήθηκε από την παγκοσμιοποιητική «Αριστερά». Αυτή η «Αριστερά», αντί να θέσει εαυτή στην πρώτη γραμμή ενός λαϊκού μετώπου ενάντια στην παγκοσμιοποίηση και τη σταδιακή κατάργηση της οικονομικής και της εθνικής (και επομένως και λαϊκής) κυριαρχίας, έμμεσα προωθεί την παγκοσμιοποίηση, χρησιμοποιώντας επιχειρήματα που βασίζονται σε έναν αναχρονιστικό διεθνισμό, ο οποίος υποτίθεται ότι στηρίζεται στον μαρξισμό.
Όπως θα περίμενε κανείς, τα περισσότερα μέλη της παγκοσμιοποιητικής «Αριστεράς» έχουν ενταχθεί στο νέο κίνημα για «εκδημοκρατισμό» της Ευρώπης, «ξεχνώντας» ότι η «Δημοκρατία» ήταν επίσης η προπαγανδιστική δικαιολογία της Δύσης για την καταστροφή του Ιράκ, της Λιβύης και τώρα της Συρίας. Σήμερα φαίνεται πως το τσίρκο του Σόρος έχει στόχο να χρησιμοποιήσει ακριβώς την ίδια δικαιολογία για να καταστρέψει την Ευρώπη, με την έννοια της διασφάλισης της διαιώνισης της κυριαρχίας των ελίτ της ΕΕ επί των ευρωπαϊκών λαών.
Τα πιο εξέχοντα μέλη της παγκοσμιοποιητικής «Αριστεράς», που έχουν ήδη ενταχθεί σε αυτό το νέο «κίνημα», περιλαμβάνουν από τον Julian Assange εώς τη Suzan George και τον Toni Negri, και την Hillary Wainwright του Red Pepper μέχρι το CounterPunch και άλλες εφημερίδες και περιοδικά της παγκοσμιοποιητικής «Αριστεράς» σε όλο τον κόσμο. Σε αυτό το πλαίσιο, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να αναφερθώ στο σχόλιο του Σλαβόι Ζίζεκ (που τον υποδέχθηκε εδώ με λαμπάδες η «Αριστερά» μας) για το «Μανιφέστο» που παρουσιάστηκε κατά την εναρκτήρια συνάντηση του νέου κινήματος Βαρουφάκη στο Βερολίνο τον Φεβρουάριο του 2016. Ο Ζίζεκ ξεκίνησε το σχόλιο του, —που έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από τους υποστηρικτές της παγκοσμιοποιητικής «Αριστεράς» του Βαρουφάκη,— με μια απόπειρα κατάφωρης εξαπάτησης του κοινού σε σχέση με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία και την κατάληξη του. Μίλησε για «ήττα», αλλά αμέσως πρόσθεσε, «Εγώ δεν τους κατηγορώ, η κατάστασή τους ήταν απελπιστική από την αρχή». Φυσικά, «ξέχασε» να αναφέρει ότι η κατάσταση ήταν «απελπιστική» μόνο και μόνο επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ (και φυσικά και ο μέγας Βαρουφάκης) πήρε ως δεδομένο αυτό που πραγματικά έπρεπε να αλλάξει, εάν ήθελε αληθινά να πραγματοποιήσει τις υποσχέσεις του ότι θα αντιστρέψει τις πολιτικές λιτότητας που επιβάλλει η Τρόικα, και ότι θα «σκίσει» το Μνημόνια μαζί με αυτές, θα σταματήσει τις ιδιωτικοποιήσεις και ούτω καθεξής. Δηλαδή, ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε ως δεδομένο την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ και την Ευρωζώνη και, κατά συνέπεια, δεν ήταν προετοιμασμένος για ένα «Σχέδιο Β», ώστε, αμέσως μόλις η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα άρχιζε να κόβει τη ρευστότητα (η οποία οδήγησε στα “capital controls” που συνεχίζονται μέχρι σήμερα), να εισάγει εκ νέου τη δραχμή. Ο Βαρουφάκης, ο οποίος ήταν υπουργός Οικονομικών εκείνη την εποχή, είπε ότι «το είχε στο μυαλό του» και ότι το συζήτησε με τους στενούς συνεργάτες, αλλά δεν πήρε βέβαια το παραμικρό μέτρο για την προετοιμασία παρόμοιας ενέργειας (όπως αποκάλυψε ο έγκυρος συνεργάτης του BBC, Robert Peston, που τον κατηγόρησε για εγκληματική ενέργεια), ούτε φυσικά σκέφτηκε ποτέ να παραιτηθεί όταν ανακάλυψε ότι το «σχέδιο» του δεν έγινε δεκτό. Αντ ‘αυτού, παραιτήθηκε (ή, το πιο πιθανό, αναγκάστηκε να παραιτηθεί) μόνο όταν η «ήττα» —όπως αποκάλεσε ευφημιστικά ο Ζίζεκ την «αποτυχία» του ΣΥΡΙΖΑ— είχε καταστεί αναπόφευκτη.
Ο Ζίζεκ στη συνέχεια ξεκίνησε μια καυστική επίθεση ενάντια στην άνοδο του νεο-εθνικιστικού κινήματος (όπως ακριβώς κάνει το σύνολο της παγκοσμιοποιητικής «Αριστεράς» με έμπνευση από τον Σόρος και άλλα μέλη της Υ/Ε):
«Μερικές φορές, ακόμη και αν λογικά
γνωρίζετε ότι η κατάσταση είναι απελπιστική πρέπει να την ζήσετε. Το
μάθημα από την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ ήταν πολύ σημαντικό, το μάθημα ήταν το
κρίσιμο βήμα προς τα εμπρός, ο δρόμος για να υπονομεύσουμε τον παγκόσμιο
καπιταλισμό δεν μπορεί να περνά από το επίπεδο των εθνικών κρατών.
Υπάρχει ένας μεγάλος πειρασμός τώρα σε όλη την Ευρώπη, ένα είδος
νεο-κεϋνσιανού σοσιαλδημοκρατικού εθνικιστικού πειρασμού, η ιδέα ότι,
αφού ζούμε σε μια παγκόσμια αγορά, και αυτό σημαίνει ότι οι διεθνείς
σχέσεις κυριαρχούνται από τη λογική του κεφαλαίου, η μόνη ελπίδα είναι
να επιστρέψουμε σε ένα ισχυρότερο έθνος-κράτος, (με ό,τι αυτό
συνεπάγεται στο επίπεδο εθνικισμού / λαϊκισμού), και ότι πρέπει να
καθιερώσουμε και πάλι ισχυρά εθνικά κράτη που να επιβάλλουν τους δικούς
τους νόμους, να ρυθμίζουν τη δική τους οικονομική πολιτική και ούτω
καθεξής. Ισχυρίζομαι ότι αυτή η ψευδαίσθηση πρέπει να εγκαταλειφθεί. Και
αυτός είναι ο λόγος που νομίζω ότι το DIEM συνδέεται στενά με την
αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ …» [29]
Στην πραγματικότητα, ακολουθώντας μια παρόμοια γραμμή, το ίδιο το
Μανιφέστο τονίζει ότι «Δύο τρομακτικές επιλογές κυριαρχούν σήμερα:
Υποχώρηση στο κουκούλι των εθνών-κρατών μας, ή παράδοση στην άνευ
δημοκρατίας ζώνη των Βρυξελλών». Ωστόσο, αυτό είναι ένα ψευδο-δίλημμα ή,
πιο εύστοχα, μια εξαιρετικά παραπλανητική περιγραφή των πραγματικών
επιλογών που έχουν οι λαοί, όπως θα δούμε στην επόμενη ενότητα στην
οποία θα παρουσιάσω μια πραγματική τρίτη επιλογή, σε αντίθεση με το
«Μανιφέστο». Αλλά πριν το κάνουμε αυτό, ας δούμε τον εξαιρετικά
παραπλανητικό τρόπο, με τον οποίο ο Ζίζεκ προσπάθησε να δικαιολογήσει τη
θέση της παγκοσμιοποιητικής «Αριστεράς», που αποτελεί, στην
πραγματικότητα, μια γιορτή προς τιμή της ΝΔΤ!Στο σχόλιό του κατά τη συνάντηση του DIEM25, τόνισε ότι «η μόνη μας ελπίδα είναι να εμπλακούμε σε πολύ συγκεκριμένες πράξεις, θα πρέπει να επιλέξουμε πολύ καλά τη συγκεκριμένη πράξη μας και το συγκροτημένο αίτημα μας… αυτή είναι η τέχνη του να απαιτείς κάτι σχετικά μετριοπαθές, αλλά αν ακολουθήσεις μέχρι τέλους το αίτημα αυτό, τα πάντα θα καταρρεύσουν. Ανοίγεις [τότε] τον δρόμο προς τη γενική αναδιοργάνωση των κοινωνικών σχέσεων.» [σ.σ. εννοεί την τακτική που πρέπει να ακολουθεί ο ΣΥΡΙΖΑ και τώρα το Diem]
Φυσικά, για κάποιον με στοιχειώδη γνώση του τι συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα, το σχόλιο του αυτό μπορεί να ληφθεί μόνο ως ανέκδοτο, στην καλύτερη περίπτωση, και, στην χειρότερη ως σκόπιμη προσπάθεια δικαιολόγησης των εγκληματικών πολιτικών του ΣΥΡΙΖΑ. Πολιτικές που έχουν στόχο να εκτελούν κάθε εντολή που προέρχεται από την ΕΕ (ίσως με κάποιες μικρές τροποποιήσεις, εκ των προτέρων αποδεκτές από την Τρόικα, για να δημιουργήσουν την εντύπωση «διαπραγματεύσεων»), προκειμένου να ικανοποιούν τους δανειστές της Υπερεθνικής Ελίτ, όπως εκπροσωπούνται από την Τρόικα. Οι στόχοι που επιδιώκονται σήμερα από τις ελίτ, σύμφωνα με το νέο Μνημόνιο (ίσως το χειρότερο ποτέ) που υπογράφηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ, τον Ιούλιο, περιλαμβάνουν:
- Την ουσιαστική συντριβή του εισοδήματος των αγροτών με βαριά φορολογία και την καταστροφή των συνταξιοδοτικών τους συστημάτων (αγρότες μέχρι πρόσφατα μπλόκαραν όλες τις κύριες οδικές αρτηρίες και η κυβέρνηση της «αριστεράς» δεν δίστασε να χρησιμοποίησει ακόμη και τα ΜΑΤ για να τους «ελέγξει»—πράγμα που τελικά πέτυχαν οι «αριστεροί» αγροτοπατέρες)
- Την ουσιαστική εξαθλίωση των συνταξιούχων όλων των ειδών (διαδηλώσεις για το ζήτημα αυτό συμβαίνουν καθημερινά στην Αθήνα)
- Το ξεπούλημα όλου του κοινωνικού πλούτου, ξεκινώντας με τους θαλάσσιους λιμένες και αεροδρόμια κ.λπ.
Φυσικά η στάση του Ζίζεκ για τον ΣΥΡΙΖΑ και το «Μανιφέστο» γενικότερα δεν προκαλούν καμία ιδιαίτερη έκπληξη. Ο Ζίζεκ, εχοντας υποστηρίξει τη θέση για την ανάγκη για μια «μεγάλη» κοινωνικο-οικονομική επανάσταση στις αραβικές χώρες (σε αντίθεση με την τωρινή του θέση που μιλά για σωρευτικές μικρο-αλλαγές!) ο ίδιος έμμεσα υποστήριξε τις εκστρατείες για την αλλαγή καθεστώτος στη Λιβύη και τη Συρία. Επίσης, έκανε το ίδιο, άμεσα, όταν υιοθέτησε τη δυτική προπαγάνδα ότι η Λιβύη και η Συρία κυβερνώνται απλά από «δικτάτορες» —χωρίς να μπει στον κόπο (παρά τα υψηλά προσόντα του) να εξετάσει την ιστορία αυτών των καθεστώτων, τα οποία στηρίζονταν σε ισχυρά εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα και είχαν πραγματικά επιτύχει σημαντικές κοινωνικές αλλαγές. Στη συνέχεια, γιόρτασε την ουκρανική «επανάσταση» στο Κίεβο[30], μαζί με τους όμοιούς του, Βικτόρια Νούλαντ και John McCain, αποκαλύπτοντας πλήρως σε ποιο στρατόπεδο ανήκει πραγματικά. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ίδιος ποτέ δεν είχε προτείνει κάποια συγκεκριμένο εναλλακτικό σύστημα στο σημερινό σύστημα, ως σύστημα, αλλά, αντίθετα, απλώς προωθούσε αλλαγές που εγγυώνται την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων —όπως κάνει κάθε καλός υποστηρικτής της ιδεολογίας της παγκοσμιοποίησης— ή μιλούσε για τον κομμουνισμό ως ένα αφηρημένο ιδανικό χωρίς ποτέ να επιχειρήσει να ορίσει τις προϋποθέσεις γι’αυτόν, πόσο μάλλον την παραμικρή μεταβατική στρατηγική προς επίτευξη αυτού του στόχου!
