Κάθε άλλο, βέβαια, όπως αποδεικνύουν τα παρακάτω διαδοχικά γεγονότα...
Στις 6 το απόγευμα περίπου, λοιπόν, κοντά στην Πανεπιστημίου, αποφασίζω να δω σ’ ένα μαγαζί που γνώριζα για ένα ζευγάρι παπούτσια. Αφού διαλέγω, τα δοκιμάζω, με εξυπηρέτησαν όντως γρήγορα, μου λέει ο ιδιοκτήτης και πωλητής ταυτόχρονα:
70 ευρώ έχει προσφορά, αλλά έφερα και ένα νέο μοντέλο λίγο πιο μυτερό μπροστά και πιστεύω σου ταιριάζει.
Αμέσως εγώ ρωτώ σαν καλός αγοραστής: αν πάρω και τα δύο ζευγάρια; Σύνολο κανονικά 150 μου λέει αλλά θα στ’ αφήσω 120. Του απαντώ δεν είναι και λίγα, αλλά συνεχίζει αυτόματα: εξαρτάται τι θα γράψουμε στην απόδειξη... Δηλαδή; Tου λέω. Εντάξει, καταλαβαίνεις τώρα, μια βοήθεια θέλω και ‘γω με την εφορία, σου κάνω και καλή τιμή.
Πόσα θέλετε να γράψουμε, τελικά; Συνεχίζω. 70 μωρέ, το ένα ζευγαράκι, το άλλο απλά το πληρώνεις και φεύγεις...
Του λέω ότι δεν συμφωνώ με τη λογική και τελικά με μεγάλη αγανάκτηση μου κόβει απόδειξη για 120 ευρώ για τα 2 ζευγάρια.
Φεύγω από το μαγαζί κάπως δυσαρεστημένος με τη νοοτροπία, θέλοντας να φάω κάτι πρόχειρο. Κατευθύνομαι σ’ ένα συνοικιακό σαντουιτσάδικο, βυθισμένος στις σκέψεις μου, και αφού παραγγέλνω και κάθομαι, περιμένω την απόδειξη. Μάταια... Μπορώ να πληρώσω και να έχω την απόδειξη παρακαλώ; Λέω στον υπάλληλο. Εεεε... πάρε αυτή μου λέει, 4,20 ευρώ είναι σύνολο.
Τι είναι αυτό; Του λέω. Εδώ γράφει 2,40... Εντάξει, πάρε αυτή που έχω από τον προηγούμενο γιατί πρέπει ν’ αλλάξω κάτι στο μηχάνημα και θ’ αργήσει τώρα...
Διατηρώντας την ψυχραιμία μου, φεύγω και περνάω από έναν οδοντίατρο που μου σύστησαν, για μία γνώμη για πιθανή εξαγωγή. Κάθομαι για 10 λεπτά το πολύ και επιβεβαιώνει την ανάγκη εξαγωγής.
Συμβεβλημένος με τον ΕΟΠΥΥ; Ρωτώ. Όχι, μου αναφέρει, αλλά δεν χρειάζεται κιόλας, μην μπλέξουμε. Δηλαδή; ρωτώ έκπληκτος. Δουλεύω χωρίς απόδειξη και θα σου κάνω καταπληκτική τιμή, εκτός αν θες να σε στείλω σε δικό μου να στα γράψει και να ‘ρθεις να σου κάνω εγώ μετά την εξαγωγή. Κοιτάζοντας αποσβολωμένος, έφυγα χωρίς δεύτερη κουβέντα...
Στον επίλογο της ημέρας, παίρνω ταξί από την Ασκληπιού και φθάνοντας στον προορισμό μου αναφέρω: Εδώ κάπου με αφήνετε... Ωραία, 3,20 μου λέει... Ορίστε, του απαντώ βγάζοντας 10 ευρώ...
Με σκοτώνεις, μεγάλε... δεν έχω ρέστα... Μα, από δεκάρικο; του λέω. Ε... τα έδωσα... ένα τάλιρο, το θες; Ααα... κάτσε, έχω και 50 λεπτά... αυτά είναι... αλλιώς να κάνουμε κύκλους... Εμφανώς εκνευρισμένος εγώ, του λέω δώστε μου την απόδειξή μου παρακαλώ, δεν χρειάζεται κάτι άλλο, για να φύγω...
Την ποια; μου λέει... Απόδειξη, του λέω! Ωχ, τώρα... κάτσε... ανοίγει το ντουλαπάκι, και διακρίνω μέσα από χαρτιά ατελείωτα, ένα αραχνιασμένο μηχάνημα. Δεν πατάει καλά το κουμπί και μάλλον θέλει και χαρτί, αναφέρει με πονηρό βλέμμα... Αυτές εδώ τι είναι, του λέω, διακρίνοντας στο σκοτάδι κάποιες κολλημένες αποδείξεις. Ααα... περυσινές, μονολογεί, δεν σου κάνουν!
Να το φτιάξετε το μηχάνημα και να εξυπηρετείτε τον κόσμο, αναφέρω αυστηρά και φεύγω κλείνοντας την πόρτα όσο πιο κόσμια μπορούσα.
Περπατώντας προς το σπίτι μου, αναρωτιόμουν πόσο θ’ άντεχε κάποιος να το κάνει αυτό κάθε μέρα. Σίγουρα αυτός που την πληρώνει είναι τελικά το κράτος και τα έσοδα. Την επόμενη φορά λοιπόν που θ’ αγανακτήσουμε για νέα οριζόντια μέτρα, ας αναλογιστούμε πόσο έχει αλλάξει ο καθένας από εμάς στη συναλλακτική του συμπεριφορά και στις συνήθειές του απέναντι στην αγορά και τους «επαγγελματίες» που την αποτελούν.
http://www.protagon.gr
Στις 6 το απόγευμα περίπου, λοιπόν, κοντά στην Πανεπιστημίου, αποφασίζω να δω σ’ ένα μαγαζί που γνώριζα για ένα ζευγάρι παπούτσια. Αφού διαλέγω, τα δοκιμάζω, με εξυπηρέτησαν όντως γρήγορα, μου λέει ο ιδιοκτήτης και πωλητής ταυτόχρονα:
70 ευρώ έχει προσφορά, αλλά έφερα και ένα νέο μοντέλο λίγο πιο μυτερό μπροστά και πιστεύω σου ταιριάζει.
Αμέσως εγώ ρωτώ σαν καλός αγοραστής: αν πάρω και τα δύο ζευγάρια; Σύνολο κανονικά 150 μου λέει αλλά θα στ’ αφήσω 120. Του απαντώ δεν είναι και λίγα, αλλά συνεχίζει αυτόματα: εξαρτάται τι θα γράψουμε στην απόδειξη... Δηλαδή; Tου λέω. Εντάξει, καταλαβαίνεις τώρα, μια βοήθεια θέλω και ‘γω με την εφορία, σου κάνω και καλή τιμή.
Πόσα θέλετε να γράψουμε, τελικά; Συνεχίζω. 70 μωρέ, το ένα ζευγαράκι, το άλλο απλά το πληρώνεις και φεύγεις...
Του λέω ότι δεν συμφωνώ με τη λογική και τελικά με μεγάλη αγανάκτηση μου κόβει απόδειξη για 120 ευρώ για τα 2 ζευγάρια.
Φεύγω από το μαγαζί κάπως δυσαρεστημένος με τη νοοτροπία, θέλοντας να φάω κάτι πρόχειρο. Κατευθύνομαι σ’ ένα συνοικιακό σαντουιτσάδικο, βυθισμένος στις σκέψεις μου, και αφού παραγγέλνω και κάθομαι, περιμένω την απόδειξη. Μάταια... Μπορώ να πληρώσω και να έχω την απόδειξη παρακαλώ; Λέω στον υπάλληλο. Εεεε... πάρε αυτή μου λέει, 4,20 ευρώ είναι σύνολο.
Τι είναι αυτό; Του λέω. Εδώ γράφει 2,40... Εντάξει, πάρε αυτή που έχω από τον προηγούμενο γιατί πρέπει ν’ αλλάξω κάτι στο μηχάνημα και θ’ αργήσει τώρα...
Διατηρώντας την ψυχραιμία μου, φεύγω και περνάω από έναν οδοντίατρο που μου σύστησαν, για μία γνώμη για πιθανή εξαγωγή. Κάθομαι για 10 λεπτά το πολύ και επιβεβαιώνει την ανάγκη εξαγωγής.
Συμβεβλημένος με τον ΕΟΠΥΥ; Ρωτώ. Όχι, μου αναφέρει, αλλά δεν χρειάζεται κιόλας, μην μπλέξουμε. Δηλαδή; ρωτώ έκπληκτος. Δουλεύω χωρίς απόδειξη και θα σου κάνω καταπληκτική τιμή, εκτός αν θες να σε στείλω σε δικό μου να στα γράψει και να ‘ρθεις να σου κάνω εγώ μετά την εξαγωγή. Κοιτάζοντας αποσβολωμένος, έφυγα χωρίς δεύτερη κουβέντα...
Στον επίλογο της ημέρας, παίρνω ταξί από την Ασκληπιού και φθάνοντας στον προορισμό μου αναφέρω: Εδώ κάπου με αφήνετε... Ωραία, 3,20 μου λέει... Ορίστε, του απαντώ βγάζοντας 10 ευρώ...
Με σκοτώνεις, μεγάλε... δεν έχω ρέστα... Μα, από δεκάρικο; του λέω. Ε... τα έδωσα... ένα τάλιρο, το θες; Ααα... κάτσε, έχω και 50 λεπτά... αυτά είναι... αλλιώς να κάνουμε κύκλους... Εμφανώς εκνευρισμένος εγώ, του λέω δώστε μου την απόδειξή μου παρακαλώ, δεν χρειάζεται κάτι άλλο, για να φύγω...
Την ποια; μου λέει... Απόδειξη, του λέω! Ωχ, τώρα... κάτσε... ανοίγει το ντουλαπάκι, και διακρίνω μέσα από χαρτιά ατελείωτα, ένα αραχνιασμένο μηχάνημα. Δεν πατάει καλά το κουμπί και μάλλον θέλει και χαρτί, αναφέρει με πονηρό βλέμμα... Αυτές εδώ τι είναι, του λέω, διακρίνοντας στο σκοτάδι κάποιες κολλημένες αποδείξεις. Ααα... περυσινές, μονολογεί, δεν σου κάνουν!
Να το φτιάξετε το μηχάνημα και να εξυπηρετείτε τον κόσμο, αναφέρω αυστηρά και φεύγω κλείνοντας την πόρτα όσο πιο κόσμια μπορούσα.
Περπατώντας προς το σπίτι μου, αναρωτιόμουν πόσο θ’ άντεχε κάποιος να το κάνει αυτό κάθε μέρα. Σίγουρα αυτός που την πληρώνει είναι τελικά το κράτος και τα έσοδα. Την επόμενη φορά λοιπόν που θ’ αγανακτήσουμε για νέα οριζόντια μέτρα, ας αναλογιστούμε πόσο έχει αλλάξει ο καθένας από εμάς στη συναλλακτική του συμπεριφορά και στις συνήθειές του απέναντι στην αγορά και τους «επαγγελματίες» που την αποτελούν.
http://www.protagon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου