Αντώνης Λιάκος
Εισαγωγή στο βιβλίο του John Keane «Γιατί Δημοκρατία» (Νεφέλη 2012)
Ποιους κινδύνους για τη δημοκρατία συνιστά η κατάρρευση του πολιτικού συστήματος; Αυτή η αγωνία διακατέχει όσους και όσες θεωρούν τη δημοκρατία ως μία από τις βασικές αξίες που οφείλουν να υπερασπιστούν, ακόμη κι αν έχουν επιφυλάξεις ή ασκούν κριτική στη συγκεκριμένη μορφή με την οποία πραγματώθηκε η δημοκρατία στην πατρίδα μας μετά το 1974. Θέτοντας όμως το ερώτημα θα πρέπει να έχουμε επίγνωση πως η συζήτηση για την κρίση της δημοκρατίας είχε αρχίσει πριν από την εποχή της οικονομικής κρίσης. Από μια άποψη, η συζήτηση για την κρίση της δημοκρατίας είναι μέρος της ίδιας της δημοκρατίας, ακόμη και στις καλύτερες στιγμές της. Μια δημοκρατία που θέλει να είναι άξια του ονόματός της δεν μπορεί να εφησυχάζει, γιατί ακόμη και αν καμιά εσωτερική ή εξωτερική ρήξη δεν την απειλεί, η εντροπία αποτελεί σταθερό κίνδυνο.

Αυτός ο κίνδυνος εκφράστηκε, κάπως δραματικά, σε μια από τις πιο αυτοεγκωμιαστικές στιγμές της δημοκρατίας, όταν στη δεκαετία του 1990 μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού φάνηκε ότι η δημοκρατία κερδίζει έδαφος στην αχανή σοβιετική ζώνη, όταν καταργήθηκε το απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική και σε πολλές λατινοαμερικανικές χώρες οι δικτατορίες έδωσαν τη θέση τους σε μεταβατικά καθεστώτα προς τη δημοκρατία. Η συζήτηση για την παγκόσμια κατίσχυση της δημοκρατίας συνοδεύτηκε από την ιδέα του τέλους της ιστορίας, που σήμαινε τέλος της πολιτικής, και δημιουργία μιας κανονικότητας που λίγο διέφερε από την επιστροφή των ανθρώπων σε φυσική κατάσταση. Ο αντίλογος στο τέλος της δημοκρατίας, μέσω της επιτυχίας της, ήρθε από τις πολεμικές κρίσεις της περιφέρειας και από την αντίρρηση ότι η δημοκρατία μπορεί να εμπεδωθεί σε χώρες με ριζικά διαφορετική κουλτούρα από τη δυτική.[1]
Αλλά τι είναι η δημοκρατία; Η απάντηση δεν μπορεί να δοθεί με έναν ορισμό, γιατί οι μεγάλες έννοιες ή έχουν ορισμό και δεν έχουν ιστορία, ή έχουν ιστορία και επομένως δεν μπορούν να οριστούν άπαξ γιατί υπόκεινται σε αλλαγές. Στην περίπτωση της δημοκρατίας οι αλλαγές είναι τόσο μεγάλες, ώστε πολλές φορές να αναρωτιόμαστε για την πολιτική της χρησιμοποίησης του όρου για πολύ διαφορετικές μορφές οργάνωσης σε πολύ διαφορετικές μορφές κοινωνίας. Ένας παραδοσιακός τρόπος περιγραφής αυτών των αλλαγών υπήρξε η διάκριση ανάμεσα στην άμεση δημοκρατία, δημοκρατία δηλαδή όπου οι πολίτες συγκεντρώνονταν σε έναν τόπο, διαβουλεύονταν και αποφάσιζαν, και στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία, στην οποία η διαβούλευση ασκείται από ένα σώμα αντιπροσώπων που εκλέγεται σε τακτά χρονικά διαστήματα και με ορισμένους κανόνες. Στις παραλλαγές αυτής της διάκρισης ανήκει η ολιγαρχική και η μαζική δημοκρατία, που σχετίζεται με το ποιοι έχουν δικαίωμα να ψηφίζουν και ποιοι αποκλείονται. Μια σημαντική διάκριση βεβαίως απορρέει και από το φύλο της δημοκρατίας, καθώς, έως τον 20ό αιώνα, ο μισός πληθυσμός, οι γυναίκες, ήταν αποκλεισμένες από την άσκηση της πολιτικής. Στο κείμενο τούτο του Τζον Κην (John Keane), το οποίο αποτελεί το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του Η ζωή και ο θάνατος της δημοκρατίας,[2] παρουσιάζεται μία άλλη διάκριση, εκείνη που αφορά τη δημοκρατία μετά την καθιέρωση της καθολικής ψηφοφορίας ανδρών και γυναικών. Τίθεται δηλαδή μια τομή στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία, η οποία, κατά τον συγγραφέα είναι τόσο σημαντική, ώστε να αποτελεί την τρίτη μεγάλη περίοδο στη συνολική ιστορία της δημοκρατίας. Ποια είναι αυτή; Εκείνη στην οποία οι θεσμοί της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας συμπληρώνονται με «παρατηρητήρια» και παρατηρητικές πρακτικές της πολιτικής.
Η υιοθέτηση δημοκρατικών θεσμών διακυβέρνησης –κοινοβούλιο, κόμματα, εκλογές– μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σε χώρες οι οποίες βρίσκονταν ακόμη σε καθεστώς εμφυλιοπολεμικών συγκρούσεων (όπως, λ.χ., η δική μας το 1945-50), ή σε καταστάσεις βίαιων αναταραχών εξαιτίας της μετάβασης από την αποικιοκρατία στην ανεξαρτησία, προκάλεσε την ανάγκη διασφαλιστικών παρεμβάσεων του ΟΗΕ, κυρίως με τη μορφή αποστολών διεθνών παρατηρητών, ή συζήτησης και ελέγχου για επιμέρους πλευρές των νομοθετικών ρυθμίσεων και των πεπραγμένων αυτών των χωρών σε διεθνείς οργανισμούς. Παρόμοιες παρεμβάσεις έγιναν επίσης τη δεκαετία του ’90 στις νεότευκτες δημοκρατίες του πρώην σοβιετικού μπλοκ, στα Βαλκάνια μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και σε χώρες της υποσαχάριας Αφρικής με ενδημικούς εμφυλίους. Πέρα από αυτές όμως τις παρεμβάσεις που είχαν το χαρακτήρα ενός διεθνούς ελέγχου των εσωτερικών πεπραγμένων μιας δημοκρατίας, με μια αύρα αποικιοκρατίας, ο Κην υποστηρίζει ότι στο τελευταίο μισό του 20ού αιώνα, πολλαπλασιάστηκαν οι θεσμοί που παρατηρούν, καταγράφουν, μετρούν, αποτιμούν, αξιολογούν πλευρές της ζωής μιας δημοκρατίας, από τα ανθρώπινα δικαιώματα έως τα δημόσια οικονομικά, από τις επιδόσεις του κοινοβουλίου έως τις επιδόσεις των μαθητών. Ένα πολύμορφο και πολύτροπο πλαίσιο αναπτύχθηκε, μια νέα τεχνολογία και στρατιές συμβούλων και ειδικών που επινοούν δείκτες και μετρήσιμα αγαθά, προτείνουν πρότυπα και «καλές πρακτικές». Όλα αυτά συγκροτούν μια νέα ποιότητα για τη δημοκρατία. Μετά τις εμπειρίες του Μεσοπολέμου, τον καιρό δηλαδή που η είσοδος των μαζών στην πολιτική σε μερικές χώρες κατέληξε σε επαναστάσεις, αλλού ενίσχυσε τα φασιστικά καθεστώτα και σε λίγες τα κοινοβουλευτικά, όλοι αυτοί οι θεσμοί και οι πρακτικές παρατήρησης αποσκοπούν στο να φρενάρουν τις βίαιες και ριζικές πολιτικές μετατοπίσεις της λαϊκής βούλησης, να προστατεύουν τις αδύναμες μειονότητες, να βάζουν φραγμούς σε αυθαίρετες πρακτικές. Λειτουργούν ως αντίβαρο στη διανεμητική δημοκρατία των κομμάτων, στον τεμαχισμό και τη διαχείρισή της από τις ιδεολογικές παρατάξεις ή τις πολιτικές οικογένειες. Η δημοκρατία μπαίνει υπό καθεστώς παρατήρησης, μας λέει ο συγγραφέας, δημιουργώντας, στην πραγματικότητα, μια νέα φάση στην ιστορία της. Από αυτή την άποψη, η ιστορία της δημοκρατίας μπορεί να διακριθεί σε τρεις φάσεις. η πρώτη αφορά τη συνελευσιακή δημοκρατία (assembly democracy) που αντιστοιχεί στην άμεση δημοκρατία των ελεύθερων πολιτών της αρχαιότητας, όπου οι άνδρες αρχηγοί των οικογενειών διαβουλεύονταν και αποφάσιζαν συναθροιζόμενοι. Η δεύτερη αφορά την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, στην οποία οι πολλοί εξουσιοδοτούσαν τους λίγους να διαβουλευτούν και να αποφασίσουν γι’ αυτούς, και η οποία κορυφώθηκε εκκινώντας από τα μεσαιωνικά σώματα των νομοκατεστημένων τάξεων στα κοινοβούλια της σύγχρονης εποχής. Τέλος, η τρίτη φάση αφορά την υπό παρατήρηση δημοκρατία (monitory democracy), ένα καθεστώς συνεχούς ελέγχου της δημοκρατίας και των πεπραγμένων της. Επισημαίνει μάλιστα ότι στη μορφή αυτή έχουν τη δυνατότητα να συγκλίνουν πολλές διανοητικές παραδόσεις, από τον εκκοσμικευτικό Διαφωτισμό έως τον Χριστιανισμό, και από το φωτισμένο Ισλάμ έως τον Βουδισμό. Με αυτή την έννοια, η δυτική κουλτούρα δεν είναι η μοναδική προϋπόθεση της δημοκρατίας.
Η υπό παρατήρηση δημοκρατία δεν είναι ανταγωνιστική της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, αλλά εμφανίζεται στη σκηνή όταν οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί δυσλειτουργούν, και ως μέσο αναστήλωσης του κύρους τους και επανάκτησης της εμπιστοσύνης της κοινωνίας. Σε ένα κείμενο που υπέγραψαν πολλοί πολίτες στην Ελλάδα πριν από το Πάσχα του 2011 διαβάζουμε:
Είναι επιτέλους καιρός δημιουργίας μιας Ανεξάρτητης Αρχής που θα ελέγχει όλες τις διαδικασίες που σχετίζονται με τα οικονομικά των πολιτικών και των κομμάτων. Μια τέτοια αρχή, όπως ο Συνήγορος του Πολίτη, θα πρέπει μεν να δίνει λόγο στη Βουλή αλλά θα διοικείται από μια κοινά αποδεκτή εξωκοινοβουλευτική προσωπικότητα, το έργο της οποίας θα υποστηρίζεται από εμπειρογνώμονες (ορκωτούς λογιστές, φοροτεχνικούς, οικονομολόγους, δικηγόρους κτλ.). Μόνο αν οι πολιτικοί μας δεχτούν (όπως γίνεται στις χώρες που λειτουργούν με ευνομία) έναν τέτοιο θεσμό, θα ανακτήσουν τη χαμένη εμπιστοσύνη των πολιτών.
Η νέα ανεξάρτητη αρχή θα λειτουργεί συμπληρωματικά με τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς, θα διευθύνεται από εξωκοινοβουλευτική προσωπικότητα και θα στελεχώνεται από ειδικούς. Αυτό είναι ένα παράδειγμα των καινούργιων θεσμών οι οποίοι συγκροτούν την υπό παρατήρηση δημοκρατία. Ας αναρωτηθούμε όμως, είναι η υπό παρατήρηση δημοκρατία ένα καθεστώς στο οποίο οι πολίτες ενδυναμώνονται, παίρνονται αποφάσεις διαφανείς και προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος, παγιώνεται μεγαλύτερο αίσθημα δικαιοσύνης, αυξάνεται η εμπιστοσύνη στην ίδια τη δημοκρατία, μειώνονται οι εκδηλώσεις πολιτικής βίας και περιορίζονται οι κίνδυνοι κοινωνικών και πολιτικών ρήξεων; Για να γίνουν εναργείς οι όροι του προβληματισμού, θα χρησιμοποιήσουμε δύο πρόσθετα παραδείγματα από την πρόσφατη ελληνική εμπειρία.
Το πρώτο: Μία από τις οργανώσεις που σε παγκόσμια κλίμακα λειτουργούν στη λογική της παρατήρησης είναι η Διεθνής Διαφάνεια η οποία εκδίδει περιοδικά εκθέσεις και πίνακες με δείκτες της διαφθοράς ανά χώρα. Στην Ελλάδα υπάρχει παράρτημά της με τον τίτλο Διεθνής Διαφάνεια Ελλάς η οποία λειτουργεί ως Μη Κυβερνητική Οργάνωση με δημόσια επιχορήγηση. Στον κόμβο της το σύνθημά της είναι «Ευαισθητοποιούμε τον πολίτη, καταπολεμούμε τη διαφθορά». Εκδίδει επίσης ετήσιες εκθέσεις για τη διαφθορά στη χώρα, στις οποίες μάλιστα αποτιμά το κόστος της διαφθοράς. Μαθαίνουμε, λ.χ., ότι για το 2011 το κόστος της διαφθοράς ανήλθε σε 554 εκατομμύρια ευρώ, 78 εκατομμύρια ευρώ λιγότερα από το 2010. Σχετικά πρόσφατα, η Διεθνής Διαφάνεια Ελλάς κατηγορήθηκε για… διαφθορά. Η απάντησή της αποδείχτηκε αποκαλυπτική για τον τρόπο με τον οποίο σχηματίζει τα κριτήριά της και τις πηγές της προέλευσής τους.
Ο Δείκτης Αντίληψης της Διαφθοράς που δημοσιεύθηκε χθες από τη Διεθνή Διαφάνεια και κατατάσσει τις χώρες με βάση την αντίληψη της διαφθοράς, εκπονείται από την παγκόσμια οργάνωση Διεθνής Διαφάνεια και βασίζεται σε πρωτογενείς έρευνες φορέων αναγνωρισμένου κύρους διεθνώς, όπως είναι η Παγκόσμια Τράπεζα, το World Economic Forum, το IMD World Competitiveness Yearbook κ.ά. Δεν αφορά την Εθνική Έρευνα για τη Διαφθορά στην Ελλάδα που σχετίζεται με τον συγκεκριμένο διαγωνισμό.[3]
Το δεύτερο παράδειγμα σχετίζεται με το Ελληνικό Παρατηρητήριο, που εδράζεται στη London School of Economics και χρηματοδοτείται με δωρεές, κυρίως από ελληνικές τράπεζες. Από την αρχή της ελληνικής κρίσης, τόσο το ίδιο το Παρατηρητήριο με τις εκδηλώσεις του, όσο και με την αρθρογραφία του διευθυντή και των συνεργατών του, ευθυγραμμίστηκε, χωρίς δεύτερες κριτικές απόψεις και χωρίς την αναγκαία ακαδημαϊκή απόσταση ασφαλείας, με ολόκληρο το πακέτο μέτρων αναμόρφωσης της Ελλάδας που προτάθηκε από την τρόικα και την πολιτική των διαδοχικών μνημονίων. Η «παρατήρηση» της Ελλάδας γίνεται εγκυρότερη καθώς προέρχεται από το εξωτερικό της χώρας και μάλιστα από έναν ακαδημαϊκό φορέα με την ιστορία του LSE, παρά τον πρόσφατο τραυματισμό της φήμης του από την αποκάλυψη της χρηματοδότησής του από τους Καντάφι.
Τα δύο αυτά παραδείγματα δεν αναιρούν βέβαια το πλαίσιο της σημασίας των παρατηρητικών και ελεγκτικών πρακτικών της δημοκρατίας. Μας θέτουν όμως το εξής πρόβλημα: Πώς διαμορφώνονται τα κριτήρια της παρατήρησης, τι παρατηρούμε και πώς το αξιολογούμε; Έχουμε όλοι τις ίδιες δυνατότητες δημιουργίας φορέων και όρων παρατήρησης; Παρατηρούμε όλα τα φαινόμενα; Πώς καθορίζονται οι επιλογές; Στην περίπτωση της Διεθνούς Διαφάνειας, οι οικονομικοί οργανισμοί που δημιουργούν τα κριτήριά της, από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, έθεσαν το ζήτημα της διαφθοράς, στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης ατζέντας «δομικών μεταρρυθμίσεων» και αλλαγής του μοντέλου της οικονομίας και των συναρθρώσεων οικονομίας, η οποία συμπυκνώθηκε στη Συναίνεση της Ουάσινγκτον (Washington Consensus) το 1982, μήτρα έκτοτε όλων των «μεταρρυθμιστικών» προγραμμάτων.[4] Αυτή ήταν μια πολύ συγκεκριμένη πολιτική ατζέντα, όχι ένας ουδέτερος έλεγχος των όρων της δημοκρατίας. Χρειάζεται επομένως να δείξουμε τους αρμούς με τους οποίους κατασκευάζονται αυτοί οι όροι, όπως διαφάνεια, διαφθορά, λογοδοσία, ανταποδοτικότητα, ανταγωνιστικότητα κ.λπ., και όχι να τους διαβάζουμε ως ουδέτερες έννοιες. Χρειάζεται να ερευνούμε τις ιστορικές καταβολές και τις λογοθετικές πρακτικές μέσω των οποίων το μερικό παρουσιάζεται ως γενικό και οι πολιτικές επιλογές φυσικοποιούνται. Παρατηρητικοί θεσμοί όπως οι οίκοι αξιολόγησης, υποβαθμίζοντας ή αναβαθμίζοντας οικονομίες, παίζουν έναν άμεσο ρόλο στον καθορισμό πολιτικής, και μάλιστα ισχυρότερο από εκείνον των κυβερνήσεων.
Η άλλη όψη του νομίσματος αυτής της μετάβασης από την αντιπροσωπευτική δημοκρατία στην υπό παρατήρηση δημοκρατία είναι η μετάβαση από τη δημοκρατία στη μεταδημοκρατία.[5] Συντελέστηκε μια μετάβαση από ένα καθεστώς κινητοποίησης των πολιτών γύρω από προγράμματα και ιδεολογίες (όπως, λ.χ., ήταν στην Ελλάδα η δημοκρατία στα χρόνια της μεταπολίτευσης του ’70 και στα πρώτα χρόνια των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ) σε ένα καθεστώς στο οποίο τα κόμματα από συμμετοχικές οργανώσεις γίνονται οργανισμοί διαχείρισης εκλογών, η πολιτική γίνεται αντικείμενο κλειστών κύκλων ειδικών, στους οποίους συμμετέχουν ισχυροί ιδιωτικοί όμιλοι και διεθνείς οργανισμοί και στους οποίους η πολιτική ακολουθεί ένα πρόγραμμα του οποίου εκείνο που τίθεται σε συζήτηση δεν είναι οι στόχοι και οι κατευθυντήριες γραμμές της, αλλά οι δυνατότητες και η τεχνολογία εφαρμογής του, καθώς και το πολιτικό κόστος. Στη διαδικασία αυτή άλλαξε η έννοια της δημόσιας διαχείρισης. Ο κρατικός μηχανισμός δεν αντιμετωπιζόταν πλέον με τα βεμπεριανά κριτήρια, αλλά με κριτήρια κόστους-απόδοσης, σύμπραξης με την αγορά και εξωτερίκευσης των υπηρεσιών του, ό,τι αποκλήθηκε New Public Management ή New Public Governance. Πού βρίσκονται λοιπόν οι θεσμοί και οι πρακτικές παρατήρησης της δημοκρατίας; Είναι μήπως σαν τον Ιανό, με δύο πρόσωπα; Ένα που να κοιτάει προς την υπό παρατήρηση δημοκρατία και ένα άλλο που να συγκροτεί το θεσμικό πλαίσιο της μετα-δημοκρατίας; Η απάντηση δεν είναι προφανής.
Η δημοκρατία για να συγκροτηθεί και να λειτουργήσει χρειαζόταν έναν δήμο, δηλαδή ένα σύνολο πολιτών στο οποίο υπήρχαν κάποια ελάχιστα κοινά στοιχεία κουλτούρας και αισθημάτων αλληλεγγύης. Ωστόσο στα περασμένα είκοσι χρόνια, καθώς το ένα μεταναστευτικό κύμα ακολουθούσε το άλλο, καθώς οι κοινωνίες γίνονταν περισσότερο πολυπολιτισμικές, καθώς οι ταυτότητες διαφοροποιούνταν και γίνονταν το κέντρο των δραστηριοτήτων των ανθρώπων, ο δήμος έδωσε τη θέση του σε ένα πολυδιασπασμένο και ετερογενές πλήθος. Επομένως η πρόκληση που είχε να αντιμετωπίσει η δημοκρατία ήταν αν και πώς θα μπορούσε να συμβιβαστεί με τη διαφορετικότητα και την πολυμορφία και να λειτουργήσει σ’ αυτήν. Είναι γεγονός ότι κάτι κερδήθηκε και κάτι χάθηκε. Κερδίσαμε την ανοχή και το σεβασμό της διαφοράς, χάσαμε τον λαό ως δυνητικό υποκείμενο και ιδανικό ακροατήριο απεύθυνσης. (Βέβαια, κρίνοντας από την άνοδο του ρατσισμού και της Ακροδεξιάς, ίσως σωστότερο είναι να πει κανείς ότι χάθηκαν και τα δύο.) Η μετάβαση επομένως από την αντιπροσωπευτική δημοκρατία προς μια επόμενη φάση της μπορεί να ιδωθεί από δύο πλευρές: και από την πλευρά τής υπό παρατήρηση δημοκρατίας –που εξασφάλισε το σεβασμό της διαφορετικότητας– και από την πλευρά της μεταδημοκρατίας – που απομάκρυνε τη δημοκρατία από τον δήμο-υποκείμενο της πολιτικής δράσης.
Σήμερα, χωρίς να έχουν λυθεί τα προβλήματα της προηγούμενης εικοσαετίας, βλέπουμε ότι μετατοπίζεται το πρόβλημα από τη σχέση δημοκρατίας και διαφορετικότητας στη σχέση δημοκρατίας και οικονομικής κρίσης. Η κρίση έθεσε με σαφήνεια το πρόβλημα της οικονομικής βιωσιμότητας της δημοκρατίας. Πώς μια κοινωνία μπορεί να αυτοκυβερνηθεί δημοκρατικά αν δεν είναι βιώσιμη οικονομικά; Και αν η κρίση που ζούμε δεν είναι παροδική αλλά αφορά μείζονες ανατροπές, ποια θέση έχει και πώς θα λειτουργήσει η δημοκρατία; Ο κόσμος υφίσταται πλέον τις συνέπειες μιας επανάστασης των αγορών που κατόρθωσαν σε όλα τα πεδία να ανατρέψουν τις μεταπολεμικές διευθετήσεις, και κυρίως το συμβιβασμό ανάμεσα στον καπιταλισμό και τη δημοκρατία, την έννοια του κοινωνικού συμβολαίου ανάμεσα στην εργασία, το κεφάλαιο και το κράτος. Η τεράστια πλέον διεύρυνση της ανισοκατανομής του πλούτου αποσυνθέτει όχι μόνο την έννοια του δήμου, αλλά και τη φαντασιακή του προβολή στη δημο-κρατία. Αν στην Ανατολή βλέπουμε οικονομική ανάπτυξη χωρίς δημοκρατία, η Δύση έχει να ανταγωνιστεί χώρες όπου το ελάχιστο επίπεδο αμοιβών και η ανυπαρξία κοινωνικού κράτους την αναγκάζουν να κατεδαφίζει διαδοχικά, αλλά σταθερά, το βιοτικό της επίπεδο και το κοινωνικό κράτος, να περικόπτει από την ιδιότητα του πολίτη τα κοινωνικά δικαιώματα. Τι είδους δημοκρατία μπορεί να λειτουργήσει σε αυτές τις συνθήκες ώστε να απορροφήσει τη δυσαρέσκεια, το προσωπικό και το συλλογικό αίσθημα ματαίωσης; Και αν ο κόσμος χρειάζεται να υιοθετήσει μοντέλα ζωής που θα κοστίζουν λιγότερο, μια λιτότητα η οποία θα είναι φιλική στους πολίτες και στο περιβάλλον, τι είδους επιπτώσεις θα υπάρξουν για το πολιτικό σύστημα; Χωρίς να συσχετίζεται άμεσα και κατευθείαν η δημοκρατία με την ευημερία, εντούτοις η πορεία προς την ευημερία δημιουργεί περισσότερες ευκαιρίες επιτυχίας της δημοκρατίας από ό,τι η αντίστροφη πορεία. Ωστόσο, παρά την απαισιοδοξία για την πορεία της δημοκρατίας, οι εξεγέρσεις στις αραβικές χώρες, γνωστές ως Αραβική Άνοιξη, άνοιξαν ένα ακόμη κεφάλαιο για τη δημοκρατία, και μάλιστα σε μια από τις πιο δύσκολες και θεωρούμενες άγονες περιοχές για την άνθηση της δημοκρατίας.
Μέσα από τις σκέψεις αυτές που μας εισάγουν στην ανάγνωση του κειμένου του Κην Γιατί δημοκρατία; επιστρέφουμε στο αρχικό ερώτημα. Η κατάρρευση του πολιτικού συστήματος συνιστά κίνδυνο για τη δημοκρατία; Πώς μπορούμε να σκεφτούμε τη δημοκρατία όταν οι άνθρωποι αισθάνονται απογοήτευση από τους θεσμούς της, από τις διαδικασίες που οδήγησαν σε διεφθαρμένους και άτολμους πολιτικούς; Πώς μπορούμε να σκεφτούμε τη δημοκρατία όταν η ίδια δεν μπορεί να πάρει αποφάσεις για το μέλλον της, γιατί το έχει ήδη υποθηκεύσει; Είναι αλήθεια ότι ένα μεγάλο μέρος της εθνικής κυριαρχίας έχει καταλυθεί. Όχι μόνο όμως εξαιτίας της κρίσης, αλλά γιατί έχει εκχωρηθεί προγραμματικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εφόσον αποφασίσαμε να συμμετέχουμε. Στην πραγματικότητα, χώρες όπως η Ελλάδα είχαν ανέκαθεν μια εξαρτώμενη πολιτική ζωή, μια δημοκρατία που λειτουργούσε συμπληρωματικά σε αποφάσεις που λαμβάνονταν σε πεδία που υπερέβαιναν την εθνική επικράτεια. Εκείνο όμως που συμβαίνει με την κρίση, και όχι μόνο στην Ελλάδα, είναι η προγραμματική αμφισβήτηση της πολιτικής κυριαρχίας τόσο από τους κανόνες που ρυθμίζουν τη σύγχρονη χρηματοπιστωτική πραγματικότητα, όσο και από τους μηχανισμούς που συγκροτούν αυτό το σύστημα (τράπεζες, οίκοι αξιολόγησης, διεθνή οικονομικά παρατηρητήρια). Η παγκοσμιοποιημένη οικονομία εισάγει σταθερές πολιτικής οι οποίες περιορίζουν τις επιλογές των κυβερνήσεων και επομένως την ελευθερία διαμόρφωσης πολιτικών και κοινωνικών προγραμμάτων, σε τελευταία ανάλυση την ίδια τη λαϊκή κυριαρχία. Η σύγχρονη δημοκρατία πρέπει να γίνεται κατανοητή στο πλαίσιο της διεθνούς διακυβέρνησης που είναι κάτι περισσότερο από το άθροισμα των δημοκρατιών, των διεθνών οργανισμών και των αγορών. Ως εκ τούτου κρατικές λειτουργίες και αντιπροσωπευτικό σύστημα αποδυναμώνονται, αναδεικνύοντας άλλα πεδία και πόλους εξουσίας, ή ακόμη και αμφισβήτησής της. Η αποδυνάμωση του αντιπροσωπευτικού συστήματος καταλήγει στην εμφάνιση μη πολιτικών ή αντιπολιτικών κινήσεων και κινημάτων, τα οποία βρίσκονται διάσπαρτα στο κοινωνικό σώμα, από τις εξεγερμένες ελίτ έως τους εξεγερμένους υποπρολεταρίους. Μια άλλη, αλλά εξίσου σημαντική, παράμετρος είναι η επίδραση της κρίσης στα δικαιώματα και την ιδιότητα του πολίτη. Αν ο Τ.Χ. Μάρσαλ (T.H. Marshall) όριζε τη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιδιότητα του πολίτη ως την επισώρευση των αστικών, των πολιτικών και των κοινωνικών δικαιωμάτων, η κρίση πλήττοντας και ακυρώνοντας τα κοινωνικά δικαιώματα, πλήττει την ίδια την ιδιότητα του πολίτη. Και βέβαια με ακρωτηριασμένη την ιδιότητα του πολίτη, για ποιο είδος δημοκρατίας μπορούμε να μιλήσουμε;
Η συζήτηση για τη δημοκρατία είναι, και πρέπει να κατανοηθεί ως συζήτηση για την έξοδο, για την επαύριον της κρίσης. Και αν αυτή η έξοδος δεν θα είναι επάνοδος στις παλιές ξένοιαστες μέρες, χρειάζεται να σκεφτούμε την αναθέσμιση της δημοκρατίας, ώστε να αντέξει στις υψηλές θερμοκρασίες που προκαλεί και θα προκαλέσει στο κοινωνικό σώμα η κρίση.
http://eleutheriellada.wordpress.com/