5. Προς μια δημοκρατική κοινότητα κυρίαρχων εθνών[31]
Είναι σαφές ότι η κοινωνική πάλη στην εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης δεν μπορεί πλέον να είναι απλά ένας αγώνας για την κοινωνική απελευθέρωση, όπως πιστεύουν ακόμα και σήμερα ξεπερασμένοι μαρξιστές, και όπως πίστευαν πάντα κάποιοι Τροτσκιστές. Αυτό γίνεται φανερό αν λάβει κανείς υπόψη το γεγονός ότι, μόλις μια χώρα (που δεν ανήκει στην υπερεθνική ελίτ, δηλαδή κυρίως στην «G7») έχει ενσωματωθεί στη ΝΔΤ της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, χάνει κάθε ίχνος οικονομικής κυριαρχίας και, κατά συνέπεια, εθνικής κυριαρχίας, είτε επειδή πρέπει να υπακούει στους κανόνες της ΕΕ (στην Ευρώπη) είτε τους κανόνες του ΠΟΕ και του ΔΝΤ (στον υπόλοιπο κόσμο), καθώς και στις εντολές που δίνονται φυσικά από τους καπιταλιστές δανειστές, τους τραπεζίτες και τα στελέχη της Υ/Ε. Αυτός είναι ο λόγος που ο αγώνας για την κοινωνική απελευθέρωση σήμερα είναι αδιανόητος αν δεν έχει ήδη περάσει από την εθνική απελευθέρωση. Τα κατοχικά στρατεύματα που τώρα καταστρέφουν και «λεηλατούν» χώρες όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Αργεντινή κλπ, καθώς και τα πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα σε όλες τις χώρες, ακόμη και στις πιο οικονομικά προηγμένες (με την πλήρη συνεργασία μιας μειοψηφίας ντόπιων προνομιούχων ελίτ που ελέγχουν τα μέσα ενημέρωσης, τα πολιτικά κόμματα, την «αριστερή» διανόηση κ.λπ.), δεν αποτελούν τακτικό στρατό με στολή και θανατηφόρα όπλα φυσικής βίας στη διάθεσή τους. Ο σημερινός στρατός κατοχής είναι ένας οικονομικός στρατός με κοστούμια, που έχει στη διάθεση του εξίσου θανατηφόρα μέσα οικονομικής βίας, καθώς και τα μέσα δικαιολόγησης της (μέσα από τα ΜΜΕ και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τις ΜΚΟ κλπ.).
Έτσι, σε αυτή την κρίσιμη ιστορική συγκυρία που θα καθορίσει αν θα υποταχθούμε όλοι στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και την Υ/Ε (όπως υπαινίσσεται το Μανιφέστο του DIEM25 μέσα από την υποταγή μας στην ΕΕ) ή όχι, είναι επιτακτική η ανάγκη για Λαϊκά Μέτωπα (ΜΕΚΕΑ) σε κάθε χώρα, τα οποία θα περιλαμβάνουν όλα τα θύματα της παγκοσμιοποίησης μεταξύ των λαϊκών στρωμάτων, ανεξάρτητα από τις πολιτικές ιδεολογίες τους.
Στην Ευρώπη, ειδικότερα, όπου τα λαϊκά στρώματα αντιμετωπίζουν οικονομική καταστροφή, αυτό που χρειάζεται επειγόντως δεν είναι ένα «αντιφασιστικό» Μέτωπο μέσα στην ΕΕ, όπως προτείνεται από τις «κοινοβουλευτικές χούντες» στην εξουσία και τις ευρω-ελίτ, και υποστηρίζεται και από την παγκοσμιοποιητική «αριστερά» (π.χ. το Diem25, το «Plan B in Europe», το Die Linke, το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα στο Ηνωμένο Βασίλειο, τον ΣΥΡΙΖΑ, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ κλπ. στην Ελλάδα και ούτω καθεξής), η οποία, στην πραγματικότητα, ζητεί να ενωθούν θύτες και θύματα. Ένα «αντιφασιστικό» Μέτωπο απλά θα αποπροσανατόλιζε τις μάζες και θα τις καθιστούσε ανίκανες να αντιμετωπίσουν τον πραγματικό φασισμό που τους επιβάλλεται από τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ, οι οποίες αποτελούν τις υπερεθνικές και ντόπιες ελίτ. Αντ’αυτού, αυτό που χρειάζεται είναι ένα Λαϊκό Μέτωπο που θα μπορούσε να προσελκύσει τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού που θα αγωνιζόταν για την άμεση μονομερή αποχώρηση από την ΕΕ —την οποία διαχειρίζεται το Ευρωπαϊκό τμήμα της υπερεθνικής ελίτ— καθώς και για την οικονομική του αυτοδυναμία, ερχόμενος έτσι σε ρήξη με την παγκοσμιοποίηση.
Κατά τη γνώμη μου, μόνο η δημιουργία ευρέων Λαϊκών αντι-ΕΕ Μετώπων, είναι η στρατηγική που θα μπορούσε να οδηγήσει στην έξοδο κάθε χώρας από την ΕΕ, με στόχο την επίτευξη οικονομικής αυτοδυναμίας. Η νέα ανάπτυξη που θα βασίζεται στην αυτοδυναμία είναι ο μόνος τρόπος, με τον οποίο οι λαοί, σπάζοντας τα δεσμά τους με την παγκοσμιοποίηση και τους θεσμούς της (όπως η ΕΕ, ο ΠΟΕ κλπ.), θα μπορούσαν να ξαναχτίσουν τις παραγωγικές τους δομές, οι οποίες έχουν αποδιαρθρωθεί μέσα στην παγκοσμιοποίηση. Αυτή η διαδικασία θα μπορούσε επίσης, αντικειμενικά, να προετοιμάσει το έδαφος για μια μελλοντική συστημική αλλαγή, που θα αποφασιστεί δημοκρατικά από τους ίδιους τους λαούς. Το να αναμένουμε όμως ότι η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης θα δημιουργήσει η ίδια τις αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες για έναν σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, όπως πιστεύουν κάποιοι «παλαιολιθικοί μαρξιστές», ή, εναλλακτικά, ότι η δημιουργία αυτοδιαχειριζόμενων εργοστασίων στο πλαίσιο του παρόντος παγκοσμιοποιημένου συστήματος θα οδηγήσει σε μια αυτό-διαχειριζόμενη οικονομία, όπως ισχυρίζεται μια σειρά από life-style «αναρχικούς», αποτελεί, στην πραγματικότητα, συνενοχή στην ολοκλήρωση της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης, όπως έχει προγραμματιστεί από τις ελίτ. Ακόμα χειρότερα, το να αναμένει κανείς ότι εντός των θεσμών της ΝΔΤ, όπως η ΕΕ, θα προκύψει μια «καλή» ΕΕ και, κατά συνέπεια, τελικά μια «καλή» καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, όπως ισχυρίζονται οι DIEM25, ΣΥΡΙΖΑ, Podemos και παρόμοιοι, ισοδυναμεί με καθαρό αποπροσανατολισμό των λαών, ο οποίος επιτρέπει να εφαρμοστεί πλήρως το σχέδιο για παγκόσμια διακυβέρνηση.
Με άλλα λόγια, ο θεμελιώδης στόχος της κοινωνικής πάλης σήμερα θα πρέπει να είναι μια πλήρης ρήξη με τη σημερινή ΝΔΤ, και η οικοδόμηση μιας νέας παγκόσμιας δημοκρατικής κοινότητας, στην οποία θα έχει αποκατασταθεί η οικονομική και εθνική κυριαρχία, έτσι ώστε οι λαοί να μπορούν στη συνέχεια να αγωνιστούν για την ιδανική κοινωνία, όπως την ορίζουν. Οι συνθήκες κατοχής κάτω από την οποία ζούμε σήμερα, σημαίνει ότι οι άνθρωποι που αντιστέκονται πρέπει να κάνουν ευρείες πολιτικές συμμαχίες με όλους όσους αποδέχονται τους στόχους του Λαϊκού Μετώπου για την εθνική και κοινωνική απελευθέρωση, και ιδιαίτερα τον βασικό στόχο της ρήξης με τη ΝΔΤ. Στη συνέχεια, αφού ο λαός μιας συγκεκριμένης χώρας σπάσει τα δεσμά με τη ΝΔΤ, είναι ανάγκη να ενωθεί με λαούς από άλλες χώρες, που θα έχουν ήδη επιτύχει την οικονομική και την εθνική τους κυριαρχία και, μαζί, να σχηματίσουν νέες οικονομικές ενώσεις κυρίαρχων κρατών, σε διμερή ή πολυμερή βάση, ώστε να αντιμετωπίσουν τα οικονομικά προβλήματα που προκύπτουν από το εμπόριο και τις επενδύσεις. Τότε και μόνο τότε, θα μπορούσαν να τεθούν στο τραπέζι τα κρίσιμα ζητήματα της μορφής που πρέπει να λάβει μια μελλοντική κοινωνία, καθώς και η στρατηγική που απαιτείται για την επίτευξή της.
Ως εκ τούτου, το ζωτικό ζήτημα σήμερα, στον αγώνα για τη δημιουργία μιας νέας δημοκρατικής παγκόσμιας τάξης, είναι το πώς μπορούμε να δημιουργήσουμε αυτό τον εναλλακτικό πόλο των κυρίαρχων αυτοδύναμων εθνών, εν πλήρη γνώσει ότι η Υ/Ε θα χρησιμοποιήσει κάθε είδους οικονομική ή φυσική βία στη διάθεσή της για να εγκαταλειφθεί κάθε τέτοια προσπάθεια, με όλα τα δυνατά μέσα. Κατά τη γνώμη μου, σε συνθήκες πραγματικής κατοχής, όπως πολλοί περιγράφουν τη σημερινή κατάσταση, κάτι τέτοιο είναι αδύνατο σήμερα χωρίς τη δημιουργία ενός Λαϊκού Μετώπου για την Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωση (ΜΕΚΕΑ) σε κάθε χώρα, που θα επέτρεπε στους λαούς να επιτύχουν την οικονομική και την εθνική τους κυριαρχία, ως προϋπόθεση για την κοινωνική τους απελευθέρωση.
Το κοινωνικό υποκείμενο ενός μαζικού λαϊκού μετώπου που θα επιδίωκε τους στόχους που περιέγραψα παραπάνω, είναι όλα τα θύματα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης: οι άνεργοι και οι μερικώς απασχολούμενοι, οι μισθωτοί στα όρια της επιβίωσης (συμβάσεις μηδενικών ωρών εργασίας, περιστασιακά εργαζόμενοι κ.λπ.), παιδιά χωρίς εκπαίδευση, τα οποία έχουν «τιμωρηθεί» για το γεγονός ότι ήταν «άτυχα» που γεννήθηκαν από μη «προνομιούχους» γονείς, καθώς και όλοι εκείνοι που βρίσκονται κάτω από τα όρια επιβίωσης (συνταξιούχοι, άρρωστοι που δεν έχουν επαρκή ιατρική ασφάλιση —οι οποίοι ανέρχονται στο ένα τρίτο του πληθυσμού σήμερα— και άλλοι).
Σε ό, τι αφορά το πολιτικό υποκείμενο, υπάρχουν δύο πιθανές επιλογές που αφορούν το αναγκαίο Μέτωπο για την Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωση (ΜΕΚΕΑ): ένα μέτωπο «από τα κάτω» ή ένα μέτωπο «από τα πάνω». Η προτιμώμενη επιλογή είναι φυσικά η πρώτη, αλλά στην περίπτωση που αυτό καταστεί ανέφικτο, επειδή το επίπεδο της πολιτικής συνειδητοποίησης των θυμάτων της παγκοσμιοποίησης και η θέλησή τους να αγωνιστούν είναι ανεπαρκή για αυτό το τεράστιο έργο, τότε η μόνη άλλη δυνατότητα είναι οι υφιστάμενες πολιτικές δυνάμεις να αναλάβουν το καθήκον της επίτευξης κυριαρχίας και αυτοδυναμίας. Ένα ΜΕΚΕΑ «από τα κάτω», θα μπορούσε να οργανωθεί από τοπικές συνελεύσεις, επιτροπές, ομάδες και πρωτοβουλίες που θα στελεχώνονται από τα θύματα της παγκοσμιοποίησης (δηλαδή, τη συντριπτική πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού), τα οποία θα πρέπει να ενταχθούν σε αυτές ως απλοί πολίτες, ανεξάρτητα από την κομματική τους ταυτότητα, ιδεολογικές ή θρησκευτικές και άλλες διαφορές, εφ’όσον δεσμεύονται στον τελικό στόχο της εθνικής και οικονομικής κυριαρχίας. Ο ενδιάμεσος στόχος θα πρέπει να είναι η έξοδος από τους διεθνείς θεσμικούς μηχανισμούς της ΝΔΤ όπως η ΕΕ, έτσι ώστε τα θύματα της παγκοσμιοποίησης να μπορέσουν να ξεφύγουν από τη σημερινή διαδικασία οικονομικής καταστροφής.
Στη συνέχεια, αφού ο λαός μιας συγκεκριμένης χώρας σπάσει τα δεσμά με αυτή την εγκληματική «Τάξη», θα πρέπει να ενωθεί με λαούς από άλλες χώρες, που επίσης αγωνίζονται για τους ίδιους στόχους, προκειμένου να διαμορφώσουν μαζί νέες πολιτικές και οικονομικές ενώσεις κυρίαρχων Εθνών και τα αντίστοιχα τους δημοκρατικά οργανωμένα διεθνή όργανα, μέσα σε μια νέα διεθνή κοινότητα αυτοδύναμων εθνών που θα βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας βοήθειας, και όχι την ανταγωνιστικότητα –το βασικό κίνητρο που διέπει τη σημερινή εγκληματική ΝΔΤ. Όσο οι χώρες μέλη μιας τέτοιας ένωσης μοιράζονται συμπληρωματικές δομές παραγωγής, η πιθανότητα ακούσιας μεταφοράς οικονομικού πλεονάσματος από κάποιες χώρες (συνήθως τις ασθενέστερες, όπως συμβαίνει στην ΕΕ) σε άλλες χώρες της Ένωσης μπορεί να αποκλειστεί. Ως εκ τούτου, μια συλλογική μορφή αυτοδυναμίας θα μπορούσε να επιτευχθεί εντός της οικονομικής περιοχής που θα καλύπτεται από μια τέτοια ένωση, η οποία θα πρέπει να βασίζεται στην κυριαρχία της κάθε συμμετέχουσας χώρας.
Με άλλα λόγια, ένα ΜΕΚΕΑ θα λειτουργήσει ως καταλύτης για θεμελιώδεις πολιτικές και οικονομικές αλλαγές, που είναι το μόνο είδος αλλαγής που θα μπορούσε να μας βγάλει από το σημερινό τέλμα, ενώ επίσης θα αποκάλυπτε την απόπειρα εξαπάτησης της παγκοσμιοποιητικής «Αριστεράς», σύμφωνα με την οποία θα μπορούσαμε με κάποιο τρόπο να βγούμε από την καταστροφή, ακόμη και χωρίς την έξοδο από την ΕΕ –όπως κηρύττει εντελώς απατηλά το DIEM 25.
ΥΓ Μόλις πληροφορήθηκα ότι ο «αναρχικός» Τσόμσκυ (για τον οποίο ο
Μάρρεϋ Μπούκτσιν είχε εκφράσει πολλές αμφιβολίες για την οποιαδήποτε
σχέση του με αναρχισμό!) τώρα προσχώρησε και στο Diem25. Αν ήθελε κανείς
απόδειξη ότι ο Τσόμσκυ ήταν πάντα πλήρως ενσωματωμένος στη ΝΔΤ, δεν
χρειάζεται άλλη. Όχι μόνο δεν έθεσε ποτέ του θέμα αποχώρησης της Ελλάδας
από την ΕΕ, παρά την καταστροφή στην οποία καταδίκασε τον λαό της, αλλά
τώρα υποστηρίζει έναν από τους πρωταγωνιστές της καταστροφής αυτής, τον
εκλεκτό του Σόρος, Βαρουφάκη, και το «κίνημα» του που σκοπό έχει μόνο
να σώσει την ΕΕ, ακριβώς τη στιγμή που οι λαοί της Ευρώπης ξεσηκώνονται
εναντίον της. Αυτός είναι ο «αναρχικός» Τσόμσκυ που είναι ενθουσιασμένος
με το Parecon του στενού συνεργάτη του, του Michael Albert του Znet. Με
την κρίση πολλές μάσκες πέφτουν…
ΤΦ, 28/3/2016
http://www.antipagkosmiopoihsh.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου