Η δουλειά δεν είναι ντροπή. Ή τουλάχιστον αυτό λέμε στον εαυτό μας όταν βρισκόμαστε στη θέση να κάνουμε κάτι που ενδεχομένως να μη μας αρέσει, να μην έχει καμία σχέση με τον τομέα μας και ακόμα περισσότερο κάτι που μπορεί να διακυβεύει την ηθική μας. Πριν λίγα χρόνια λοιπόν και αρκετό καιρό πριν αρχίσει η συζήτηση για τις εισπρακτικές εταιρείες και την κομπίνα των τραπεζών που τις χρησιμοποιούν, όντας φοιτήτρια ακόμα, πήγα να δουλέψω σε μία από αυτές. Μία φίλη-φίλου πρότεινε σε εμένα και τη κολητή μου να πάμε να εργαστούμε στην εταιρεία, με μια ατάκα τύπου «Ελάτε, ελάτε. Δεν είναι δύσκολη δουλειά. Θα παίρνετε τηλέφωνα και θα ενημερώνετε τον κόσμο. Θα έχετε και μπόνους!. Πάμε, παίρνουμε (εννοείται) τη δουλειά και ξεκινάμε. Η Μιμή σε τμήμα με κάρτες γνωστής τράπεζας
και εγώ σε τμήμα δανείων κάποιας άλλης γνωστής τράπεζας. Για να μπω όμως στο δια ταύτα, ακολουθούν τα τέσσερα στάδια της εκπαίδευσής μου. 
1. ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΑ
Προφανώς και μας είχε δοθεί σενάριο. Κανονικότατο σενάριο, που σου εξηγούσε step by step πώς μιλάς στον Χ και πώς προσπαθείς να τον πείσεις να πάει να καταθέσει χρήματα. Στην αρχή μιλάς γλυκά, πιο γλυκά και από το γλυκό κουταλιού. Οσο περνάει η ώρα και οι μέρες, αρχίζεις να γίνεσαι πιο αυστηρή και βάζεις και μία δόση από Βίρνα Δράκου μέσα.
Δηλαδή, τον τιγκάρεις στις απανωτές ερωτήσεις που έχουν όλες να κάνουν με το ίδιο θέμα. Ακολουθεί δείγμα διαλόγου [theme «Λάμψη»]: «Γεια σας, ονομάζομαι Μπλα Μπλου και καλώ για να σας ενημερώσω για μία οφειλή που έχετε στην ____ Bank. (λες και δεν το ήξερε, εμένα περίμενε).
Θα κάνουμε κάτι για αυτό; / Σκοπεύετε κάνετε κάποια κατάθεση; [μακριά παύση] / Α, τη Δευτέρα! / Δηλαδή την Δευτέρα θα κάνετε κατάθεση. / Άρα θα κάνετε κατάθεση την Δευτέρα».  [σε αυτό το σημείο και αφού έχεις πει τη λέξη Δευτέρα πιο πολλές φορές και από το όνομα του γκόμενού σου, αισθάνεσαι σιγά σιγά τα εγκεφαλικά σου κύτταρα να σε εγκαταλείπουν]. Την Δευτέρα λοιπόν και εάν δεν έχει γίνει η κατάθεση ξανακάνεις τον διάλογο βάζοντας την λέξη Τρίτη. Αφού έχεις κάνει αυτό για κάμποσες μέρες/εβδομάδες και κατάθεση ακούς, αλλά κατάθεση δεν βλέπεις, περνάς στο επόμενο στάδιο.
2. ΣΚΥΛΕΣ ΤΗΣ ΛΥΣΣΑΣ
Γλύκες τέλος, περιόδος χάριτος τέλος και γενικά τέλος. Τώρα σε έχει και η υπεύθυνη του τμήματος στη μπούκα και περιμένουν από εσένα να βγάλεις τη σκύλα από μέσα σου. Ο τόνος αλλάζει, η φωνή σου γίνεται πιο αυστηρή και εσύ βρίζεσαι στο τηλέφωνο με αυτόν σαν να είναι ο πρώην άνδρας σου που σου χρωστάει έξι μήνες διατροφή για τα δίδυμα (ναι πλέον και μετά από τόσα τηλεφωνα και υποσχέσεις, η σχέση σας έχει πάει σε άλλο επίπεδο). Έχεις επίσης το… δικαίωμα να κάνεις το οτιδήποτε, αρκεί να εξασφαλίσεις αυτή τη μαγική Κατάθεση (το κεφαλαίο «Κ» μπαίνει για λόγους έμφασης όταν του μιλάς, καθώς επιμένεις ότι πρέπει να γίνει Η Κατάθεση). Μετά από βρισίδια, φωνές, ενδόμυχα κλάματα, κατεβάσματα τηλεφώνου, απειλές, δεήσεις σε Χριστούς και σατανάδες, μπαίνουμε στο roleplaying.
3. LAW & ORDER
Στο τμήμα μας είχαμε ένα αγόρι. Αυτό το αγόρι λοιπόν, πέρα από τους δικούς του πελάτες, είχε ως καθήκον να προσποιείται τον δικαστικό επιμελητή. Καλά διάβασες. Ο διπλανός μου έκανε τον δικαστικό επιμελητή. Έπαιρνα εγώ τηλέφωνο τον τύπο που είχε υποσχεθεί να κάνει την Κατάθεση πριν από τρεις εβδομάδες και τον ενημέρωνα ότι πλέον την υπόθεση του την έχει αναλάβει δικαστικός επιμελητής. Ένας «φανταστικός» δικαστικός επιμελητής που ενώ τον φωνάζαμε Κύριο Σωκράτη Μπαλαούρα, στην πραγματικότητα ήταν ένας πιτσιρικάς φοιτητής του ΤΕΙ Ιχθυοκαλλιέργειας. Χτυπάγαμε το γραφείο προσποιούμενες ότι βάζουμε κάποια hardcore σφραγίδα στην καρτέλα του πελάτη της τράπεζας και φωνάζαμε στο τηλέφωνο για να μας ακούσει «την υπόθεση σας έχει αναλάβει πλέον δικαστικός επιμελητής! Αυτό ήταν! Τελειώσαμε!». Οι πιο μαλθακοί πλήρωναν την επόμενη μέρα. Οι πιο «ξέρω τι πας να κάνεις μωρή σαλούφα» δεν ένιωθαν και μας το έκλειναν στεγνά.
4. ΒΛΕΠΩ ΚΟΚΚΟΥΣ
Πλεόν, γνώριζα τους πελάτες απ’ έξω και θυμόμουν ακριβώς ποιοι μου έλειπαν για να συμπληρώσω το μήνα μου για να κλείσω. Εκεί ερχόταν το SKIP. Όχι το γνωστο και μη εξαιρετέο προϊόν αλλά ένα συστηματάκι που μας έδινε την δυνατότητα να βρίσκουμε τους χαμένους πια πελάτες. Αυτός που δεν σήκωνε τα τηλέφωνα, ερχόταν αντιμέτωπος με το ρεζιλίκι που καλούμασταν να του προκαλέσουμε. Παίρναμε άτομα με το ίδιο επώνυμο που μέσω στοιχείων υπολογίζαμε ότι έχουν συγγενική σχέση και τους λέγαμε είτε ότι χρώσταγε και τον ψάχνουμε και ότι η τράπεζα θα τα ζητήσει από αυτούς, είτε ότι κέρδισε σε κάποιο διαγωνισμό και είναι απαραίτητο να μας καλέσει άμεσα αλλιώς χάνει το δώρο, είτε ακόμα πιο ακραία ότι ο Χ είναι γραμμένος σε κάποια διαθήκη και έχει περιέλθει στα χέρια του μεγάλη περιουσία. Προφανώς, σε κάποιον τα προαναφερθέντα δύο ακούγονται σαν αυτό το άθλιο spam mail του Αφρικανού πρίγκιπα που μας χαρίζει την περιουσία του με την προϋπόθεση να απάντησουμε στο mail (όλοι το έχουμε λάβει σε κάποια φάση), αλλά στη γιαγιά Ζαχαρούλα από τη Ζαβέρδα Αιτωλοακαρνανίας ήταν αρκετός λόγος για να καλέσει τον άσωτο υιό ή (ακόμα καλύτερα) να μας πει ΟΛΑ τα τηλέφωνα που δεν υπήρχαν καταχωρημένα στη καρτέλα του. Ναι, ακόμα και μετά από αυτό κάποιοι τρόμαζαν και πλήρωναν.
Κάπως έτσι, μετά από όλα αυτά, και εγώ και η Μιμή το ρίξαμε στον απογευματινό αλκοολισμό σε μία ύστερη προσπάθεια να ξεπλύνουμε το κακό μας πια κάρμα. Παραιτηθήκαμε ένα πρωινό, μετά από ένα μήνα δουλειάς. Εγώ δεν απέκτησα ποτέ πιστωτική κάρτα και συμβουλή μου προς εσένα αγαπητέ αναγνώστη του VICE, την επόμενη φορά που θα σε πάρουν τηλέφωνο διασκέδασε το λίγο.
http://eleutheriellada.wordpress.com/