Πολλοί ήταν αυτοί που περίμεναν να διαπιστώσουν την αντίδραση της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα στις πρώτες έντονες κοινωνικές αντιδράσεις, οι οποίες ηταν δεδομένο πως θα προέκυπταν εξαιτίας της συνέχισης της μνημονιακής πολιτικής. Και να λοιπόν που έφτασε το πλήρωμα του χρόνου, καθώς το επικείμενο Ασφαλιστικό νομοσχέδιο φαίνεται να δοκιμάζει τα όρια ενός σημαντικού μέρους της κοινωνίας κι ως εκ τούτου και τις αντοχές της ίδιας της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Οι αγρότες έχουν ήδη παρατάξει τα τρακτέρ στις περισσότερες εθνικές οδούς, δικηγόροι, μηχανικοί, φαρμακοποιοί κι άλλοι επιστημονικοί κλάδοι έχουν κατέβει μαζικά στους δρόμους, εκπαιδευτικοί τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα συντονίζουν τις κινητοποιήσεις τους.
Η πρώτη αντίδραση της κυβέρνησης θα μπορούσε εκ πρώτης όψεως να χαρακτηριστεί αμήχανη. Από τη μια, καλωσορίζει τις κινητοποιήσεις, από την άλλη όμως αδυνατώντας να ανταποκριθεί έστω και στοιχειωδώς στα αιτήματά τους, περιορίζεται στο να επαναλαμβάνει(σε επίπεδο διακηρυξης)την ανάγκη προστασίας των χαμηλότερων στρωμάτων ως βασική της προτεραιότητα.
Αν εξετάσει κανείς όμως λίγο πιο προσεκτικά την περιρρέουσα ατμόσφαιρα που επικρατεί στο κυβερνητικό στρατόπεδο, θα αντιληφθεί πως αρκετοί εντός του έχουν αρχίσει να επιστρατεύουν το όπλο του κοινωνικού αυτοματισμού(ο όρος εφευρέθηκε επί διακυβέρνησης Σημίτη) εις βάρος όσων αντιδρούν. Κάπως έτσι αρκετοί θυμήθηκαν πως οι αγρότες «αποτελούν μια από τις πιο ευνοημένες κοινωνικές κατηγορίες», με την Αυγή να τους καταλογίζει πως «επιδιώκουν τυφλή σύγκρουση». Πιο σαφής πάντως είχε καταστεί η εκπρόσωπος των ΑΝΕΛ, Μαρίνα Χρυσοβελώνη, η οποία απευθυνόμενη σε εκπρόσωπο των αγροτών ανέφερε πως αρκετοί είναι αυτοί που «εισπράττουν επιδοτήσεις και επί της ουσίας δεν ασχολούνται με καλλιέργειες αλλά κάθονται στο καφενείο του χωριού τους και παίζουν πρέφα».
Σε ανάλογο μοτίβο επιχειρείται να απαξιωθούν και οι αντιδράσεις των υπόλοιπων κινητοποιούμενων κλάδων. Αρχικά οι εν λόγω κινητοποιήσεις κωδικοποιήθηκαν ως «οι διαδηλώσεις της γραβάτας», ενώ τους χρέωσαν τη στήριξη του «ναι» στο δημοψήφισμα του Ιουλίου εκ μέρους των συνδικαλιστικών τους ηγεσιών. Παράλληλα, αξιοποιήθηκε επικοιωνιακά κι η στήριξη που τους παρείχε η συνδικαλιστική ηγεσία Παναγόπουλου, μήπως και δοθεί η εντύπωση στην κοινή γνώμη πως «κάτι δεν πάει καλά εδώ».
Δεν μπορεί βέβαια να ισχυριστεί κανείς πως σε όλα τα παραπάνω δεν περιέχονται αλήθειες. Συμβαίνει όμως κάτι χειρότερο, καθώς αποτελούν μισές αλήθειες. Γιατί δε γίνεται ανερυθρίαστα να «τσουβαλιάζεις» τους μεγαλοτσιφλικάδες των πακέτων Ντελόρ και των πολυτελών Μερσεντές με τους χιλιάδες μικροκαλλιεγητές, οι οποίοι δίνουν τα τελευταία χρόνια αγώνα επιβίωσης. Δεν είναι δυνατό να επιχειρείς να πείσεις πως οι αντιδράσεις προέρχονται κατά κύριο λόγο από μεγαλοσχήμονες τύπου Πατούλη, Λυκουρέζου, όταν γνωρίζεις πολύ καλά πως η πλειοψηφία των επιστημονικών κλάδων μαστίζεται από ψηλή ανεργία αλλά κι από πολύ χαμηλά εισοδήματα. Και μαντέψτε ποιοι από τους παραπάνω θα πληρώσουν τελικά τη νύφη.
Όπως και να το δει κανείς, μια κυβέρνηση, που θέλει να έχει αναφορά στην Αριστερά, θα όφειλε να αποδεικνύει στην πραξη τη δυνατότητά της να διεξάγει ουσιαστικό κοινωνικό διάλογο, ακόμη και στις περιπτώσεις που βρίσκεται στριμωγμένη. Θα όφειλε να το πράττει ακόμη κι όταν οι όποιες κοινωνικές αντιδράσεις αξιοποιούνται από διάφορα παράκεντρα εξουσίας, όπως συμβαίνει σήμερα με τα συστημικά ΜΜΕ. Καλό θα ήταν να θυμάται πως την πεπατημένη του κοινωνικού αυτοματισμού είχαν ακολουθήσει όλες οι προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις με πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα την κυβέρνηση Σαμαρά, όταν αυτή επιχειρούσε να «δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα» όσον αφορά το κλείσιμο της ΕΡΤ, τις απολύσεις των καθαριστριών του Υπουργείου Οικονομικών, των σχολικών φυλάκων και..και..
Αντιθέτως, η τακτική της κυβέρνησης μοιάζει να συμβάλλει στη δημιουργία και μόνο νέων κοινωνικών μετώπων. Ίσως και να έμοιαζε ανεξήγητη η στάση της, αν δεν έμπαινε στην εξίσωση η εφαρμογή του Μνημονίου, η οποία φρονίζει για τη ραγδαία μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ, τόσο όσον αφορά την ιδεολογική του ταυτότητα όσο και τη συνολική πολιτική συμπεριφορά του. Κάπως έτσι ο Βαρουφάκης μέσα σε λίγους μήνες κατέστη αποσυνάγωγος, οι τράπεζες εξακολουθούν να πουλάνε το δικό τους παραμύθι, όσες κοινωνικές ομάδες αντιδρούνε στα κυβερνητικά μνημονιακά σχέδια θεωρούνται πλέον συντεχνίες, οι ιδιωτικοποιήσεις εκτελούνται κατά γράμμα «απελευθερώνοντας τη χώρα από τον κρατισμό», τα ΜΑΤ χρησιμοποιούν ακόμη χημικά εναντίον συγκεντρώσεων. Δυστυχώς όμως, απ’ ότι φαίνεται ο Βόλφγκαγκ Σόιμπλε θέλει πολλά ακόμη για να πειστεί γι’ αυτή τη ρημάδα την «εφαρμογή».
Tvxs.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου