Το σχολικό έτος 1962-1963 πήγα στην πρώτη δημοτικού στο 41o Δημοτικό Σχολείο Θεσσαλονίκης. Στον απόηχο των εκλογών του 1961 και μέσα στο κλίμα του «ανένδοτου αγώνα». Οι λέξεις «βία και νοθεία» δεν περιλαμβανόντουσαν στο αναγνωστικό μας, ήταν όμως οικείες ακόμη και σε μας, στα παιδιά της πρώτης δημοτικού. Κυριαρχούσαν στον καθημερινό δημόσιο λόγο. Μεγάλων και μικρών. Αναγκαστικά μικρομέγαλων.
Ασύμμετρη ήταν άλλωστε στις αρχές της δεκαετίας του ‘60 όλη η κατάσταση της χώρας: της κοινωνίας και των θεσμών. Ζούσαμε τότε στην Ελλάδα του κρατικού ραδιοφώνου, του κινηματογράφου που προσπαθούσε να αποδώσει την αθωότητα μιας ένοχης εποχής, των εφημερίδων που έδιναν μάχες κυρίως παραταξιακές. Δεν
υπήρχε τηλεόραση ούτε Διαδίκτυο. Υπήρχαν όμως φωτογραφίες. Αυτά τα χάρτινα – τότε – τεκμήρια που μετατρέπονται από στιγμιαία σε ιστορικά. Από σπαράγματα γεγονότων σε μαρτυρίες καταστάσεων.
Αναζητώντας, λοιπόν, φωτογραφίες του 1963 εντυπωσιάστηκα από το είδος των παραστάσεων βίας που καλούμασταν να αφομοιώσουμε ως παιδιά. Ιδιαίτερα μέσα στη βαριά μετεμφυλιακή ατμόσφαιρα της Θεσσαλονίκης.
Στο τέλος της πρώτης δημοτικού, τον Μάιο του 1963, η δασκάλα μας η κυρία Μεσημέρη μας ζήτησε να ζωγραφίσουμε ένα θέμα της δικής μας επιλογής. Η πιο έντονη εικόνα που είχα τότε ήταν η φωτογραφία του θανάσιμα τραυματισμένου Γρηγόρη Λαμπράκη που ψυχορραγούσε στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ. Ήταν, φυσικά, άτεχνη και παιδικά ελλειπτική η ζωγραφιά μου. Ήταν όμως η δική μου προσωπική αντίδραση στα γεγονότα. Μια παράδοξη εικαστική επαφή με την εσωτερική πολιτική βία.
Λίγους μήνες αργότερα, στις 22 Νοεμβρίου 1963, οι γονείς μου μού προσέφεραν βραδινή έξοδο στον κινηματογράφο της γειτονιάς. Ήμουν πλέον στη δευτέρα δημοτικού. Κινηματογράφος «Παρθενών» στην Πλατεία Επταλόφου στους Αμπελόκηπους Θεσσαλονίκης. Ο ιδιοκτήτης, ο κύριος Λευτέρης, οικογενειακός φίλος. Στο διάλειμμα μάς έβαλε να ακούσουμε στο ραδιόφωνο την είδηση της δολοφονίας του προέδρου Κένεντι στο Ντάλας. Δεν είχε κανείς διάθεση να μείνει για τη συνέχεια της ταινίας. Η δολοφονία ενός νέου και γοητευτικού πρόεδρου, η εικόνα της Τζάκι, η ξαφνική μετάπτωση από την εξουσία και την ομορφιά της ζωής στην αδυναμία και τη φθορά του θανάτου ήσαν στοιχεία τραγικά που ξεπερνούσαν σε ένταση κάθε άλλο θέαμα την ώρα εκείνη. Μια παράδοξη δραματουργική επαφή με τη διεθνή πολιτική βία.
Μπαίναμε στον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς. Ο τοπικός μύθος του «δράκου του Σέιχ Σου» είχε εδραιωθεί ήδη από το 1959. Η σύλληψη του Παγκρατίδη στις 8 προς 9 Δεκεμβρίου ήταν μια φαινομενικά ανακουφιστική είδηση. Έβλεπα τις πρώτες σελίδες των τοπικών εφημερίδων κρεμασμένες στο περίπτερο όταν γύριζα από το σχολείο. Οι πρώτες φωτογραφίες του Παγκρατίδη θυμάμαι ότι δεν με έκαναν να τον αντιπαθήσω. Σε γέμιζαν αμφιβολίες με την αμηχανία και τον φόβο που υπήρχε στο πρόσωπο του πρωταγωνιστή. Ο καθένας έφερνε άλλωστε την υπόθεση του «δράκου» στα μέτρα της δικής του αντίληψης για τη σχέση πραγματικότητας και μυθοπλασίας. Πάντως ο δικός μας τοπικός «δράκος» δεν είχε τα τρομακτικά χαρακτηριστικά του δράκου των Καρπαθίων. Ήταν μικρός και πολύ πιο προσιτός. Τότε δεν ξέραμε ότι παρακολουθούσαμε ένα αμάλγαμα σεξουαλικής, κοινωνικής και κρατικής βίας αλλά και ένα δικαστικό δράμα που θα προσέφερε το πρωτογενές υλικό για πολλές αφηγηματικές ασκήσεις στο μέλλον. Θυμάμαι όμως την αίσθηση της αμφιβολίας που είχα όταν επιστρέφοντας πάλι από το σχολείο ένα μεσημέρι του 1968 διάβασα στο περίπτερο, στην πρώτη σελίδα των τοπικών εφημερίδων, ότι νωρίς το πρωί της ίδιας ημέρας είχε εκτελεσθεί η απόφαση της καταδίκης του σε θάνατο.
Τότε δεν είχαμε δει το «Ζ». Αλλά ήξερα πολύ καλά σε ποιο κτίριο στεγάζεται ο ανακριτής της υπόθεσης Λαμπράκη γιατί πήγαινα σε αυτό μερικά απογεύματα με τον πατέρα μου. Τον περίμενα να τελειώσει με την εκφώνηση των υποθέσεων στην τακτική διαδικασία του πολυμελούς πρωτοδικείου όπως γινόταν εκείνη την εποχή.
Τότε δεν ήξερα ότι ο Κένεντι ήταν ο πρώτος και μόνος καθολικός πρόεδρος των ΗΠΑ, δεν μπορούσα να τον συσχετίσω με την κρίση στον Κόλπο των Χοίρων και με τον Πόλεμο του Βιετνάμ. Δεν μπορούσα να συγκρίνω τη σύντομη θητεία του με τη θητεία του προέδρου Τζόνσον. Ήξερα όμως ότι το «επάγγελμά» του αποδείχθηκε υψηλού ρίσκου. Όπως οτιδήποτε έχει γοητεία στην πολιτική.
Τότε δεν είχα άποψη για το πώς συμπλέκονται οι διαδρομές της βίας στην κοινωνία των πολιτών και στο κράτος. Οι φωτογραφίες δεν είχαν αποκτήσει εσωτερικό χρώμα. Ήταν εκκωφαντικά ασπρόμαυρες, όπως δημοσιευόντουσαν στις εφημερίδες της εποχής.
Το 1963 άλλωστε πηγαίναμε προς την πρώτη νίκη της Ένωσης Κέντρου και έβλεπα πια την Πλατεία Αριστοτέλους ως τόπο συγκεντρώσεων και όχι παιχνιδιών. Ήδη από τότε δυστυχώς.
Άρθρο Ευάγγελου Βενιζέλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου