Ο συνδικαλισμός έχει βρεθεί επανειλημμένα στο στόχαστρο της κριτικής μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας, ιδιαίτερα στην εποχή των Μνημονίων. Ο ομότιμος καθηγητής του Πάντειου Πανεπιστημίου και Επιστημονικός Διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, Σάββας Ρομπόλης μίλησε στο Tvxs.gr για το συνδικαλιστικό κίνημα στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, στο πλαίσιο του πολυήμερου αφιερώματός του. Επισήμανε το διακύβευμα αλλά και την ανάγκη για συσπείρωση, υπογραμμίζοντας την επιτυχία του συνδικαλιστικού κινήματος το 2001 ενάντια στο νόμο Γιαννίτση, αλλά και την αδυναμία να επαναλάβει μια δράση με αντίστοιχη μαζικότητα στα χρόνια των Μνημονίων.
Η πτώση της Χούντας βρίσκει το συνδικαλιστικό κίνημα σε μια φάση αποδεκατισμού εξαιτίας φυλακίσεων πολλών συνδικαλιστών κατά τη διάρκεια της επταετίας, αλλά και των διορισμένων από τη δικτατορία διοικήσεων των συνδικάτων. «Η περίοδος από το 1974 έως το 1981 θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ‘περίοδος αποκατάστασης της δημοκρατίας του συνδικαλιστικού κινήματος’. Αυτή η φάση ολοκληρώνεται με το νόμο του 1982» επί ΠΑΣΟΚ. Πρόκειται για το νόμο 1264/1982 «για τον εκδηµοκρατισµό του συνδικαλιστικού κινήµατος και την κατοχύρωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών των εργαζοµένων».
Η άνθηση του επιχειρησιακού συνδικαλισμού
Οι απεργιακές κινητοποιήσεις κατά την περίοδο της πρωθυπουργίας του Κωνσταντίνου Καραμανλή ήταν πολλές, με το συνδικαλιστικό κίνημα να επικεντρώνεται ωστόσο κυρίως στην αποκατάσταση της δημοκρατικής λειτουργίας του, στην οποία μεταξύ άλλων εντάσσεται και το ζήτημα των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και διαπραγματεύσεων. Επίσης εκείνη την περίοδο εμφανίζονται και τα πρώτα σπέρματα επιχειρησιακού συνδικαλισμού, ενώ την εμφάνισή τους σταδιακά κάνουν και οι συνδικαλιστικές παρατάξεις των κομμάτων. «Βασικό στοιχείο όμως εκείνης της περιόδου είναι η δημιουργία των πρώτων επιχειρησιακών σωματείων», τονίζει ο Σάββας Ρομπόλης.
Όπως εξηγεί με το νόμο του 1982 «δημιουργείται ένα πλαίσιο δημοκρατικής λειτουργίας των συνδικάτων και είναι γεγονός πως η άνοδος του ΠΑΣΟΚ βοηθάει στην ανάπτυξη του συνδικαλιστικού κινήματος. Με το νόμο του ’82 τα συνδικάτα ισχυροποιούν τη θέση τους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, ενώ τα χρόνια που θα ακολουθήσουν το συνδικαλιστικό κίνημα παίζει σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις και συμμετέχει ενεργά στη διαμόρφωση του πλαισίου». Από τις αρχές του ’80 το ΠΑΣΟΚ ισχυροποιείται στο συνδικαλιστικό κίνημα, όμως υπήρξαν και οι ρήξεις όπως την περίοδο επί υπουργίας Αρσένη με πολλά στελέχη της ΠΑΣΚΕ να εγκαταλείπουν το κυβερνητικό άρμα. Τις επόμενες δεκαετίας έχουμε την ανάπτυξη και ενίσχυση του κλαδικού συνδικαλισμού και της ΓΣΕΕ ως κεντρικού συνδικαλιστικού οργάνου.
Στη δεκαετία του ’80 ένα από τα βασικότερα ζητήματα είναι αυτό της εξυγίανσης των ‘προβληματικών επιχειρήσεων’. Πρόκειται για ισχυρές επιχειρήσεις της ελληνικής βιομηχανίας που κατέρρεαν οικονομικά υπό το βάρος των χρεών που είχαν συσσωρεύσει. «Εκείνη την περίοδο ενισχύεται περαιτέρω ο επιχειρησιακός συνδικαλισμός και μέσω αυτού διεκδικείται η συνέχιση της λειτουργίας των εταιρειών και η διατήρηση των θέσεων εργασίας. Πραγματοποιούνται μεγάλες απεργίες από επιχειρησιακά σωματεία αλλά και με την κάλυψη της ΓΣΕΕ και των ομοσπονδιών».
Ήταν τότε που το ΠΑΣΟΚ δημιουργεί και τον Οργανισμό Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (ΟΑΕ) για την «εξυγίανση» των «προβληματικών εταιρειών», πολλές εκ των οποίων αφού καθάρισαν από τα χρέη μέσω του ΟΑΕ πουλήθηκαν και τελικά οι περισσότερες έκλεισαν. «Βραχυχρόνια το κίνημα των επιχειρησιακών σωματείων στέφεται με επιτυχία, ωστόσο σε βάθος χρόνου οι περισσότερες από αυτές τις εταιρείες έκλεισαν», τονίζει χαρακτηριστικά ο κ. Ρομπόλης.
Στο πλαίσιο του νεοφιλελευθερισμού
Ο διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ υπογραμμίζει και το διεθνές πλαίσιο που ορίζει την εφαρμοζόμενη πολιτική της περιόδου, επηρεάζοντας αναπόφευκτα και τις διεκδικήσεις του συνδικαλιστικού κινήματος. «Από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 με την κρίση του πετρελαίου και την αύξηση του πληθωρισμού διαμορφώνεται το νεοφιλελεύθερο καπιταλιστικό σύστημα. Η σχολή του Σικάγο δημιουργεί το τεχνικό υπόβαθρο για τη μετάβαση από το ‘φορντικό υπόδειγμα’ στο ‘νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα’. Βασική αρχή αυτού του υποδείγματος ήταν πως για την αντιμετώπιση της κρίσης του πετρελαίου, τις επιπτώσεις της στην παγκόσμια οικονομία και την αύξηση του πληθωρισμού θα πρέπει να υπάρξει πλήρης απελευθέρωση του κεφαλαίου και της αγοράς εργασίας με ατμομηχανή την παγκοσμιοποίηση. Εκεί εμφανίζεται και η πολιτική των Ρίγκαν και Θάτσερ. Μια πολιτική που εξαπλώνεται σταδιακά σε όλη την Ευρώπη στη συνέχεια».
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη και η επιτυχία του 2001
Μαζικές και δυναμικές κινητοποιήσεις ξεσπούν στα πρώτα χρόνια του ’90 επί κυβέρνησης Μητσοτάκη. Το συνδικαλιστικό κίνημα δημιουργεί το μεγαλύτερο πρόβλημα στην τότε κυβέρνηση που επιχειρεί να προχωρήσει σε αυτή τη μετάβαση στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο με την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και του κεφαλαίου, μέσω ιδιωτικοποιήσεων και συρρίκνωση των κοινωνικών δαπανών. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη καταρρέει και το ΠΑΣΟΚ επιστρέφει στην εξουσία. Όμως και τα Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έχουν μπει στη διαδικασία της «μετάβασης».
Το 2001 καταγράφεται η κορύφωση του συνδικαλιστικού κινήματος με το νομοσχέδιο Γιαννίτση για το ασφαλιστικό. «Πρόκειται για τη μεγαλύτερη κινητοποίηση στην ιστορία του συνδικαλιστικού κινήματος της μεταπολίτευσης. Οι κινητοποιήσεις Γιαννίτση ήταν μια προίκα για το κίνημα», τονίζει ο κ. Ρομπόλης.
Σημαντικό στοιχείο εκείνων των κινητοποιήσεων ήταν η συμβολή του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, το οποίο έχει δημιουργηθεί από το 1990. «Για πρώτη φορά τεκμηριώνονται οι θέσεις του συνδικαλιστικού κινήματος. Το 2001 το Ινστιτούτο Εργασίας είχε επεξεργαστεί το ασφαλιστικό σύστημα (στρεβλώσεις , κατακερματισμός, ανισότητα κ.α.) και είχε παρουσιάσει μια μεγάλη πρόταση με μελέτες, για το πως θα μπορούσαμε να περάσουμε σταδιακά από τα δεκάδες ταμεία στα τρία μέσα στα επόμενα χρόνια. Ο συνδυασμός της τεκμηριωμένης πρότασης και της ενημερωτικής δράσης από τους συνδικαλιστές οδήγησε στην ευαισθητοποίηση και την κινητοποίηση των εργαζομένων και των συνταξιούχων. Έτσι στους δρόμους κατέβηκαν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι. Ήταν η πρώτη φορά που το συνδικαλιστικό κίνημα παρουσιάζει μια επιστημονική μελέτη ως αντιπρόταση», σημειώνει ο Σάββας Ρομπόλης.
Το φαινόμενο της «ατομικότητας»
Τα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και την έλευση της τρόικας το συνδικαλιστικό κίνημα μπαίνει σε μια περίοδο ύφεσης με εξαίρεση ορισμένες δυναμικές κινητοποιήσεις σε επιμέρους κλάδους, όπως των ναυτεργατών και των αγροτών. Σημειώνεται πως οι πρώτοι το 2006 τερματίζουν την πολυήμερη κινητοποιησή τους υπό το βάρος της επιστράτευσης από την κυβέρνηση, ένα κατασταλτικό μέτρο που θα χρησιμοποιηθεί κατά κόρον τα επόμενα χρόνια. Μετά έρχεται η κρίση και μαζί της τα Μνημόνια. Το συνδικαλιστικό κίνημα φαίνεται να αδυνατεί να αντιδράσει σε βαθμό ώστε να εμποδίσει την επέλαση των αντεργατικών και αντικοινωνικών μέτρων. Πολλοί έκαναν λόγο για «αλλοτρίωση» του συνδικαλιστικού κινήματος.
Ο κ. Ρομπόλης σχολιάζει: «Δεν συμφωνώ πως υπάρχει αλλοτρίωση. Το θέμα είναι πως οι δανειστές και οι ελληνικές κυβερνήσεις εφάρμοσαν ένα πρόγραμμα με το οποίο η ανεργία εκτοξεύτηκε και το συνδικαλιστικό κίνημα βρέθηκε στα όριά του. Η ανεργία είναι το βασικό φαινόμενο που αποδυναμώνει το συνδικαλιστικό κίνημα. Βέβαια κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει πως υπάρχει ένα ζήτημα με την παραταξιοποίηση, καθώς εξαιτίας αυτής δεν υπάρχει πλήρης ανεξαρτησία. Ωστόσο αυτό το φαινόμενο αντιμετωπίζεται με το Ινστιτούτο Εργασίας μέσω του οποίου παράγεται πολιτική με βάση την τεκμηρίωση και τις αυτοτελείς αναλύσεις».
Την τελευταία δεκαετία οι εργαζόμενοι απομακρύνονται όλο και περισσότερο από τα σωματεία, ενώ η συνδικαλιστική ηγεσία έχει κατηγορηθεί για τη στάση που κράτησε με το ξέσπασμα της κρίσης. «Είναι γεγονός πως ο δείκτης συνδικαλιστικής πυκνότητας είναι μειωμένος», αναφέρει ο κ. Ρομπόλης και συνεχίζει: «Αυτό νομίζω οφείλεται στην οπισθοδρόμηση του συνδικάτου, η οποία σημειώνεται όταν στο πλαίσιο της σύγκρουσης η απώλειά είναι οι θέσεις εργασίας. Το ερώτημα είναι τι θα μπορούσε το συνδικάτο να κάνει παραπάνω;».
Πολλοί κατηγορούν τη ΓΣΕΕ για τις μορφές δράσης που επέλεξε και διερωτώνται γιατί τα συνδικάτα δεν επανέλαβαν την επιτυχημένη κινητοποίηση του 2001. «Υπάρχουν πολλές μορφές συνδικαλιστικής δράσης και το συνδικάτο για να επιλέξει τη μία ή την άλλη μορφή θα πρέπει να έχει δημιουργήσει όλες τις προϋποθέσεις μια επιτυχούς έκβασης. Αν για παράδειγμα προχωρήσει σε μια απεργία διαρκείας για να είναι επιτυχής η δράση απαιτείται υψηλή συμμετοχή. Εγώ προσωπικά αντιμετωπίζω θετικά την απεργία διαρκείας, όμως για την επιτυχία της χρειάζεται πολύ καλή προετοιμασία. Σίγουρα η επιτυχία της αντίδρασης στο νόμο Γιαννίτση αποτελεί ένα μάθημα. Ποιος είναι ο λόγος που το συνδικαλιστικό κίνημα δεν μπήκε στη διαδικασία να επαναλάβει αυτή τη δράση; Δεν ξέρω. Είναι ένα ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί», τονίζει ο κ. Ρομπόλης και επαναλαμβάνει: «Είναι γεγονός πως έχει μείνει αναπάντητο το ερώτημα γιατί ενώ υπήρχε το επιτυχημένο παράδειγμα του 2001 δεν δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις συσπείρωσης και συμμετοχής;».
Συνεχίζοντας σημειώνει: «Η μαζικότητα του 2001 αποτελεί μια από τις σημαντικότερες επιτυχίες του συνδικαλιστικού κινήματος. Από εκεί και μετά δεν επανέλαβε κάτι αντίστοιχο και δεν απέκτησε μια κουλτούρα της προετοιμασίας και των προϋποθέσεων για να δημιουργήσει μια μαζικότητα στις διεκδικήσεις του. Επίσης τα τελευταία χρόνια δεν υπάρχει ανανέωση στα μέλη. Τα συνδικάτα θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι προηγούμενης γενιάς. Εγώ αποδίδω αυτή τη στασιμότητα σε αντικειμενικούς λόγους και όχι υποκειμενικούς. Νομίζω πως κυρίως οφείλεται στην οπισθοδρόμηση και την απαξίωση της εργασίας και των εργασιακών σχέσεων, μια διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη από το ‘90 και μετά, με αιχμή του δόρατος την ανεργία.
Οφείλεται δηλαδή σε αντικειμενικές συνθήκες, όπως αυτές ορίζονται στο πλαίσιο του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος, και λιγότερο στον υποκειμενικό παράγοντα που είναι το ίδιο το κίνημα και πως αντιδρά. Είναι ένα ευρωπαϊκό και όχι μόνο ελληνικό πρόβλημα. Μέσα από την συρρίκνωση των εισοδημάτων και των θέσεων εργασίας, συρρικνώνεται και η βούληση των εργαζομένων για ένταξη στο συνδικάτο. Ουσιαστικά ενισχύεται η ατομική συμπεριφορά έναντι της συλλογικής. Πρόκειται για το φαινόμενο της εξατομίκευσης που έχει ενισχυθεί και από την αποκαθήλωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Αυτή τη στιγμή κυρίαρχη μορφή εργασιακής σχέσης είναι η ατομική σχέση εργασίας και αυτή η ατομικότητα απομακρύνει τον εργαζόμενο από τη συλλογική δράση. Για μένα μπαίνουν πάντα τέτοιες μεταβλητές και διαστάσεις στην ανάλυση, περισσότερο αντικειμενικές και λιγότερο υποκειμενικές».
Μια σύγκρουση δεκαετίων και το διακύβευμα
Όπως εξηγεί ο κ. Ρομπόλης «από το 2010 στόχος των δανειστών και της κυβέρνησης είναι η επιβολή του νεοφιλελεύθερου μοντέλου και μάλιστα με τον πιο βίαιο τρόπο. Το Ινστιτούτο Εργασίας από την πρώτη μέρα παρουσίασε τις επιπτώσεις που θα είχε το μνημονιακό πρόγραμμα στην ελληνική κοινωνία. Τότε οι εκτιμήσεις μας είχαν αμφισβητηθεί, όμως όλες επαληθεύτηκαν. Η επιβολή του ίδιου μοντέλου επιχειρήθηκε και τα προηγούμενα χρόνια αλλά σαλαμοποιημένα. Τα συνδικάτα εδώ και δεκαετίες αντιδρούν. Στην ουσία η σύγκρουση σε όλη την Μεταπολίτευση δεν είναι άλλη από την σύγκρουση ανάμεσα στην εξουσία που επιθυμεί να επιβάλει το νεοφιλελεύθερο μοντέλο και στα συνδικάτα που θέλουν τη διατήρηση της ρυθμισμένης αγοράς εργασίας με συλλογικές διαπραγματεύσεις και συλλογικές συμβάσεις, και διεκδικούν δημοκρατικές διαδικασίες τόσο στο εσωτερικό των συνδικάτων όσο και στη σχέση με τους εργοδότες και βέβαια επιδιώκουν ανάπτυξη για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Νομίζω πως το διακύβευμα για το μέλλον είναι η ανακοπή της ολοκλήρωσης αυτής της μετάβασης στο νεοφιελευθερο υπόδειγμα. Οι συνθήκες είναι πολύ δύσκολες. Στο βαθμό απελευθέρωσης που βρισκόμαστε η εργασία έχει απαξιωθεί τελείως, είτε σε επίπεδο εισοδήματος και εργασιακών σχέσεων είτε σε επίπεδο κοινωνικής προστασίας και κοινωνικού κράτους.
Για να ανακοπεί η μετάβαση στον νεοφιλελεύθερο μοντέλο απαιτείται η παρουσίαση της εναλλακτικής πρότασης και η στήριξη της με μια συνδικαλιστική και κοινωνική δράση. Σε οργανωτικό επίπεδο θα πρέπει να υπάρξει μια συσπείρωση δυνάμεων. Όπως προείπαμε στην πρώτη φάση της Μεταπολίτευσης είχαμε την ανάπτυξη του επιχειρησιακού συνδικαλισμού, ενώ στις επόμενες φάσεις αναδύεται ο κλαδικός και ο κεντρικός συνδικαλισμός. Σήμερα θα πρέπει να δούμε τόσο τις νέες μορφές δράσεις, όσο και την ατμομηχανή αυτών των δράσεων. Θα επιστρέψουμε στα επιχειρησιακά σωματεία; Θα ενισχύσουμε ομοσπονδίες και κλαδικές; Θα αναπτύξουμε περισσότερες στρατηγικές σε εθνικό επίπεδο; Νομίζω όμως πως αυτό που έχει πρωτίστως ανάγκη είναι η συσπείρωση και η συγχώνευση δυνάμεων».
http://tvxs.gr/
Η πτώση της Χούντας βρίσκει το συνδικαλιστικό κίνημα σε μια φάση αποδεκατισμού εξαιτίας φυλακίσεων πολλών συνδικαλιστών κατά τη διάρκεια της επταετίας, αλλά και των διορισμένων από τη δικτατορία διοικήσεων των συνδικάτων. «Η περίοδος από το 1974 έως το 1981 θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ‘περίοδος αποκατάστασης της δημοκρατίας του συνδικαλιστικού κινήματος’. Αυτή η φάση ολοκληρώνεται με το νόμο του 1982» επί ΠΑΣΟΚ. Πρόκειται για το νόμο 1264/1982 «για τον εκδηµοκρατισµό του συνδικαλιστικού κινήµατος και την κατοχύρωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών των εργαζοµένων».
Η άνθηση του επιχειρησιακού συνδικαλισμού
Οι απεργιακές κινητοποιήσεις κατά την περίοδο της πρωθυπουργίας του Κωνσταντίνου Καραμανλή ήταν πολλές, με το συνδικαλιστικό κίνημα να επικεντρώνεται ωστόσο κυρίως στην αποκατάσταση της δημοκρατικής λειτουργίας του, στην οποία μεταξύ άλλων εντάσσεται και το ζήτημα των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και διαπραγματεύσεων. Επίσης εκείνη την περίοδο εμφανίζονται και τα πρώτα σπέρματα επιχειρησιακού συνδικαλισμού, ενώ την εμφάνισή τους σταδιακά κάνουν και οι συνδικαλιστικές παρατάξεις των κομμάτων. «Βασικό στοιχείο όμως εκείνης της περιόδου είναι η δημιουργία των πρώτων επιχειρησιακών σωματείων», τονίζει ο Σάββας Ρομπόλης.
Όπως εξηγεί με το νόμο του 1982 «δημιουργείται ένα πλαίσιο δημοκρατικής λειτουργίας των συνδικάτων και είναι γεγονός πως η άνοδος του ΠΑΣΟΚ βοηθάει στην ανάπτυξη του συνδικαλιστικού κινήματος. Με το νόμο του ’82 τα συνδικάτα ισχυροποιούν τη θέση τους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, ενώ τα χρόνια που θα ακολουθήσουν το συνδικαλιστικό κίνημα παίζει σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις και συμμετέχει ενεργά στη διαμόρφωση του πλαισίου». Από τις αρχές του ’80 το ΠΑΣΟΚ ισχυροποιείται στο συνδικαλιστικό κίνημα, όμως υπήρξαν και οι ρήξεις όπως την περίοδο επί υπουργίας Αρσένη με πολλά στελέχη της ΠΑΣΚΕ να εγκαταλείπουν το κυβερνητικό άρμα. Τις επόμενες δεκαετίας έχουμε την ανάπτυξη και ενίσχυση του κλαδικού συνδικαλισμού και της ΓΣΕΕ ως κεντρικού συνδικαλιστικού οργάνου.
Στη δεκαετία του ’80 ένα από τα βασικότερα ζητήματα είναι αυτό της εξυγίανσης των ‘προβληματικών επιχειρήσεων’. Πρόκειται για ισχυρές επιχειρήσεις της ελληνικής βιομηχανίας που κατέρρεαν οικονομικά υπό το βάρος των χρεών που είχαν συσσωρεύσει. «Εκείνη την περίοδο ενισχύεται περαιτέρω ο επιχειρησιακός συνδικαλισμός και μέσω αυτού διεκδικείται η συνέχιση της λειτουργίας των εταιρειών και η διατήρηση των θέσεων εργασίας. Πραγματοποιούνται μεγάλες απεργίες από επιχειρησιακά σωματεία αλλά και με την κάλυψη της ΓΣΕΕ και των ομοσπονδιών».
Ήταν τότε που το ΠΑΣΟΚ δημιουργεί και τον Οργανισμό Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (ΟΑΕ) για την «εξυγίανση» των «προβληματικών εταιρειών», πολλές εκ των οποίων αφού καθάρισαν από τα χρέη μέσω του ΟΑΕ πουλήθηκαν και τελικά οι περισσότερες έκλεισαν. «Βραχυχρόνια το κίνημα των επιχειρησιακών σωματείων στέφεται με επιτυχία, ωστόσο σε βάθος χρόνου οι περισσότερες από αυτές τις εταιρείες έκλεισαν», τονίζει χαρακτηριστικά ο κ. Ρομπόλης.
Στο πλαίσιο του νεοφιλελευθερισμού
Ο διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ υπογραμμίζει και το διεθνές πλαίσιο που ορίζει την εφαρμοζόμενη πολιτική της περιόδου, επηρεάζοντας αναπόφευκτα και τις διεκδικήσεις του συνδικαλιστικού κινήματος. «Από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 με την κρίση του πετρελαίου και την αύξηση του πληθωρισμού διαμορφώνεται το νεοφιλελεύθερο καπιταλιστικό σύστημα. Η σχολή του Σικάγο δημιουργεί το τεχνικό υπόβαθρο για τη μετάβαση από το ‘φορντικό υπόδειγμα’ στο ‘νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα’. Βασική αρχή αυτού του υποδείγματος ήταν πως για την αντιμετώπιση της κρίσης του πετρελαίου, τις επιπτώσεις της στην παγκόσμια οικονομία και την αύξηση του πληθωρισμού θα πρέπει να υπάρξει πλήρης απελευθέρωση του κεφαλαίου και της αγοράς εργασίας με ατμομηχανή την παγκοσμιοποίηση. Εκεί εμφανίζεται και η πολιτική των Ρίγκαν και Θάτσερ. Μια πολιτική που εξαπλώνεται σταδιακά σε όλη την Ευρώπη στη συνέχεια».
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη και η επιτυχία του 2001
Μαζικές και δυναμικές κινητοποιήσεις ξεσπούν στα πρώτα χρόνια του ’90 επί κυβέρνησης Μητσοτάκη. Το συνδικαλιστικό κίνημα δημιουργεί το μεγαλύτερο πρόβλημα στην τότε κυβέρνηση που επιχειρεί να προχωρήσει σε αυτή τη μετάβαση στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο με την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και του κεφαλαίου, μέσω ιδιωτικοποιήσεων και συρρίκνωση των κοινωνικών δαπανών. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη καταρρέει και το ΠΑΣΟΚ επιστρέφει στην εξουσία. Όμως και τα Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έχουν μπει στη διαδικασία της «μετάβασης».
Το 2001 καταγράφεται η κορύφωση του συνδικαλιστικού κινήματος με το νομοσχέδιο Γιαννίτση για το ασφαλιστικό. «Πρόκειται για τη μεγαλύτερη κινητοποίηση στην ιστορία του συνδικαλιστικού κινήματος της μεταπολίτευσης. Οι κινητοποιήσεις Γιαννίτση ήταν μια προίκα για το κίνημα», τονίζει ο κ. Ρομπόλης.
Σημαντικό στοιχείο εκείνων των κινητοποιήσεων ήταν η συμβολή του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, το οποίο έχει δημιουργηθεί από το 1990. «Για πρώτη φορά τεκμηριώνονται οι θέσεις του συνδικαλιστικού κινήματος. Το 2001 το Ινστιτούτο Εργασίας είχε επεξεργαστεί το ασφαλιστικό σύστημα (στρεβλώσεις , κατακερματισμός, ανισότητα κ.α.) και είχε παρουσιάσει μια μεγάλη πρόταση με μελέτες, για το πως θα μπορούσαμε να περάσουμε σταδιακά από τα δεκάδες ταμεία στα τρία μέσα στα επόμενα χρόνια. Ο συνδυασμός της τεκμηριωμένης πρότασης και της ενημερωτικής δράσης από τους συνδικαλιστές οδήγησε στην ευαισθητοποίηση και την κινητοποίηση των εργαζομένων και των συνταξιούχων. Έτσι στους δρόμους κατέβηκαν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι. Ήταν η πρώτη φορά που το συνδικαλιστικό κίνημα παρουσιάζει μια επιστημονική μελέτη ως αντιπρόταση», σημειώνει ο Σάββας Ρομπόλης.
Το φαινόμενο της «ατομικότητας»
Τα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και την έλευση της τρόικας το συνδικαλιστικό κίνημα μπαίνει σε μια περίοδο ύφεσης με εξαίρεση ορισμένες δυναμικές κινητοποιήσεις σε επιμέρους κλάδους, όπως των ναυτεργατών και των αγροτών. Σημειώνεται πως οι πρώτοι το 2006 τερματίζουν την πολυήμερη κινητοποιησή τους υπό το βάρος της επιστράτευσης από την κυβέρνηση, ένα κατασταλτικό μέτρο που θα χρησιμοποιηθεί κατά κόρον τα επόμενα χρόνια. Μετά έρχεται η κρίση και μαζί της τα Μνημόνια. Το συνδικαλιστικό κίνημα φαίνεται να αδυνατεί να αντιδράσει σε βαθμό ώστε να εμποδίσει την επέλαση των αντεργατικών και αντικοινωνικών μέτρων. Πολλοί έκαναν λόγο για «αλλοτρίωση» του συνδικαλιστικού κινήματος.
Ο κ. Ρομπόλης σχολιάζει: «Δεν συμφωνώ πως υπάρχει αλλοτρίωση. Το θέμα είναι πως οι δανειστές και οι ελληνικές κυβερνήσεις εφάρμοσαν ένα πρόγραμμα με το οποίο η ανεργία εκτοξεύτηκε και το συνδικαλιστικό κίνημα βρέθηκε στα όριά του. Η ανεργία είναι το βασικό φαινόμενο που αποδυναμώνει το συνδικαλιστικό κίνημα. Βέβαια κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει πως υπάρχει ένα ζήτημα με την παραταξιοποίηση, καθώς εξαιτίας αυτής δεν υπάρχει πλήρης ανεξαρτησία. Ωστόσο αυτό το φαινόμενο αντιμετωπίζεται με το Ινστιτούτο Εργασίας μέσω του οποίου παράγεται πολιτική με βάση την τεκμηρίωση και τις αυτοτελείς αναλύσεις».
Την τελευταία δεκαετία οι εργαζόμενοι απομακρύνονται όλο και περισσότερο από τα σωματεία, ενώ η συνδικαλιστική ηγεσία έχει κατηγορηθεί για τη στάση που κράτησε με το ξέσπασμα της κρίσης. «Είναι γεγονός πως ο δείκτης συνδικαλιστικής πυκνότητας είναι μειωμένος», αναφέρει ο κ. Ρομπόλης και συνεχίζει: «Αυτό νομίζω οφείλεται στην οπισθοδρόμηση του συνδικάτου, η οποία σημειώνεται όταν στο πλαίσιο της σύγκρουσης η απώλειά είναι οι θέσεις εργασίας. Το ερώτημα είναι τι θα μπορούσε το συνδικάτο να κάνει παραπάνω;».
Πολλοί κατηγορούν τη ΓΣΕΕ για τις μορφές δράσης που επέλεξε και διερωτώνται γιατί τα συνδικάτα δεν επανέλαβαν την επιτυχημένη κινητοποίηση του 2001. «Υπάρχουν πολλές μορφές συνδικαλιστικής δράσης και το συνδικάτο για να επιλέξει τη μία ή την άλλη μορφή θα πρέπει να έχει δημιουργήσει όλες τις προϋποθέσεις μια επιτυχούς έκβασης. Αν για παράδειγμα προχωρήσει σε μια απεργία διαρκείας για να είναι επιτυχής η δράση απαιτείται υψηλή συμμετοχή. Εγώ προσωπικά αντιμετωπίζω θετικά την απεργία διαρκείας, όμως για την επιτυχία της χρειάζεται πολύ καλή προετοιμασία. Σίγουρα η επιτυχία της αντίδρασης στο νόμο Γιαννίτση αποτελεί ένα μάθημα. Ποιος είναι ο λόγος που το συνδικαλιστικό κίνημα δεν μπήκε στη διαδικασία να επαναλάβει αυτή τη δράση; Δεν ξέρω. Είναι ένα ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί», τονίζει ο κ. Ρομπόλης και επαναλαμβάνει: «Είναι γεγονός πως έχει μείνει αναπάντητο το ερώτημα γιατί ενώ υπήρχε το επιτυχημένο παράδειγμα του 2001 δεν δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις συσπείρωσης και συμμετοχής;».
Συνεχίζοντας σημειώνει: «Η μαζικότητα του 2001 αποτελεί μια από τις σημαντικότερες επιτυχίες του συνδικαλιστικού κινήματος. Από εκεί και μετά δεν επανέλαβε κάτι αντίστοιχο και δεν απέκτησε μια κουλτούρα της προετοιμασίας και των προϋποθέσεων για να δημιουργήσει μια μαζικότητα στις διεκδικήσεις του. Επίσης τα τελευταία χρόνια δεν υπάρχει ανανέωση στα μέλη. Τα συνδικάτα θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι προηγούμενης γενιάς. Εγώ αποδίδω αυτή τη στασιμότητα σε αντικειμενικούς λόγους και όχι υποκειμενικούς. Νομίζω πως κυρίως οφείλεται στην οπισθοδρόμηση και την απαξίωση της εργασίας και των εργασιακών σχέσεων, μια διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη από το ‘90 και μετά, με αιχμή του δόρατος την ανεργία.
Οφείλεται δηλαδή σε αντικειμενικές συνθήκες, όπως αυτές ορίζονται στο πλαίσιο του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος, και λιγότερο στον υποκειμενικό παράγοντα που είναι το ίδιο το κίνημα και πως αντιδρά. Είναι ένα ευρωπαϊκό και όχι μόνο ελληνικό πρόβλημα. Μέσα από την συρρίκνωση των εισοδημάτων και των θέσεων εργασίας, συρρικνώνεται και η βούληση των εργαζομένων για ένταξη στο συνδικάτο. Ουσιαστικά ενισχύεται η ατομική συμπεριφορά έναντι της συλλογικής. Πρόκειται για το φαινόμενο της εξατομίκευσης που έχει ενισχυθεί και από την αποκαθήλωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Αυτή τη στιγμή κυρίαρχη μορφή εργασιακής σχέσης είναι η ατομική σχέση εργασίας και αυτή η ατομικότητα απομακρύνει τον εργαζόμενο από τη συλλογική δράση. Για μένα μπαίνουν πάντα τέτοιες μεταβλητές και διαστάσεις στην ανάλυση, περισσότερο αντικειμενικές και λιγότερο υποκειμενικές».
Μια σύγκρουση δεκαετίων και το διακύβευμα
Όπως εξηγεί ο κ. Ρομπόλης «από το 2010 στόχος των δανειστών και της κυβέρνησης είναι η επιβολή του νεοφιλελεύθερου μοντέλου και μάλιστα με τον πιο βίαιο τρόπο. Το Ινστιτούτο Εργασίας από την πρώτη μέρα παρουσίασε τις επιπτώσεις που θα είχε το μνημονιακό πρόγραμμα στην ελληνική κοινωνία. Τότε οι εκτιμήσεις μας είχαν αμφισβητηθεί, όμως όλες επαληθεύτηκαν. Η επιβολή του ίδιου μοντέλου επιχειρήθηκε και τα προηγούμενα χρόνια αλλά σαλαμοποιημένα. Τα συνδικάτα εδώ και δεκαετίες αντιδρούν. Στην ουσία η σύγκρουση σε όλη την Μεταπολίτευση δεν είναι άλλη από την σύγκρουση ανάμεσα στην εξουσία που επιθυμεί να επιβάλει το νεοφιλελεύθερο μοντέλο και στα συνδικάτα που θέλουν τη διατήρηση της ρυθμισμένης αγοράς εργασίας με συλλογικές διαπραγματεύσεις και συλλογικές συμβάσεις, και διεκδικούν δημοκρατικές διαδικασίες τόσο στο εσωτερικό των συνδικάτων όσο και στη σχέση με τους εργοδότες και βέβαια επιδιώκουν ανάπτυξη για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Νομίζω πως το διακύβευμα για το μέλλον είναι η ανακοπή της ολοκλήρωσης αυτής της μετάβασης στο νεοφιελευθερο υπόδειγμα. Οι συνθήκες είναι πολύ δύσκολες. Στο βαθμό απελευθέρωσης που βρισκόμαστε η εργασία έχει απαξιωθεί τελείως, είτε σε επίπεδο εισοδήματος και εργασιακών σχέσεων είτε σε επίπεδο κοινωνικής προστασίας και κοινωνικού κράτους.
Για να ανακοπεί η μετάβαση στον νεοφιλελεύθερο μοντέλο απαιτείται η παρουσίαση της εναλλακτικής πρότασης και η στήριξη της με μια συνδικαλιστική και κοινωνική δράση. Σε οργανωτικό επίπεδο θα πρέπει να υπάρξει μια συσπείρωση δυνάμεων. Όπως προείπαμε στην πρώτη φάση της Μεταπολίτευσης είχαμε την ανάπτυξη του επιχειρησιακού συνδικαλισμού, ενώ στις επόμενες φάσεις αναδύεται ο κλαδικός και ο κεντρικός συνδικαλισμός. Σήμερα θα πρέπει να δούμε τόσο τις νέες μορφές δράσεις, όσο και την ατμομηχανή αυτών των δράσεων. Θα επιστρέψουμε στα επιχειρησιακά σωματεία; Θα ενισχύσουμε ομοσπονδίες και κλαδικές; Θα αναπτύξουμε περισσότερες στρατηγικές σε εθνικό επίπεδο; Νομίζω όμως πως αυτό που έχει πρωτίστως ανάγκη είναι η συσπείρωση και η συγχώνευση δυνάμεων».
http://tvxs.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου